ΓΚΕΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΧΤΙΖΕΙ ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΕΛΛΟΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Από την Lorna Hayes και Khairunissa Dhala, Ομάδα για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών της Διεθνούς Αμνηστίας
Ο Said και ο σύντροφός του Jamal εγκατέλειψαν τη Συρία έχοντας υποστεί βασανισμό εξαιτίας του πολιτικού τους ακτιβισμού. Έχοντας πλέον μετεγκατασταθεί στο Βερολίνο αισθάνονται ενθουσιασμένοι καθώς μπορούν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.
«Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι που κλαίγαμε» λέει ο Jamal περιγράφοντας τη στιγμή που εκείνος και ο σύντροφός του Said πρωτοέμαθαν πως η Γερμανία «άνοιξε την πόρτα της» γι’ αυτούς.
«Ήταν μία στιγμή θριάμβου» συνεχίζει ο Jamal. «Ήμασταν σοκαρισμένοι που γίναμε δεκτοί για μετεγκατάσταση τόσο γρήγορα, μετά από (μόλις) έξι μήνες.»
Ήταν τυχεροί- πολλοί άλλοι πρόσφυγες που πληρούν τις προϋποθέσεις για μετεγκατάσταση περιμένουν πολύ περισσότερο μέχρι να δεχτούν εκείνο το -εξαιρετικής σημασίας για τη ζωή τους- τηλεφώνημα που τους επιτρέπει να μετεγκατασταθούν σε έναν τόπο όπου επικρατεί ειρήνη και ασφάλεια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι από τη Συρία νιώθουν ότι έχουν χάσει τα πάντα: φίλους, οικογένεια, δουλειά – την ίδια τους τη ζωή
Said
Ένα νέο σπιτικό στο Βερολίνο
Το ζευγάρι περιτριγυρίζεται από χαρτόκουτα και έπιπλα, προσπαθώντας να ξεπακετάρουν και να οργανώσουν το νέο τους σπιτικό. Η ανακούφιση και η ευτυχία που αισθάνονται ξεχειλίζει – πάει άλλωστε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν μια μόνιμη κατοικία.
Όταν ζούσαν στη Συρία, ο Said και ο Jamal εργάζονταν ως δημοσιογράφοι και είχαν σχέση και με την πολιτική. Έπειτα οι δυνάμεις ασφαλείας τους φυλάκισαν και τους βασάνισαν, οπότε ήταν πολύ επικίνδυνο να παραμείνουν στη χώρα. Το έσκασαν προς τον γειτονικό Λίβανο το 2014.
Όμως ο Jamal, ο οποίος είναι οροθετικός, δεν μπορούσε να λάβει στον Λίβανο την ιατρική περίθαλψη που χρειαζόταν. Τον Ιανουάριο του 2015, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR), προσέφερε στο ζευγάρι μια σανίδα σωτηρίας. Μέσω του προγράμματος ανθρωπιστικής ένταξης στην Γερμανία που απευθυνόταν σε Σύριους πρόσφυγες, τούς προσφέρθηκε μια θέση στο Βερολίνο.
Ο Jamal και ο Said χαλαρώνουν στο νέο τους σπίτι στο Βερολίνο, Γερμανία, Σεπτέμβριος 2015
Μας μεταχειρίστηκαν σαν οικογένεια
«Φύγαμε από τον Λίβανο στις 8 Ιανουαρίου του 2015», λέει ο Said. «Έκανε τόσο πολύ κρύο όταν βγήκαμε από το αεροπλάνο». «Ήμασταν ενθουσιασμένοι και συγχρόνως φοβισμένοι», θυμάται ο Jamal. «Δεν ξέραμε τι να περιμένουμε. Ήμασταν προετοιμασμένοι για όλα».
Αφού αρχικά έμειναν σε μια κατασκήνωση υποδοχής προσφύγων για 12 μέρες, στη συνέχεια φιλοξενήθηκαν σε έναν κοιτώνα, όπου διέμεναν από κοινού με οικογένειες και νέους ανθρώπους. «Είχαμε δικό μας διαμέρισμα – ήμασταν πραγματικά πολύ τυχεροί που μας αντιμετώπισαν σαν να είμαστε οικογένεια και όχι απλά σαν δύο εργένηδες», λέει ο Jamal.
Εννέα μήνες μετά αποφάσισαν να μετακομίσουν επειδή άρχισαν να νιώθουν άβολα. «Κάποιος από τη τάξη που μαθαίναμε Γερμανικά ήξερε ότι ήμουν gay και το είπε στους γείτονές μας», λέει ο Jamal.
Κάνοντας αίτηση για δικό τους διαμέρισμα έπρεπε να πηγαίνουν σε πολλές συνεντεύξεις με τον κοινωνικό τους λειτουργό. Τελικά, κατάφεραν να λάβουν τη βοήθεια που χρειάζονταν από μια οργάνωση που υποστηρίζει οροθετικούς ανθρώπους.
Χτίζοντας μια νέα ζωή
Όταν πρωτοέφτασαν στη Γερμανία, ο Jamal ανησυχούσε μήπως τελείωνε η αντι-ρετροϊκή αγωγή που χρειαζόταν για να μείνει υγιής. Αλλά αφότου έλαβε βοήθεια από κάποιον γιατρό, μπόρεσε να συγκεντρωθεί σε άλλα πράγματα, όπως η εκμάθηση της γλώσσας. Ο Said αστειευόμενος σχολιάζει πως ζηλεύει που ο Jamal μαθαίνει Γερμανικά τόσο γρήγορα.
Και οι δύο παρακολουθούν μαθήματα πέντε μέρες την εβδομάδα και χρειάζεται να ολοκληρώσουν τη βασική εκπαίδευση πριν κάνουν αίτηση για δουλειά. Στο μεταξύ, και οι δύο ασκούν τη δημοσιογραφία διαδικτυακά- έως σήμερα αμισθί.
Το να επανακτάς την κοινωνική σου ζωή αποτελεί μια τεράστια ανακούφιση μετά από ένα χρόνιο άγχος καταδίωξης. «Ήταν ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα» λέει ο Jamal. «Χρειάζεται πολύς καιρός για να χτιστεί η εμπιστοσύνη. Αλλά ήδη έχουμε κάνει καλούς φίλους – Γερμανούς, Ισραηλινούς και Νορβηγούς».
Και οι δύο αγαπούν το Βερολίνο ως ένα φιλόξενο και εύκολο μέρος που μπορείς να ζεις ανοιχτά ως γκέι. «Είναι τόσο διαφορετικά στο Λίβανο και στη Συρία», λέει ο Jamal. «Στο Λίβανο υπάρχουν δύο (γκέι) κλαμπ, αλλά το να είσαι γκέι είναι παράνομο».
Δίνοντας κάτι πίσω
Αυτή τη στιγμή είναι και οι δύο συγκεντρωμένοι στο να χτίσουν το μέλλον τους, βάζοντας προτεραιότητα στο να ολοκληρώσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές. «Με ενδιαφέρει επίσης να ασχοληθώ με ένα από τα πολιτικά κόμματα εδώ», λέει ο Said. «Ήμασταν ακτιβιστές στη Συρία και συμμετείχαμε στις διαδηλώσεις (στις αρχές του 2011), την περίοδο που ξεκίνησε η σύγκρουση».
«Θέλω να δουλέψω με άλλους πρόσφυγες που έρχονται στο Βερολίνο» λέει ο Jamal. «Είμαι πρόσφυγας και έτσι ξέρω τί έχουν ανάγκη. Θα ήταν καταπληκτικό να μπορούσα να βοηθήσω και άλλους με τον τρόπο που βοηθήθηκα και εγώ».
«Οι περισσότεροι άνθρωποι που φτάνουν εδώ από τη Συρία έχουν αποκτήσει ψυχολογικά προβλήματα μετά από όσα τους έχουν συμβεί» προσθέτει ο Said. «Νιώθουν ότι έχουν χάσει τα πάντα – φίλους, οικογένεια, την ίδια τους τη ζωή».
Ο Jamal λέει ότι μερικοί πρόσφυγες κρύβουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή πως είναι οροθετικοί, επειδή φοβούνται. «Και αν κρύβονται, δεν λαμβάνουν βοήθεια. Θα μπορούσαμε να μεταφράζουμε για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ευαίσθητα θέματα. Φανταστείτε να μην ήμουν ανοιχτός ως προς τα θέματα υγείας. Θα ήταν καταστροφή».
Τελικά, με τη μετεγκατάσταση στο Βερολίνο, τούς δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσουν να ξαναχτίζουν τη ζωή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στη Συρία. «Θέλουμε να ξεκινήσουμε να εργαζόμαστε, να είμαστε ανεξάρτητοι, να έχουμε καλές δουλειές και εισόδημα» λένε ο Jamal και ο Said. «Έτσι είχαμε μάθει να ζούμε».
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για να προστατεύσουν την ταυτότητα των αντρών.
Περισσότεροι από 4 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία ζουν αυτή τη στιγμή σε γειτονικές χώρες. Η Διεθνής Αμνηστία ζητά οι περίπου 400,000 -από εκείνους τους οποίους η UNHCR θεωρεί τους πιο ευάλωτους- να μετεγκατασταθούν σε πλούσιες χώρες έως το τέλος του 2016. Η μετεγκατάσταση αποτελεί μια γραμμή ζωής ανοιχτή για τους πιο ευάλωτους πρόσφυγες παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων με σοβαρές ιατρικές παθήσεις. Έως το τέλος του 2017, υπολογίζουμε πως 1,45 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως θα χρειάζονται αυτή τη -ζωτικής σημασίας- προστασία.