«Οι αρχές της Μιανμάρ κρατούν τις γυναίκες, τους άντρες και τα παιδιά Ροχίνγκια, διαχωρισμένα και υπό εκφοβισμό σε ένα απάνθρωπο σύστημα απαρτχάιντ. Τα δικαιώματά τους παραβιάζονται καθημερινά και η καταστολή τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί».
ΜΙΑΝΜΑΡ: ΟΙ ΡΟΧΙΝΓΚΙΑ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ/-ΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΑΡΤΧΑΙΝΤ
- Οι Ροχίνγκια διαχωρίζονται και κακοποιούνται σε μια «υπαίθρια φυλακή»
- Έρευνα δύο ετών αποκαλύπτει τις ριζικές αιτίες της παρούσας κρίσης στην πολιτεία Rakhine
- Το σύστημα διακρίσεων ανέρχεται στο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας του απαρτχάιντ
Ο λαός των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ βρίσκεται παγιδευμένος σε ένα φαύλο σύστημα υποστηριζόμενων από το κράτος, θεσμοθετημένων διακρίσεων, που ανέρχεται σε απαρτχάιντ, δήλωσε σήμερα η Διεθνής Αμνηστία καθώς δημοσίευσε μια νέα μεγάλη ανάλυση για τις ριζικές αιτίες της παρούσας κρίσης στην πολιτεία Rakhine.
Η έκθεση “Caged without a roof” αποκαλύπτει το πλαίσιο στο οποίο σημειώθηκε το πρόσφατο κύμα βίας στη Μιανμάρ, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν Ροχίνγκια, έκαψαν ολοσχερώς ολόκληρα χωριά και οδήγησαν περισσότερους από 600.000 ανθρώπους να διαφύγουν πέρα από τα σύνορα, στο Μπαγκλαντές.
- Anna Neistat, Γενική Διευθύντρια Έρευνας της Διεθνούς Αμνηστίας
Η έρευνα που διήρκησε δύο χρόνια αποκαλύπτει πώς οι αρχές περιορίζουν σοβαρά όλες, πρακτικά, τις πλευρές της ζωής των Ροχίνγκια στην πολιτεία Rakhine και τους/τις έχουν περιορίσει σε κάτι που ισοδυναμεί με ζωή μέσα σε γκέτο όπου αγωνίζονται να έχουν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα, την εκπαίδευση, ή σε ορισμένες περιοχές ακόμα και για να βγουν από τα χωριά τους. Η σημερινή κατάσταση πληροί κάθε κριτήριο του νομικού ορισμού του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας του απαρτχάιντ.
«Οι αρχές της Μιανμάρ κρατούν τις γυναίκες, τους άντρες και τα παιδιά Ροχίνγκια, διαχωρισμένα και υπό εκφοβισμό σε ένα απάνθρωπο σύστημα απαρτχάιντ. Τα δικαιώματά τους παραβιάζονται καθημερινά και η καταστολή τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί», δήλωσε η Anna Neistat, Γενική Διευθύντρια Έρευνας της Διεθνούς Αμνηστίας.
Το σύστημα φαίνεται σχεδιασμένο να κάνει τις ζωές των Ροχίνγκια όσο το δυνατόν πιο απελπιστικές και εξευτελιστικές. Η βάναυση εκστρατεία εθνοκάθαρσης των δυνάμεων ασφαλείας τους τελευταίους τρεις μήνες είναι απλά άλλη μια ακραία έκφανση αυτής της αποτρόπαιας στάσης.
«Παρότι αυτές οι παραβιάσεις δικαιωμάτων μπορεί να μην είναι τόσο ορατές όπως εκείνες που βρήκαν θέση στα πρωτοσέλιδα τους τελευταίους μήνες, είναι ωστόσο εξίσου τρομακτικές. Οι ριζικές αιτίες της τωρινής κρίσης θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να τερματιστεί ο κύκλος της κακοποίησης και να καταστεί δυνατή η επιστροφή των προσφύγων Ροχίνγκια σε μια κατάσταση όπου τα δικαιώματα και η αξιοπρέπειά τους θα είναι σεβαστά».
Πολιτεία Rakhine: Μια υπαίθρια φυλακή
Παρότι οι Ροχίνγκια έχουν αντιμετωπίσει συστηματικές, υποστηριζόμενες από το κράτος, διακρίσεις στη Μιανμάρ επί δεκαετίες, η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας αποκαλύπτει πώς αυτή η καταστολή έχει ενταθεί δραματικά από το 2012, όταν η βία μεταξύ βουδιστικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων σάρωσε την πολιτεία.
Οι Ροχίνγκια στην πολιτεία Rakhine βρίσκονται ουσιαστικά αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο και αντιμετωπίζουν σοβαρούς περιορισμούς της ελευθερίας μετακίνησής τους, που τους περιορίζουν στα χωριά και τις κωμοπόλεις τους. Αυτοί οι περιορισμοί τίθενται μέσα από ένα πολυσύνθετο πλέγμα εθνικών νόμων, «τοπικών διαταγών» και πολιτικών που εφαρμόζονται από κρατικούς αξιωματούχους οι οποίοι επιδεικνύουν ανοιχτά ρατσιστική συμπεριφορά.
Ένας κανονισμός που ισχύει σε ολόκληρη την πολιτεία Rakhine ορίζει ξεκάθαρα ότι οι «ξένοι» και οι «φυλές Μπενγκάλι» [ένας υποτιμητικός όρος για τους Ροχίνγκια] χρειάζονται ειδικές άδειες για να κινηθούν από τη μια κωμόπολη στην άλλη. Στο βορρά της πολιτείας Rakhine, όπου ζούσε η πλειονότητα των Ροχίνγκια μέχρι την πρόσφατη έξοδο, ακόμα και η μετακίνηση από το ένα χωριό στο άλλο περιορίζεται σοβαρά μέσα από ένα σύστημα αδειών. Αυθαίρετες απαγορεύσεις κυκλοφορίας επιβάλλονται με σκληρό και συνεχή τρόπο τα τελευταία πέντε χρόνια στις περιοχές όπου κατοικούν κυρίως Ροχίγκια.
Στο κέντρο της πολιτείας Rakhine, οι Ροχίνγκια κρατούνται ερμητικά κλεισμένοι στα χωριά τους και σε στρατόπεδα εκτοπισμού. Σε ορισμένες περιοχές δεν τους επιτρέπεται να χρησιμοποιούν δρόμους και μπορούν να κινούνται μόνο σε κανάλια, και μόνο προς άλλα μουσουλμανικά χωριά.
Για όσους/-ες Ροχίνγκια πράγματι καταφέρουν να πάρουν άδεια για να ταξιδέψουν στο βορρά της πολιτείας Rakhine, συχνά σημεία ελέγχου (checkpoints), που κυρίως επανδρώνονται από την Συνοροφυλακή, αποτελούν διαρκή απειλή όπου σε τακτική βάση παρενοχλούνται, αναγκάζονται να πληρώσουν χρήματα για δωροδοκίες, δέχονται σωματικές επιθέσεις ή συλλαμβάνονται.
Ένας άνδρας Ροχίνγκια περιέγραψε πως έγινε μάρτυρας σε μια τέτοια κακοποίηση όταν το λεωφορείο στο οποίο ταξίδευε, το σταμάτησε η αστυνομία: «Ήταν συνολικά τέσσερεις αστυνομικοί, δύο από αυτούς χτυπούσαν τους άντρες με μια βίτσα στην πλάτη, τους ώμους και τους μηρούς. Ένας άλλος χαστούκισε την κυρία τέσσερις - πέντε φορές με το χέρι του. […] Μετά από αυτό τους πήραν στο αστυνομικό τμήμα».
Καθώς διεξήγαγε έρευνα για την έκθεση, προσωπικό της Διεθνούς Αμνηστίας είδε από πρώτο χέρι ένα συνοροφύλακα να κλωτσάει έναν άντρα Ροχίνγκια σε ένα σημείο ελέγχου και τεκμηρίωσε τουλάχιστον μια περίπτωση εξωδικαστικής εκτέλεσης, όταν αστυνομικοί της συνοροφυλακής πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν 23χρονο άνδρα που ταξίδευε σε ώρες απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Κατά τη διάρκεια των βιαιοτήτων του 2012, δεκάδες χιλιάδες Ροχίνγκια εκδιώχθηκαν από τις αστικές περιοχές της πολιτείας Rakhine, και ιδιαίτερα από την Sittwe, πρωτεύουσα της πολιτείας. Σήμερα, κάπου 4.000 παραμένουν στην πόλη όπου ζουν σε μια περιοχή σαν γκέτο, αποκλεισμένη με οδοφράγματα με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και σημεία ελέγχου της αστυνομίας. Κινδυνεύουν να συλληφθούν ή να υποστούν βία από την γύρω κοινότητα εάν προσπαθήσουν να βγουν.
Μια ζωή στα όρια της επιβίωσης
Οι περιορισμοί στην μετακίνηση έχουν ολέθριες επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή εκατοντάδων χιλιάδων Ροχίνγκια που έχουν οδηγηθεί στα όρια της επιβίωσης.
Παρότι η ποιότητα των νοσοκομείων και των κλινικών στην πολιτεία Rakhine είναι γενικά χαμηλή για όλες τις κοινότητες, οι Ροχίνγκια αντιμετωπίζουν σοβαρούς και συχνά επικίνδυνους για τη ζωή τους φραγμούς στην πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα.
Στους Ροχίνγκια δεν επιτρέπεται η πρόσβαση στο νοσοκομείο της Sittwe, που αποτελεί το πιο ποιοτικό ιατρικό κέντρο στην πολιτεία Rakhine, εκτός από τις εξαιρετικά βαριές περιπτώσεις. Ακόμα κι όταν ζητούν έγκριση από τις αρχές της πολιτείας Rakhine και ταξιδεύουν υπό τη συνοδεία της αστυνομίας. Στο βορρά της πολιτείας Rakhine, πολλοί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ταξιδέψουν στο Μπανγκλαντές ώστε να έχουν πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα που χρειάζονται, αλλά αυτό το ταξίδι μπορεί συχνά να είναι απαγορευτικά ακριβό για όλους πέραν των πιο πλούσιων οικογενειών.
Ένας άντρας άνω των 50 ετών ανέφερε: «Ήθελα να πάω στο νοσοκομείο της Sittwe για θεραπεία, αλλά απαγορεύεται, το προσωπικό του νοσοκομείου μου είπε ότι δεν μπορούσα να πάω εκεί, για τη δική μου ασφάλεια, και είπε ότι έπρεπε να πάω στο Μπανγκλαντές για θεραπεία. Κόστισε πολλά χρήματα. Ο αδερφός μου είχε πολλούς ορυζώνες και βόδια και αναγκάστηκε να πουλήσει μερικά από αυτά για πληρώσει το ταξίδι. Ήμουν τυχερός… οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν, οπότε καταλήγουν να πεθαίνουν».
Εκτός του βορρά της πολιτείας Rakhine, μόνο λίγες ιατρικές εγκαταστάσεις είναι διαθέσιμες για τους Ροχίνγκια. Εκεί κρατούνται σε ξεχωριστούς «θαλάμους για μουσουλμάνους» που φυλάσσονται από την αστυνομία. Ένας εθελοντής συνέκρινε ένα τέτοιον θάλαμο με «νοσοκομείο φυλακής».
Αρκετοί Ροχίνγκια περιέγραψαν πώς χρειαζόταν να δωροδοκήσουν προσωπικό του νοσοκομείου και αστυνομικούς φρουρούς εάν ήθελαν να καλέσουν συγγενείς ή να αγοράσουν φαγητό από έξω. Άλλοι απέφυγαν γενικά τα νοσοκομεία – φοβούμενοι κακομεταχείριση από τους γιατρούς και τις νοσοκόμες, ή πιστεύοντας ότι δεν θα τους προσφερθεί καθόλου φροντίδα.
«Η άρνηση πρόσβασης σε ιατρική φροντίδα για τους Ροχίνγκια είναι αποτρόπαια – μιλήσαμε με γυναίκες που είπαν ότι καλύτερα να γεννήσουν στο σπίτι υπό ανθυγιεινές συνθήκες, παρά να διακινδυνεύσουν από κακοποίηση και εκβιασμό σε νοσοκομεία», είπε η Anna Neistat.
«Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αυτόν τον καιρό γιατί δεν έχουμε να φάμε αρκετά. Θα ήμασταν καλύτερα στη φυλακή γιατί τουλάχιστον εκεί θα είχαμε φαγητό σε τακτική βάση. Έτσι κι αλλιώς είναι σαν να ζούμε σε φυλακή.»
- 25χρονος Ροχίνγκια
Από το 2012, οι αρχές της Μιανμάρ έχουν εντείνει τους περιορισμούς στην πρόσβαση των Ροχίνγκια στην εκπαίδευση. Σε μεγάλο μέρος της πολιτείας Rakhine, στα παιδιά Ροχίνγκια δεν επιτρέπεται πλέον να πηγαίνουν καθόλου σε κυβερνητικά σχολεία που παλιότερα ήταν μεικτά, ενώ οι κυβερνητικοί δάσκαλοι συχνά αρνούνται να ταξιδέψουν σε μουσουλμανικές περιοχές.
Με την ανώτερη εκπαίδευση σε μεγάλο βαθμό να είναι απαγορευτική για τους Ροχίνγκια, πολλοί άνθρωποι με τους οποίους μίλησε η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασαν ένα αίσθημα απελπισίας για το μέλλον.
Οι πιο έντονοι περιορισμοί στην μετακίνηση έχουν επηρεάσει επίσης τη δυνατότητα των Ροχίνγκια να κερδίσουν τα προς το ζην ή να έχουν αρκετό φαγητό στο τραπέζι. Άνθρωποι που πουλάνε προϊόντα έχουν αποκοπεί από τους δρόμους του εμπορίου και τις αγορές, ενώ αγρότες συχνά εμποδίζονται να δουλέψουν στα χωράφια τους. Ο υποσιτισμός και η φτώχια έχουν γίνει κανόνας για τους Ροχίνγια στις περιοχές που πλήττονται, μια κατάσταση που έχει επιδεινωθεί από τον σοβαρό περιορισμό που επιβάλουν οι αρχές στην πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια.
«Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αυτόν τον καιρό γιατί δεν έχουμε να φάμε αρκετά. Θα ήμασταν καλύτερα στη φυλακή γιατί τουλάχιστον εκεί θα είχαμε φαγητό σε τακτική βάση. Έτσι κι αλλιώς είναι σαν να ζούμε σε φυλακή», είπε ένας 25χρονος Ροχίνγκια.
Μια απαγόρευση συνάθροισης άνω των 4 ατόμων, που εφαρμόζεται ειδικά σε περιοχές όπου η πλειονότητα είναι μουσουλμάνοι, σημαίνει επίσης ότι οι Ροχίνγκια – των οποίων η συντριπτική πλειονότητα είναι μουσουλμάνοι – απαγορεύεται πρακτικά να προσεύχονται μαζί. Οι αρχές στη Μιανμάρ έχουν επίσης σφραγίσει τεμένη, αφήνοντας μουσουλμανικούς χώρους λατρείας να καταρρέουν.
Άρνηση ιθαγένειας
Αυτό που εντείνει τις διακρίσεις κατά των Ροχίνγκια είναι το γεγονός πως δεν έχουν νόμιμα δικαιώματα στη Μιανμάρ. Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκονται νόμοι και πρακτικές διακρίσεων, ιδιαίτερα ο Νόμος του 1982 για την Ιθαγένεια, ο οποίος έχει πρακτικά στερήσει την ιθαγένεια από τους Ροχίνγκια στη βάση της εθνότητάς τους.
Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας αποκαλύπτει επίσης πως οι αρχές της Μιανμάρ έχουν επιδοθεί σε μια εσκεμμένη εκστρατεία να αφαιρέσουν από τους Ροχίνγκια ακόμη και τους περιορισμένους τρόπους ταυτοποίησης που έχουν. Από το 2016, η κυβέρνηση έχει καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολο για τους Ροχίγνκια να καταχωρήσουν ληξιαρχικά τα νεογέννητα σε «λίστες νοικοκυριών» - που συχνά είναι η μοναδική απόδειξη διαμονής των οικογενειών Ροχίνγκια στη Μιανμάρ. Στο μεταξύ, στο βορρά της πολιτείας Rakhine, εκείνοι που δεν βρίσκονται σπίτι κατά τους ετήσιους «δημογραφικούς ελέγχους» κινδυνεύουν να διαγραφούν τελείως από τα επίσημα αρχεία.
Μια συνέπεια αυτής της εκστρατείας είναι ότι έχει καταστεί πρακτικά αδύνατο για τους Ροχίνγκια που έχουν διαφύγει από τη χώρα να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του 2016 και του 2017 έχουν οδηγήσει σχεδόν 700.000 Ροχίνγκια να καταφύγουν στο Μπανγκλαντές, όπου ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς σε απελπιστικές συνθήκες.
«Χρειάζεται επειγόντως αποκατάσταση των δικαιωμάτων και του νομικού καθεστώτος των Ροχίνγκια, και τροποποίηση της νομοθεσίας της χώρας για την ιθαγένεια, που στη σημερινή μορφή συνιστά διάκριση – τόσο γι’ αυτούς που παραμένουν στη χώρα όσο και γι’ αυτούς που επιθυμούν να επιστρέψουν. Δεν μπορεί να ζητείται από τους Ροχίνγκια που έχουν ξεφύγει από το διωγμό στη Μιανμάρ, να επιστρέψουν σε ένα σύστημα απαρτχάιντ», δήλωσε η Anna Neistat.
Κατάργηση του συστήματος απαρτχάιντ
Η Διεθνής Αμνηστία, μέσα από ενδελεχή νομική ανάλυση αυτού του εκτενούς συνόλου στοιχείων, έχει καταλήξει ότι η μεταχείριση των Ροχίνγκια από τις αρχές της Μιανμάρ ανέρχεται σε απαρτχάιντ, που έχει οριστεί ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κατά την Σύμβαση εναντίον του Απαρτχάιντ και το Καταστατικό της Ρώμης, του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Η Μιανμάρ υποχρεούται νομικά να καταργήσει το σύστημα απαρτχάιντ στην πολιτεία Rakhine, και επίσης θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όσοι είναι υπεύθυνοι για πράξεις που ισοδυναμούν με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας θα λογοδοτήσουν.
«Η πολιτεία Rakhine είναι ένας τόπος εγκλήματος. Αυτό ίσχυε πολύ πριν την βάρβαρη εκστρατεία στρατιωτικής βίας των τελευταίων τριών μηνών. Αυτό το αποκρουστικό σύστημα διακρίσεων και διαχωρισμού διατρέχει κάθε πτυχή της ζωής των Ροχίνγκια και αν δεν γίνουν άμεσα βήματα για την κατάργησή του, θα παραμείνει σε ισχύ για πολύ καιρό μετά το τέλος της στρατιωτικής εκστρατείας», είπε η Anna Neistat.
«Οι αρχές δεν μπορούν να στηρίζονται σε σαθρά επιχειρήματα σχετικά με την ανάγκη για «ασφάλεια» ή για καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» για να επιβάλουν περαιτέρω περιορισμούς στους Ροχίνγκια. Η καταστολή είναι παράνομη και εντελώς δυσανάλογη. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν μπορούν ποτέ να είναι δικαιολογημένα – είτε ως «μέτρα ασφαλείας», είτε σε οποιαδήποτε άλλη βάση».
«Η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον καθημερινό εφιάλτη και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει στην πολιτεία Rakhine επί χρόνια. Παρότι η ανάπτυξη είναι ένα σημαντικό μέρος της λύσης, δεν μπορεί να προωθείται με τρόπο που εδραιώνει περαιτέρω τις διακρίσεις. Η διεθνής κοινότητα, και ιδιαίτερα οι δωρητές, θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η εμπλοκή τους δεν τους καθιστά συνένοχους σε αυτές τις παραβιάσεις».
Υπόβαθρο: τι είναι απαρτχάιντ;
Σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για την Καταστολή και Τιμωρία του Εγκλήματος του Απαρτχάιντ και το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το απαρτχάιντ ορίζεται ως ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που καλύπτει ένα φάσμα πράξεων, που διαπράττονται στο πλαίσιο ενός θεσμοθετημένου καθεστώτος συστηματικής καταπίεσης και κυριαρχίας μια φυλετικής ομάδας επί μιας άλλης φυλετικής ομάδας ή ομάδων, και με την πρόθεση να διατηρήσουν αυτό το καθεστώς.
Συγκεκριμένες πράξεις που διαπράττονται σε αυτό το πλαίσιο και ποινικοποιούνται ως απαρτχάιντ, περιλαμβάνουν από ξεκάθαρα βίαιες όπως ο φόνος, ο βιασμός και τα βασανιστήρια, έως νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα σχεδιασμένα να εμποδίσουν μια φυλετική ομάδα ή ομάδες να συμμετάσχουν στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ζωή της χώρας και να τους στερήσουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Ένα εμφανές παράδειγμα όπου αξιωματούχοι της πολιτείας Rakhine έχουν συνδυάσει ρυθμιστικές και βίαιες πράξεις είναι οι ακραίοι περιορισμοί στην ελευθερία της μετακίνησης των Ροχίνγκια, που συνιστά το έγκλημα της «σοβαρής στέρησης της σωματικής ελευθερίας» όπως ορίζεται στο Καταστατικό της Ρώμης.