ΗΠΑ: Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΛΕΠΤΟΜΕΡΩΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΟΥ BLACK LIVES MATTER ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΗΝΥΣΗ
Το Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης (NYPD) διατάχθηκε να αποκαλύψει χιλιάδες αρχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το σώμα προμηθεύτηκε και χρησιμοποίησε την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου κατά των διαδηλωτριών/-ών του Black Lives Matter (BLM), μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης υπέρ της Διεθνούς Αμνηστίας και του Surveillance Technology Oversight Project (S.T.O.P.) σχετικά με την κοινή τους αγωγή βάσει του άρθρου 78.
«Οι πολίτες της Νέας Υόρκης που απαιτούν φυλετική δικαιοσύνη έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες για τη χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του BLM. Η απόφαση αυτή αναγνωρίζει ότι η Αστυνομία της Νέας Υόρκης παραβίασε τον νόμο με την απόκρυψη αυτών των πληροφοριών και αποτελεί σημαντικό βήμα για την απόδοση ευθυνών στην ίδια λόγω εφαρμογής παρακολούθησης στη βάση διακρίσεων. Το ότι χρειάστηκε αγωγή για να επιτευχθεί αυτό αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο για την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης», δήλωσε ο Matt Mahmoudi, ερευνητής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
«Η απαγόρευση της αναγνώρισης προσώπου για στόχους μαζικών παρακολουθήσεων είναι ένα πολύ αναγκαίο πρώτο βήμα προς την κατάργηση της ρατσιστικής αστυνόμευσης στη Νέα Υόρκη. Όλες/-οι έχουμε το δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε ειρηνικά χωρίς να φοβόμαστε ότι μας παρακολουθούν».
Οι πολίτες της Νέας Υόρκης που απαιτούν φυλετική δικαιοσύνη έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες για τη χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του BLM.
Matt Mahmoudi, ερευνητής της Διεθνούς Αμνηστίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης Laurence Love δήλωσε την Παρασκευή ότι η απόκρυψη εγγράφων από την Αστυνομία της Νέας Υόρκης και το επιχείρημα ότι ο όγκος των πληροφοριών θα επιβάρυνε το αστυνομικό τμήμα «καταρρίφθηκε πλήρως» από τη Διεθνή Αμνηστία.
Ο δικαστής Love διέταξε την αστυνομία της Νέας Υόρκης να μοιραστεί 2.700 έγγραφα και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ της 1ης Μαρτίου 2020 και της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, σχετικά με την προμήθεια και τη χρήση εφαρμογών παρακολούθησης με αναγνώριση προσώπου στις διαδηλώσεις της BLM, κατόπιν εκ νέου υποβολής του αρχικού αιτήματος της Αμνηστίας. Αυτό θα επιτρέψει στη Διεθνή Αμνηστία και τη S.T.O.P. να διερευνήσουν διεξοδικά την προμήθεια και τη χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από την Αστυνομία της Νέας Υόρκης σε όλη τη Νέα Υόρκη.
«Ήταν λάθος της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης να παρακολουθεί τις/τους διαδηλώτριες/-ωτές του BLM και ήταν λάθος να αποκρύπτει τα αποδεικτικά στοιχεία», δήλωσε ο εκτελεστικός διευθυντής του Surveillance Technology Oversight Project Albert Fox Cahn.
«Αυτό το αστυνομικό τμήμα αποκρύπτει συστηματικά τους τρόπους με τους οποίους μας παρακολουθεί, αλλά σήμερα η συγκάλυψη της επιτήρησης απλώς δεν θα λειτουργήσει. Αυτή η απόφαση ήταν απολύτως σαφής: Η Αστυνομία της Νέας Υόρκης παραβίασε τον νόμο όταν έκρυψε τα αρχεία της. Όταν η αστυνομία λειτουργεί στη σκιά και παραβιάζει τους νόμους περί εποπτείας, αυτό δεν αποτελεί απειλή μόνο για τη δημόσια ασφάλεια αλλά και για τη δημοκρατία. Ελπίζω ότι η Αστυνομία της Νέας Υόρκης του δημάρχου Adams θα συμμορφωθεί γρήγορα με την εντολή. Οι πολίτες της Νέας Υόρκης δικαιούνται να γνωρίζουν πώς αστυνομεύεται η πολιτική διαφωνία σε αυτή την πόλη. Το πιο σημαντικό είναι ότι τα αρχεία αυτά μπορούν να μας βοηθήσουν να αποτρέψουμε περισσότερες παραβιάσεις στο μέλλον».
Ιστορικό
Τον Σεπτέμβριο του 2020, η Διεθνής Αμνηστία των ΗΠΑ υπέβαλε αίτημα δημόσιων αρχείων σύμφωνα με τον νόμο της Νέας Υόρκης για την ελευθερία της πληροφόρησης για να λάβει τα αρχεία της αστυνομίας της Νέας Υόρκης σχετικά με την επιτήρηση των ιστορικών διαδηλώσεων του BLM το 2020. Το αίτημα απορρίφθηκε από την Αστυνομία της Νέας Υόρκης μαζί με επακόλουθη έφεση. Τον Ιούλιο του 2021, η Διεθνής Αμνηστία και η S.T.O.P., μια ομάδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των πολιτικών δικαιωμάτων, ανακοίνωσαν τη μήνυση κατά της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης για την άρνηση κοινοποίησης των αρχείων του.
Η αναγνώριση προσώπου επιδεινώνει την αστυνόμευση στη βάση διακρίσεων και εμποδίζει την ελεύθερη και ασφαλή άσκηση της ειρηνικής συνάθροισης, λειτουργώντας ως εργαλείο μαζικής παρακολούθησης. Οι κοινότητες των μαύρων ατόμων και των μειονοτήτων διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να στοχοποιηθούν.
Τον Φεβρουάριο του 2022, νέα έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας και συνεργατριών/-ών αποκάλυψε ότι οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης που ζουν σε περιοχές με μεγαλύτερο κίνδυνο ελέγχου τύπου «stop-and-frisk» από την αστυνομία είναι επίσης περισσότερο εκτεθειμένοι στην επεμβατική τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου. Η ανάλυση, μέρος της παγκόσμιας εκστρατείας Ban The Scan, έδειξε πώς η τεράστια επιχείρηση επιτήρησης της αστυνομίας της Νέας Υόρκης επηρεάζει ιδιαίτερα τους ανθρώπους που έχουν ήδη μπει στο στόχαστρο του stop-and-frisk και στις πέντε συνοικίες της Νέας Υόρκης. Στο Μπρονξ, στο Μπρούκλυν και στο Κουήνς, η έρευνα δείχνει επίσης ότι όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των μη λευκών κατοίκων τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση των συμβατών με την αναγνώριση προσώπου καμερών CCTV.
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά την πλήρη απαγόρευση της χρήσης, της ανάπτυξης, της παραγωγής, της πώλησης και της εξαγωγής της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου για σκοπούς μαζικής παρακολούθησης τόσο από τα κράτη όσο και από τον ιδιωτικό τομέα.