ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Ο ΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΖΙΝ ΤΣΑΡΛΣ ΝΤΕ ΜΕΝΕΘΕΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
23 Αυγούστου 2005
Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η απόπειρα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας να καθυστερήσει τη μεταβίβαση στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Καταγγελιών για την Αστυνομία (IPCC) των ερευνών για τον φόνο του Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες ήταν ευθέως αντίθετη στο διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στα θεσμικά κείμενα για την αποτελεσματική διερεύνηση και πρόληψη παράνομων φόνων. Η Διεθνής Αμνηστία ανησυχεί βαθύτατα ότι αυτή η καθυστέρηση στο αρχικό κρίσιμο στάδιο της έρευνας ενδέχεται να έχει υπονομεύσει την αποτελεσματικότητά της σε κρίσιμο βαθμό.
Το συναφές διεθνές και εσωτερικό δίκαιο και τα σχετικά πρότυπα απαιτούν η έρευνα για ένα περιστατικό, όπως ο φόνος του Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες, να διεξάγεται εγκαίρως, ανεξάρτητα και διεξοδικά ευθύς εξ αρχής. Η ανακριτική αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να αποκτήσει όλες τις απαραίτητες για την έρευνα πληροφορίες. Εν όψει των όσων έχουν συμβεί μέχρι στιγμής, η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει την ανησυχία ότι αυτές οι καίριες προϋποθέσεις δεν έχουν εκπληρωθεί. Για παράδειγμα, η καθυστέρηση στη μεταβίβαση της έρευνας στην IPCC ενδέχεται να σημαίνει ότι κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία καταστράφηκαν ή απωλέστηκαν με άλλον τρόπο.
Το γεγονός ότι η Μητροπολιτική Αστυνομία διατήρησε τον έλεγχο της έρευνας στο κρίσιμο αρχικό στάδιο αντιβαίνει στην ανάγκη η έρευνα να είναι ανεξάρτητη από τους υπαίτιους του φόνου. Αυτό το γεγονός, μαζί με τις αρχικές δηλώσεις γύρω από τις περιστάσεις του φόνου (δηλώσεις που αποδίδονται στις βρετανικές αρχές) έχουν προκαλέσει ισχυρισμούς περί συγκάλυψης.
Η Διεθνής Αμνηστία έχει ζητήσει άμεση, διεξοδική, ανεξάρτητη και αποτελεσματική διερεύνηση του φόνου του Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες. Η διεθνής οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων θεωρεί ότι όλες οι συνθήκες που οδήγησαν στον φόνο, καθώς και τα γεγονότα αμέσως μετά από αυτόν, περιλαμβανομένων των επισήμων δηλώσεων που προαναφέρθηκαν και της φερόμενης ως συγκάλυψης, πρέπει να διερευνηθούν με τρόπο που να συμμορφώνεται αυστηρά με το συναφές διεθνές και εσωτερικό δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, η Διεθνής Αμνηστία έχει ζητήσει να υπάρχει πλήρης δημόσιος ενδελεχής έλεγχος των πράξεων των εμπλεκομένων κρατικών οργάνων και υπηρεσιών, περιλαμβανομένων της Μητροπολιτικής Αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, έτσι ώστε να διακριβωθεί κατά πόσον ο φόνος του Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες ήταν σύννομος. Ειδικότερα, η έρευνα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η βία που χρησιμοποιήθηκε δεν υπερέβαινε την απολύτως απαραίτητη και κατά πόσον συνιστούσε αναλογική απόκριση στις περιστάσεις.
Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η IPCC, κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, πρέπει να διασφαλίσει ότι αυτή θα διεξαχθεί με τρόπο τέτοιο, που θα κερδίσει και θα διατηρήσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας του θύματος και του κοινού γενικότερα, ως προς το ότι θα σταθεί αποτελεσματική στη διαλεύκανση της αλήθειας. Η IPCC πρέπει να διασφαλίσει ότι η έρευνα θα διεξαχθεί με τρόπο ανεξάρτητο, αμερόληπτο και διεξοδικό και ότι θα περιέλθουν σε αυτήν όλες οι απαραίτητες πληροφορίες, όπως απαιτεί το δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και συγκεκριμένα η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με βάση το ʼρθρο 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη ζωή.
Γενικές πληροφορίες
Στις 22 Ιουλίου 2005, αστυνομικοί με πολιτικά πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες, Βραζιλιανό υπήκοο που εργαζόταν στη Βρετανία κατά την τελευταί τριετία. Οι αρχικές ανακοινώσεις της αστυνομίας ανέφεραν ότι ήταν ύποπτος που συνδεόταν με τα βομβιστικά περιστατικά που πραγματοποιήθηκαν στο Λονδίνο, αφ' ότου 52 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε συντονισμένες επιθέσεις στις 7 Ιουλίου. Ωστόσο, στις 24 Ιουλίου, ο Επικεφαλής Επιθεωρητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας δήλωσε κατηγορηματικά ότι ο Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες δεν είχε καμία ανάμιξη σε οποιεσδήποτε ύποπτες δραστηριότητες και ότι είχε φονευθεί λόγω λάθους.
Αυτή τη στιγμή, η IPCC έχει τον πλήρη έλεγχο της έρευνας για τον φόνο του Τζιν Τσαρλς ντε Μενέθες.