ΟΥΓΓΑΡΙΑ: Ο ΦΟΒΟΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Από το 2012, μια συνεχής θεσμική μεταρρύθμιση έχει οδηγήσει στο συγκεντρωτισμό της διοίκησης της δικαστικής εξουσίας στην Ουγγαρία, καθώς η κυβέρνηση επιδιώκει να αποδυναμώσει τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και να περιορίσει τις καθιερωμένες εξουσίες ανεξάρτητων θεσμών. Ενώ οι δικαστές θεωρούν ότι εξακολουθούν να μπορούν να αποφανθούν σχετικά ελεύθερα, η θεσμική ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος έχει υπονομευθεί σοβαρά και οι δικαστές δέχονται επίθεση από πολλές κατευθύνσεις - σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσίευσε η Διεθνής Αμνηστία στην Ουγγαρία σήμερα.
Η έκθεση «Φόβος για το άγνωστο: Πώς ο αυξανόμενος έλεγχος υπονομεύει τη δικαστική ανεξαρτησία στην Ουγγαρία» περιγράφει λεπτομερώς τους διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες που απειλούν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Ουγγαρία και τον τρόπο με τον οποίο οι επιθέσεις στην δικαστική ανεξαρτησία είχαν αισθητά δυσμενείς επιπτώσεις στους δικαστές.
«Η έρευνά μας έχει βρει στοιχεία ότι η δικαστική μεταρρύθμιση της Ουγγαρίας έχει διαβρώσει την οργανωτική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Τα πρόσφατα μέτρα είχαν σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στη δικαστική εξουσία,» δήλωσε ο Dávid Vig, διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας στην Ουγγαρία.
«Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να αμφισβητεί τις τελικές δικαστικές αποφάσεις και έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία που μπορεί να απαξιώσει το δικαστικό σώμα, αντί να διορθώνει τις κρίσιμες αποτυχίες που επιβεβαιώνονται από την παρούσα έρευνα. Οι αρχές πρέπει να ενισχύσουν τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών του Προέδρου του Εθνικού Δικαστικού Γραφείου (NJO), των κανόνων για το διορισμό και την προαγωγή των δικαστών και των δικαστικών ηγετών και την κατανομή των υποθέσεων.»
Διάβρωση της οργανωτικής ανεξαρτησίας
Η έκθεση αναφέρει ότι τέσσερις κύριοι παράγοντες συνέβαλαν στη διάβρωση της οργανωτικής ανεξαρτησίας. Αρχικά, μετά τη δικαστική μεταρρύθμιση του 2012, ολόκληρο το δικαστικό σύστημα ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δικαστικό Γραφείο (NJO), το κεντρικό διοικητικό όργανο των ουγγρικών δικαστηρίων. Βάσει του νόμου, ο πρόεδρος του NJO έχει τεράστιες αρμοδιότητες: πλήρη διοικητικό και μερικό επαγγελματικό έλεγχο των δικαστηρίων. Οι εν λόγω εξουσίες έχουν καταχραστεί συχνά από την πρώην πρόεδρο του NJO.
Δεύτερον, διορίζοντας ηγέτες των δικαστηρίων - ιδιαίτερα τους/τις προέδρους των περιφερειακών δικαστηρίων και τους/τις προέδρους των εφετείων- που είναι πιστοί/ές στον πρόεδρο του NJO, ο αυστηρός έλεγχος της κεντρικής διοίκησης μπορεί να εκτελεστεί σε χαμηλότερα επίπεδα που παρακωλύουν περαιτέρω την οργανωτική ανεξαρτησία.
Τρίτον, οι ερωτηθέντες/θείσες δικαστές εξήγησαν ότι η πίστη έγινε η βασική προϋπόθεση για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους ή για την επίτευξη άλλων διοικητικών πλεονεκτημάτων (μπόνους, μετακινήσεις στο εξωτερικό, παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης κ.λπ.). Τέλος, τα όργανα δικαστικής αυτοδιοίκησης, όπως το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (NJC), ο οργανισμός δικαστικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να προσφέρουν επαρκείς μηχανισμούς ελέγχου στο σύστημα.
Οι συνεντεύξεις ανέφεραν ότι υπάρχει ευρεία παραδοχή μεταξύ των δικαστών ότι ο κύριος πολιτικός σκοπός της δικαστικής μεταρρύθμισης του 2012 ήταν να δημιουργηθεί μια μονοπρόσωπη ηγεσία για το δικαστικό σώμα. Ο Πρόεδρος του NJO εκλέγεται από το Κοινοβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων και δεν εκλέγεται από τους ίδιους τους δικαστές. Ως εκ τούτου, πολλοί δικαστές θεωρούν τον πρόεδρο της NJO ως πολιτικό διορισμό.
Το NJO είναι ο βασικός παράγοντας της δικαστικής διοίκησης, έχοντας τεράστιες εξουσίες. Για να αντισταθμιστούν αυτές οι ευρείες εξουσίες, δημιουργήθηκε το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (NJC), αλλά οι εξουσίες του είναι πολύ πιο αδύναμες από αυτές του Εθνικού Δικαστικού Γραφείου και το σύστημα επιτρέπει στο Γραφείο να αγνοήσει την εποπτεία του συμβουλίου. Αυτό το συστηματικό πρόβλημα ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης των NJO-NJC το 2018-2019 όταν ο Πρόεδρος του NJO ισχυρίστηκε ότι το NJC ήταν παράνομο. Ως εκ τούτου, το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να επιβλέπει αποτελεσματικά τη λειτουργία του Εθνικού Δικαστικού Γραφείου σύμφωνα με τον νόμο.
Ενώ η αμφιλεγόμενη πρώην πρόεδρος του NJO, Tünde Handó, παραιτήθηκε στα τέλη του 2019 για να γίνει δικάστρια του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η αλλαγή προέδρου του NJO δεν θα λύσει από μόνη της τέτοια συστημικά προβλήματα. Όπως εξήγησε ένας συνεντευξιαζόμενος: ακόμη και αν ο/η Πρόεδρος του NJO είναι αποδεκτός/ή από την πλειοψηφία των δικαστών, γίνεται αντιληπτός/ή ως μέρος του πολιτικού συστήματος και, χωρίς άλλες εγγυήσεις, μπορεί να τείνει στο να εκπληρώνει πολιτικές προσδοκίες.
Οι δικαστές φοβούνται ότι η έλλειψη οργανωτικής ανεξαρτησίας θα έχει τελικά αρνητικό αντίκτυπο στην ατομική ανεξαρτησία τους και ότι τέτοιες συστημικές αδυναμίες κάνουν πολλούς/ές δικαστές να «προσαρμόζονται και να λυγίζουν» στις προσδοκίες των ηγετών της δικαστικής διοίκησης. Ανησυχούν επίσης ότι αυτή η νοοτροπία θα μπορούσε να αποδειχτεί επιζήμια για τη δικαστική ανεξαρτησία.
Η ατομική δικαστική ανεξαρτησία σε κίνδυνο
Η πλειοψηφία των δικαστών δήλωσε ότι δεν ασκούνταν άμεση επιρροή σε αυτούς/ές ή τους/τις συναδέλφους τους στο δικαστικό σώμα από εξωτερικούς παράγοντες που εμπλέκονταν σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της έκθεσης δείχνουν ότι η επιρροή μπορεί να ασκηθεί με άλλα μέσα.
Τον Νοέμβριο του 2019, ένα νομοθετικό διάταγμα 200 σελίδων, το λεγόμενο «νομοσχέδιο επί διαφόρων θεμάτων [omnibus]» υιοθετήθηκε από το ουγγρικό κοινοβούλιο, το οποίο τροποποίησε αρκετούς νόμους σχετικά με το δικαστικό σώμα. Όλοι/ες οι δικαστές είδαν το νομοσχέδιο ως απειλή για την ανεξαρτησία του δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά την επαγγελματική αυτονομία τους.
Το Kúria (ανώτατο δικαστήριο της Ουγγαρίας) θα έχει σημαντική επίδραση στο επαγγελματικό τους έργο καθώς ο νόμος προσπαθεί να επισημοποιήσει και να περιορίσει τις επαγγελματικές αποφάσεις του κάθε δικαστή. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, οι δικαστές πρέπει να παράσχουν πρόσθετη δικαστική αιτιολόγηση αν δεν κινηθούν σύμφωνα με κάποιο μη δεσμευτικό νομικό επιχείρημα που είχε προηγουμένως δημοσιεύσει το ανώτατο δικαστήριο. Αυτό θα μπορούσε να αποθαρρύνει πολύ έναν δικαστή από μια τέτοια απόφαση. Πολλοί δικαστές θεώρησαν ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος με τον οποίο τους ασκείται έμμεσα επιρροή.
Επιπλέον, σύμφωνα με τον νόμο, ακόμη και οι δημόσιες αρχές έχουν το δικαίωμα να απευθυνθούν στο Συνταγματικό Δικαστήριο εάν θεωρήσουν ότι τα συνταγματικά τους δικαιώματα έχουν παραβιαστεί με την απόφαση των τακτικών δικαστηρίων που αποφάσισαν υπέρ του ατόμου. Ένας δικαστής δήλωσε ότι η δυνατότητα των δημόσιων αρχών να υποβάλλουν συνταγματικές καταγγελίες είναι ανοησία και μια νομοθετική πράξη που στρεβλώνει την ανεξαρτησία του δικαστηρίου.
«Θα υπάρξει δικαστής στο Pécs που θα χορηγήσει άσυλο σε αιτούντα/σα άσυλο, εάν φοβάται ότι η Αρχή Μετανάστευσης θα μεταβεί στο Συνταγματικό Δικαστήριο;» - ρώτησε ένας δικαστής αναφερόμενος στις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η διάταξη στη διαδικασία λήψης δικαστικών αποφάσεων σε πολιτικά ευαίσθητες υποθέσεις.
Ένας άλλος δικαστής χαρακτήρισε τη δυνατότητα αυτή ως ένα ακόμη βήμα για την αλλαγή των δικαστικών αποφάσεων ανάλογα με τις προτιμήσεις της κυβέρνησης, ενώ ένας άλλος συνεντευξιαζόμενος θεώρησε ότι η πρόθεση της κυβέρνησης, δίνοντας τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να υποβάλουν συνταγματικές καταγγελίες, ήταν να διοχετεύσει υποθέσεις από το ανώτατο δικαστήριο σε ένα «πολιτικά πιο αξιόπιστο θεσμικό όργανο», δηλαδή στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Σύμφωνα με τους δικαστές, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην ποιότητα του συστήματος εκπαίδευσης των δικαστών. Αυτό έχει μια πιο έμμεση αλλά ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στην επαγγελματική αυτονομία, διότι εάν ένας/μία δικαστής δεν μορφώνεται και δεν εκπαιδεύεται σωστά, είναι πιο διατεθειμένος/η να ακολουθήσει τη νομική προσέγγιση των άλλων αντί για την επαγγελματική του/της πεποίθηση.
Μέλη του δικαστικού σώματος που έδωσαν συνέντευξη στη Διεθνή Αμνηστία μίλησαν για την εντύπωση τους ότι υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός δικαστών με γραφειοκρατική νοοτροπία, ιδίως μεταξύ των νεοδιορισθέντων δικαστών. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις αλλαγές των κριτηρίων επιλογής των νεοδιορισθέντων δικαστών× στην κοινωνικοποίησή τους στο NJO× σε ένα σύστημα εφαρμογής που δεν ευνοεί αναγκαστικά τις ισχυρές δεξιότητες στη νομική επιχειρηματολογία ή την εμπειρία στην επιδίκασης. Προέρχεται επίσης από το γεγονός ότι η εξέλιξη της σταδιοδρομίας απαιτεί πίστη προς την ηγεσία του δικαστηρίου που διορίζεται από τον πρόεδρο του NJO.
«Δεν θέλω να έχω προβλήματα» - τρομακτικές επιπτώσεις στο δικαστικό σώμα
Τα τελευταία χρόνια, οι δικαστές έχουν βιώσει αύξηση του αριθμού και της σοβαρότητας των επιθέσεων από πολιτικούς και τα μέσα ενημέρωσης κατά μεμονωμένων δικαστών και δικαστικών αποφάσεων. Λόγω του αντίκτυπου των θεσμικών αλλαγών, οι δικαστές φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά και να υπερασπιστούν την άποψή τους, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την εξαιρετικά περιορισμένη αλληλεγγύη μέσα το δικαστικό σώμα, αλλά και μεταξύ δικαστών και άλλων νομικών επαγγελμάτων.
Οι δικαστές ανέφεραν πολύ κακή ατμόσφαιρα σε διάφορα δικαστήρια, όπου οι περισσότεροι/ες δικαστές δεν τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά και ελεύθερα, έχουν δημιουργηθεί κλίκες και υπάρχει δυσπιστία μεταξύ των δικαστών. Οι ερωτηθέντες/θείσες ανέφεραν ότι οι συνέπειες πραγματώνονται με τον φόβο ανάμεσα στους/στις δικαστές που τους/τις εμποδίζει να μιλήσουν ή να διαμαρτυρηθούν για διοικητικές αποφάσεις και νομοθετικές πράξεις που επηρεάζουν το δικαστικό σώμα. Οι δικαστές δήλωσαν ότι φοβούνται πιθανές απειλές πειθαρχικών διαδικασιών, δυσμενή κατανομή υποθέσεων, κακά αποτελέσματα αξιολόγησης, οικονομικές συνέπειες, συνέπειες που σχετίζονται με τα μέλη της οικογένειας τους και επιπτώσεις στην επαγγελματική κατάρτιση και ανάπτυξη.
Δεδομένου ότι οι κανόνες για την ελευθερία της έκφρασης και τη συνεργασία με τις εξωτερικές επαγγελματικές οργανώσεις παραμένουν ασαφείς, η αβεβαιότητα αυτή έχει τρομακτικό αντίκτυπο στο δικαστικό σώμα. Μερικές φορές οι δικαστές δεν γνωρίζουν καν τι φοβούνται: φοβούνται μια αφηρημένη πιθανή μελλοντική συνέπεια ή φοβούνται το άγνωστο. Ωστόσο, αυτές οι έμμεσες και διακριτικές συνέπειες μπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τη λήψη αποφάσεων. Όπως ανέφερε η Gabriella Ficsór, δικαστής στο Περιφερειακό Εφετείο του Debrecen, δήλωσε: «Ο φόβος μας κυβερνά - τώρα και στα δικαστήρια.»
«Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας υποχρεώνεται από το διεθνές και εσωτερικό δίκαιο να εγγυηθεί το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας αποτελεί βασική προϋπόθεση γι’ αυτήν», δήλωσε ο Dávid Vig.
«Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και τα κυβερνώντα μέλη του κόμματος πρέπει να απέχουν από πρακτικές σπίλωσης των δικαστών και προσβολής του δικαστικού σώματος με αβάσιμους ισχυρισμούς.»
Ιστορικό
Η έκθεση βασίζεται σε συνεντεύξεις με 14 δικαστές από διαφορετικά επίπεδα του ουγγρικού δικαστικού συστήματος. Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ Νοεμβρίου 2019 και Ιανουαρίου 2020 από τη Διεθνή Αμνηστία στην Ουγγαρία.