ΕΛΛΑΔΑ: ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΔΗΛΩΤΗ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗ ΣΧΕΔΟΝ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΧΡΗΣΗ ΒΙΑΣ
Δημόσια δήλωση της Διεθνούς Αμνηστίας
Η Διεθνής Αμνηστία καλωσορίζει την απόφαση που εξέδωσε δικαστήριο Αθηνών τον Απρίλιο, η οποία έκρινε την αστυνομία υπεύθυνη για τους επικίνδυνους για τη ζωή τραυματισμούς στο κεφάλι που υπέστη ο ψυχολόγος και φωτογράφος Γιάννης Καυκάς τον Μάιο του 2011, επιδικάζοντάς του αποζημίωση 50.000 ευρώ. Η οργάνωση θεωρεί την απόφαση βήμα προς την καταπολέμηση της ατιμωρησίας, αλλά σημειώνει με ανησυχία ότι οι παρατεταμένες ποινικές και πειθαρχικές έρευνες για την υπόθεση απέτυχαν να διασφαλίσουν δικαιοσύνη για τον Γιάννη Καυκά.
Ο Γιάννης Καυκάς υπέστη οξύ αιμάτωμα στον εγκέφαλό του λόγω καταγμάτων στο κρανίο του και άλλα τραύματα μετά τον ξυλοδαρμό του από τα ΜΑΤ στη διάρκεια διαδήλωσης κατά της λιτότητας στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 2011.[1] Ο Γιάννης δήλωσε ότι χτυπήθηκε με πυροσβεστήρα από αστυνομικό των ΜΑΤ. Ως αποτέλεσμα των τραυμάτων του, έπρεπε να υποβληθεί σε επείγουσα επέμβαση για να σωθεί η ζωή του λίγο μετά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο.
Στην απόφαση του Απριλίου, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πέντε ομάδες των ΜΑΤ έκαναν αδιάκριτη χρήση βίας εναντίον διαδηλωτών/ριών και ότι τους χτύπησαν με τα κλομπ, κανονικά ή ανάποδα, και με τα πόδια, ενώ παράλληλα ψέκαζαν με τις φυσούνες επάνω στα πρόσωπά τους. Το δικαστήριο αποδέχεται επίσης ότι ο Γιάννης Καυκάς τραυματίστηκε στην πλάτη και στην δεξιά πλευρά του κεφαλιού του από τουλάχιστον έναν αστυνομικό των ΜΑΤ.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, ο τύπος τραυματισμού που υπέστη ο Γιάννης Καυκάς δείχνει ότι ο αστυνομικός τον χτύπησε με ένα ιδιαιτέρως βαρύ αντικείμενο της εξάρτυσής του, χτυπώντας τον με σφοδρότητα και ένταση από πίσω, σε ένα εξαιρετικά ευπαθές και ζωτικό σημείο του σώματός του όπως είναι το κεφάλι. Το δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος δράσης του αστυνομικού όχι μόνο αποτελεί παραβίαση του καθήκοντός του να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητα ενός ατόμου, αλλά συνιστά επίσης και το αδίκημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης.
Ερωτήματα εγείρονται σχετικά με την αποτελεσματικότητα των πειθαρχικών και ποινικών ερευνών γύρω από την επίθεση κατά του Γιάννη Κάφκα, καθώς δεν οδήγησαν κανέναν δράστη στη δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, τα πορίσματα της πειθαρχικής έρευνας του 2012 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν την τέλεση πειθαρχικού αδικήματος από αστυνομικό. Σε ξεχωριστή υπόθεση το 2018, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάσισε να μην παραπέμψει σε δίκη είκοσι δύο αστυνομικούς των ΜΑΤ που κατηγορούνταν για πρόκληση βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, με το σκεπτικό ότι η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων από τις ποινικές έρευνες δεν παρείχε επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή σε δίκη.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Πολλοί/ές διαδηλωτές/ώτριες αναζήτησαν νοσοκομειακή περίθαλψη για τραύματα στο κεφάλι ή/και αλλού μετά τη διαδήλωση της 11ης Μαΐου του 2011.[2] Ο Γιάννης Καυκάς, σε συνέντευξη που έδωσε στη Διεθνή Αμνηστία τον Αύγουστο του 2013, δήλωσε: «Αυτό που μου συνέβη είναι πολύ σκοτεινό και φέρω βαρύ φορτίο. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος αξιωματικός ο οποίος σηκώνει έναν πυροσβεστήρα και χτυπά έναν άνθρωπο που δεν τον απειλεί. Γιατί συνέβη αυτό; Επειδή αυτός ο άντρας [αυτός ο αξιωματικός] γνώριζε από την αρχή ότι τίποτα δεν θα του συνέβαινε. Εάν αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν προ των ευθυνών του [και λογοδοτούσε], θα το ξανασκεφτόταν».[3]
Τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα απαιτούν από τις ελληνικές αρχές «να ερευνήσουν αποτελεσματικά, αμερόληπτα και εγκαίρως τυχόν ισχυρισμούς ή εύλογες υποψίες για παράνομη χρήση βίας ή για άλλες παραβιάσεις από αξιωματούχους επιβολής του νόμου στο πλαίσιο διαδηλώσεων. Οι αξιωματικοί που είναι υπεύθυνοι για παραβιάσεις οφείλουν να λογοδοτούν βάσει του εθνικού και, κατά περίπτωση, του διεθνούς δικαίου, ενώ αποτελεσματικά ένδικα μέσα πρέπει να είναι διαθέσιμα στα θύματα».[4]
Οι προηγούμενες εκτεταμένες εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας εντόπισαν συστηματικές αποτυχίες οι οποίες οδήγησαν στην ατιμωρησία αξιωματούχων επιβολής του νόμου που είχαν διαπράξει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχίας των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών να διεξαγάγουν έγκαιρες, διεξοδικές, αποτελεσματικές και αμερόληπτες έρευνες και να φέρουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης.[5] Να σημειωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει ότι η Ελλάδα παραβίασε τις διαδικαστικές πτυχές των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και άλλων κακομεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δεκατρείς υποθέσεις που αφορούν τη χρήση δυνητικά θανατηφόρας βίας ή κακομεταχείριση από αξιωματούχους επιβολής του νόμου λόγω της απουσίας αποτελεσματικών διοικητικών και ποινικών ερευνών και ανεπαρκών ποινικών διαδικασιών και κυρώσεων.[6]
Επιπλέον, στην πρόσφατη έκθεσή του για το 2020, ο Συνήγορος του Πολίτη, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας από αξιωματούχους επιβολής του νόμου, εντοπίζει μια σειρά από συνήθη προβλήματα κατά τη διεξαγωγή πειθαρχικών ερευνών. Τα προβλήματα περιλαμβάνουν: αποτυχία διερεύνησης περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας που έχουν καταγγελθεί∙ αποτυχία αναζήτησης ή έγκαιρης εξέτασης μαρτύρων∙ ανεπαρκή αξιολόγηση ιατρικών ευρημάτων∙ στοχοποίηση του ατόμου που καταγγέλλει περιστατικό αυθαιρεσίας με την απόδοση σε αυτό των ποινικών αδικημάτων της ανυπακοής και της αντίστασης∙ καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των ερευνών.[7] Η έκθεση τονίζει επίσης ότι στο 41% των πειθαρχικών ερευνών που εξετάστηκαν, ο Μηχανισμός ζήτησε από τις αρχές διερεύνησης την συμπλήρωσή τους, επισημαίνοντας ότι αυτό θα έπρεπε να προβληματίσει τις αρχές για την βελτίωση της ποιότητας των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών.
[1] «Καταγγελίες για παραβιάσεις κατά την αστυνόμευση της διαδήλωσης της 11ης Μαΐου 2011»∙ «Αστυνομική βία στην Ελλάδα: Όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά»∙ «Κράτος εν κράτει: Κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας στην ελληνική αστυνομία».
[2] Στο ίδιο.
[4] UN Human Rights Committee, General comment No. 37, Article 21: right to peaceful assembly, 27 July 2020, CCPR/C/GC/37, para. 90, διαθέσιμο στο: https://bit.ly/3opccLn.
[5] Βλ. “Greece: In the Shadow of Impunity: Ill-treatment and the misuse of firearms», 23 September 2002, Amnesty International/International Helsinki Federation September 2002, AI Index: EUR 25/022/2002∙ «Αστυνομική βία στην Ελλάδα: Όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά»∙ «Κράτος εν κράτει: Κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας στην ελληνική αστυνομία».
[6] Βλ. Council of Europe, Committee of Ministers, Status of Execution: Makaratzis Group, διαθέσιμο στο: https://bit.ly/2RXjBFU; Σε δύο περιπτώσεις, το δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβιάζει το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 διότι απέτυχε να ερευνήσει εάν τυχόν ρατσιστικά κίνητρα από την πλευρά της αστυνομίας έπαιξαν ρόλο.
[7] Εθνικός Μηχανισμός Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, «Ετήσια έκθεση 2020».