ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Του Deprose Muchena, Περιφερειακού Διευθυντή της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Νότια Αφρική.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο «Mail & Guardian».
Η μεταβαλλόμενη φύση, το προφίλ και το ύψος του δημόσιου χρέους σε ορισμένες από τις χώρες της Αναπτυξιακής Κοινότητας της Μεσημβρινής Αφρικής (SADC) έχουν φτάσει σε ανησυχητικά και μη βιώσιμα επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, εξακολουθούν να πλήττονται σοβαρά βασικές υπηρεσίες, όπως οι δημόσιες μεταφορές, η υποδομή ύδρευσης, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, όπως και τα αναπτυξιακά προγράμματα, καθώς οι κυβερνήσεις πρέπει να χρησιμοποιούν αυτούς τους πόρους για να αποπληρωθούν τεράστια ποσά του χρέους.
Η κατάσταση κατέστη κρίσιμη από τη δεκαετία του 1990, όταν οι περισσότερες χώρες της SADC παρουσίασαν υψηλά επίπεδα εξωτερικού χρέους, φθάνοντας συνολικά τα 62,12 δισ. δολάρια το 2001. Αυτό ήταν πάνω από το 100% του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Αγκόλα, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, του Μαλάουι, της Μοζαμβίκης, της Τανζανίας και της Ζάμπια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Φόβοι κρυμμένου χρέους στη Ζάμπια
Δεν ήταν εύκολο για τις χώρες να χρησιμοποιούν τα χρήματα που προορίζονταν για να βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων, για την αποπληρωμή υψηλών επιτοκίων που συνδέονται με αυτά τα δάνεια, με αποτέλεσμα, πολλοί/ες να έχουν αμελήσει τις αποπληρωμές τους.
Ορισμένες χώρες της SADC επωφελήθηκαν από την Πρωτοβουλία για τις Υπερχρεωμένες Φτωχές Χώρες (HIPC), ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1996 από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με στόχο την ελάφρυνση του χρέους σε χώρες που επιβαρύνονται με χρέη.
Δυστυχώς, ορισμένες από τις χώρες που επωφελήθηκαν, όπως η Ζάμπια, συνεχίζουν να έχουν μη βιώσιμο χρέος.
Σε απάντηση προς το αυξανόμενο πρόβλημα του χρέους, η SADC ενέκρινε το 2011 ένα Μνημόνιο συνεννόησης για τη μακροοικονομική διακυβέρνηση, με στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους. Το μνημόνιο υποχρέωσε, επίσης, τις κυβερνήσεις να είναι διαφανείς σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των δημόσιων πόρων. Τα αποτελέσματα, όμως, απέχουν πολύ από το να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη για την αντιμετώπιση του δύσκολου ζητήματος του χρέους.
Το δημόσιο χρέος αποτελεί ζήτημα ανθρώπινων δικαιωμάτων, επειδή πολλές χώρες της Νότιας Αφρικής που χρωστούν μεγάλα χρηματικά ποσά, αποτυγχάνουν να παρέχουν βασικά δημόσια αγαθά και υποδομές. Αυτές οι δημόσιες υπηρεσίες συχνά καταγράφονται σε διακηρύξεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, πράγμα που τις καθιστά συνταγματική υποχρέωση και όχι κάτι που θα ήταν καλό να υπάρχει. Οι μακροπρόθεσμοι αναπτυξιακοί στόχοι, επομένως, τίθενται σε σοβαρό κίνδυνο.
Για παράδειγμα, η Ζιμπάμπουε, με δημόσιο χρέος άνω των 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων, βρίσκεται σε επισφαλή οικονομική θέση. Επίσης, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε πολλές από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις της στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων: οι άνθρωποι δεν γίνονται δεκτοί στα νοσοκομεία και υπάρχει σοβαρή έλλειψη προμηθειών για τη θεραπεία του καρκίνου και για άλλες σοβαρές ιατρικές παθήσεις.
Αυτή η απελπιστική κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη όταν πέθαναν δεκάδες άνθρωποι από μια επιδημία χολέρας το 2018, 10 χρόνια μετά από μία άλλη επιδημία, η οποία σκότωσε περισσότερους από 4.300 ανθρώπους. Οι επιδημίες αυτές επιδεινώθηκαν από την αποτυχία της Ζιμπάμπουε να προβεί σε επενδύσεις και να διαχειριστεί τις βασικές υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης και το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, λόγω της εξυπηρέτησης τεράστιων χρεών, καθώς και της κακής χρήσης των δημόσιων πόρων.
Η Μοζαμβίκη περιήλθε σε χρηματοπιστωτική κρίση το 2016 μετά την αποκάλυψη «μυστικών» δανείων ύψους περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι αποτελούσαν μέρος ενός προγράμματος «παράνομου πλουτισμού» για πολιτικούς και διεθνείς τραπεζίτες. Δεν υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά υπάρχουν υποψίες ότι ένα μεγάλο κομμάτι από αυτά κατέληξε στις τσέπες ιδιαίτερα διαπλεκόμενων ατόμων.
Σήμερα, η χώρα είναι διαλυμένη και αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες. Η κυβέρνηση συνεχίζει να δανείζεται από τους πιστωτές, μόνο και μόνο για να μπορέσει να συνεχίσει το έργο της. Επιπλέον, ο κυκλώνας Idai επέφερε στη χώρα ένα πρόσθετο χρέος ύψους 118,2 εκατομμυρίων δολαρίων μέσω του ΔΝΤ και άλλων δανείων.
Στο Μαλάουι, μία πρόσφατη μελέτη κατέδειξε ότι η χώρα υπέγραψε πάνω από 80 συμβάσεις δανείου, ύψους 2 εκατομμυρίων δολαρίων, μεταξύ του 2007 και του 2018. Αυτά τα δάνεια, μέσα σε πλήρη μυστικότητα, λήφθηκαν κυρίως με διμερείς εταίρους, όπως η Κίνα και η Ινδία, ενώ τα χρήματα δεν έχουν οδηγήσει σε προόδους στον τομέα την εκπαίδευσης, της δημόσιας υγείας και των μεταφορών. Πολλοί κάτοικοι του Μαλάουι παραμένουν σε απελπιστικό βαθμό φτωχοί, προσπαθώντας να επιβιώσουν από μέρα σε μέρα.
Η Ζάμπια αναφέρει ότι το εξωτερικό χρέος της ανέρχεται στα 9,4 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά οι αναλυτές πιστεύουν ότι ο αριθμός του είναι σημαντικά υψηλότερος και ανέρχεται περίπου στα 10,2 δισεκατομμύρια. Οι ακτιβιστές/ριες, οι οποίοι αμφισβήτησαν τα υπερβολικά υψηλά επίπεδα των κυβερνητικών δαπανών, αντιμετώπισαν διώξεις.
Επιπροσθέτως, το Μαλάουι, η Μοζαμβίκη και η Ζιμπάμπουε επλήγησαν τον Μάρτιο από τον κυκλώνα Idai, μία από τις πιο καταστροφικές φυσικές καταστροφές που σημειώθηκαν στην περιοχή. Τουλάχιστον 1.200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και χιλιάδες βυθίστηκαν ακόμη περισσότερο στη φτώχεια.
Το δημόσιο χρέος προκαλεί μία τεράστια επιβάρυνση στους φορολογούμενους, οι οποίοι τελικά υποχρεώνονται να καταβάλλουν την επιστροφή των χρημάτων. Η ιδέα της πληρωμής των φόρων για την επίτευξη καλύτερων δημόσιων υπηρεσιών, καταρρίπτεται, όταν οι φόροι διοχετεύονται σε μεγάλο βαθμό προς εξυπηρέτηση των δανείων. Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις ενδέχεται να αναγκαστούν να κάνουν περικοπές σε βασικές υπηρεσίες, που οδηγεί σε διπλό χτύπημα για τους πολίτες.
Δεδομένης της μεταβαλλόμενης φύσης της συσσώρευσης χρέους - όπου οι κυβερνήσεις έχουν τώρα πρόσβαση σε δάνεια όχι μόνο προερχόμενα από μη παραδοσιακούς πιστωτές, όπως η λέσχη του Παρισιού (Paris Club), και από χώρες όπως η Κίνα, η οποία, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σήμερα κατέχει πάνω από το 20% των 417 δισεκατομμυρίων δολαρίων του συλλογικού αφρικανικού χρέους - υπάρχουν επίσης ολοένα περισσότερες περιπτώσεις κυβερνήσεων που έχουν πρόσβαση σε δάνεια εμπορικής προέλευσης, επιδεινώνοντας έτσι περαιτέρω την κατάσταση του χρέους της περιοχής. Οι εκθέσεις σχετικά με τους φυσικούς πόρους που χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για τα δάνεια, συνιστούν ένα νέο πεδίο ανησυχίας, με τον φόβο ότι ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αγκόλα, δεν θα μεγιστοποιούν τη δυνατότητα πλούτου των φυσικών πόρων τους, καθώς το μέλλον ενδέχεται να είναι υποθηκευμένο.
Οι κυβερνήσεις της περιοχής, μαζί με τα κράτη που δανείζουν και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι όροι οποιασδήποτε συμφωνίας για το χρέος, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής επιβάρυνσης από την εξυπηρέτηση του χρέους, δεν θα θέτουν σε κίνδυνο την ικανότητα των κρατών να διαθέσουν τους απαραίτητους οικονομικούς και άλλους πόρους, για να εξασφαλίσουν τα κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα για τους λαούς τους. Αυτό αρχίζει με τη διασφάλιση της διαφάνειας, όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις των δανείων αυτών, όπως κατοχυρώνεται στη συμφωνία SADC, ώστε να μπορούμε να καθιστούμε τις κυβερνήσεις τόσο στην περιοχή, όσο και πέρα από αυτήν, υπόλογες.