© Creative Touch Imaging Ltd/NurPhoto

ΚΑΝΑΔΑΣ: ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΒΙΖΑΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΩΝ/ΩΝ, ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΩΣ ΑΝΑΛΩΣΙΜΟΥΣ, ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ

Δημοσιεύθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2025, 18:03Εκτύπωση

Το Temporary Foreign Worker Programme του Καναδά (TFWP) είναι σχεδιασμένο με έναν τρόπο που διευκολύνει σοκαριστική κακοποίηση και διακρίσεις σε βάρος των μεταναστριών/ών εργαζομένων.

Η έκθεση με τίτλο «Ο Καναδάς με κατέστρεψε: Εργατική Εκμετάλλευση των εργαζομένων μεταναστριών/ών στον Καναδά» (‘Canada has destroyed me’: Labour exploitation of migrant workers in Canada), εκθέτει τις επιπτώσεις του προγράμματος TFWP, το οποίο επιτρέπει στους εργοδότες να προσλαμβάνουν εργαζόμενες/οι μετανάστριες/ες, κυρίως για χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, σε διάφορους τομείς, όπως η γεωργία, η επεξεργασία τροφίμων, το σύστημα περίθαλψης, ο κατασκευαστικός τομέας και ο τουρισμός. Οι βίζες TFWP συνδέουν τους εργαζόμενους με έναν μόνο εργοδότη, ο οποίος ελέγχει τόσο το μεταναστευτικό τους καθεστώς όσο και τις συνθήκες εργασίας τους.

Άνθρωποι που απασχολούνται αυτή τη στιγμή ή έχουν εργαστεί στο πλαίσιο του προγράμματος δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι, μετά την άφιξή τους στον Καναδά, εξαναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες χωρίς διάλειμμα και λάμβαναν χαμηλότερη αμοιβή από τη αυτή που είχαν συμφωνήσει. Τους ανατέθονταν συχνά καθήκοντα που δεν περιλαμβάνονταν στη σύμβασή τους και υπέστησαν σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση. Πολλές/οί από αυτές/ούς εργάζονταν σε μη ασφαλείς συνθήκες, δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκή στέγαση και υγειονομική περίθαλψη και αντιμετώπιζαν διακρίσεις στον χώρο εργασίας. Οι περισσότερες/οι από αυτές/ούς δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα για τις κακοποιήσεις που υπέστησαν.

«Η κακοποίηση που υφίστανται οι εργαζόμενες/οι μετανάστριες/ες στον Καναδά είναι βαθιά ανησυχητική, ειδικά για μια χώρα που ισχυρίζεται ότι ηγείται σε ό,τι αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δήλωσε η Erika Guevara-Rosas, Ανώτερη Διευθύντρια Έρευνας, Προάσπισης, Πολιτικής και Εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας. «Πολλές/οί εργαζόμενες/οι μετανάστριες/ες μας έχουν πει ότι ήρθαν στον Καναδά με την ελπίδα να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αντ' αυτού, ένιωσαν ότι τους μεταχειρίζονται σαν σκλάβους. Αυτές/οί οι εργαζόμενες/οι είναι ζωτικής σημασίας για να υπάρχει φαγητό για όλες και για όλους στη χώρα και να φροντίσουν τις/τους ηλικιωμένες/ους. Αξίζουν κάτι καλύτερο».

Πολλές/οί εργαζόμενες/οι μετανάστριες/ες μας έχουν πει ότι ήρθαν στον Καναδά με την ελπίδα να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αντίθετα, ένιωσαν ότι τους μεταχειρίστηκαν σαν σκλάβους. υτές/οί οι εργαζόμενες/οι είναι ζωτικής σημασίας για να υπάρχει φαγητό για όλες και για όλους στη χώρα και να φροντίσουν τις/τους ηλικιωμένες/ους. Αξίζουν κάτι καλύτερο.

— Erika Guevara-Rosas, Ανώτερη Διευθύντρια Έρευνας, Προάσπισης, Πολιτικής και Εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας

Πολλές/οί μετανάστριες/ες εργαζόμενες/οι στο πλαίσιο του TFWP εργάζονται και ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές και, ως εκ τούτου, εξαρτώνται από τον εργοδότη τους όσον αφορά τη στέγαση και την πρόσβαση στην ασφάλιση υγείας ή τη μεταφορά για την παροχή ιατρικής περίθαλψης. Αντιμετωπίζουν τη λήξη των συμβάσεών τους και τον γρήγορο επαναπατρισμό τους εάν αρρωστήσουν, υποστούν τραυματισμούς ή δεν θεωρούνται πλέον κατάλληλες/οι για την εργασία τους.

Εκμετάλλευση και κακοποίηση

Η Benedicte, μια γυναίκα από το Καμερούν, υπέστη ρατσιστική ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση από τον εργοδότη της μόλις έφτασε στον Καναδά το 2016 με διετή βίζα για να εργαστεί σε μια φάρμα. Την υποχρέωσαν να εργάζεται 70-80 ώρες την εβδομάδα εκτελώντας καθήκοντα, μεταξύ των οποίων και οικιακές εργασίες, ήταν σημαντικά χαμηλόμισθη και την έλεγχαν συνεχώς. Ο εργοδότης της την εξαπάτησε, υποσχόμενος να φέρει τα παιδιά της στον Καναδά, για να συνεχίσει να την εκμεταλλεύεται. Κάποια στιγμή αρρώστησε και διαγνώστηκε με σοβαρή αναιμία. Όταν τελικά έφυγε από τη φάρμα τον Ιούλιο του 2018, ο εργοδότης της ακύρωσε τη βίζα της, αφήνοντάς την με παράτυπο μεταναστευτικό καθεστώς. «Δεν περίμενα να είμαι σκλάβα εδώ», δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία.

Οι περισσότερες/οι από τις/τους 44 εργαζόμενες/ους που ερωτήθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία ανέφεραν απλήρωτους μισθούς και υπερβολικές ώρες εργασίας. Ορισμένες συμβάσεις που είδε η Διεθνής Αμνηστία όριζαν μηδενικά ρεπό. Ορισμένες/οι εργαζόμενες/οι ανέφεραν ότι υπέστησαν ρατσιστικές εκφράσεις από τους εργοδότες και τους προϊσταμένους τους, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηρισμών «γαϊδούρι», «Ινδιάνος» ή «σκατομεξικάνος». Μια γυναίκα από τη Τζαμάικα δήλωσε ότι ο προϊστάμενός της της είπε να «επιστρέψει στο δέντρο από το οποίο προήλθε» και μερικά άτομα ανέφεραν ότι δέχθηκαν σωματική επίθεση από τους εργοδότες τους. Πολλά άτομα ζούσαν σε ακατάλληλες κατοικίες και μερικά δήλωσαν ότι δεν είχαν καν πόσιμο νερό στο κατάλυμά τους. Ορισμένες/οι εργαζόμενες/οι υπέστησαν σοβαρούς τραυματισμούς ή ανέπτυξαν ιατρικές παθήσεις ως αποτέλεσμα των μη ασφαλών συνθηκών εργασίας.  Οι εργαζόμενες/οι ανέφεραν ότι απειλήθηκαν με επαναπατρισμό από τους εργοδότες τους και σε λίγες περιπτώσεις μεταφέρθηκαν στο αεροδρόμιο παρά τη θέλησή τους.

Πολλές/οί εργαζόμενες/οι ανέφεραν ότι υπέστησαν διακρίσεις στην εργασία τους, μεταξύ άλλων τους ανατέθηκαν οι πιο δύσκολες σωματικές εργασίες, τις οποίες δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Γυναίκες ανέφεραν έμφυλη βία και διακρίσεις. Για παράδειγμα, η Hélène και η Sylvie* (δεν είναι τα πραγματικά τους ονόματα), δύο υπήκοες της Ακτής Ελεφαντοστού που εργάζονταν σε οίκο ευγηρίας, δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι έπρεπε να δεσμευτούν ότι θα πλήρωναν τα έξοδα πρόσληψης που επιβάρυναν το πρακτορείο τους στην Ακτή Ελεφαντοστού και τον εργοδότη στον Καναδά σε περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τις «δεσμεύσεις» τους. Αυτές περιλάμβαναν να μην είναι έγκυες κατά την αναχώρηση, να μην μείνουν έγκυες και να μην εγκαταλείψουν την εργασία τους πριν από τη λήξη της διετούς σύμβασής τους.

Ανεπαρκής τρόποι αντιμετώπισης για την κακομεταχείριση

Πολλές/οί εργαζόμενες/οι δεν καταγγέλλουν τις καταχρήσεις που υφίστανται από τον φόβο για αντίποινα, συμπεριλαμβανομένης της άδικης απόλυσης, της μη ανανέωσης της σύμβασής τους και του επαναπατρισμού τους. Όσες και όσοι κάνουν καταγγελίες έρχονται αντιμέτωποι με το πολύπλοκο σύστημα επιβολής της νομοθεσίας του Καναδά, το οποίο δεν έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει άτομα σε επισφαλές καθεστώς, τα οποία συχνά δεν έχουν χρόνο να εμπλακούν σε διαδικασίες ή τα οποία μπορεί να μην είναι σε θέση να περιηγηθούν στα γραφειοκρατικά συστήματα σε μία από τις επίσημες γλώσσες του Καναδά.

Για παράδειγμα, ο Walter έφτασε στον Καναδά για να εργαστεί στον αγροτικό τομέα με διετή βίζα, αλλά υποβλήθηκε σε πολλές ώρες εργασίας και δεν του δόθηκε ο απαραίτητος εξοπλισμός προστασίας. Του απαγορεύτηκε επίσης να τρώει, να πίνει ή να κάνει διάλειμμα εκτός από όταν μετακινούνταν. Τελικά, ο ιδιοκτήτης ενός μη εξουσιοδοτημένου πρακτορείου ευρέσεως εργασίας εξαπάτησε τον Walter και αρκετές/ούς συναδέλφους του και τις/τους έκανε να πιστέψουν ότι μπορούσε να τις/τους βοηθήσει να αλλάξουν νόμιμα δουλειά. Για ένα χρόνο, ζούσε στο υπόγειο του ιδιοκτήτη του πρακτορείου ευρέσεως εργασίας και δεν του επιτρεπόταν να φύγει παρά μόνο για να εργαστεί σε δουλειές που του κανόνιζε ο πράκτορας.

«Η άδεια εργασίας και η εργασία μου παραλίγο να με σκοτώσουν ... Αν δεν υπακούγαμε, θα απελαυνόμασταν», δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία.

Ο Walter ακόμα δεν έχει λάβει επαρκή αποζημίωση για τις σοβαρές κακοποιήσεις που υπέστη.

Συστημικές διακρίσεις

Σε αντίθεση με άλλα προγράμματα προσωρινής εργασίας στον Καναδά, οι βίζες TFWP δεν επιτρέπουν στις/στους μετανάστριες/ες να αλλάξουν εργοδότη. Οι TFWP βίζα χορηγούνται ως επί το πλείστον σε εργαζόμενες/ους «χαμηλής ειδίκευσης» από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος του Παγκόσμιου Νότου, με πλειοψηφία μαύρων, λατινοαμερικανών και άλλων φυλετικών πληθυσμών. Το 2023, οι κυριότερες χώρες προέλευσης των εργαζομένων TFWP ήταν το Μεξικό, η Ινδία, οι Φιλιππίνες, η Γουατεμάλα και η Τζαμάικα, οι οποίες όλες μαζί αντιπροσώπευαν σχεδόν το 70% των αδειών εργασίας που χορηγήθηκαν.

«Η εργασιακή εκμετάλλευση των διακινούμενων εργαζομένων στο πλαίσιο του προγράμματος προσωρινής βίζας του Καναδά δεν είναι αποτέλεσμα μερικών μόνο αδίστακτων εργοδοτών. Αντίθετα, το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί με τρόπο που επιτρέπει τις καταχρήσεις εις βάρος των μεταναστριών/ών εργαζομένων», δήλωσε η Erika Guevara-Rosas.

Η εργασιακή εκμετάλλευση των μεταναστριών/ών εργαζομένων στο πλαίσιο του προγράμματος προσωρινής βίζας του Καναδά δεν είναι αποτέλεσμα μόνο μερικών αδίστακτων εργοδοτών. Αντίθετα, το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί με τρόπο που επιτρέπει τις καταχρήσεις εις βάρος των μεταναστριών/ών εργαζομένων.

— Erika Guevara-Rosas, Ανώτερη Διευθύντρια Έρευνας, Συνηγορίας, Πολιτικής και Εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας

Επιπλέον, τα «χαμηλής ειδίκευσης» και εργαζόμενα φυλετικοποιημένα άτομα υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο εργασιακής εκμετάλλευσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα, καθώς πολλές/οί συνεχίζουν να ταξιδεύουν στον Καναδά χρόνο με το χρόνο, με μικρή προοπτική να αποκτήσουν ένα πιο ασφαλές καθεστώς, λόγω του μεταναστευτικού συστήματος του Καναδά που προκρίνει τις/τους «υψηλής ειδίκευσης» εργαζόμενες/ους για μόνιμη διαμονή.

«Οι καναδικές αρχές γνωρίζουν πολύ καλά τις καταχρήσεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του TFWP, ωστόσο έχουν εφαρμόσει πολύ περιορισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση ορισμένων καταχρήσεων, όπως η αύξηση των επιθεωρήσεων», δήλωσε η Guevara-Rosas.

Οι καναδικές αρχές γνωρίζουν πολύ καλά τις καταχρήσεις που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο του TFWP, ωστόσο έχουν εφαρμόσει πολύ περιορισμένα μέτρα για την αντιμετώπιση ορισμένων καταχρήσεων, όπως η αύξηση των επιθεωρήσεων.

— Erika Guevara-Rosas, Ανώτερη Διευθύντρια Έρευνας, Συνηγορίας, Πολιτικής και Εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας

«Η πραγματικότητα είναι ότι η εργασιακή εκμετάλλευση είναι ένα συστηματικό αποτέλεσμα των θεωρήσεων εισόδου (visas) για εξαρτημένη εργασία που θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν καταργεί τις θεωρήσεiw εισόδου (visas) για εξαρτημένη εργασία και δεν τις αντικαθιστά με ανοιχτές άδειες εργασίας δεν αντιμετωπίζει τα βαθύτερα αίτια των καταχρήσεων και δεν θα συμμορφώνεται με τις διεθνείς υποχρεώσεις του Καναδά όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι μετανάστριες/ες εργαζόμενες/οι θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να αλλάζουν εργασία και εργοδότη, όπως ακριβώς και οι Καναδές/οί».

Ιστορικό

Το TFWP του Καναδά ξεκίνησε το 1973 για να επιτρέψει στους εργοδότες να φέρνουν εργαζόμενους στον Καναδά σε προσωρινή βάση, αν και οι πρώτοι μετανάστες άρχισαν να φτάνουν από την Καραϊβική τη δεκαετία του 1960. Το πρόγραμμα έχει περάσει από διάφορες μεταρρυθμίσεις, αλλά οι θεωρήσεiw εισόδου (visas) για εξαρτημένη εργασία παρέμειναν θεμελιώδες στοιχείο όλα αυτά τα χρόνια. Το 2024, η καναδική κυβέρνηση υιοθέτησε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις για να μειώσει τον αριθμό των μεταναστριών/ών στη χώρα και τη διάρκεια των TFWP θεωρήσεων εισόδου (visas).

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.