ΛΙΒΥΗ: Η ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΠΑΡΚΩΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ TARHOUNA ΔΙΑΙΩΝΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ
Πάνω από τέσσερα χρόνια μετά την εκδίωξη της ένοπλης ομάδας al-Kaniat από τη λιβυκή πόλη Tarhouna, αφήνοντας μαζικούς τάφους στο πέρασμά της, η δικαιοσύνη και οι επαρκείς αποζημιώσεις παραμένουν αόριστες για τις επιζώσες, τους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων του ανελέητου καθεστώτος τρόμου της, που περιλάμβανε μαζικές παράνομες δολοφονίες, βασανιστήρια και αναγκαστικές εξαφανίσεις, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η έρευνα με τίτλο «Κάθε μέρα πεθαίνουμε χίλιες φορές»: Ατιμωρησία για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην Tarhouna της Λιβύης διαπιστώνει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι η αλ Κανιάτ διέπραξε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας συμπεριλαμβανομενων της δολοφονίας, των βασανιστηρίων, της αναγκαστικής εξαφάνισης και της παράνομης φυλάκισης, στο πλαίσιο της προγραμματισμένης, συστηματικής και ευρείας κλίμακας επίθεσής της κατά του άμαχου πληθυσμού της Tarhouna μεταξύ 2015 και 2020, με στόχο τη διατήρηση του ελέγχου της περιοχής.
Σε ένα σημαντικό βήμα προς τη δικαιοσύνη, τον Οκτώβριο του 2024, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) ανακοίνωσε εντάλματα σύλληψης κατά έξι ατόμων για τη φερόμενη ευθύνη τους σε εγκλήματα πολέμου στην Tarhouna, αλλά παραμένουν ελεύθεροι ή/και δεν έχουν παραδοθεί ακόμη στο δικαστήριο.
«Τέσσερα χρόνια μετά την εκδίωξη της al-Kaniat από την Tarhouna, οι άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν από την εκστρατεία τρόμου της ένοπλης ομάδας. Οι επιζώσες και οι επιζώντες γνωρίζουν ότι τέτοια εγκλήματα δεν θα μπορούσαν να είχαν διαπραχθεί χωρίς τη συνενοχή των διαδοχικών κυβερνήσεων, των de facto αρχών, των ισχυρών πολιτοφυλακών και ένοπλων ομάδων στη Λιβύη», δήλωσε η Diana Eltahawy, Αναπληρώτρια Περιφερειακή Διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
«Η κυβέρνηση της Λιβύης και οι Λιβυκές Αραβικές Ένοπλες Δυνάμεις (LAAF) πρέπει να ζητήσουν δημόσια συγγνώμη από τις επιζώσες, τους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων και να διασφαλίσουν ότι όλες όλοι θα λάβουν πλήρη αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής αποζημίωσης, χωρίς διακρίσεις, και να συνεργαστούν για τη σύλληψη και την παράδοση υπόπτων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Τα μέλη της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να πιέσουν τις λιβυκές αρχές να σταματήσουν να εντάσσουν μέλη ένοπλων ομάδων ή πολιτοφυλακών σε κρατικούς θεσμούς χωρίς εξατομικευμένο έλεγχο για να αποκλείσουν όσες και όσους είναι εύλογα ύποπτοι για εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου, εν αναμονή ποινικών ερευνών, και να διασφαλίσουν ότι φρικτά εγκλήματα όπως αυτά που διαπράχθηκαν στην Tarhouna δεν θα επαναληφθούν».
Οι επιζώσες και οι επιζώντες γνωρίζουν ότι τέτοια εγκλήματα δεν θα μπορούσαν να είχαν διαπραχθεί χωρίς τη συνενοχή των διαδοχικών κυβερνήσεων, των de facto αρχών, των ισχυρών πολιτοφυλακών και των ένοπλων ομάδων στη Λιβύη.
— Diana Eltahawy, Διεθνής Αμνηστία
Τα εγκλήματα του Al-Kaniat έγιναν εφικτά, αρχικά από την τότε διεθνώς αναγνωρισμένη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA) και στη συνέχεια από τον αντίπαλό της, τον αυτοανακηρυγμένο LAAF, οι οποίοι του παρείχαν υποστήριξη, νομιμοποίηση και χρηματοδότηση.
Μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Οκτωβρίου 2024, η Διεθνής Αμνηστία πήρε συνέντευξη από 74 άτομα, μεταξύ των οποίων πρώην κρατούμενες/οι, συγγενείς των θυμάτων και ιατροδικαστές. Με βάση τις μαρτυρίες τους και άλλα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια επισκέψεων στην Tarhouna και την Tripoli, η οργάνωση τεκμηρίωσε τις περιπτώσεις 159 ατόμων από 23 εκτεταμένες οικογένειες, τα οποία απήχθησαν από την al-Kaniat μεταξύ 2012 και 2020, και αργότερα δολοφονήθηκαν παράνομα ή παρέμειναν βίαια εξαφανισμένa.
Οικογένειες που διαλύθηκαν από δολοφονίες, εξαφανίσεις και αναγκαστικούς εκτοπισμούς
Η Al-Kaniat διατήρησε τον βάναυσο ασφυκτικό έλεγχό της στην Tarhouna εξαλείφοντας κάθε πραγματικό ή δυνητικό αντίπαλο και επικριτή και στοχοποιώντας ολόκληρες τις εκτεταμένες οικογένειές τους.
Η Al-Kaniat απήγαγε και σκότωσε παράνομα όλους τους άνδρες μιας οικογένειας. Στη συνέχεια, υπό την απειλή όπλου, διέταζαν τα υπόλοιπα μέλη της ευρύτερης οικογένειές τους να εγκαταλείψουν την Tarhouna, μια καταχρηστική πρακτική που ισοδυναμεί με αναγκαστικό εκτοπισμό. Στη συνέχεια, η Al-Kaniat κατάσχεσε όλη την περιουσία και τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η πλειονότητα των απαγωγών πραγματοποιήθηκε μεταξύ Απριλίου 2019 και Ιουνίου 2020, όταν η al-Kaniat λειτουργούσε υπό την LAAF.
Σύμφωνα με τη Γενική Αρχή Έρευνας και Αναγνώρισης Αγνοουμένων (GASIMP), τα περισσότερα από τα 343 πτώματα που ανασύρθηκαν και εξετάστηκαν μετά την ήττα του al-Kaniat έφεραν τραύματα από πυροβολισμούς, κυρίως στο κεφάλι ή στο άνω μέρος του σώματος, και τα περισσότερα είχαν τα χέρια τους δεμένα πίσω από την πλάτη τους και/ή είχαν κουκούλα ή δεμένα μάτια.
Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Διεθνής Αμνηστία υποδηλώνουν επίσης ότι, εκτός από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πολλές από τις πράξεις που διέπραξε η al-Kaniat, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών, της κατάσχεσης περιουσίας χωρίς στρατιωτική αναγκαιότητα και της αναγκαστικής εκτόπισης, παραβιάζουν επίσης το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και συνιστούν εγκλήματα πολέμου.
Η τύχη και ο τόπος διαμονής τουλάχιστον 68 ατόμων που συνελήφθησαν από την al-Kaniat παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την Ένωση Θυμάτων της Tarhouna (TVA).
Ο πόνος των οικογενειών των θυμάτων έχει επιδεινωθεί από την αποτυχία των λιβυκών αρχών να τους χορηγήσουν επαρκή αποζημίωση. Μόνο 37 οικογένειες έλαβαν οικονομική ενίσχυση από κρατικό φορέα που έχει αναλάβει να στηρίζει τις/τους «μάρτυρες».
Άλλες οικογένειες δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι οι προσπάθειές τους να εξασφαλίσουν αποζημίωση συνάντησαν γραφειοκρατικά εμπόδια, καθυστερήσεις ή αρνήσεις.
Δεν γλίτωσαν γυναίκες και παιδιά
Οι περισσότερες/οι από τις/τους απαχθείσες/έντες και τις/τους παράνομα δολοφονηθείς ήταν άμαχοι, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον τέσσερις γυναίκες και τρία παιδιά.
Η Al-Kaniat απήγαγε τον Abdelali al-Fellus και τους τέσσερις γιους του από το σπίτι τους στις 3 Απριλίου 2020, σκοτώνοντας παράνομα τον ίδιο και τρία από τα αγόρια - τον Mohammed, 10 ετών, τον Abdelmalik, 14 ετών και τον Abdelrahman, 15 ετών.
Η μητέρα τους, Ghazal Miftah, έμαθε για τις δολοφονίες από το επιζών παιδί της, τον οκτάχρονο τότε Mouadh: «Τους έβαλαν [η al-Kaniat] στον φράχτη και τους πυροβόλησαν, και τους τέσσερις, και ο μικρός Mouadh αναγκάστηκε να παρακολουθεί... Κουβαλάει αυτό το ψυχικό τραύμα μέχρι σήμερα».
Στις 5 Απριλίου 2020, η al-Kaniat απήγαγε τρεις αδελφές από την οικογένεια Harouda: τη Hawa (γνωστή ως Rahma), 46 ετών, τη Leila (γνωστή ως Salma), 45 ετών, και τη Reem, 37 ετών, μητέρα τεσσάρων παιδιών που ήταν έγκυος εκείνη την περίοδο. Οι συγγενείς τους πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν λόγω της εμπλοκής του αδελφού τους με πολιτοφυλακές κατά του Kaniat.
Τα πτώματα των αδελφών βρέθηκαν μαζί στις 22 Ιανουαρίου 2021 σε ομαδικό τάφο. Η οικογένεια δεν έλαβε καμία οικονομική αποζημίωση, παρά το γεγονός ότι κέρδισε μια δικαστική υπόθεση που διέταξε την κυβέρνηση με έδρα την Τρίπολη να καταβάλει στην οικογένεια 1,5 εκατομμύριο λιρέτες (310.623 δολάρια).
Βασανιστήρια
Η Al-Kaniat υπέβαλλε όσες και όσους απήγαγε σε βασανιστήρια και άλλες απάνθρωπες πράξεις, συμπεριλαμβανομένων ξυλοδαρμών με σωλήνες νερού, μαστίγια και γκλομπ, σεξουαλική βία και ηλεκτροσόκ.
Τον Φεβρουάριο του 2022, η Διεθνής Αμνηστία επισκέφθηκε το «Boxat», ένα αγροτικό συγκρότημα που χρησιμοποιήθηκε ως πρόχειρος χώρος κράτησης. Οι κρατούμενες και οι κρατούμενοι τοποθετούνταν βίαια μέσα σε μικρές κατασκευές, που μοιάζουν με κουτιά, χωρίς πρόσβαση σε τουαλέτες και αρκετή τροφή. Οι μαχητές της Al-Kaniat άναβαν φωτιές στην κορυφή των κατασκευών, εκθέτοντας τους κρατούμενους σε υπερβολική ζέστη και ασφυξία από τους καπνούς.
Ο «Malek», ο οποίος κρατήθηκε στη φυλακή της δικαστικής αστυνομίας στηνTahouna, δήλωσε ότι οι μαχητές της al-Kaniat χρησιμοποίησαν μια μέθοδο βασανιστηρίων γνωστή ως «balanco», η οποία περιελάμβανε το κρέμασμα του από τους καρπούς πριν τον ρίξουν βίαια στο έδαφος: «Άρχισαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ, στο σώμα μου, στα γεννητικά μου όργανα... Τους είπα όλα όσα ήθελαν να ακούσουν».
Δικαιοσύνη
Από τη σύλληψη στην Tarhouna από τις δυνάμεις του GNA τον Ιούνιο του 2020, η εισαγγελία με έδρα την Τρίπολη ανακοίνωσε έρευνες και την έκδοση 400 ενταλμάτων σύλληψης. Ωστόσο, οι έρευνες αυτές δεν εξέτασαν τον ρόλο, τη συνενοχή και τη διοικητική ευθύνη των αξιωματούχων και των ηγετών των πολιτοφυλακών που παραμένουν στην εξουσία.
Τουλάχιστον 29 άτομα, εκ των οποίων μόνο πέντε κρατούνται, έχουν καταδικαστεί σε θάνατο ή φυλάκιση μετά από άδικες δίκες από πολιτικά και στρατιωτικά δικαστήρια στη δυτική Λιβύη για μια σειρά εγκλημάτων που σχετίζονται με την κυριαρχία της al-Kaniat.
Η διαβόητη πολιτοφυλακή «Μηχανισμός Αποτροπής για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας και του Οργανωμένου Εγκλήματος», η οποία έχει τεκμηριωμένο ιστορικό εμπλοκής σε βασανιστήρια και άλλες σοβαρές παραβιάσεις, συμμετείχε στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και στην κράτηση υπόπτων, συμπεριλαμβανομένου του Abdelbari Al Shaqaqi, καταζητούμενου από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο διαστρέβλωσης της πορείας της δικαιοσύνης.