ΡΩΣΙΑ: ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ’ΝΝΑΣ ΠΟΛΙΤΚΟΦΣΚΑΓΙΑ - ΟΙ ΡΩΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
5 Οκτωβρίου 2007
Την εβδομάδα αυτή, άνθρωποι από όλον τον κόσμο, που περιλαμβάνουν και μέλη και υποστηρικτές της Διεθνούς Αμνηστίας, θα τιμήσουν τη μνήμη της Ρωσίδας δημοσιογράφου και υπερασπίστριας ανθρωπίνων δικαιωμάτων ’ννας Πολιτκόφκαγια, που δολοφονήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2006 έξω από το διαμέρισμά της στη Μόσχα. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι δολοφονήθηκε εξαιτίας της δουλειάς της ως δημοσιογράφου, όπου εξέθετε τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσία. Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι ο χειρισμός της ποινικής έρευνας για το θάνατό της δείχνει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική βούληση για να οδηγηθούν όσοι διέταξαν το φόνο στη δικαιοσύνη.
Από το τέλος του Αυγούστου 2007, τουλάχιστον 12 άνθρωποι έχουν κρατηθεί σε σχέση με το φόνο, αλλά πολλοί από αυτούς αφέθηκαν ελεύθεροι όταν αποκαλύφθηκε ότι είχαν άλλοθι. Οι ύποπτοι, τα ονόματα των οποίων δημοσιοποιήθηκαν, περιλαμβάνουν αξιωματούχους από το Υπουργείο Εσωτερικών, την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (FSB) και έναν πρώην διευθυντή της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Τσετσενία. Όμως, ένα χρόνο μετά από το θάνατο της ’ννας Πολιτκόφκαγια, όχι μόνο δεν έχει βρεθεί ο δολοφόνος, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε πρόοδος στη διερεύνηση της υπόθεσης ώστε να εξακριβωθεί ποιος διέταξε το φόνο. Ενώ οι πρώην συνάδελφοι της ’ννας Πολιτκόφκαγια από την εφημερίδα Νόβαγια Γκαζέτα (Novaya Gazeta) είχαν εκφράσει ικανοποίηση καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου για το έργο της ομάδας του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα που ήταν υπεύθυνος για την διερεύνηση του φόνου, τώρα πια ανησυχούν ότι αυτοί που διέταξαν το φόνο δεν θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη.
Επιπλέον, ο δικηγόρος τριών αδερφών από την Τσετσενία που βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς που κρατούνται για την πιθανή εμπλοκή τους στη δολοφονία, ισχυρίζεται ότι οι πελάτες του έχουν πέσει θύματα κακομεταχείρισης. Το γεγονός αυτό μαζί με την κατά τα φαινόμενα λανθασμένη κράτηση άλλων υπόπτων, δημιουργεί φόβους ότι η έρευνα δεν διενεργείται σε πλήρη συμφωνία με τις απαιτήσεις του νόμου.
Η ’ννα Πολιτκόφκαγια αντιμετώπισε σειρά απειλών και παρενοχλήσεων από τις ρωσικές και τσετσενικές αρχές εξαιτίας της έντονης κριτικής που ασκούσε στις κυβερνητικές πολιτικές και πράξεις. Αφού ξεκίνησε να γράφει το 1999 για την ένοπλη σύρραξη στην Τσετσενία και το Βόρειο Καύκασο, κρατήθηκε και επανειλημμένα απειλήθηκε με σοβαρά αντίποινα. Πήρε συνεντεύξεις από Ρώσους, Τσετσένους και μέλη άλλων εθνοτικών ομάδων που ανέφεραν ότι είχαν βασανιστεί ή ότι είχαν κακοποιηθεί με άλλο τρόπο, ή που δεν είχαν βρει το δίκιο τους από τις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επειδή αποκάλυψε στα ρεπορτάζ της σοβαρές παραβιάσεις
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφθορά και άλλες παραβιάσεις του νόμου στη Ρωσική Ομοσπονδία, χαρακτηρίστηκε ως υποστηρίκτρια «τρομοκρατών» και εχθρός του ρωσικού λαού. Το γεγονός αυτό δεν τη σταμάτησε, αλλά αντιθέτως - αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς που συνεχίζουν να βάλουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Τσετσενία και το Βόρειο Καύκασο - θεώρησε ότι ήταν χρέος της να συνεχίσει να γράφει για αυτούς που διαφορετικά δεν θα είχαν καμία φωνή.
Σήμερα, άλλοι δημοσιογράφοι, υποστηρικτές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικηγόροι στη Ρωσική Ομοσπονδία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν επιθέσεις, απειλές και εκφοβισμούς που περιλαμβάνουν και απειλές κατά της ζωής τους. Πολλοί προτιμούν να μην μιλήσουν για αυτό δημόσια, αλλά τα τελευταία χρόνια η Διεθνής Αμνηστία έχει δεχτεί αξιόπιστες καταγγελίες από πολλούς υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφους για σοβαρές απειλές εναντίον τους με στόχο να τους κλείσουν το στόμα. Αυτές οι απειλές έγιναν τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από άλλους παράγοντες.
Μια από αυτούς που απειλήθηκαν, η δημοσιογράφος Φάτιμα Τλίσοβα (Fatima Tlisova), έγραψε για την κατάσταση στο Βόρειο Καύκασο για διάφορα πρακτορεία ειδήσεων. Ανέφερε σε μια συνέντευξη τύπου στην Ουάσινγκτον νωρίτερα το 2007 ότι φοβάται ότι έγιναν απόπειρες να την δηλητηριάσουν ενώ ζούσε στο Νάλτσικ (Nalchik) στην Καμπαρντίνο - Μπαλκαρία (Kabardino-Balkaria).
Σε μια άλλη υπόθεση, αυτή του Μαγκόμεντ Μουτσολβγκόφ (Magomed Mutsolvgov), ενός υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Ινγκουσετία, ένας δικτυακός τόπου που λειτουργεί στη Δημοκρατία της Ινγκουσετίας δημοσίευσε ένα γράμμα το 2007 από κάποιον που ισχυρίζονταν ότι είχε ακούσει συνομιλίες ανάμεσα σε μέλη υπηρεσιών επιβολής του νόμου όπου συζητούσαν ότι υπήρχε ανάγκη να σταματήσουν, με κάθε δυνατό τρόπο, το έργο του Μαγκόμεντ Μουτσολβγκόφ. Ο Μαγκόμεντ Μουτσολβγκόφ ηγείται της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων MASHR που υποστηρίζει τους συγγενείς ατόμων που έχουν υποστεί εξαναγκαστικές εξαφανίσεις καθώς και θύματα βασανιστηρίων. Λίγο μετά από τη δημοσίευση του γράμματος, είπε στη Διεθνή Αμνηστία ότι ήταν σίγουρος ότι τον παρακολουθούσαν.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ρωσικές αρχές να υπερασπιστούν ξεκάθαρα και κατηγορηματικά τους δημοσιογράφους, τους δικηγόρους και τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μιλούν ανοιχτά για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ομοσπονδιακές και τσετσενικές αρχές να λάβουν σοβαρά μέτρα για να διασφαλίσουν τη δυνατότητα ανεξάρτητοι παρατηρητές και δημοσιογράφοι τόσο ντόπιοι όσο και ξένοι να δουλέψουν στην Τσετσενία χωρίς να φοβούνται για αντίποινα.
Επιπλέον, η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ρωσικές αρχές να προστατεύουν τους δημοσιογράφους, τους υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους δικηγόρους με την ενδελεχή έρευνα των καταγγελιών για επιθέσεις σε δημοσιογράφους, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικηγόρων όπως και το φόνο της ’ννας Πολιτκόφσκαγια. Όσοι θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα εγκλήματα αυτά, μαζί με όσους διέταξαν ή σχεδίασαν τις επιθέσεις, πρέπει να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη χωρίς καμία καθυστέρηση.
Για περισσότερες πληροφορίες και συνεντεύξεις επικοινωνήστε με την Υπεύθυνη Τύπου και Προβολής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, ’ννα Μπότσογλου, τηλ. 210 3600628 (εσωτ. 2).