ΜΑΡΟΚΟ/ΙΣΠΑΝΙΑ: ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ «ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΣΕ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ», ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ 37 ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΙΓΙΑ
Η παταγώδης αποτυχία των ισπανικών και των μαροκινών αρχών να αποδώσουν την αλήθεια και να εξασφαλίσουν δικαιοσύνη για τουλάχιστον 37 άτομα από την υποσαχάρια Αφρική που σκοτώθηκαν και άλλα 77 που εξακολουθούν να αγνοούνται μετά τα θανατηφόρα γεγονότα που έλαβαν χώρα στα σύνορα του ισπανικού θύλακα Μελίγια, παραπέμπει σε συγκάλυψη, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε έκθεση που δημοσιεύτηκε ενόψει της εξάμηνης επετείου της τραγωδίας.
Η έκθεση «“Τον χτύπησαν στο κεφάλι για να δουν αν ήταν νεκρός”: Τα αποδεικτικά στοιχεία για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου στα σύνορα της Μελίγια» περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα όταν μετανάστριες/-ες και προσφύγισσες/-όσφυγες από την υποσαχάρια Αφρική προσπάθησαν να περάσουν από το Μαρόκο στην Ισπανία στις 24 Ιουνίου. Οι αρχές και στις δύο πλευρές απέτυχαν να διασφαλίσουν αποτελεσματικές και διαφανείς έρευνες προκειμένου να αποδειχτεί η αλήθεια για το τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Οι οικογένειες και οι οργανώσεις εμπειρογνωμόνων που αναζητούν τις/τους αγνοούμενους έχουν επανειλημμένα παρεμποδιστεί από τις μαροκινές αρχές.
Σε αυτή τη θλιβερή εξάμηνη επέτειο, οι ισπανικές και οι μαροκινές αρχές συνεχίζουν να αρνούνται κάθε ευθύνη για το μακελειό στη Μελίγια. Η πληθώρα αποδείξεων γύρω από σοβαρές και πολλαπλές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο παράνομος θάνατος και η κακομεταχείριση προσφυγισσών/-ύγων και μεταναστριών/-ών, αυξάνεται συνεχώς και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ταυτότητα των νεκρών και την τύχη των αγνοουμένων.
Agnès Callamard, Γενική Γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας
«Σε αυτή τη θλιβερή εξάμηνη επέτειο, οι ισπανικές και οι μαροκινές αρχές συνεχίζουν να αρνούνται κάθε ευθύνη για το μακελειό στη Μελίγια. Η πληθώρα αποδείξεων γύρω από σοβαρές και πολλαπλές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ο παράνομος θάνατος και η κακομεταχείριση προσφυγισσών/-ύγων και μεταναστριών/-ών, αυξάνεται συνεχώς και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ταυτότητα των νεκρών και την τύχη των αγνοουμένων», δήλωσε η γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας, Agnès Callamard.
«Αυτό μυρίζει συγκάλυψη και ρατσισμό και ρίχνει αλάτι σε ήδη επώδυνες πληγές. Είναι σημαντικό και για τις δύο κυβερνήσεις να εγγυηθούν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη για ό,τι συνέβη εκείνη την ημέρα, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη».
Η έκθεση, βασισμένη σε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, βίντεο και δορυφορικές εικόνες, δίνει μια λεπτομερή και συγκλονιστική εικόνα για το τι συνέβη όταν 2.000 μετανάστριες/-ες και προσφύγισσες/-όσφυγες προσπάθησαν να περάσουν στη Μελίγια μέσω ενός συνοριακού περάσματος γνωστού ως «Barrio Chino». Δεδομένης της έλλειψης διαφάνειας και από τις δύο κυβερνήσεις, η Διεθνής Αμνηστία απευθύνθηκε εγγράφως τόσο στη μαροκινή όσο και στην ισπανική κυβέρνηση ζητώντας τους να μοιραστούν πληροφορίες σχετικά με τις εντολές και με την κατάσταση των ερευνών. Η οργάνωση μοιράστηκε επίσης μια περίληψη των ευρημάτων με τις δύο κυβερνήσεις τον Νοέμβριο. Δεν έχουν δοθεί απαντήσεις.
Η έκθεση δείχνει ότι τα γεγονότα εκείνης της ημέρας μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί και ότι η απώλεια ανθρώπινων ζωών θα μπορούσε να αποφευχθεί. Αποκαλύπτει επίσης ότι κατά τους μήνες και τις ημέρες πριν από την 24η Ιουνίου, οι προσφύγισσες/-όσφυγες και οι μετανάστριες/-ες γύρω από τη Μελίγια δέχονταν αυξημένες επιθέσεις από τις μαροκινές δυνάμεις ασφαλείας. Πολλά άτομα είδαν όλα τα υπάρχοντά τους να καίγονται και να καταστρέφονται, γεγονός που ώθησε χιλιάδες ανθρώπους να περπατήσουν προς τα σύνορα, όπου αντιμετωπίστηκαν με παράνομη και θανατηφόρα βία από τις μαροκινές και τις ισπανικές αρχές.
Καθώς πλησίαζαν, η αστυνομία τούς πετούσε πέτρες και τους έριχνε δακρυγόνα σε κλειστούς χώρους. Πολλοί από τους τραυματίες συνέχισαν να δέχονται χτυπήματα και κλοτσιές καθώς κείτονταν στο έδαφος, ημιλιπόθυμοι, χωρίς να αποκρίνονται ή παλεύοντας για την αναπνοή τους.
Ο Zacharias, 22 ετών, από το Τσαντ, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Οι μαροκινές και οι ισπανικές δυνάμεις ασφαλείας μάς πετούσαν τα πάντα, βόμβες αερίου, πέτρες, σφαίρες από καουτσούκ, μπάλες από καουτσούκ... Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα, και ήταν δύσκολο να αναπνεύσουμε».
Οι μαροκινές και οι ισπανικές δυνάμεις ασφαλείας μάς πετούσαν τα πάντα, βόμβες αερίου, πέτρες, σφαίρες από καουτσούκ, μπάλες από καουτσούκ... Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα, και ήταν δύσκολο να αναπνεύσουμε
Zacharias, από το Τσαντ
Περίπου 400 άτομα είχαν εγκλωβιστεί σε μια μικρή περιφραγμένη περιοχή από τις μαροκινές δυνάμεις. Σε συνεργασία με το Εργαστήριο Αποδεικτικών Στοιχείων της Διεθνούς Αμνηστίας, ένα καθηλωτικό τρισδιάστατο μοντέλο και μια οπτική αναπαράσταση των γεγονότων προσφέρει ανατριχιαστική προοπτική των γεγονότων και των ενεργειών των δυνάμεων ασφαλείας που μπορεί να ισοδυναμούν με βασανιστήρια και να έχουν οδηγήσει σε παράνομους φόνους.
«Φάνηκε ότι η μαροκινή αστυνομία μάς έδωσε χώρο για να φτάσουμε εκεί, μετά μας στρίμωξαν... Άρχισαν να μας πυροβολούν με αέριο, μας πέταξαν ακουστικές βόμβες... Όλοι προσπαθούσαν να κινηθούν όπου μπορούσαν, επικρατούσε χάος», δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ο Omer, ένας 21χρονος άντρας από το Σουδάν.
Ο Σαλίχ, ένας 27χρονος από το Σουδάν, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Η ισπανική αστυνομία μάς ψέκασε στα μάτια, ενώ η μαροκινή αστυνομία μάς πέταξε πέτρες στα κεφάλια».
Τόσο οι μαροκινές όσο και οι ισπανικές αρχές απέτυχαν να παράσχουν άμεση και επαρκή ιατρική βοήθεια στους τραυματίες, μεταξύ άλλων αρνούμενες την πρόσβαση στην περιοχή σε ομάδα ασθενοφόρων του Ερυθρού Σταυρού, ενώ δεκάδες άνθρωποι έμειναν κάτω από τον καυτό ήλιο για τουλάχιστον οχτώ ώρες.
Ένας από τους ερωτηθέντες είπε στη Διεθνή Αμνηστία ότι οι Ισπανοί αξιωματούχοι ασφαλείας ανάγκασαν τραυματίες να επιστρέψουν από τα σύνορα στο Μαρόκο, παρόλο που «αιμορραγούσαν ή είχαν ανοιχτές πληγές». Πολλές/-οί από αυτές/-ούς που επέστρεψαν με συνοπτικές διαδικασίες στο Μαρόκο φυλακίστηκαν και υποβλήθηκαν σε περαιτέρω κακοποίηση και βία. Ένα 17χρονο αγόρι από το Σουδάν δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι ο ίδιος, μαζί με «όλους τους ανθρώπους που είχαν συλληφθεί από την αστυνομία οδηγήθηκαν από τη μαροκινή αστυνομία στη φυλακή, και στη συνέχεια στη φυλακή τούς χτυπούσαν με σφυριά στο κεφάλι μέχρι που πέθαναν. Άλλοι, όταν τους χτυπούσαν, πέθαιναν επίσης».
Υπολογίζεται ότι 500 άτομα μεταφέρθηκαν με λεωφορεία σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, όπου τους αφαίρεσαν τα υπάρχοντά τους και τους πέταξαν στην άκρη του δρόμου χωρίς ιατρική περίθαλψη. Ορισμένοι άνθρωποι δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι μεταφέρθηκαν με τη βία σε απόσταση μεγαλύτερη των 1000 χιλιομέτρων.
Ούτε η κυβέρνηση του Μαρόκου ούτε της Ισπανίας έχει δώσει στη δημοσιότητα προκαταρκτικά αποτελέσματα ερευνών σχετικά με τον αριθμό των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους και με τα αίτια θανάτου, ούτε έχουν ανακοινώσει ποτέ ότι διερευνούν τη χρήση βίας από το προσωπικό των συνόρων. Καμία από τις δύο κυβερνήσεις δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα όλο το υλικό από τις κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης από οποιαδήποτε από τις πολλές κάμερες κατά μήκος των συνόρων, ενώ οι ισπανικές αρχές αρνήθηκαν να ξεκινήσουν ανεξάρτητη έρευνα.
Οι μαροκινές αρχές, αντί να στηρίξουν τις οικογένειες και τις ΜΚΟ, έχουν καταστήσει πρακτικά αδύνατο γι’ αυτές να διεξάγουν έρευνες για τους αγνοούμενους και τους νεκρούς. Αυτό έχει αποδειχτεί οδυνηρό για τις οικογένειες που αναζητούν τα ίχνη των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Jalal, αδελφός του Abdel Shakour Yehia, ενός 24χρονου Σουδανού, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Αν ο αδελφός μου ήταν ζωντανός, τότε θα είχε επικοινωνήσει μαζί μας, οπότε πιστεύω ότι έχει εξαφανιστεί».
Μετά από μήνες χωρίς νέα του Anwar, ενός 24χρονου Σουδανού που αγνοείται από τις 24 Ιουνίου, η Huwaida η ανιψιά του έπεσε πάνω σε βίντεο και φωτογραφίες τού φαινομενικά άψυχου σώματός του που είχαν αναρτηθεί στο διαδίκτυο. Η ίδια δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Χωρίς αυτόν, δεν υπάρχει γέλιο ή δράση. Η μητέρα του τον σκέφτεται πολύ. Θέλει να μάθει τι συνέβη. Σας ικετεύω να μας βοηθήσετε να αποδοθεί δικαιοσύνη».
Για περισσότερο από μία δεκαετία, οι εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών έχουν εκφράσει ανησυχίες για τη διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ανθρώπων της υποσαχάριας Αφρικής σε αυτά τα σύνορα. Την 1η Νοεμβρίου 2022, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού, ξενοφοβίας και συναφούς μισαλλοδοξίας δήλωσε ότι η βία στη Μελίγια «αποκαλύπτει το status quo των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή τον ρατσιστικό αποκλεισμό και τη θανατηφόρα βία που αναπτύσσεται για να κρατήσει έξω τους ανθρώπους αφρικανικής και μεσανατολικής καταγωγής και άλλους μη λευκούς πληθυσμούς».
Η παράνομη βία που χρησιμοποιήθηκε στη Μελίγια έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι όχι μόνο στα χέρια των μαροκινών και των ισπανικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και στα χέρια όλων όσων προωθούν ρατσιστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι οποίες βασίζονται στην πιθανότητα βλάβης και βίας εναντίον όσων προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα. Οι αρχές, αντί να οχυρώνουν τα σύνορα, πρέπει να ανοίξουν ασφαλείς και νόμιμες οδούς για τους ανθρώπους που αναζητούν ασφάλεια στην Ευρώπη
Agnès Callamard, Γενική Γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας
«Η παράνομη βία που χρησιμοποιήθηκε στη Μελίγια έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι όχι μόνο στα χέρια των μαροκινών και των ισπανικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και στα χέρια όλων όσων προωθούν ρατσιστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι οποίες βασίζονται στην πιθανότητα βλάβης και βίας εναντίον όσων προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα. Οι αρχές, αντί να οχυρώνουν τα σύνορα, πρέπει να ανοίξουν ασφαλείς και νόμιμες οδούς για τους ανθρώπους που αναζητούν ασφάλεια στην Ευρώπη», δήλωσε η Agnès Callamard.
«Οι μαροκινές και οι ισπανικές αρχές πρέπει να είναι διαφανείς όσον αφορά τις εντολές και το πεδίο εφαρμογής των τυχόν υφιστάμενων ερευνών – όχι μόνο να διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή τους, συνεργαζόμενες πλήρως μαζί τους, αλλά και να διασφαλίζουν ότι οι εντολές τους θα επεκταθούν ώστε να συμπεριλάβουν και τις ανησυχίες σχετικά με ρατσιστικά κίνητρα».
Ιστορικό
Ενώ τα κράτη επιτρέπεται να λαμβάνουν μέτρα για την αποτροπή τής μη εξουσιοδοτημένης εισόδου στα σύνορα, πρέπει να το πράττουν με τρόπο που να μην παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Κατά τους μήνες που μεσολάβησαν από τα γεγονότα της 24ης Ιουνίου, όλο και περισσότερες λεπτομέρειες για το τι συνέβη έχουν προκύψει, και η πίεση προς τις ισπανικές και τις μαροκινές αρχές έχει αυξηθεί.
Ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις/τους Μετανάστριες/-ες, μετά από επίσκεψη στη Μελίγια στα τέλη Νοεμβρίου, επέκρινε δημοσίως το γεγονός ότι οι αιτούσες/-ντες άσυλο στο Μαρόκο δεν έχουν «πραγματική και αποτελεσματική» πρόσβαση σε άσυλο στον συνοριακό σταθμό, αφήνοντας στις/στους μετανάστριες/-ες ελάχιστες επιλογές εκτός από το να προσπαθήσουν να περάσουν παράνομα.
Επιπλέον, ο Ισπανός Συνήγορος του Πολίτη, μετά από προκαταρκτική έρευνα και επίσκεψη στη Μελίγια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον 470 μετανάστριες/-ες και προσφύγισσες/-όσφυγες επεστράφησαν με συνοπτικές διαδικασίες στο Μαρόκο από την Ισπανία και υπενθύμισε στο κράτος τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την πρόληψη της κακομεταχείρισης.