ΕΥΡΩΠΗ: Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΕΙ Η ΒΛΑΒΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ «ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ»
Η σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά των σεξεργατριών/ων που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για την παραβίαση των δικαιωμάτων τους λόγω της ποινικοποίησης της εργασίας τους είναι μια χαμένη ευκαιρία για την καλύτερη προστασία των σεξεργατριών/ων από την κακοποίηση και τη βία, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία.
Στην υπόθεση MA και άλλοι κατά Γαλλίας, το Δικαστήριο εξέτασε τις επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα του λεγόμενου «Σκανδιναβικού μοντέλου» -ένα νομικό πλαίσιο που υιοθετήθηκε από τη Γαλλία το 2016- το οποίο καθιστά παράνομη την αγορά του σεξ και ποινικοποιεί τις οργανωτικές πτυχές της σεξεργασίας.
«Η απόφαση αυτή δεν αναγνωρίζει ότι η ποινικοποίηση της σεξεργασίας αυξάνει τις διακρίσεις και τον στιγματισμό και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των σεξεργατριών/ων, οι οποίες/οι συγκαταλέγονται στις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας μας», δήλωσε η Anna Błuś, Ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τα Δικαιώματα των Γυναικών.
«Η ποινικοποίηση της αγοράς του σεξ αναγκάζει τις/ους σεξεργάτριες/ες να αναλαμβάνουν περισσότερους κινδύνους, ενώ η επιβολή κυρώσεων για τη διατήρηση οίκων ανοχής εμποδίζει τις/ους σεξεργάτριες/ες να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν την ασφάλειά τους. Η ποινικοποίηση θέτει επίσης σε κίνδυνο τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, καθώς δημιουργεί εμπόδια για τις/ους σεξεργάτριες/ες στην πρόσβαση σε στέγαση, υγειονομική περίθαλψη και άλλες κρίσιμες υπηρεσίες και μπορεί να οδηγήσει σε κακοποίηση, βία, παρενόχληση και εκβιασμό».
Η απόφαση αυτή δεν αναγνωρίζει ότι η ποινικοποίηση της σεξεργασίας αυξάνει τις διακρίσεις και τον στιγματισμό και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια των σεξεργατριών/ων.
— Anna Błuś, Ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τα Δικαιώματα των Γυναικών
Η Διεθνής Αμνηστία υπέβαλε παρέμβαση τρίτου μέρους στην υπόθεση, καταθέτοντας τα ευρήματα της έρευνάς της «από την Αργεντινή, τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Χονγκ Κονγκ, την Ιρλανδία, τη Νορβηγία και την Παπούα Νέα Γουινέα. Η έρευνα αποκάλυψε πώς η ποινικοποίηση αναγκάζει τις/ους σεξεργάτριες/ες να λειτουργούν κρυφά με τρόπους που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους και τις/ους εμποδίζουν να αναζητήσουν υποστήριξη ή προστασία από τις αρχές.
«Η έρευνά μας ανέδειξε ότι οι νόμοι που υποτίθεται ότι αποσκοπούν στην προστασία των σεξεργατριών/ων στην πραγματικότητα τους θέτουν σε υψηλότερο κίνδυνο κακοποίησης και βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και των σωματικών επιθέσεων», δήλωσε η Anna Błuś.
«Η σημερινή απόφαση αποτελεί πλήγμα για τις/ους θαρραλέες/ους σεξεργάτριες/ες που έφεραν αυτή την υπόθεση. Συνεχίζουμε να στεκόμαστε στο πλευρό των σεξεργατριών/ων καθώς απαιτούν προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, επιδιώκουν να αποδοθεί δικαιοσύνη για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν εις βάρος της κοινότητάς τους και να βελτιωθεί η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους στο μέλλον».
Ιστορικό
Το 2016, το Γαλλικό Κοινοβούλιο θέσπισε τον νόμο με αριθ. 2016-444 που ποινικοποιεί την σεξεργασία, ακόμη και μεταξύ ενηλίκων που συναινούν. Μια ομάδα σεξεργατριών/ων, μαζί με ένα συνδικάτο σεξεργατριών/ων και διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις, αμφισβήτησαν τον νόμο στα Γαλλικά Δικαστήρια, αλλά οι ισχυρισμοί τους ότι ήταν αντισυνταγματικός απορρίφθηκαν το 2019.
Κατόπιν αυτού, 261 σεξεργάτριες/ες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι σεξεργάτριες/ες ισχυρίστηκαν ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 2 και 3 - δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία από βασανιστήρια και άλλη κακομεταχείριση - και το άρθρο 8 - δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει μόνο τους ισχυρισμούς για παραβιάσεις βάσει του άρθρου 8 και αποφάσισε ότι στη Γαλλία πρέπει να αναγνωριστεί ένα ευρύ «περιθώριο εκτίμησης» όσον αφορά τη νομοθεσία για τη σεξεργασία. Το Δικαστήριο τόνισε ωστόσο ότι οι εθνικές αρχές έχουν καθήκον να θέτουν την προσέγγισή τους υπό συνεχή επανεξέταση, ιδίως όταν αυτή βασίζεται σε μια γενική και απόλυτη απαγόρευση της αγοράς σεξουαλικών πράξεων, ώστε να διασφαλίζεται ότι η νομοθεσία μπορεί να τροποποιείται καθώς εξελίσσονται τα διεθνή πρότυπα στον τομέα αυτό.