ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ: ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΛΟΓΩ ΕΠΙΜΟΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Η επίμονη άρνηση αναγνώρισης της τρέχουσας ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα από την πλευρά των αρχών της Βενεζουέλας σε συνδυασμό με την απόρριψη της επιλογής να ζητήσουν ανθρωπιστική βοήθεια, θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τις ζωές και τα δικαιώματα χιλιάδων ανθρώπων, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία μετά την ολοκλήρωση της ερευνητικής αποστολής στη χώρα.
Αντιπροσωπεία της Διεθνούς Αμνηστίας μίλησε με δημόσιους λειτουργούς, ΜΚΟ, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικηγόρους και επιζήσαντες παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Caracas, στη Guarenas και το κράτος του Táchira, στα σύνορα με την Κολομβία. Οι άνθρωποι αναφέρθηκαν στη χρόνια έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και φαρμάκων, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις εδώ και δεκαετίες.
Εκτός αν όλοι όσοι ασκούν εξουσία κάνουν μία δραστική αναστροφή στο τρόπο που χειρίζονται αυτή τη δραματική κρίση, αυτό που σήμερα αποτελεί μία εξαιρετικά σοβαρή κατάσταση θα εξελιχθεί σε έναν αδιανόητο εφιάλτη
Erika Guevara-Rosas, Διευθύντρια του Αμερικάνικου Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας
«Οι επίμονες πολιτικές επηρεάζουν σημαντικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Ένας θανάσιμος συνδυασμός δεδομένων, από τη μία, η έλλειψη τροφής και φαρμάκων και από την άλλη τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας, οι διαρκείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι άστοχες πολιτικές που επικεντρώνονται στο να προσπαθούν να κρατήσουν τους ανθρώπους ήσυχους αντί να απαντήσουν στις απεγνωσμένες εκκλήσεις τους για βοήθεια, αποτελεί τη συνταγή για μια επική καταστροφή», είπε η Erika Guevara-Rosas, Διευθύντρια του Αμερικάνικου Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας. «Να τεθεί τέλος στις πρακτικές μικροπολιτικής. Η κυβέρνηση του προέδρου Maduro, η αντιπολίτευση, οι επιχειρηματίες, τα συνδικάτα και οι επαγγελματικές ενώσεις και οι διεθνής κοινότητα πρέπει επειγόντως να δεσμευθούν σε έναν ουσιαστικό διάλογο προκειμένου να αναγνωρίσουν και να εφαρμόσουν καινοτόμους, αποτελεσματικούς και αμερόληπτους μηχανισμούς ώστε να προσφέρουν βοήθεια στα εκατομμύρια των ανθρώπων που βασίζονται σ’ αυτούς. Όλοι οι πολιτικοί φορείς πρέπει να βάλουν στην άκρη το προσωπικό τους συμφέρον και να σκεφτούν τους ανθρώπους που οφείλουν να υπηρετούν».
Ελλείψεις τροφίμων
Οι ελλείψεις βασικών ειδών διατροφής και άλλων βασικών προμηθειών έχουν αυξηθεί σε όλη τη χώρα τους τελευταίους μήνες.
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό, η κυβέρνηση έστησε ένα σύστημα “ελεγχόμενων τιμών” για μία σειρά βασικών προϊόντων στα οποία συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων το αλεύρι, το ρύζι, τα ζυμαρικά, το λάδι μαγειρικής και το χαρτί τουαλέτας. Αυτά τα προϊόντα πωλούνται σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε ιδιωτικά και κρατικά σουπερμάρκετ. Οι πολίτες επιτρέπεται να ψωνίζουν επίσημα μόνο μία φορά την εβδομάδα, σύμφωνα με τον εθνικό αριθμό ταυτότητάς τους.
Παρόλα αυτά, δεκάδες άνθρωποι που μίλησαν στη Διεθνή Αμνηστία είπαν ότι τα προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των ελεγχόμενων τιμών συχνά δεν είναι διαθέσιμα, γεγονός που τους κατευθύνει στη μαύρη αγορά, όπου οι τιμές είναι απαγορευτικά υψηλές.Ο μέσος τοπικός μισθός ανέρχεται κατά μέσο όρο μεταξύ 30 και 60 δολαρίων μηνιαίως (ανάλογα με τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται). Ένα κιλό αλεύρι πωλείται σε σουπερμάρκετ με μη ελεγχόμενες τιμές περίπου 2,50 δολάρια, ένα λίτρο γάλατος σχεδόν 2 δολάρια και ένα κιλό ζυμαρικά 3,50 δολάρια. Η ζάχαρη και τα προϊόντα υγιεινής είναι δύσκολο να βρεθούν.
Εκατοντάδες άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να περιμένουν στις ουρές μπροστά από τα σουπερμάρκετ από το ξημέρωμα για να εξασφαλίσουν την πρόσβασή τους σε προϊόντα, ακόμη και χωρίς να γνωρίζουν αν είναι διαθέσιμα.
Η Esperanza, μία 59χροχη γυναίκα με δύο εγγόνια από την πόλη της Guarena, που βρίσκεται σε απόσταση 30 λεπτών με το αυτοκίνητο από το Caracas, είπε στη Διεθνή Αμνηστία ότι περίμενε στην ουρά για πέντε ώρες παρόλα αυτά δεν κατάφερε να αγοράσει φαγητό. «Δεν έχω φάει τίποτα εδώ και 1,5 ημέρα. Αν δεν καταφέρω να αγοράσω κάτι σήμερα θα πάω στο κρεβάτι χωρίς να έχω φάει τίποτα για βράδυ για ακόμη μία φορά».
Θα χρειαστεί να βάλω τα εγγόνια μου νωρίς για ύπνο για να μη μου ζητήσουν φαγητό
Esperanza, μία 59χροχη γυναίκα με δύο εγγόνια από την πόλη της Guarena
Άνθρωποι δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι έχουν μειώσει δραστικά την ποσότητα του φαγητού που τρώνε ημερησίως και ότι η κύρια τροφή τους είναι οι τηγανίτες από καλαμποκάλευρο.
Γιατροί σε δημόσια νοσοκομεία στο Guarenas και San Cristóbal δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι έχουν παρατηρήσει αύξηση σε περιστατικά υποσιτισμού, απώλειας βάρους και υψηλού άγχους, τα οποία έχουν προκληθεί από την έλλειψη τροφίμων.
Δάσκαλος σε παιδικό σταθμό δήλωσε ότι τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο μόνο με ένα φρούτο για μεσημεριανό, κάτι το οποίο επηρεάζει σοβαρά τις ικανότητές τους ως προς την εκμάθηση.
Η πείνα και η απελπισία θέτουν επίσης τους ανθρώπους σε κίνδυνο σε μία χώρα που φημίζεται για τα υψηλά επίπεδα αστυνομικής βίας.
Η Jenny Ortiz, μία 42χρονη μητέρα, που μεγάλωνε μόνη τα δύο παιδιά της, έχασε τη ζωή της από πυροβολισμό αστυνομικού κατά τη διάρκεια μίας αστυνομικής επιχείρησης για τον έλεγχο ενός μεγάλου αριθμού ατόμων που είχαν συγκεντρωθεί κοντά σε μία αποθήκη γεμάτη βασικά τρόφιμα και προϊόντα στο San Cristóbal, στην περιοχή Táchira. Η κόρη της Jenny δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι όταν η μητέρα της άκουσε τους πυροβολισμούς, έτρεξε σε αναζήτηση του 16χρονου γιού της που έπαιζε έξω με τους φίλους του.
Δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία ως προς το γεγονός ότι οι άνθρωποι στη Βενεζουέλα πεινούν
Erika Guevara-Rosas
« Ακόμα και αν η έλλειψη τροφής είναι αποτέλεσμα ανίκανων αξιωματούχων ή κακόβουλων πράξεων ιδιωτών, επείγουσες δράσεις πρέπει να ληφθούν για να διασφαλιστεί το δικαίωμα των ανθρώπων στην τροφή», είπε η Erika Guevara-Rosas.
Ελλείψεις σε φάρμακα
Η οικονομική κρίση, το εξωτερικό χρέος και ο υψηλός πληθωρισμός έχουν ως αποτέλεσμα η Βενεζουέλα να μην είναι σε θέση να εισάγει φάρμακα, να μην διαθέτει τα υλικά που απαιτούνται για να τα παράξει ή άλλες βασικές νοσοκομειακές προμήθειες. Κάποιοι επαγγελματίες υγείας δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι η έλλειψη φαρμάκων έχει καταστροφικό αντίκτυπο στην ικανότητά τους να θεραπεύσουν ασθενείς και να σώζουν ζωές.
Γιατροί σε ένα νοσοκομείο στο Guarenas δήλωσαν ότι συχνά δεν διαθέτουν αλατώδη διαλείμματα, αντιβιοτικά και φάρμακα για να θεραπεύσουν ασθενείς με επιληψία. Ειδικά φάρμακα για τη θεραπεία απειλητικών για τη ζωή ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου και του HIV, είναι επίσης δύσκολο να βρεθούν.
Σύμφωνα με την Datanalisis, μία εταιρία δημοσκόπησης στη Βενεζουέλα, οι ελλείψεις σε τροφές και φάρμακα εκτιμάται ότι ανέρχονται σε ποσοστό 80%.
Ο Javier είναι ένας 33χρονος καθηγητής πανεπιστημίου. Ο 73χρονος πατέρας του πήρε εξιτήριο από μία ιδιωτική κλινική στην πόλη του San Cristóbal στις 23 Μαΐου 2016. Έδειξε στη Διεθνή Αμνηστία ένα γράμμα από τον υπεύθυνο γιατρό, το οποίο έλεγε ότι ο πατέρας του βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου και ότι το νοσοκομείο δεν διέθετε τα φάρμακα που χρειαζόταν, καθώς δεν ήταν διαθέσιμα στη Βενεζουέλα. Ο πατέρας του Javier πήρε εξιτήριο εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων και πέθανε λίγες μέρες αργότερα.
Ο Javier υποφέρει από μία καρδιακή πάθηση η οποία επίσης απαιτεί φαρμακευτική αγωγή, η οποία δεν είναι διαθέσιμη στη Βενεζουέλα. «Δεν ξέρω αν θα είμαι ζωντανός τον επόμενο μήνα», δήλωσε με δάκρυα στα μάτια.
Μου έχουν απομείνει μόνο 18 χάπια. Δεν ξέρω τι θα κάνω αφού τελειώσουν. Στη Βενεζουέλα τα χάπια κοστίζουν λίγο παραπάνω από 5 δολάρια για την μηνιαία προμήθεια, αλλά δεν είναι πλέον διαθέσιμα. Αν αρρωστήσεις τώρα στη Βενεζουέλα πεθαίνεις
Ο 33χρονος Javier πάσχει από καρδιακή πάθηση.
Κατάχρηση του δικαστικού συστήματος
Η Βενεζουέλα αποτελεί μία από τις πιο βίαιες πόλεις στον κόσμο με το ποσοστό των δολοφονιών να κυμαίνεται σε 58 ανά 100.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά. Τοπικές ομάδες συμπεριλαμβανομένης και του Παρατηρητήριου Βίας της Βενεζουέλας έθεσαν ακόμη πιο ψηλά το δείκτη σε 91 ανά 100.000. Η διάδοση παράνομων φορητών όπλων το μόνο που κάνει είναι να γιγαντώνει το πρόβλημα.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί κατηγορούν το δικαστικό σύστημα της Βενεζουέλας για ανικανότητα ως προς τη διαχείριση βίαιων εγκλημάτων και πως αντιθέτως επικεντρώνει τις δυνάμεις του στην ποινικοποίηση όσων μιλούν εναντίον των κυβερνητικών πολιτικών.Το δικαστικό σύστημα έχει επίσης έντονα αμφισβητηθεί για έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας – οι δικαστές, για παράδειγμα, δεν έχουν μόνιμες θέσεις και μπορούν να μετακινηθούν οποιαδήποτε στιγμή από τις αρχές, γεγονός που υποβαθμίζει την κρίσιμης σημασίας λειτουργία του.
Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα το 2014 εξελίχθηκαν σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας που είχαν ως αποτέλεσμα 43 νεκρούς, αρκετούς τραυματισμένους και δεκάδες στη φυλακή. Μόνο δύο έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για τη βία που ασκήθηκε, ενώ κανένας αστυνομικός δεν είχε κυρώσεις για τη σφοδρή χρήση βίας.
Δικηγόροι που εκπροσωπούν φυλακισμένους ακτιβιστές δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι δύο χρόνια σχεδόν μετά τη σύλληψη τους, πολλοί συνεχίζουν να μαραζώνουν στη φυλακή μαζί με βίαιους εγκληματίες, χωρίς να έχουν καταδικαστεί για τις πράξεις τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο συνήγορος υπεράσπισης και οι συγγενείς έχουν δεχτεί απειλές και παρενοχλήσεις σε μια προσπάθεια να τους σταματήσουν από το να προβαίνουν σε δημόσιες εκστρατείες για την απελευθέρωση των αγαπημένων τους.
Ο Rosmit Mantilla, μέλος της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, ακτιβιστής ΛΟΑΤΙ και κρατούμενος συνείδησης της Διεθνούς Αμνηστίας φυλακίστηκε το 2014. Κατηγορήθηκε για «δημόσια υποκίνηση, εκφοβισμό, παρεμπόδιση δημοσίας οδού, εμπρησμό, βίαιες ζημιές και συνωμοσία με σκοπό της διάπραξη εγκλήματος» στο πλαίσιο των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2014. Η δίκη του βασίστηκε απλώς σε μια δήλωση ενός ατόμου αγνώστων στοιχείων, το οποίο κατηγόρησε τον Mantilla ότι έλαβε χρηματοδότηση για να στηρίξει οικονομικά τις διαδηλώσεις, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία, ενώ το δικαίωμα του Mantilla για δίκαιη δίκη και την εφαρμογή της δέουσας διαδικασίας παραβιάστηκε.
Δικηγόροι που εκπροσωπούν ανθρώπους που βρίσκονται σε κράτηση για υποθέσεις με πολιτικά κίνητρα επίσης διαμαρτύρονται για τις σοβαρές καθυστερήσεις αναφορικά με τις διαδικασίες που αφορούν τους πελάτες τους και τα εμπόδια που δεν τους επιτρέπουν να τους εκπροσωπούν αποτελεσματικά, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης πρόσβασής τους σε νομικά αρχεία του πελάτη τους, τη δυνατότητα επίσκεψής τους στη φυλακή και την πρόσβαση σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον τους.
Η Βενεζουέλα φιλοξενεί ένα δικαστικό σύστημα του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία αμφισβητούνται σε μεγάλο βαθμό. Οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι το δικαστικό σύστημα δεν κάνει κατάχρηση εξουσίας εις βάρος στοχευμένων ακτιβιστών και προασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πως θα απελευθερώσει άμεσα και χωρίς όρους όλους τους κρατούμενους συνείδησης
Erika Guevara- Rosas
Η δικηγόρος Raquel Sánchez , η οποία αντιπροσωπεύει έναν αριθμό φυλακισμένων διαδηλωτών, έχει γίνει στόχος μιας διάχυτης εκστρατείας παρενοχλήσεων και επιθέσεων με σκοπό τη διακοπή της εργασίας της. Μόλις το βράδυ της 6ης Ιουνίου, και ενώ ταξίδευε σε ένα αυτοκίνητο με τον συνάδελφο δικηγόρο Oscar Alfredo Ρίος Santos, τρεις κουκουλοφόροι τους επιτέθηκαν βάναυσα. Οι άνδρες χτύπησαν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου στο οποίο ταξίδευαν οι δικηγόροι, τραυματίζοντας τη Raquel στο κεφάλι.
Η Βενεζουέλα στερείται ενός νομικού και θεσμικού πλαισίου για την αποτελεσματική προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφοι, δικηγόροι και δικαστές, οι οποίοι απειλούνται ή των οποίων η ζωή βρίσκεται σε κίνδυνο, εξαιτίας της εργασίας τους.
«Η κυβέρνηση του προέδρου Maduro και η εθνοσυνέλευση πρέπει επειγόντως να ξεκινήσουν έναν ουσιαστικό διάλογο για να βρουν αποτελεσματικούς τρόπους ώστε να αντιμετωπίσουν τις επείγουσες ανάγκες των ανθρώπων που ζουν στη Βενεζουέλα, και ανάμεσα σε άλλα να συμφωνήσουν ως προς το σύστημα που θα αιτηθεί διεθνή συνεργασία. Ο διάλογος θα πρέπει να βασιστεί σε πλήρη σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βενεζουέλα χωρίς διακρίσεις », δήλωσε η Erika Guevara-Rosas.
«Οι αρχές πρέπει επειγόντως να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν το δίκαιο έργο των υπερασπιστών των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δικηγόρων και δημοσιογράφων, να προωθήσουν ένα νομικό και συνταγματικό πλαίσιο για να τους προστατεύσουν αποτελεσματικά, καθώς και να διασφαλίσουν ότι θα είναι σε θέση να εργασθούν σε ένα ασφαλές και ευνοϊκό περιβάλλον».