ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΟΠΛΩΝ ΚΡΥΒΟΝΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ - ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΝΑ ΛΟΓΟΔΟΤΗΣΟΥΝ
του Patrick Wilcken, Ερευνητή Ελέγχου Όπλων της Διεθνούς Αμνηστίας
Αυτή την εβδομάδα, μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις όπλων στον κόσμο, ξεκινάει στο Λονδίνο. Περίπου 1.000 επιχειρήσεις παραγωγής όπλων θα ανοίξουν τα περίπτερά τους στο DSEI (Defense and Security Equipment International), που θα πωλούν τα πάντα, από δολοφονικά drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη) μέχρι άρματα μάχης και δακρυγόνα. Μεταξύ των επίσημων επισκεπτών είναι εκπρόσωποι από τη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Τα τελευταία χρόνια, έχει αρχίσει να ασκείται πίεση στις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις απερίσκεπτες συμφωνίες όπλων, στις οποίες έχουν προβεί. Πολλές χώρες έχουν μερικώς ή πλήρως αναστείλει τις πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα λόγω παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Υεμένη, και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει οδηγηθεί στη δικαιοσύνη για τις συνεχιζόμενες εξαγωγές τους προς αυτές τις χώρες.
Για παράδειγμα, η γαλλική εταιρεία Renault Trucks (τώρα Arquus) εξήγαγε περισσότερα από 200 τεθωρακισμένα οχήματα σε αιγυπτιακές δυνάμεις ασφαλείας κατά τη διάρκεια της πιο αιματηρής περιόδου των πρόσφατων αναταραχών στη χώρα. Ένας τεράστιος αριθμός στοιχείων μέσω βίντεο και φωτογραφιών, που αναλύθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία, δείχνουν ότι αυτά τα οχήματα χρησιμοποιούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας για να διαλύσουν βίαια τις διαμαρτυρίες και να συντρίψουν τους αντιρρησίες. Στην Υεμένη, οι ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας ανέλυσαν δείγματα όπλων, κατάλοιπα αεροπορικής επιδρομής του 2017 από τις δυνάμεις του Συνασπισμού της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Σαναά, όπου σκοτώθηκαν 16 πολίτες, και διαπίστωσαν ότι είχαν κατασκευαστεί από τον αμερικανικό αμυντικό γίγαντα Raytheon. Μια άλλη έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας διαπίστωσε ότι η αμερικανική εταιρεία Lockheed Martin παρήγαγε τη βόμβα που χρησιμοποιήθηκε σε αεροπορική επιδρομή, η οποία σκότωσε τρία μέλη μιας οικογένειας στο σπίτι τους στο Ta'iz στην Υεμένη τον Ιανουάριο του 2018.
Όπως όλες οι εταιρείες, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της άμυνας έχουν την ευθύνη να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου κι αν λειτουργούν, ανεξάρτητα από τα κρατικά ρυθμιστικά πλαίσια. Αυτό προϋποθέτει μία δέουσα επιμέλεια για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση των κινδύνων και καταχρήσεων σε ότι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους - συμπεριλαμβανομένων των τρόπων με τους οποίους πελάτες όπως οι εθνικοί στρατοί και οι αστυνομικές δυνάμεις χρησιμοποιούν τα όπλα τους.
Η Διεθνής Αμνηστία επικοινώνησε πρόσφατα με 22 βιομηχανίες όπλων και τους ρώτησε πώς διαχειρίζονται τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα που συνδέονται με την κακή χρήση των προϊόντων τους. Καμία από αυτές τις εταιρείες δεν μπόρεσε να εξηγήσει επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στις ευθύνες τους σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, όπως είναι οι κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα (UNGP). Οι περισσότεροι δεν φάνηκαν καν να αναγνωρίζουν ότι είχαν ευθύνες σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και φαινόταν να πιστεύουν ότι η συμμόρφωση με τους κρατικούς νόμους περί εξαγωγών και αδειών ήταν αρκετός.
Για παράδειγμα, η γαλλική εταιρεία Thales δήλωσε ότι «όταν παραδοθεί στον πελάτη, η εταιρεία μας δεν ελέγχει καθόλου τη χρήση - ή την κακή χρήση - που θα μπορούσε να προκύψει από την τεχνολογία μας».
Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τις πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία, η βρετανική εταιρεία BAE Systems απάντησε: «Οι δραστηριότητές μας στη Σαουδική Αραβία υπόκεινται στην έγκριση και την εποπτεία του Ηνωμένου Βασιλείου».
Όταν ρωτήσαμε τη Raytheon τι μέτρα είχε λάβει για να ερευνήσει και να απαντήσει στο περιστατικό της Sana'a, η εταιρεία δήλωσε: «Λόγω νομικών περιορισμών, ζητημάτων πελατειακών σχέσεων ... η Raytheon δεν παρέχει πληροφορίες για τα προϊόντα, τους πελάτες ή τα επιχειρησιακά ζητήματά μας». Συνέχισε λέγοντας, ότι ο στρατιωτικός εξοπλισμός και ο εξοπλισμός ασφάλειας υπόκεινται σε κυβερνητική επισκόπηση, η οποία περιλαμβάνει «τον σεβασμό των διεθνών ανθρώπινων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου».
Άλλες εταιρείες - η Rolls-Royce, η Lockheed Martin, η Saab και η Airbus - όλες συναλλασσόμενες με τον Συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, απλώς υπογράμμισαν ότι δεσμεύονται από κυβερνητικές αποφάσεις αδειοδότησης που λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτή η έλλειψη εταιρικής ευθύνης και λήψης ευθυνών συνεχίζεται για πολύ καιρό. Οποιοσδήποτε και αν είναι ο ρόλος του κράτους, οι εταιρείες λαμβάνουν αποφάσεις στο ανώτατο επίπεδο με σκοπό να υποβάλλουν προσφορά για αυτές τις συμβάσεις υψηλού κινδύνου, και πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για αυτές τις αποφάσεις και τις επιπτώσεις τους. Οι νομικές έννοιες της «εταιρικής συνενοχής» στα διεθνή εγκλήματα συνεχίζουν να εξελίσσονται και θα μπορούσαν μελλοντικά να εφαρμοστούν σε εταιρείες όπλων που συνεχίζουν να προμηθεύουν όπλα γνωρίζοντας ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι
Η μη τήρηση της δέουσας επιμέλειας θα μπορούσε ενδεχομένως να εκθέσει τις εταιρείες όπλων σε ποινικές διώξεις για τη συμμετοχή τους σε εγκλήματα πολέμου.
Κάθε φορά που το DSEI έρχεται στο Λονδίνο, εκατοντάδες διαδηλωτές/ριες συνωστίζονται στους δρόμους, εξοργισμένοι/ες επειδή η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξακολουθεί να ανοίγει διάπλατα τις πόρτες σε κράτη που χρησιμοποιούν όπλα για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό το είδος ακτιβισμού διαδίδεται όλο και περισσότερο͘: τον Μάιο, για παράδειγμα, οι λιμενεργάτες σε ολόκληρη την Ευρώπη εμπόδισαν την φόρτωση όπλων, προερχόμενα από τη Σαουδική Αραβία, σε πλοία. Καθώς μεγαλώνει η συνειδητοποίηση του ρόλου του εμπορίου όπλων σε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες και νομικές αντιδράσεις. Οι βιομηχανίες όπλων δεν θα μπορούν να συνεχίζουν να κρύβονται στις σκιές για πάντα.