ΕΚΘΕΣΗ: ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΜΟΝΗ ΜΕΤΑ ΤO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΕ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ/ΕΣ
Όταν ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε αυτό που έγινε γνωστό ως Απαγόρευση των Μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της θητείας του, έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά γεγονότων που συνεχίζουν να αφήνουν τις οικογένειες σε αβεβαιότητα και κίνδυνο μέχρι σήμερα, σύμφωνα με νέα έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας των ΗΠΑ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι οικογένειες είχαν λάβει έγκριση εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 2016 και στις αρχές του 2017, μόνο για να παγιδευτούν σε χώρες όπου αντιμετωπίζουν περιοριστικές πολιτικές, όλο και περισσότερο εχθρικό περιβάλλον και συχνά στερούνται τα ίδια δικαιώματα με τους μόνιμους κατοίκους ή πολίτες.
Η νέα έκθεση, «Το βουνό είναι μπροστά μας και η θάλασσα είναι πίσω μας», βασίζεται σε περίπου 50 συνεντεύξεις που διεξήγαγε η Διεθνής Αμνηστία των ΗΠΑ με πρόσφυγες που ζουν σήμερα στον Λίβανο και την Ιορδανία. Η έκθεση περιγράφει τις απελπιστικές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες που εξακολουθούν να είναι παγιδευμένες σε απίστευτο αδιέξοδο λόγω των αμερικανικών πολιτικών που εισάγουν διακρίσεις καθώς προσπαθούν να αναζητήσουν ασφαλή νέα ζωή και μόνιμη κατοικία.
«Πρόκειται για οικογένειες που επέλεξαν να εμπιστευτούν τις Ηνωμένες Πολιτείες στην πιο απελπιστική στιγμή τους και τώρα βρίσκονται στο χείλος της καταστροφής χωρίς να φέρουν κάποια ευθύνη», δήλωσε ο Denise Bell, ερευνητής στη Διεθνή Αμνηστία των ΗΠΑ. «Έχουν ήδη πάρει την επώδυνη απόφαση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τώρα υφίστανται διακρίσεις λόγω των αμερικανικών πολιτικών. Η κατάστασή τους χειροτερεύει. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρέπει να ανταποκριθεί στην υπόσχεσή της σε αυτές τις οικογένειες και σε αμέτρητους άλλους πρόσφυγες. Έχει την ευθύνη να προστατεύσει τα δικαιώματα των προσφύγων, και το να στρέφει την πλάτη της στους πρόσφυγες είναι μια ακόμα απαράδεκτη παραίτηση από τις υποχρεώσεις της».
Μεταξύ των προσφύγων με τους οποίους μίλησε η Διεθνής Αμνηστία των ΗΠΑ, ήταν ο Ahmed Amari * (το όνομα άλλαξε για την προστασία της οικογένειας του) και η οικογένειά του. Πρόκειται για Σύριους πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Βηρυτό το 2013. Καταγράφηκαν ως πρόσφυγες από την Υπηρεσία Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες το 2014 και τους είπαν να προετοιμαστούν για το νέο τους σπίτι στη Βιρτζίνια το Δεκέμβριο του 2016. Όταν ο Πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε την Απαγόρευση των Μουσουλμάνων τον Ιανουάριο του 2017, ο Ahmed κλήθηκε να περιμένει μέχρι να περάσει η απαγόρευση, πριν προχωρήσει η υπόθεσή του.
Δυόμιση χρόνια μετά την αρχική του έγκριση εισόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ahmed θα χάσει σύντομα το καθεστώς διαμονής του, εκθέτοντας αυτόν και την οικογένειά του σε κίνδυνο αυθαίρετης σύλληψης, κράτησης και αναγκαστικού επαναπατρισμού στη Συρία. Το κατάστημα χαλιών όπου εργάζεται κλείνει σε λίγους μήνες και είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί μια νέα δουλειά χωρίς άδεια παραμονής. Η οικογένειά του δεν μπορεί να επιστρέψει στη Συρία εξαιτίας του πολέμου, του φόβου της συνεχιζόμενης ένοπλης σύγκρουσης και του ενδεχομένου βίαιης στρατολόγησης από το Συριακό στρατό. «Είναι πραγματικά δύσκολο, [το να ζεις σε μια κατάσταση λίμπο στον Λίβανο],» δήλωσαν ο Αχμέτ και η σύζυγός του Αμίνα* στη Διεθνή Αμνηστία των ΗΠΑ.
Ένας άλλος πρόσφυγας με τον οποίο συνομίλησε η Διεθνή Αμνηστία των ΗΠΑ ήταν ο Malik*, ο οποίος έφυγε από τη Βαγδάτη προς τη Βηρυτό με τη σύζυγό του και τους δύο τους γιους, αφού φοβόταν για τη ζωή τους λόγω της χριστιανικής τους πίστης. Η υπόθεση της οικογένειας του Malik είχε προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες προετοιμασίας για τη νέα ζωή τους στις ΗΠΑ μετά την έγκριση της υπόθεσης. Από τότε που υπογράφηκε το Διάταγμα της Απαγόρευσης των Μουσουλμάνων το 2017, η υπόθεσή του έμεινε πίσω λόγω των αποκαλούμενων "ελέγχων ασφαλείας", παρόλο που είχε προηγουμένως εγκριθεί.
Όταν ρωτήθηκε τι θα έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει με τον Πρόεδρο Τραμπ , ο Malik είπε: «Είμαστε πρόσφυγες. Είμαστε άνθρωποι - πρόσφυγες. Είμαστε πρόσφυγες επειδή υπάρχουν δύσκολες καταστάσεις που μας έκαναν να φύγουμε… Σας παρακαλώ, για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Θέλουμε να ζήσουμε. Θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά».
Οι Η.Π.Α. επανεγκαθιστούν ιστορικά τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων ετησίως από όλο τον κόσμο. Δεδομένου ότι το σύγχρονο Πρόγραμμα Βοήθειας για τους Πρόσφυγες στις ΗΠΑ καθιερώθηκε το 1980, ο μέσος αριθμός των ατόμων που επανεγκαταστάθηκαν σε κάθε οικονομικό έτος ήταν 80.000. Αυτό άλλαξε το 2017 όταν μια από τις πρώτες ενέργειες του Προέδρου Tραμπ ήταν να μειώσει το δικαίωμα εισόδου σε πρόσφυγες από τους 110.000, στο τελευταίο έτος της θητείας του Προέδρου Ομπάμα, σε 45.000 - το κατώτατο όριο εισόδου προσφύγων που είχε τεθεί μέχρι τότε. Μόλις 22.000 πρόσφυγες επανεγκαταστάθηκαν μέχρι το τέλος του 2018 - ο μικρότερος αριθμός στην ιστορία του προγράμματος. Σύμφωνα με την τρέχουσα διοίκηση των ΗΠΑ, η επανεγκατάσταση προσφύγων μειώθηκε κατά 71% μέσα σε τρία χρόνια.
Οι πολιτικές διάκρισης του Τραμπ έχουν αποδεκατίσει την επανεγκατάσταση των προσφύγων από τον Λίβανο και την Ιορδανία, χώρες που φιλοξενούν τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στον κόσμο σε σχέση με τους πληθυσμούς τους.
Η έκθεση καταγράφει επίσης τις καταστροφικές συνέπειες της κατάργησης της χρηματοδότησης των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Υπηρεσία Ανακούφισης και Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες (UNRWA). Η έκθεση συστήνει να αποκατασταθεί πλήρως η ανθρωπιστική βοήθεια υπό την κρίσιμη εξουσιοδότηση της UNRWA, ώστε να παρασχεθεί ανθρωπιστική βοήθεια στους πρόσφυγες στην περιοχή.
«Οι πρόσφυγες δεν αποτελούν απειλή, και οι πρόσφυγες δεν είναι μόνο αριθμοί», δήλωσε ο Bell. «Οι πρόσφυγες είναι γυναίκες, άντρες και παιδιά με μοναδικές ιστορίες. Μιλήσαμε με καθηγητές/τριες, καλλιτέχνες, μηχανικούς, εργάτες/τριες και νοικοκύρηδες/ρές - ανθρώπους σαν εσάς και εμένα και όλους/ες όσους/ες γνωρίζουμε. Το μόνο που θέλουν είναι αυτό που θα ήθελε οποιοδήποτε άτομο στην κατάστασή τους - ασφάλεια, ένα μέρος που να αποκαλούν σπίτι, εργασία για την αυτονομία τους και εκπαίδευση για τα παιδιά τους. Θέλουν απλώς να ζήσουν με αξιοπρέπεια».
Η έκθεση καλεί τις Η.Π.Α. να διατηρήσουν το στόχο της αποδοχής τουλάχιστον 30.000 προσφύγων στο Οικονομικό Έτος 2019 και να αυξήσουν το στόχο σε τουλάχιστον 95.000 το 2020.
«Το Κογκρέσο πρέπει να κάνει τη δουλειά του και να κάνει τη διοίκηση του Τραμπ να λογοδοτήσει για τους πρόσφυγες», δήλωσε ο Ryan Mace, ειδικός συνηγορίας σε επίπεδο βάσης σε θέματα προσφύγων για τη Διεθνή Αμνηστία των ΗΠΑ. «Αυτό σημαίνει την απόρριψη των, προτεινόμενων από τον Πρόεδρο, καταστροφικών περικοπών και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους πρόσφυγες και τους εκτοπισμένους πληθυσμούς. Η διοίκηση πρέπει να διασφαλίσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα κάνουν διακρίσεις σε βάρος των προσφύγων με βάση την άσκηση της θρησκείας τους ή την καταγωγή τους».