ΤΟΥΡΚΙΑ: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΟΥΝ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΟΥΡΔΟΥΣ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΟΥΝ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ

Δημοσιεύθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016, 11:56Εκτύπωση

- Ένα χρόνο μετά την επιβολή της εικοσιτετράωρης απαγόρευσης κυκλοφορίας σε δήμο του Diyarbakır που έχει χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO

 

- Η εξαναγκαστική εκτόπιση πιθανόν συνιστά συλλογική τιμωρία

Δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι τoυ δήμου Sur, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO, περιλαμβάνονται στο μισό εκατομμύριο ανθρώπων που εκτιμάται ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ως αποτέλεσμα του κύματος βάναυσης καταστολής που εξαπολύθηκε από τις τουρκικές αρχές κατά τον προηγούμενο χρόνο και το οποίο πιθανόν να συνιστά συλλογική τιμωρία, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία σε μια νέα έκθεσή της.

Καθώς εντείνεται η καταστολή των αντιπολιτευόμενων κουρδικών φωνών από την τουρκική κυβέρνηση, η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας «Εκτοπισμένοι και απόκληροι: το δικαίωμα των κατοίκων του δήμου Sur να επιστρέψουν στα σπίτια τους», αποκαλύπτει την απελπιστική κατάσταση των οικογενειών οι οποίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το ιστορικό κέντρο του Diyarbakir ως αποτέλεσμα των εντατικών επιχειρήσεων ασφάλειας προς τα τέλη του χρόνου και της συνεχιζόμενης εικοσιτετράωρης απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Σπίτια που βρίσκονταν στην άλλοτε πολύβουη περιοχή, καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς, κατεδαφίστηκαν και απαλλοτριώθηκαν προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για ένα έργο ανοικοδόμησης, από το οποίο μόνο ελάχιστοι πρώην κάτοικοι της περιοχής ενδέχεται να επωφεληθούν.

«Ένα χρόνο μετά την επιβολή της εικοσιτετράωρης απαγόρευσης κυκλοφορίας στο δήμο Sur, χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν εκτοπισμένοι από τα σπίτια τους, αγωνιζόμενοι να επιβιώσουν και αντιμετωπίζοντας ένα αβέβαιο μέλλον μέσα σε ένα όλο και περισσότερο καταπιεστικό περιβάλλον», δήλωσε ο John Dalhuisen, Διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη.

«Ενώ η καταστολή σε βάρος της κοινωνίας των πολιτών στη νοτιοανατολική Τουρκία έχει ευρέως καταγραφεί, ελάχιστα καλύφθηκε ο αναγκαστικός εκτοπισμός ο οποίος, υπό το πρόσχημα της ασφάλειας, έχει καταστρέψει τις ζωές απλών ανθρώπων».

Μετά την κατάρρευση της εκεχειρίας τον Ιούλιο του 2015, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των φίλα προσκείμενων στο ένοπλο Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) και των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας. Αντιδρώντας σε δηλώσεις περί «αυτοδιοίκησης», στην κατασκευή οδοφραγμάτων και στο σκάψιμο χαρακωμάτων στο Sur, τον κεντρικό δηλαδή δήμο του Diyarbakır, και σε άλλες πόλεις νοτιοανατολικά, οι αρχές ξεκίνησαν να επιβάλλουν εικοσιτετράωρες απαγορεύσεις κυκλοφορίας και άρχισαν να διεξάγουν αυστηρές στρατιωτικοποιημένες επιχειρήσεις ασφαλείας.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2015, ανακοινώθηκε η επ’ αόριστον απαγόρευση της κυκλοφορίας για όλο το εικοσιτετράωρο σε έξι από τις δεκαπέντε γειτονιές του δήμου Sur, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να βγουν από τα σπίτια τους ακόμα και για να αγοράσουν φαγητό ή για ιατρικούς λόγους. Η αστυνομία, σύμφωνα με πληροφορίες, χρησιμοποίησε μεγάφωνα, διατάζοντας τους ανθρώπους να φύγουν. Το νερό και ο ηλεκτρισμός κοβόντουσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ τα σπίτια ταρακουνήθηκαν από βομβαρδισμούς και σημαδεύτηκαν από σφαίρες.

Μια γυναίκα που προσπάθησε να παραμείνει στο σπίτι της δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Ήμουν στο σπίτι με δύο παιδιά, δεν ήπιαμε νερό για μία εβδομάδα. Μια μέρα μια χειροβομβίδα δακρυγόνου εκτοξεύθηκε μέσα στο σπίτι. Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα για 20 ημέρες. Ήθελα να φύγω, αλλά δεν είχα πουθενά να πάω».

Οι συγκρούσεις στο Sur έληξαν τον Μάρτιο του 2016, αλλά η απαγόρευση της κυκλοφορίας εξακολουθούσε να ισχύει σε μεγάλα τμήματα της περιοχής. Μετά τις αναγκαστικές εξώσεις, σχεδόν όλα τα ακίνητα απαλλοτριώθηκαν από τις τουρκικές αρχές, ενώ πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Αν και η επιστροφή έχει γίνει σχεδόν αδύνατη λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και της καταστροφής, κάποιοι κάτοικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν πίσω για να βρουν τα σπίτια τους ρημαγμένα και τα υπάρχοντά τους λεηλατημένα ή κατεστραμμένα.

Ένας άνθρωπος γύρισε στο σπίτι του οκτώ μήνες μετά τον εκτοπισμό του για να βρει όλους τους τοίχους του σπιτιού να έχουν καταρρεύσει. Ο ίδιος δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Δεν μπορώ ούτε να κλαίω άλλο. Έχω κλάψει τόσο πολύ που έχασα το σπιτικό μου».

Η αστυνομία εξανάγκασε έναν άντρα να φύγει από το σπίτι του, μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, πριν τεθούν όλοι υπό κράτηση. Ο ίδιος δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία, «Μας ανάγκασαν να φύγουμε υπό την απειλή όπλων στραμμένων στα κεφάλια μας». Και οι τρεις τους είχαν αρχικά κατηγορηθεί για αδικήματα σχετικά με την τρομοκρατία, αλλά στη συνέχεια οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, βρήκε καμένα τα υπάρχοντά του.

Μια γυναίκα δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι παρενοχλήθηκε από την αστυνομία όταν επισκέφθηκε το σπίτι της έξι μήνες μετά την αναγκαστική φυγή της, και ότι δεν σκοπεύει να γυρίσει πίσω. «Βρήκαμε όλα τα υπάρχοντά μας σπασμένα και συσσωρευμένα στην αυλή», δήλωσε. Στην οικογένειά της προσφέρθηκαν 3.000 τουρκικές λίρες (περίπου 800 ευρώ) ως αποζημίωση για την απώλεια της περιουσίας τους, ένα ελάχιστο μέρος δηλαδή της πραγματικής αξίας. Η νύφη της δήλωσε: «Είχαμε σκοπό να ασκήσουμε έφεση, αλλά είπαν ότι μόνο αυτό μπορούμε να πάρουμε κι έτσι υπογράψαμε».

Οι εκτοπισμένοι κάτοικοι δεν μπόρεσαν να βρουν επαρκή και οικονομικά προσιτή εναλλακτική στέγαση, ενώ αγωνίζονται για την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες. Πολλοί έχασαν τις δουλειές τους όταν εκτοπίστηκαν και η εκπαίδευση των παιδιών παρουσιάζει πλέον σοβαρά κενά ή υπάρχουν παιδιά που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο εντελώς. Η ανεπαρκέστατη αποζημίωση και η αδυναμία των αρχών να παράσχουν επαρκή – ή σε ορισμένες περιπτώσεις οποιαδήποτε – βοήθεια για ενοικίαση, έχει επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση των ήδη ανήμπορων οικογενειών.

Ως επιστέγασμα αυτής της κατάστασης, η στοχοποίηση των αντιπολιτευόμενων κουρδικών φωνών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος έχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο ΜΚΟ οι οποίες παρείχαν ζωτικής σημασίας υποστήριξη στους φτωχούς και τους εκτοπισμένους

Οι κάτοικοι απορρίπτουν τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι οι συνεχιζόμενες απαγορεύσεις της κυκλοφορίας και οι κατεδαφίσεις σπιτιών δικαιολογούνται από λόγους ασφάλειας, δεδομένου ότι οι συγκρούσεις έχουν λήξει εδώ και οκτώ μήνες. Αντίθετα, θεωρούν ότι οι εν λόγω ενέργειες αποτελούν μέρος ενός προμελετημένου σχεδίου ανοικοδόμησης των γειτονιών τους και μετεγκατάστασής τους αλλού. Έχει αναβιώσει ένα έργο αστικής ανάπλασης το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά το 2012, του οποίου, όμως, οι λεπτομέρειες παραμένουν ελάχιστες, ενώ δεν έχει ζητηθεί καν η γνώμη των κατοίκων. Το γεγονός αυτό έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά παρόμοιων τέτοιων ενεργειών στην Τουρκία, η οποία έχει εκδιώξει βίαια κατοίκους που δεν είναι πλέον σε θέση να επιστρέψουν ποτέ στα σπίτια τους.

«Στην πικρή πρώτη επέτειο της απαγόρευσης κυκλοφορίας στο δήμο του Sur, μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού του μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αναγκαστεί να αντικρύσει ισοπεδωμένη τη δική του κληρονομιά», δήλωσε ο John Dalhuisen.

«Είναι σοκαριστικό το γεγονός ότι η απελπιστική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εκτοπισμένοι κάτοικοι του δήμου του Sur, συναντάται και σε δεκάδες άλλους δήμους σε όλη την νοτιοανατολική Τουρκία. Η κυβέρνηση πρέπει να δράσει επειγόντως, να άρει την απαγόρευση της κυκλοφορίας, να διασφαλίσει ότι οι πληγείσες κοινότητες αποζημιώνονται πλήρως και να βοηθήσει τους κατοίκους να επιστρέψουν είτε σε ό, τι έχει απομείνει από τα σπίτια τους ή τουλάχιστον στις γειτονιές τους».

 

Υπόβαθρο

Ο Sur είναι ο κεντρικός δήμος του Diyarbakır, της μεγαλύτερης πόλης στην κατεξοχήν κουρδική νοτιοανατολική περιοχή της Τουρκίας. Τα αρχαία τείχη της πόλης και δίπλα οι Κήποι Hevsel χαρακτηρίστηκαν ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO το 2015.

Πολλοί από τους ανθρώπους στο Sur ήρθαν εκεί αφού αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα χωριά της υπαίθρου κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Οι αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας της Τουρκίας εκείνη την εποχή είχαν ως αποτέλεσμα τον υπερδιπλασιασμό σε μέγεθος του πληθυσμού του Diyarbakir.

Υπό το καθεστώς της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου, η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη νοτιοανατολική Τουρκία έχει επιδεινωθεί. Μια σειρά εκτελεστικών διαταγμάτων έχει εξαφανίσει τις αντιπολιτευόμενες κουρδικές φωνές, κλείνοντας μέσα μαζικής ενημέρωσης και ΜΚΟ. Εκλεγμένοι δήμαρχοι, συμπεριλαμβανομένων των δημάρχων του Sur και του Diyarbakır, αντικαταστάθηκαν από διορισμένους έμπιστους της ίδιας της κυβέρνησης.

Τον Νοέμβριο, εκατοντάδες ΜΚΟ σε όλη την Τουρκία έκλεισαν από τις αρχές με την ετπίκληση των αόριστων λόγων περί «διασυνδέσεων με τρομοκρατικές οργανώσεις ή απειλών για την εθνική ασφάλεια». Ανάμεσα στις ΜΚΟ που έκλεισαν, περιλαμβάνονται και οι πιο βασικές από αυτές που παρείχαν βοήθεια σε εκτοπισμένες οικογένειες από το Sur.

Η εκτίμηση του αριθμού του σχεδόν μισού εκατομμυρίου ανθρώπων που εκτοπίστηκε στα νότιο-ανατολικά της Τουρκίας, προκύπτει από έναν υπολογισμό βασισμένο στο μέγεθος των πληθυσμών στις περιοχές που έχει επιβληθεί μακροπρόθεσμη απαγόρευση της κυκλοφορίας, στα καταγεγραμμένα ποσοστά των κατοίκων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και στο επίπεδο της καταστροφής που υπέστησαν τα σπίτια και οι υποδομές στις περιοχές αυτές.

Η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος σε μια σειρά διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες απαιτούν από αυτήν το σεβασμό των δικαιωμάτων της ελευθερίας της κυκλοφορίας, σε επαρκή στέγαση και άλλων οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθώς και του δικαιώματος σε παροχή αποτελεσματικής αποκατάστασης στα θύματα των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.