Η ανεπαρκής εγχώρια νομοθεσία δεν αποτελεί δικαιολογία για την αποτυχία του χρηματοπιστωτικού τομέα του Λουξεμβούργου να υιοθετήσει και να εφαρμόσει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες στην χρηματοδότηση του εμπορίου όπλων
ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ: ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΚΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΟΠΛΩΝ ΠΟΥ ΤΡΟΦΟΔΟΤΕΙ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ
Οι ανεπαρκείς και ελλιπείς κανονισμοί και πολιτικές που (δεν) υπάρχουν σχετικά με την χρηματοδότηση στον τομέα των όπλων φαίνεται να επιτρέπει στις τράπεζες τόσο να χρηματοδοτούν όσο και να επενδύουν στην παραγωγή και τη μεταφορά διεθνώς απαγορευμένων όπλων, που χρησιμοποιούνται για την διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας στο Λουξεμβούργο που παρουσιάστηκε σήμερα.
Η έκθεση με τίτλο «Τράπεζες, όπλα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εξετάζει την αποτυχία του χρηματοπιστωτικού τομέα του Λουξεμβούργου να καθιερώσει κανονισμούς, πολιτικές και διαδικασίες ώστε να περιοριστεί αποτελεσματικά η χρηματοδοτική υποστήριξη δραστηριοτήτων που σχετίζονται με όπλα.
Καθώς οι τράπεζες του Λουξεμβούργου βρίσκονται στο προσκήνιο, τα ευρήματα και οι συστάσεις της έκθεσης μπορούν επίσης να εφαρμοσθούν και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού.
«Η χρηματοδότηση και η επένδυση δεν είναι ουδέτερες δραστηριότητες· διαμορφώνουν και διευκολύνουν την οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου όπλων. Οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες προσπάθειες για τον περιορισμό της κατασκευής, της μεταφοράς και της χρήσης διεθνώς απαγορευμένων όπλων, ή της χρήσης εγκεκριμένων συμβατικών όπλων για τη διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου», ανέφερε ο David Pereira, Πρόεδρος της Διεθνούς Αμνηστίας στο Λουξεμβούργο.
Το διεθνές δίκαιο απαγορεύει αυστηρά την κατασκευή, αποθήκευση, μεταφορά και χρήση συγκεκριμένων τύπων όπλων, όπως βιολογικά και χημικά όπλα, νάρκες ξηράς και πυρομαχικά διασποράς, που θεωρούνται παράνομα σε μόνιμη βάση και υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. Απαγορεύει επίσης, τη μεταφορά και τη χρήση συμβατικών όπλων για σοβαρές παραβιάσεις των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου και για εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου όπως η γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα πολέμου.
«Τα κράτη έχουν υποχρέωση και ευθύνη σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να διασφαλίσουν ότι δεν συμμετέχουν ή δεν συμβάλλουν στην διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης της παραγωγής όπλων. Οι τράπεζες επιπλέον, υπέχουν ευθύνη όταν παρέχουν χρηματοδότηση ή επενδύσεις που στηρίζουν εγκλήματα κατά το διεθνές δίκαιο και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ανέφερε η Gabriela Quijano, Νομική Σύμβουλος Επιχειρήσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Διεθνή Γραμματεία της Διεθνούς Αμνηστίας.
Σημαντικές διαπιστώσεις
Η έκθεση αποκαλύπτει πως, παρά τις διεθνείς του υποχρεώσεις, το Λουξεμβούργο έχει αποτύχει στην επιβολή μιας ρητής απαγόρευσης όλων των χρηματοοικονομικών πράξεων οι οποίες σχετίζονται με διεθνώς απαγορευμένα όπλα ή συμβατικά όπλα που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη εγκλημάτων, βάσει του διεθνούς δικαίου καθώς και για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι μόνες εξαιρέσεις αποτελούν περιορισμούς στις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονται με πυρομαχικά διασποράς και όπλα που προορίζονται για τρομοκρατικές επιθέσεις.
Η έρευνα παρουσιάζει επίσης την έλλειψη διαφάνειας στις πολιτικές και στις διαδικασίες του χρηματοπιστωτικού τομέα σχετικά με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονται με τα όπλα.
Μόνο δύο από τις εφτά κορυφαίες τράπεζες που λειτουργούν στο Λουξεμβούργο και ήρθαν σε επαφή με τη Διεθνή Αμνηστία παρείχαν στην οργάνωση μια δημοσιευμένη πολιτική σχετικά με την χρηματοδότηση και την επένδυση στο εμπόριο όπλων.
Οι τράπεζες που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας φαίνεται να μην κατανοούν επαρκώς τις νομικές τους υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι διεθνείς υποχρεώσεις δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στο εσωτερικό δίκαιο, οι τράπεζες που λειτουργούν στο Λουξεμβούργο πρέπει να συμμορφώνονται με τα υφιστάμενα διεθνή πρότυπα. Οι επιχειρήσεις πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξαρτήτως των υποχρεώσεων και των νόμων του κράτους σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
— David Pereira, Πρόεδρος της Διεθνούς Αμνηστίας στο Λουξεμβούργο
Η έκθεση διαπιστώνει επίσης σημαντικά κενά στις τραπεζικές εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου των συναλλαγών που σχετίζονται με όπλα. Οι ελλείψεις που διαπίστωσε η Διεθνής Αμνηστία του Λουξεμβούργου (π.χ. ανεπαρκή μέτρα δέουσας επιμέλειας προς τον πελάτη, έλλειψη εκπαίδευσης των υπαλλήλων) συνάδουν με τις παρατηρήσεις της επιτροπής εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα του Λουξεμβούργου. Κάθε υπεύθυνη πολιτική σχετικά με την χρηματοδότηση και την επένδυση στον τομέα των εξοπλισμών απαιτεί αποτελεσματικές διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου ώστε να εντοπίζονται και να αποτρέπονται συναλλαγές σχετιζόμενες με διεθνώς απαγορευμένα όπλα ή με όπλα που προορίζονται για παράνομους τελικούς χρήστες και χρησιμοποιούνται για την διάπραξη ή την διευκόλυνση σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εγκλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου.
«Αυτή η έκθεση αποκάλυψε την έλλειψη μηχανισμών ασφαλείας που θα απέτρεπαν τις τράπεζες από την χρηματοδότηση διεθνώς απαγορευμένων όπλων ή όπλων που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εγκλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου. Ελπίζουμε τα πορίσματά μας να πυροδοτήσουν έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα, των αρχών και του ευρέος κοινού, στο Λουξεμβούργο και στο εξωτερικό, σχετικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπιστεί αυτή η σοβαρή πρόκληση και θα διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες δεν θα είναι συνένοχοι σε αυτές τις παραβιάσεις», ανέφερε o Σταν Μπραμπάντ, διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας στο Λουξεμβούργο.
Συστάσεις
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί το Λουξεμβούργο να απαγορεύσει ρητά τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες που σχετίζονται με όπλα των οποίων η κατασκευή, η αποθήκευση, η μεταφορά και η χρήση θα παραβίαζε το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει επίσης να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή και την επιβολή της απαγόρευσης, και συγκεκριμένα να διευκρινίσει τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που ισχύουν για τις τράπεζες και τις κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με αυτές τις υποχρώσεις.
Οι τράπεζες που λειτουργούν στο Λουξεμβούργο πρέπει να προωθήσουν τις πολιτικές τους και τις διαδικασίες τους μέσω:
-της δέσμευσής τους, σε πολιτικές που πρέπει να είναι δημόσια διαθέσιμες, για παύση όλων των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με διεθνώς απαγορευμένα όπλα ή όπλα που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη ή διευκόλυνση σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εγκλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου·
-της λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για τη συμμόρφωση με τις διεθνείς υποχρεώσεις, εφαρμόζοντας τις δέουσες διαδικασίες, ώστε να εντοπίζονται οι κίνδυνοι και να αποτρέπεται η χρηματοδότηση διεθνώς απαγορευμένων όπλων, καθώς και να διασφαλίζεται ότι οι χρηματοοικονομικές τους δραστηριότητες δεν συμβάλλουν σε σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε εγκλήματα βάσει του διεθνούς δικαίου·
-της ενίσχυσης των υποχρεώσεών τους βάσει συμβολαίου με τους πελάτες και τους παρόχους για να διασφαλιστεί ότι όλες οι συναλλαγές συμμορφώνονται με τις διεθνείς υποχρεώσεις και τα πρότυπα που αφορούν στον έλεγχο των εξοπλισμών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ:
Οι επτά τράπεζες με τις οποίες η Διεθνής Αμνηστία ήρθε σε επικοινωνία, κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, ήταν οι εξής: Banque et Caisse d’Epargne de l’Etat, Banque Internationale à Luxembourg, Banque de Luxembourg, Banque Raiffeisen, BGL BNP Paribas, ING Luxembourg, και KBL European Private Bankers.
Η εμβέλεια αυτής της έκθεσης ήταν περιορισμένη από τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών και από την πολιτική επικοινωνίας των τραπεζών στο δείγμα. Οι πληροφορίες συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων και ακόμη μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου του 2013 και Μαρτίου του 2015.
Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας δεν επεδίωξε σε αυτό το επίπεδο να επαληθεύσει ή να εξακριβώσει αν, οι παρεχόμενες από τις τράπεζες, πληροφορίες αντιστοιχούν στις πραγματικές πρακτικές χρηματοδότησης ή επενδύσεων.
Το Λουξεμβούργο ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που υπέγραψαν και επικύρωσαν την Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Δεκεμβρίου του 2014. Είναι επίσης κράτος - μέρος στη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα, στη Συνθήκη για την Απαγόρευση των Ναρκών και τη Σύμβαση για τα Πυρομαχικά Διασποράς. Ωστόσο, το Λουξεμβούργο δεν έχει εφαρμόσει ακόμα πολλές σημαντικές δεσμεύσεις σχετικά με τον διεθνή έλεγχο για τα όπλα