ΙΤΑΛΙΑ: ΟΙ ΚΟΝΤΟΦΘΑΛΜΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΕΛΟΝΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ
Η επίσκεψη του Ιταλού υπουργού Εσωτερικών Matteo Piantedosi στην Τύνιδα τον περασμένο μήνα, η οποία συνοδεύτηκε από υποσχέσεις της ιταλικής κυβέρνησης ότι θα συνεχίσει να παρέχει στην κυβέρνηση της Τυνησίας εγκαταστάσεις και πόρους για παράκτιες περιπολίες, είναι ένα ακόμη βήμα σε έναν σκοτεινό δρόμο για την κυβέρνηση Μελόνι.
Στην προσπάθειά της να σταματήσει τις αναχωρήσεις, η Ιταλία προσέφερε στην κυβέρνηση της Τυνησίας βοήθεια χωρίς να απαιτεί μεγαλύτερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, κινδυνεύει να στηρίξει έναν ολοένα και πιο καταπιεστικό ηγέτη και να ενθαρρύνει όλο και περισσότερες καταχρήσεις.
Η Τυνησία διέρχεται μια βαθιά θεσμική, οικονομική και κοινωνική κρίση.
Από την κατάληψη της εξουσίας από τον πρόεδρο Kais Saied στις 25 Ιουλίου 2021, δέκα χρόνια μετά την πτώση του Ben Ali και την έναρξη των προσπαθειών για την οικοδόμηση ενός νέου συνταγματικού συστήματος βασισμένου στο κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Τυνησία έχει διολισθήσει σε μια αυταρχική μαύρη τρύπα. Ο Saied διεκδίκησε εξαιρετικές εξουσίες για τον εαυτό του, διέλυσε το κοινοβούλιο, κυβέρνησε με διατάγματα και εφάρμοσε ένα σύνταγμα που διευρύνει τις εξουσίες της εκτελεστικής εξουσίας και απειλεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το νέο σύνταγμα δίνει στον πρόεδρο τον τελικό λόγο για το διορισμό των δικαστών, ενώ ο Saied έχει επίσης παραχωρήσει στον εαυτό του, με διάταγμα-νόμο, την εξουσία να τους απολύει, μια εξουσία που άσκησε αμέσως απολύοντας 57 δικαστές. Ο Saied έχει επίσης εκδώσει νόμους για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την έναρξη ερευνών εναντίον ορισμένων από τους πιο εξέχοντες αντιπάλους της κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, από τον περασμένο Φεβρουάριο, οι αρχές έχουν συλλάβει περισσότερα από 20 άτομα, μεταξύ των οποίων ακτιβίστριες/-ιστές, δικηγόρους, δημοσιογράφους και πολιτικούς, καθώς και τον Rached Ghannouchi, τον ηγέτη του κύριου πολιτικού κινήματος της αντιπολίτευσης, του Ennahda. Μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο Ghannouchi καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου της Τυνησίας, επειδή εκφώνησε λόγο σε μια κηδεία λέγοντας ότι ο εκλιπών δεν φοβόταν «έναν κυβερνήτη ή τύραννο». Τις τελευταίες εβδομάδες, τέσσερις γνωστοί δικηγόροι έχουν τεθεί υπό έρευνα, μεταξύ των οποίων ένας δικηγόρος που υπερασπίζεται πολιτικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης, ένας δικηγόρος που έχει δεσμευτεί επί μακρόν για τα δικαιώματα των γυναικών, ο ηγέτης ενός αντιπολιτευόμενου πολιτικού κόμματος με δεκαετή ιστορία στην προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και ένας πρώην υπουργός Δικαιοσύνης. Πολλοί από αυτού που βρίσκονται υπό έρευνα κατηγορούνται χωρίς στοιχεία για συνωμοσία κατά του κράτους.
Σε μια εποχή υψηλού πληθωρισμού, οι ασυνάρτητες πολιτικές του Saied έχουν υποδαυλίσει περαιτέρω οικονομική και κοινωνική αστάθεια, καθώς και βία κατά των προσφυγισσών/-ύγων και των μεταναστριών/-ών. Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Saied εκφώνησε μια ρατσιστική και ξενοφοβική ομιλία κατά των ανθρώπων από την υποσαχάρια Αφρική, η οποία προκάλεσε κύμα επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα κατά των μαύρων στην Τυνησία. Η Manuela D, μια 22χρονη προσφύγισσα από το Καμερούν, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι έξι άντρες τής επιτέθηκαν και τη μαχαίρωσαν έξω από ένα μπαρ, προκαλώντας της φρικτά τραύματα στο στήθος, το στομάχι και το πρόσωπό της. Πολλοί άλλοι άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και τους λήστεψαν τα προσωπικά τους αντικείμενα. Τοπικές οργανώσεις έχουν επίσης καταγράψει εκατοντάδες συλλήψεις μαύρων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων μεταναστριών-ών εργατριών/-ών, φοιτητριών/-ών και αιτουσών/-ούντων άσυλο.
Η Αφρικανική Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν αντιδρασει έντονα στις επιθέσεις του Saied κατά του κράτους δικαίου, στην καταστολή των διαφωνούντων και στα ξενοφοβικά σχόλια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επίσης καταδικάσει τα κατασταλτικά μέτρα του Saied. Από την πλευρά της, η ιταλική κυβέρνηση, ανήσυχη από την αύξηση των αφίξεων από την Τυνησία μέσω θαλάσσης και με την κρίση της θολωμένη από την επιθυμία της να αντιστρέψει την τάση, έχει αντ' αυτού επιδοθεί σε διπλωματία για να πείσει τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και κάθε κυβέρνηση που μπορεί να το κάνει να χρηματοδοτήσει την κυβέρνηση του Saied, κλείνοντας τα μάτια στα μέτρα του για τον περιορισμό των ελευθεριών.
Από τον Φεβρουάριο, η πρωθυπουργός Giorgia Meloni και ο υπουργός Εξωτερικών Antonio Tajani έχουν μιλήσει δημόσια και ιδιωτικά για να ζητήσουν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και τα Αραβικά Εμιράτα, το Κατάρ, την Αλγερία και το Ισραήλ να διαθέσουν κεφάλαια.
Η ιταλική κυβέρνηση δεν παρέχει απλώς περιπολικά σκάφη στην ακτοφυλακή της Τυνησίας, 12 φαίνεται να έχουν ήδη παραδοθεί και αναμένονται άλλα 4, αλλά κάνει επίσης ό,τι μπορεί για να βοηθήσει τον Saied να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγήσει τη χώρα του. Το πρόβλημα είναι ότι, εμποδίζοντας τις προσφύγισσες, τους πρόσφυγες, τις μετανάστριες και τους μετανάστες να φύγουν από τις ακτές της Τυνησίας, η ιταλική κυβέρνηση κλείνει τα μάτια στις καταχρήσεις της τυνησιακής κυβέρνησης.
Κατά κάποιον τρόπο, η Ιταλία χρησιμοποιεί και πάλι την ίδια στρατηγική που χρησιμοποίησε στη Λιβύη, αγνοώντας την πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ που υπογραμμίζει την κοινή ευθύνη της Ιταλίας για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν εκεί, και εκθέτοντας τον εαυτό της σε εκμετάλλευση από μια ολοένα και πιο καταπιεστική κυβέρνηση. Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών, σε μια χώρα χωρίς νόμο περί ασύλου, αλλά με νόμο που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία, μπορεί ακόμη και να προκαλέσουν περαιτέρω αύξηση των αναχωρήσεων. Η προσέγγιση της κυβέρνησης Meloni φαίνεται επομένως κοντόφθαλμη, καθώς και βαθιά ανήθικη και δυνητικά παράνομη.
Αντί να ασκεί πίεση στους διεθνείς εταίρους της να αγνοούν και εκείνοι τις καταστροφικές πολιτικές του Kais Saied, η ιταλική κυβέρνηση θα πρέπει να εξαρτήσει την υποστήριξή της από συγκεκριμένες, αποφασιστικές ενέργειες για την αποκατάσταση του κράτους δικαίου, τον τερματισμό των επιθέσεων κατά της ελευθερίας της έκφρασης και των πολιτικών αντιπάλων, και την αντιμετώπιση όλων των μορφών διακρίσεων και βίας.
Η αποθάρρυνση των παράτυπων αναχωρήσεων δεν επιτυγχάνεται με τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων, αλλά με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας για όλους, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των μεταναστών.
Αυτό το άρθρο των Hussein Baoumi & Matteo De Bellis της Διεθνούς Αμνηστίας, δημοσιεύθηκε αρχικά στα ιταλικά στο Domani.