ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΚΘΕΣΗΣ: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΗ - Η ΔΙΑΡΚΩΣ ΔΙΕΥΡΥΝΟΜΕΝΗ «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ» ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Η νέα Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, με τίτλο «Επικίνδυνα δυσανάλογη: η διαρκώς διευρυνόμενη “εθνική ασφάλεια” στην Ευρώπη», αποκαλύπτει πώς μία πληθώρα νόμων και τροπολογιών, που ψηφίστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, υπονομεύουν θεμελιώδεις ελευθερίες και αποδομούν βασικές εγγυήσεις για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν σε μία έξαρση βίαιων επιθέσεων σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) μεταξύ του Ιανουαρίου 2015 και του Σεπτεμβρίου 2016. Τους πυροβόλησαν ένοπλοι άνδρες, έχασαν τη ζωή τους από εκρήξεις κατά τη διάρκεια επιθέσεων αυτοκτονίας και δολοφονήθηκαν από οχήματα που έπεσαν πάνω τους, ενώ περπατούσαν στο δρόμο. Αυτά τα σκληρά εγκλήματα δεν είχαν ως στόχο τους μόνο άτομα, αλλά ήταν επιθέσεις ενάντια σε ολόκληρες κοινωνίες και στον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν και σκέφτονται. Η ανάγκη να προστατευθούν οι άνθρωποι από αυτόν το φαύλο κύκλο της βίας είναι εμφανής και επείγουσα. Η προάσπιση του δικαιώματος στη ζωή, η παροχή προστασίας ώστε οι άνθρωποι να ζουν, να κινούνται και να σκέφτονται ελεύθερα αποτελεί βασικό και ουσιαστικό καθήκον κάθε κυβέρνησης. Αλλά δεν είναι ένα καθήκον το οποίο μπορεί να εκπληρωθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν είναι ένα καθήκον που πρέπει ή μπορεί να εκπληρωθεί καταπατώντας τα ίδια τα δικαιώματα τα οποία οι κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι υπερασπίζονται.
Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, παρατηρείται μία βαθιά αλλαγή στο παράδειγμα που ακολουθούν οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη: μία μετατόπιση από τη στάση που θέλει τις κυβερνήσεις να διασφαλίζουν την ασφάλεια των πολιτών, ώστε αυτοί να μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα τους, σε μία στάση που θέλει τις κυβερνήσεις να περιορίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα με σκοπό να τους παρέχουν ασφάλεια. Το αποτέλεσμα αυτής της μετατόπισης είναι μία «ύπουλη» επαναχάραξη των ορίων μεταξύ των κρατικών εξουσιών και των ατομικών δικαιωμάτων.
Ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. καθώς και κάποια περιφερειακά όργανα έχουν αντιδράσει σε αυτές τις επιθέσεις προτείνοντας, υιοθετώντας και εφαρμόζοντας ένα κύμα αντιτρομοκρατικών μέτρων τα οποία έχουν διαβρώσει το κράτος δικαίου, έχουν ενισχύσει τις εκτελεστικές εξουσίες των κυβερνήσεων, έχουν απογυμνώσει το δικαστικό έλεγχο, έχουν περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης και έχουν εκθέσει τους πολίτες στην κυβερνητική παρακολούθηση. Το οικοδόμημα της προστασίας των δικαιωμάτων, το οποίο χτίστηκε τόσο προσεκτικά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποσυναρμολογείται κομμάτι-κομμάτι.
Η παρούσα Έκθεση έχει ως στόχο να δώσει μια συνολική εικόνα της εθνικής ασφάλειας στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει πόσο βαθιά έχει εισέλθει η Ευρώπη σε μια κατάσταση μόνιμης «ασφάλειας» από το 2014. Η Έκθεση αντικατοπτρίζει έναν κόσμο στον οποίο ο φόβος, η αποξένωση και η προκατάληψη καταστρέφουν σταθερά τους ακρογωνιαίους λίθους της Ε.Ε.: τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την αρχή της μη-διάκρισης.
Η έκθεση επικεντρώνεται σε οκτώ θέματα:
• την κατάσταση έκτακτης ανάγκης / τους νόμους και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης
• την αρχή της νομιμότητας
• το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή / τις διαδικασίες παρακολούθησης
• το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση
• το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία
• το δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία
• την αφαίρεση της ιθαγένειας
• την αρχή της μη-επαναπροώθησης (απαγόρευση της επιστροφής των ανθρώπων σε ένα μέρος όπου συντρέχει σοβαρός κίνδυνος να υποστούν βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης)
Τα ενδεικτικά παραδείγματα των παραβιάσεων ή οι ανησυχίες σχετικά με τις παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εμφανίζονται στην Έκθεση προέρχονται από 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε., καθώς και από μέτρα και νόμους για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που έχουν κατατεθεί στα Ηνωμένα Έθνη, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και σε περιφερειακό επίπεδο εντός της Ε.Ε. Οι χώρες που εμφανίζονται σε διάφορα τμήματα της Έκθεσης είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πολωνία, φη Σλοβακία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ψήφισμα 2178 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο εγκρίθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον Σεπτέμβριο του 2014, απαιτούσε από τα κράτη να υιοθετήσουν νόμους για την αντιμετώπιση της απειλής των «ξένων τρομοκρατών μαχητών». Από τότε, ένας μεγάλος αριθμός αντιτρομοκρατικών μέτρων έχουν προταθεί ή εφαρμοστεί στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Αντί να ενισχύουν το ευρωπαϊκό σύστημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τα μέτρα αυτά το έχουν σταθερά αποδομήσει, θέτοντας σε κίνδυνο δικαιώματα που έχουν τόσο σκληρά κατακτηθεί.
Τα κύρια κοινά χαρακτηριστικά αυτών των μέτρων και πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας περιλαμβάνουν:
• επείγουσες διαδικασίες, χάρη στις οποίες η υιοθέτηση της σχετικής νομοθεσίας επισπεύδεται με ελάχιστη ή καμία διαβούλευση με τα κοινοβούλια, με ειδικούς ή άλλα μέλη της κοινωνίας των πολιτών
• παρέκκλιση από τις εγγυήσεις για την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην εθνική νομοθεσία ή στις πρακτικές, γεγονός που έχει συχνά αρνητικές επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων
• συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της εκτελεστικής λειτουργίας, των φορέων της, καθώς και των σωμάτων ασφαλείας και των υπηρεσιών πληροφοριών, με μικρή ή μηδαμινή ανάμειξη των δικαστικών οργάνων στην έγκριση τέτοιων μέτρων ή την παροχή αποτελεσματικού και λεπτομερούς ελέγχου
• αναποτελεσματική ή ελλιπή επίβλεψη από την πλευρά των κρατικών μηχανισμών που εποπτεύουν την εφαρμογή των αντιτρομοκρατικών μέτρων και επιχειρήσεων, που εντοπίζουν της κατάχρησή τους και αποδίδουν ευθύνες σε όσους παραβιάζουν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
• ανακριβείς και υπερβολικά ευρείς ορισμούς της «τρομοκρατίας» στους νόμους, κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας, οι οποίοι οδηγούν σε πληθώρα καταχρήσεων
• αλλαγές στα αποδεικτικά πρότυπα με τη μετατροπή του παραδοσιακού ποινικού προτύπου της «εύλογης υπόνοιας» σε απλή «υπόνοια», και σε ορισμένα κράτη σε καμία απολύτως τυπική απαίτηση υπόνοιας
• ισχνή, και μερικές φορές ανύπαρκτη, σύνδεση μεταξύ των υποτιθέμενων προπαρασκευαστικών πράξεων ή της απόπειρας διάπραξης αδικήματος και του αντίστοιχου ποινικού αδικήματος
• χρήση διοικητικών διαταγμάτων για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας συγκεκριμένων ατόμων και των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι ως υποκατάστατο για την επιβολή ποινικών κυρώσεων, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες προσφέρουν στα εν λόγω άτομα αποτελεσματικότερες εγγυήσεις ενάντια στην παραβίαση των δικαιωμάτων τους
• ποινικοποίηση διαφόρων μορφών έκφρασης οι οποίες δεν υποκινούν τη βία, γεγονός που απειλεί τη νόμιμη διαμαρτυρία, την ελευθερία της έκφρασης και την καλλιτεχνική ελευθερία
• μειωμένες πιθανότητες να αμφισβητηθούν αντιτρομοκρατικά μέτρα και επιχειρήσεις, κυρίως γιατί οι αρχές κρατούν κρυφά τα αποδεικτικά στοιχεία από το πρόσωπο που κατηγορείται ή από το συνήγορό του
• επίκληση εκ μέρους των κρατών της ανησυχίας τους για θέματα σχετικά με την εθνική ασφάλεια και την «απειλή της τρομοκρατίας», για την αυθαίρετη στοχοποίηση μεταναστών και προσφυγών, υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακτιβιστών, πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, μειονοτικών ομάδων, και ανθρώπων που νόμιμα ασκούν τα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι, και τέλος
• αδιαφορία σχετικά με τις ανάγκες και τα δικαιώματα προστασίας συγκεκριμένων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών
Το πρόσφατο κύμα των αντιτρομοκρατικών μέτρων παραβιάζει επίσης μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Ε.Ε., την αρχή της μη-διάκρισης. Συχνά, τα έκτακτα μέτρα έχουν αποδειχθεί μεροληπτικά, στα χαρτιά και στην πράξη, και έχουν δυσανάλογο και βαθιά αρνητικό αντίκτυπο στους μουσουλμάνους, τους ξένους πολίτες ή τα άτομα που εκλαμβάνονται ως μουσουλμάνοι ή αλλοδαποί.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έχουν κακοποιηθεί λεκτικά και σωματικά. Επιβάτες έχουν απομακρυνθεί από τα αεροπλάνα επειδή «έμοιαζαν με τρομοκράτες». Στη Γαλλία, απαγορεύθηκε στις γυναίκες να φορούν ολόσωμο μαγιό στην παραλία. Στην Ελλάδα, παιδιά προσφύγων έχουν συλληφθεί επειδή έπαιζαν με πλαστικά όπλα. Τέτοιες περιπτώσεις διακρίσεων αναφέρονται σε κάθε τμήμα της παρούσας Έκθεσης, υπογραμμίζοντας πώς ορισμένες μορφές μεροληπτικών ενεργειών εκ μέρους του κράτους και των οργάνων του θεωρούνται όλο και περισσότερο «ανεκτές» στο πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας. Όμως δεν είναι.
Μία από τις πλέον ανησυχητικές εξελίξεις σε ολόκληρη την Ε.Ε. είναι η προσπάθεια που γίνεται από διάφορα κράτη να καταστήσουν ευκολότερη την κήρυξη ή την παράταση της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» ως απάντηση στην τρομοκρατία ή την απειλή βίαιων επιθέσεων. Σε πολλά κράτη, τα επείγοντα μέτρα τα οποία υποτίθεται ότι θα εφαρμόζονταν προσωρινά, έχουν σταδιακά και αυξανόμενα ενσωματωθεί στο κοινό ποινικό δίκαιο. Οι εξουσίες που προορίζονταν να ασκηθούν κατ’εξαίρεση μετατρέπονται σε μόνιμες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.
Δεδομένης της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ευρωπαϊκή πολιτική, οι ψηφοφόροι πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσπιστοι για το εύρος των αρμοδιοτήτων και το βαθμό του ελέγχου στη ζωή και την καθημερινότητά τους που είναι έτοιμοι να εκχωρήσουν στις κυβερνήσεις τους. Η άνοδος των ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων, το αντι-προσφυγικό αίσθημα, τα στερεότυπα και οι διακρίσεις εις βάρος των μουσουλμάνων και των μουσουλμανικών κοινοτήτων, η έλλειψη ανοχής στην ελευθερία του λόγου ή άλλων μορφών έκφρασης: όλα αυτά ενέχουν τον κίνδυνο αυτά τα μέτρα να χρησιμοποιηθούν για να στοχοποιήσουν συγκεκριμένους ανθρώπους για λόγους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με πραγματική απειλή για την εθνική ασφάλεια ή για πράξεις που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Και, πράγματι, αυτό ήδη συμβαίνει στην Ευρώπη.
Το όριο για την ενεργοποίηση και την επέκταση των μέτρων έκτακτης ανάγκης είναι πλέον αρκετά χαμηλό και υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια. Ενώ το διεθνές δίκαιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καθιστά σαφές ότι τα έκτακτα μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές περιπτώσεις – δηλαδή «σε καιρό πολέμου ή άλλης κατάστασης έκτακτης ανάγκης που απειλεί τη ζωή ενός έθνους» – η ανησυχητική ιδέα ότι η Ευρώπη εισέρχεται σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης αρχίζει σιγά-σιγά να εδραιώνεται.
Υπάρχουν πολλές χώρες στην Ευρώπη, και κυρίως εκείνες με μικρή τρομοκρατική ιστορία, στις οποίες οι κυβερνήσεις ακολουθούν σκληρή γραμμή για την αντιμετώπισή της, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αυτές οι κυβερνήσεις θα μπαίνουν στον πειρασμό και, σταδιακά, θα μπορούν να επιβάλλουν μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως αντίδραση στην πρώτη σοβαρή τρομοκρατική επίθεση που δέχονται. Θα μπορούν επίσης να ασκούν μια σειρά από σαρωτικές εξουσίες, η χρήση των οποίων δεν θα περιορίζεται μόνο σε εκείνους που εμπλέκονται στη διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών. Αυτό έχει ήδη αποδειχθεί στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου η επέκταση – από ένα παραδοσιακό πολιτικό κόμμα – της κατάστασης έκτακτης ανάγκης πέραν της ασταθούς περιόδου που ακολούθησε μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, έχει συμβάλει σημαντικά στο να γίνει αποδεκτή η πεποίθηση ότι η γενικευμένη απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων θέτει σε κίνδυνο το μέλλον του ίδιου του έθνους.
Τελικά, όμως, η απειλή για τη ζωή ενός έθνους – για την κοινωνική συνοχή, για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, τον σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και για το κράτος δικαίου – δεν πηγάζει από τις μεμονωμένες πράξεις ενός βίαιου περιθωριακού εγκληματία, όσο κι αν αυτές στοχεύουν να καταστρέψουν αυτά τα όργανα και να υπονομεύσουν αυτές τις αρχές, αλλά από τις ίδιες τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες που είναι έτοιμες να εγκαταλείψουν τις ίδιες τους τις αξίες προκειμένου να τις αντιμετωπίσουν.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών της Ε.Ε., να ανανεώσουν τη δέσμευσή τους τόσο στη νομοθεσία όσο και στην πράξη και να σεβαστούν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Η σταθερή υποχώρηση σε πολλές από τις εγγυήσεις που αφορούν την προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Ε.Ε. πρέπει να σταματήσει τώρα.