ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΑΙΟΥ (COVID-19) ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ: ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Εισαγωγή
Πρόληψη της έκθεσης των ατόμων στον COVID-19
Καραντίνες
Απαγόρευση Ταξιδιών και Περιορισμοί
Πρόσβαση στη Πληροφόρηση, Διαφάνεια και Λογοκρισία
Προληπτική Φροντίδα, Αγαθά και Υπηρεσίες
Καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης
Πρόσβαση σε Φροντίδα για τα Πληγέντα Άτομα
Προσβασιμότητα και Προσιτότητα της Φροντίδας
Ιδιαίτερες και Δυσανάλογες Επιπτώσεις σε Ορισμένες Ομάδες
Κοινωνική Ασφάλιση και Δικαιώματα των Εργαζομένων
Αποτροπή Στίγματος Διακρίσεων
Προστασία των Εργαζομένων στον Τομέα της Υγείας
Διεθνής Συνεργασία και Βοήθεια
Μακροπρόθεσμη Ανάκαμψη και Παρακολούθηση
Όλες οι κυβερνήσεις και άλλοι δρώντες που εμπλέκονται και έχουν πληγεί από το ξέσπασμα του COVID-19 πρέπει να διασφαλίσουν ότι το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα διεθνή πρότυπα θα βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των στρατηγικών αντιμετώπισης του COVID-19, προκειμένου να προστατευθεί καλύτερα η δημόσια υγεία και να υποστηριχθούν όσοι και όσες κινδυνεύουν περισσότερο από δυσμενείς επιπτώσεις. Η παρούσα έκθεση: (1) εξετάζει τις ανησυχίες και τις προκλήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που εμφανίζονται συχνά όταν τα κράτη που ανταποκρίνονται σε επιδημίες - με ειδική αναφορά στις στρατηγικές των κρατών για την αντιμετώπιση του COVID-19 - σε διάφορες φάσεις των στρατηγικών και, (2) συνοψίζει τις υποχρεώσεις των κρατών ως προς την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τους βασικούς νόμους, τα πρότυπα και τις αρχές για τα ανθρώπινα δικαιώματα που πρέπει να αντικατοπτρίζονται σε αυτές τις στρατηγικές. Θέτει τις ανησυχίες σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν τα κράτη επιβάλλουν προληπτικά μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, όπως η καραντίνα και οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις· καθώς και τις υποχρεώσεις των κρατών να διασφαλίζουν την πρόσβαση σε προληπτική περίθαλψη, αγαθά και υπηρεσίες· την προσβάσιμη και προσιτή φροντίδα· την εγγύηση της κοινωνικής ασφάλισης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων· την πρόληψη του στιγματισμού και των διακρίσεων· και την προστασία των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Αναλύει περαιτέρω τις υποχρεώσεις των κρατών όσον αφορά την παροχή διεθνούς συνεργασίας και βοήθειας και την υποστήριξη της μακροπρόθεσμης ανάκαμψης και παρακολούθησης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης, είχαν καταγραφεί 113.702 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις COVID-19 και πάνω από 4.000 θάνατοι σε περισσότερες από 100 χώρες σε όλες τις κατοικημένες ηπείρους. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ορίσει την ασθένεια ως πανδημία. Εείναι μια δύσκολη περίοδος για τις χώρες που προσπαθούν να ανταποκριθούν στην εξάπλωση του ιού, τους διακυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς φορείς που υποστηρίζουν τις προσπάθειές τους και κυρίως για τους ανθρώπους και τους/ις εργαζόμενους/ες στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στις πληγείσες χώρες που έχουν αντιμετωπίσει ή διακινδυνεύουν έκθεση στο COVID-19.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών πρόληψης, ετοιμότητας, περιορισμού και θεραπείας από την αρχή, προκειμένου να προστατευθεί καλύτερα η δημόσια υγεία και να υποστηριχθούν οι ομάδες και τα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο. Ωστόσο, πολλά από τα μέτρα περιορισμού της διάδοσης του COVID-19 φαίνεται να έχουν προταθεί και εφαρμοστεί χωρίς πλήρη εξέταση των πιθανών συνεπειών στην απόλαυση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλους/ες, είτε είναι μολυσμένοι/ες, είτε βρίσκονται σε κίνδυνο είτε είναι μέρος του ευρύτερου πληθυσμού. Οι υποχρεώσεις των κρατών περιλαμβάνουν τη διασφάλιση των πολιτικών, πολιτιστικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με την αρχή της αλληλεξάρτησης και του αδιαίρετου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο πλήρης σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι ουσιαστικής σημασίας σε όλα τα στάδια της κρίσης και δεν πρέπει να θεωρείται πολυτέλεια που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την ελαχιστοποίηση της απειλής για τη δημόσια υγεία. Οι άνθρωποι που επλήγησαν από κατάσταση έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκτοπίστηκαν ως αποτέλεσμα των γεγονότων, εξακολουθούν να δικαιούνται την πλήρη και αποτελεσματική προστασία της νομοθεσίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, οι μολυσμένοι/ες ή ενδεχομένως εκτεθειμένοι/ες δεν χάνουν τα δικαιώματα του πληθυσμού γενικότερα.
Επιπλέον, ορισμένες ομάδες ανθρώπων, όπως οι ηλικιωμένοι/ες και τα άτομα με προϋπάρχοντα ιατρικά προβλήματα, φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρών ασθενειών και θανάτου, εάν εκτεθούν στον COVID-19. Άλλοι/ες, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και εκείνων που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκές νερό και ασφαλή αποχέτευση, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια στην ικανότητά τους να προστατεύονται καταλλήλως από τον ιό. Όταν σχεδιάζουν τις στρατηγικές αντιμετώπισης του COVID-19, τα κράτη πρέπει να έχουν επίγνωση αυτού του συγκεκριμένου αντίκτυπου του ιού σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων και να διασφαλίζουν ότι οι ανάγκες και οι εμπειρίες τους λαμβάνονται υπόψη πλήρως στα σχέδια και τις στρατηγικές.
Το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνεται σε πολλές διεθνείς συνθήκες ανθρώπινων δικαιωμάτων και οι περισσότερες χώρες του κόσμου έχουν κυρώσει τουλάχιστον μία συνθήκη που απαιτεί από αυτές να σέβονται, να προστατεύουν και να εκπληρώνουν πτυχές του δικαιώματος στην υγεία. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, το οποίο στο άρθρο 12 εγγυάται «το δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει την καλύτερη δυνατή σωματική και ψυχική υγεία», συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που πρέπει να ληφθούν αναγκαία για την «προφύλαξη, θεραπεία και τον έλεγχο των επιδημικών, ενδημικών, επαγγελματικών και άλλων ασθενειών». Η Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων - το όργανο του ΟΗΕ που έχει επιφορτιστεί με την παρακολούθηση της εφαρμογής του Διεθνούς Συμφώνου - έχει διευκρινίσει λεπτομερώς τα καθήκοντα των κρατών που απορρέουν από αυτό το δικαίωμα - συγκεκριμένα όπως προβλέπεται στη Γενική Παρατήρηση 14.3 της Επιτροπής «τα μέτρα προφύλαξης, θεραπείας και καταπολέμησης της επιδημίας και των ενδημικών ασθενειών» είναι «υποχρεώσεις ανάλογης προτεραιότητας» με τις βασικές υποχρεώσεις (ή «τα ελάχιστα, ουσιώδη επίπεδα») του δικαιώματος στην υγεία. Η επιτροπή έχει δηλώσει ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωση με τις βασικές του υποχρεώσεις «οι οποίες είναι απαραβίαστες».
ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΟΝ COVID-19
ΚΑΡΑΝΤΙΝΕΣ
Οι καραντίνες (ο διαχωρισμός των ατόμων που ενδέχεται να έχουν εκτεθεί ή παρουσιάζουν συμπτώματα της λοιμώδους νόσου) χρησιμοποιούνται ευρέως ως απάντηση στον έλεγχο της εξάπλωσης λοιμωδών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων των απαντήσεων των κρατών απέναντι στον COVID-19. Αναφορές δείχνουν ότι οι καραντίνες διαφόρων βαθμών εφαρμόζονται σήμερα, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που επηρεάζουν ολόκληρες πόλεις και περιοχές. Οι καραντίνες επηρεάζουν την ελευθερία κινήσεων των ατόμων και, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται, μπορεί επίσης να ισοδυναμούν με αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας. Υπήρξαν επίσης αναφορές ατόμων που αντιμετωπίζουν πρόσθετα εμπόδια στην άσκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους επειδή βρίσκονται σε καραντίνα, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε βασικές ανάγκες όπως τα τρόφιμα, οι προμήθειες υγιεινής και η υγειονομική περίθαλψη, και αντιμετωπίζουν δυσμενείς επιπτώσεις στην εργασία τους και στους μισθούς τους επειδή δεν μπορούν να πάνε στη δουλειά τους. Οι καραντίνες έχουν και άλλες επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα: μπορεί να επηρεάσουν δυσανάλογα τους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, διότι ενδέχεται να μην έχουν επαρκείς πόρους για να αγοράσουν υγειονομικές υπηρεσίες, τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Μπορεί επίσης να έχουν περιορισμένες αποταμιεύσεις για να διαρκέσουν μια περίοδο άδειας άνευ αποδοχών. Οι καραντίνες επιτρέπονται μόνο βάσει των διεθνών νόμων για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε περιορισμένες περιπτώσεις.
Σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία της κίνησης, εφόσον προβλέπονται από το νόμο, και είναι απαραίτητοι για την προστασία ορισμένων συγκεκριμένων θεμιτών έννομων στόχων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η δημόσια υγεία, και «είναι σύμφωνες με τα άλλα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο σύμφωνο». Οι Αρχές των Συρακουσών σχετικά με τον Περιορισμό και την Παρέκκλιση των Διατάξεων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα των ΗΕ («Αρχές των Συρακουσών»), μια ερμηνεία του Συμφώνου από εμπειρογνώμονες, παρέχουν περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τον χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εφαρμοστούν περιορισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι: α) Κανένας περιορισμός ενός δικαιώματος που αναγνωρίζεται από το Σύμφωνο δεν πρέπει να εισάγει διακρίσεις· β) όλοι οι περιορισμοί πρέπει να ανταποκρίνονται σε μια επείγουσα δημόσια ή κοινωνική ανάγκη, να επιδιώκουν έναν νόμιμο στόχο και να είναι ανάλογοι με το σκοπό αυτό· γ) τα κράτη δεν πρέπει να χρησιμοποιούν περισσότερο περιοριστικά μέσα από αυτά που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του περιορισμού· δ) η ευθύνη της δικαιολόγησης ενός περιορισμού σε ένα δικαίωμα που εγγυάται το Σύμφωνο βαραίνει το κράτος· και ε) κάθε επιβαλλόμενος περιορισμός πρέπει να υπόκειται στη δυνατότητα αμφισβήτησης και αποκατάστασης κατά της καταχρηστικής εφαρμογής του. Στο πλαίσιο των περιορισμών των δικαιωμάτων προστασίας της δημόσιας υγείας, οι Αρχές των Συρακουσών επαναλαμβάνουν ότι «τα μέτρα αυτά πρέπει να αποσκοπούν ειδικά στην πρόληψη ασθένειας ή τραυματισμού ή στην παροχή φροντίδας στους ασθενείς και τους τραυματίες».
Η Γενική Παρατήρηση 14 της Επιτροπής για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα παρέχει περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με αυτό το ζήτημα, δηλώνοντας ότι όλοι οι περιορισμοί και οι οριοθετήσεις για λόγους δημόσιας υγείας «πρέπει να είναι σύμφωνοι με το νόμο, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμβατοί με τη φύση των δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύμφωνο, προς το συμφέρον των επιδιωκόμενων νόμιμων σκοπών και απολύτως αναγκαίοι για την προώθηση της γενικής ευημερίας σε μια δημοκρατική κοινωνία». Θα πρέπει να έχουν περιορισμένη διάρκεια, να υπόκεινται σε επανεξέταση και η λιγότερο περιοριστική εναλλακτική λύση πρέπει να υιοθετείται όταν υπάρχουν διάφορες μορφές περιορισμών. Όταν εφαρμόζονται μέτρα καραντίνας και απομόνωσης, πρέπει να γίνονται με ασφάλεια και σεβασμό, και να λαμβάνονται υπόψη οι κίνδυνοι που θέτουν στην πλήρη απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Προκειμένου να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και η συνεργασία της κοινωνίας, σεβαστείτε το δικαίωμα των θιγόμενων ατόμων στην αξιοπρέπεια και να τους παρέχετε τους όσο το δυνατόν περισσότερο έλεγχο στη ζωή τους - οποιαδήποτε μέτρα που περιορίζουν την ελεύθερη της κίνησης πρέπει να είναι εθελοντικά, όπου είναι δυνατόν. Εάν είναι αναγκαίο να επιβληθεί ένα σύστημα καραντίνας, η κυβέρνηση έχει εντούτοις την υποχρέωση να την παράσχει και να την εφαρμόσει σύμφωνα με τα σχετικά διεθνή πρότυπα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως για να εξασφαλίσει ανθρώπινες συνθήκες για όσους υποβάλλονται σε τέτοια μέτρα και να εγκαταστήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα παρακολούθησης και επανεξέτασης. Τα δικαιώματα των ατόμων που βρίσκονται σε καραντίνα θα πρέπει να γίνονται σεβαστά και να προστατεύονται και να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της κατάλληλης στέγασης, τροφής, νερού και αποχέτευσης. Αυτές οι αρχές πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις αποφάσεις των κρατών να επιβάλλουν καραντίνα και άλλους περιορισμούς στην ελευθερία της κίνησης, ως απάντηση στην εξάπλωση του COVID-19.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Άλλες κρατικές στρατηγικές - όπως οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και οι απαγορεύσεις - μπορούν επίσης να επηρεάσουν το δικαίωμα στην ελευθερία της κίνησης, το οποίο περιλαμβάνει την ελευθερία να εγκαταλείπεις οποιαδήποτε χώρα και το δικαίωμα να μην στερηθεί σε κάποιον/α αυθαίρετα το δικαίωμα να εισέλθει στη χώρα του. Πολλές χώρες έχουν κλείσει ορισμένα σύνορα ή έχουν επιβάλει απαγορεύσεις στα ταξίδια προς και από περιοχές με μεγάλο αριθμό κρουσμάτων COVID-19, οι οποίες συχνά πλήττουν τους ανθρώπους που προσπαθούν να πάνε στα σπίτια και τις οικογένειές τους, να διεξάγουν τις συνήθεις δραστηριότητές τους ή να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση σε σχολεία και πανεπιστήμια. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) συμβουλεύει γενικά τη μη εφαρμογή περιορισμών ταξιδιού ή εμπορίου σε χώρες που αντιμετωπίζουν ξεσπάσματα του COVID-19, εκτός από περιορισμένες περιπτώσεις, εξαιτίας των κινδύνων αυτής της προσέγγισης. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη καθοδήγηση τους, «οι περιορισμοί ενδέχεται να διακόψουν την απαιτούμενη βοήθεια και τεχνική υποστήριξη, να διαταράξουν τις επιχειρήσεις και να έχουν αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στις πληγείσες χώρες»· επιπλέον, «ο περιορισμός της κυκλοφορίας των ανθρώπων και των αγαθών κατά τη διάρκεια έκτακτων περιστατικών δημόσιας υγείας είναι αναποτελεσματικός στις περισσότερες περιπτώσεις και ενδέχεται να εκτρέψει πόρους από άλλες παρεμβάσεις».
Σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), μπορεί να επιβληθούν περιορισμοί στην ελευθερία της κίνησης, σε περιορισμένες περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες αιτιολογήσεις (βλ. παραπάνω), εφόσον προβλέπονται από το νόμο και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας υγείας. Όταν επιβάλλονται, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και απαγορεύσεις πρέπει να συνάδουν με τις υποχρεώσεις που περιέχονται στο ΔΣΑΠΔ, όπως ερμηνεύονται από τις Αρχές των Συρακουσών που περιγράφηκαν παραπάνω, συμπεριλαμβανομένης της μη διακριτικής μεταχείρισης, της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δηλαδή της λιγότερο περιοριστικής εναλλακτικής λύσης.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα προστατεύει την ελευθερία «της αναζήτησης, της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους» και αυτό το δικαίωμα μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης προστασίας της δημόσιας υγείας. Όταν τα κράτη επικαλούνται μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να ισχύουν οι διασφαλίσεις που περιέχονται στο ΔΣΑΠΔ και στο ΔΣΟΚΠΔ (Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα), όπως περιγράφονται ανωτέρω. Η πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την υγεία είναι επίσης ένα κρίσιμο μέρος του δικαιώματος στην υγεία. Η παροχή «εκπαίδευσης και πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με τα κύρια προβλήματα υγείας σε μια κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων μεθόδων πρόληψης και ελέγχου αυτών» θεωρείται «υποχρέωση ανάλογης προτεραιότητας» με τις βασικές υποχρεώσεις του δικαιώματος στην υγεία. Η προσβασιμότητα στις πληροφορίες είναι βασική διάσταση της προσβασιμότητας στην υγειονομική περίθαλψη και περιλαμβάνει το δικαίωμα να «αναζητούν, να λαμβάνουν και να μεταδίδουν πληροφορίες και ιδέες σχετικά με θέματα υγείας». Όλα τα θιγόμενα άτομα και οι κοινότητες έχουν δικαίωμα σε εύκολες, προσιτές, έγκαιρες και ουσιαστικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση και το επίπεδο της απειλής για την υγεία, τα πιθανά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την άμβλυνση των κινδύνων, την έγκαιρη ενημέρωση σχετικά με τις πιθανές μελλοντικές συνέπειες και πληροφορίες σχετικά με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες απάντησης. Οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στις γλώσσες που είναι απαραίτητες για την κάλυψη των διαφόρων αναγκών των ατόμων που πλήττονται και με τα μέσα και τις μορφές που μπορούν εύκολα να κατανοηθούν και να είναι προσβάσιμες, έτσι ώστε οι πληγέντες να μπορούν να συμμετέχουν πλήρως και να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις στις προσπάθειες απάντησης.
Προκειμένου να περιοριστεί αποτελεσματικά η εξάπλωση του ιού, να παρέχεται ιατρική φροντίδα σε όσους την χρειάζονται και να αποφεύγεται η επιβλαβής κακομεταχείριση των πόρων, η εμπιστοσύνη είναι απαραίτητη. Για να υπάρξει όμως αυτή η εμπιστοσύνη στον κόσμο, οι πληγείσες κοινότητες πρέπει να ενημερωθούν εγκαίρως και πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις σχετικές και διαθέσιμες πληροφορίες για να κατανοήσουν τη φύση της κρίσης στην υγεία. Όπου είναι δυνατόν, αυτό πρέπει να γίνει με τη συμμετοχή της κοινότητας και μέσω των έγκαιρων συνεργασιών με τις τοπικές αρχές. Οι αποτυχίες μπορούν να αυξήσουν το αίσθημα της απελπισίας, του θυμού και της απογοήτευσης, να υπονομεύσουν την ανταπόκριση της δημόσιας υγείας, να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των άλλων και να αποτελέσουν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν οι αποκρίσεις των κρατών στον COVID-19 βασίζονται σε περιορισμούς στην πληροφόρηση, στην έλλειψη διαφάνειας και στη λογοκρισία, υπάρχει κίνδυνος να υπονομευθούν τα προαναφερθέντα δικαιώματα. Κινδυνεύουν επίσης να καταστήσουν πιο δύσκολο για τους ανθρώπους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να προστατευθούν από τη μόλυνση, και για όλους τους ενδιαφερόμενους να αποκτήσουν μια ρεαλιστική εικόνα και να συντονίσουν και να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού.
ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ, ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την «προφύλαξη, θεραπεία και έλεγχο των επιδηµικών, ενδηµικών, επαγγελµατικών και άλλων ασθενειών». Στο πλαίσιο της εξάπλωσης μιας επιδημίας, αυτό περιλαμβάνει την υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν ότι η προληπτική φροντίδα, τα αγαθά, οι υπηρεσίες και οι πληροφορίες διαθέσιμες και προσιτές σε όλα τα άτομα. Αυτό περιλαμβάνει τη διάδοση προσβάσιμων, ακριβών και τεκμηριωμένων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να προστατέψουν τον εαυτό τους, καθώς και τη διασφάλιση ότι όλα τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την πρόληψη είναι διαθέσιμα και προσιτά για όλα τα άτομα. Υπάρχουν αρκετές αναφορές σχετικά με έλλειψη προστατευτικών αγαθών, όπως απολυμαντικά και μάσκες, σε ορισμένες περιοχές. Σύμφωνα με μια έκθεση από μια τοπική ΜΚΟ, τη Society for Community Organisation (SoCO), σχεδόν το 70% των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος στο Χονγκ Κονγκ δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν προστατευτικό εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των μασκών και των απολυμαντικών. Τα κράτη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι αυτά τα είδη είναι προσβάσιμα και οικονομικά προσιτά, όπου συνιστάται η χρήση τους. Επιπλέον, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να φθάσει ο COVID-19 σε περισσότερες χώρες και περιοχές σε όλο τον κόσμο: κατά τη στιγμή της γραφής του παρόντος, έχουν εκτεθεί στον ιό άνθρωποι σε περισσότερες από 100 χώρες. Πολλά κράτη ενδέχεται να μην διαθέτουν τους πόρους ή να μην διαθέτει το συστήματος υγείας τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην εξάπλωσή του. Το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την υποχρέωση παροχής διεθνούς συνεργασίας και βοήθειας (βλ. παρακάτω). Οι κυβερνήσεις που διαθέτουν την οικονομική και τεχνική δυνατότητα και μπορούν (να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην εξάπλωση του ιού) πρέπει να βοηθήσουν τα κράτη με τους λιγότερους πόρους να προετοιμαστούν και να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε ξέσπασμα.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όσον αφορά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία, τα κράτη ενδέχεται να χρειαστεί να ασκήσουν τις εξουσίες έκτακτης ανάγκης. Εάν η κατάσταση θέτει μια απειλή για τη ζωή του έθνους (για παράδειγμα εάν η ασθένεια είναι πολύ μεταδοτική και αρκετά σοβαρή – ιδιαίτερα εάν παρουσιάζει μεγάλη νοσηρότητα - ή υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω εξάπλωσης), τότε το κράτος μπορεί να εξουσιοδοτηθεί να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα. Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης πρέπει να περιορίζονται στο βαθμό που απολύτως απαιτείται από την επιτακτικότητα της κατάστασης «που συνδέεται με τη διάρκεια, τη γεωγραφική κάλυψη και το υλικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και με τα τυχόν μέτρα παρέκκλισης στα οποία κατέφυγαν λόγω της έκτακτης ανάγκης». Πρέπει να τηρούνται όλες οι σχετικές διασφαλίσεις στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης διακήρυξης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της διεθνούς κοινοποίησής της, με πλήρη ενημέρωση σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα και σαφή εξήγηση των λόγων που οδήγησαν στη λήψη τους· ότι πρέπει να είναι προσωρινή και να υπόκειται σε περιοδική και πραγματική επανεξέταση πριν από οποιαδήποτε επέκταση· και να περιορίσουν τις παρεκκλίσεις από τα ανθρώπινα δικαιώματα σε εκείνες που πράγματι επιτρέπονται βάσει του διεθνούς δικαίου και είναι απολύτως απαραίτητες για την κατάσταση.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΟΝΤΑΙ
ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ
Ενώ τα εμβόλια και οι θεραπείες για τον COVID-19 ακόμα αναπτύσσονται και είναι απίθανο να είναι διαθέσιμα βραχυπρόθεσμα, τα άτομα - συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν μολυνθεί ή εκείνων για τα οποία υπάρχει υποψία ότι είναι μολυσμένα ή ότι έχουν εκτεθεί στον ιό - εξακολουθούν να χρειάζονται πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε εξετάσεις, και εάν είναι απαραίτητο, σε υποστηρικτική φροντίδα για τη διαχείριση των συμπτωμάτων και των συνεπειών του ιού. Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε μια πιθανή συσχέτιση της θνησιμότητας που σχετίζεται με τον COVID-19 με τη διαθεσιμότητα των πόρων για την υγειονομική περίθαλψη. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πιο σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία λόγω του COVID-19, όταν οι πόροι της υγειονομικής περίθαλψης δεν είναι εύκολα προσβάσιμοι και διαθέσιμοι. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται επίσης τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα, σε απομακρυσμένες περιοχές και από περιθωριοποιημένες ομάδες να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη που χρειάζονται.
Σύμφωνα με το δικαίωμα στην υγεία, τα αγαθά, οι εγκαταστάσεις και οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης - συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στην περίθαλψη και στα εμβόλια και τις θεραπείες που αναπτύσσονται μελλοντικά για τον COVID-19 - πρέπει να διατίθενται σε επαρκή ποσότητα εντός του κράτους· προσβάσιμα σε όλους χωρίς διάκριση· με σεβασμό στην ιατρική δεοντολογία και πολιτιστικά κατάλληλα· επιστημονικά και ιατρικά κατάλληλα και καλής ποιότητας. Για να θεωρηθούν ως «προσβάσιμα», αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους, ιδίως στα πιο ευάλωτα ή περιθωριοποιημένα τμήματα του πληθυσμού· εντός μιας ασφαλούς φυσικής εμβέλειας για όλα τα τμήματα του πληθυσμού· και οικονομικά προσιτά για όλους. Η «προσβασιμότητα» περιλαμβάνει επίσης την προσβασιμότητα των πληροφοριών που σχετίζονται με την υγεία.
Το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία. Τα κράτη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι υπάρχει ψυχοκοινωνική υποστήριξη για πιθανές συνέπειες στη ψυχική υγεία των ατόμων από την επιδημία του COVID-19 και από την επακόλουθη λήψη μέτρων περιορισμού, όπως το άγχος ή η κατάθλιψη. Τα άτομα με τον ιό, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν μολυνθεί ή εκείνων για τους οποίους υπάρχει υποψία ότι είναι μολυσμένα ή ότι έχουν εκτεθεί στον ιό, καθώς και οι οικογένειές τους, έχουν το δικαίωμα να δέχονται ουσιαστικές συμβουλές και να τους δίδεται η δυνατότητα να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις υποθέσεις τους στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Τα κράτη θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι τυχόν εμβόλια και θεραπεία που αναπτύσσονται για τον COVID-19 θα είναι οικονομικά προσιτά και προσβάσιμα σε όλα τα άτομα. Πρέπει να συνεργαστούν με κομβικούς φορείς (συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών εταιρειών) για τον σκοπό αυτό, διατηρώντας την ευθύνη για τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων παραγόντων. Θα πρέπει επίσης να δώσουν προτεραιότητα και να επιταχύνουν τις προσπάθειες ώστε οι άνθρωποι να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους σε νερό και αποχέτευση, τα οποία είναι ζωτικής σημασίας, ιδίως για την αποτελεσματική πρόληψη της έκθεσης στον COVID-19.
ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να νοσήσουν από τον COVID-19· ωστόσο, ορισμένες ομάδες φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρών ασθενειών και θανάτου. Σύμφωνα με την ΠΟΥ, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με προϋπάρχουσες ιατρικές παθήσεις (όπως το άσθμα, ο διαβήτης ή οι καρδιακές παθήσεις) φαίνεται να είναι πιο ευάλωτα σε σοβαρή ασθένεια από τον ιό. Παρόλο που μέχρι στιγμής υπήρξαν περιορισμένες πληροφορίες για τις επιπτώσεις της επιδημίας COVID-19 ως προς το φύλο, σε προηγούμενες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, οι γυναίκες και τα κορίτσια έχουν ιδιαίτερες και δυσανάλογες επιπτώσεις. Αυτό συνδέεται συχνά με το ότι τις γυναίκες εκτελούν καθήκοντα παροχής φροντίδας, τόσο ανεπίσημα όσο και στον τομέα της υγείας και στον κοινωνικό τομέα, και συνεπώς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης σε ασθένειες· καθώς με την ανισότητα μεταξύ των φύλων γύρω από την αναζήτηση υπηρεσιών υγείας και τη λήψη αποφάσεων. Όλες οι προσπάθειες απόκρισης πρέπει να περιλαμβάνουν μια ανάλυση της διάστασης του φύλου ώστε να διασφαλίζεται ότι θα προστατεύονται τα δικαιώματα των γυναικών, των κοριτσιών και των μη συμμορφούμενων με το φύλο ατόμων και ότι λαμβάνουν την κατάλληλη υποστήριξη. Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να εντοπίζει πιθανές απειλές για την υγεία, την ασφάλεια και τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματά τους και να τις αμβλύνει. Πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες τους, μεταξύ άλλων εξασφαλίζοντας την πρόσβασή τους σε πληροφορίες, αγαθά και υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας, για παράδειγμα εξασφαλίζοντας ότι όσες το έχουν ανάγκη θα έχουν πρόσβαση σε προϊόντα υγιεινής για την εμμηνόρροια και προμήθειες αναγκαίες για τις εγκυμονούσες και θηλάζουσες γυναίκες.
Επιπλέον, μερικοί άνθρωποι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόσθετα εμπόδια στη δυνατότητά τους να προστατεύονται επαρκώς από τον ιό - για παράδειγμα, για τους ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας είναι πολύ πιο δύσκολο να έχουν πρόσβαση σε προληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μασκών και απολυμαντικών· και οι άνθρωποι που είναι άστεγοι θα αντιμετωπίσουν επίσης σημαντικές προκλήσεις στον αυτό-περιορισμό. Ομοίως, οι άνθρωποι χωρίς πρόσβαση σε επαρκές νερό και ασφαλή αποχέτευση θα είναι πιο ευάλωτοι στην εξάπλωση του COVID-19 και θα δυσκολευτούν να λάβουν τα μέτρα που συνήθως συνιστώνται (όπως το πλύσιμο των χεριών) για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Άλλα άτομα που μπορεί να επηρεαστούν ιδιαίτερα είναι εκείνα που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζουν ή να εργάζονται σε στενή εγγύτητα με τους άλλους/ες χωρίς να έχουν πρόσβαση σε επαρκή προληπτικά μέτρα, όπως σε φυλακές ή σε περιβάλλοντα εργασίας που ενέχουν κινδύνους για την υγεία.
Τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα και επισφαλή ή άτυπη απασχόληση ενδέχεται να υποστούν μείωση του εισοδήματός τους ή να βρεθούν άνεργοι/ες εξαιτίας των αυξανόμενων επιπτώσεων της επιδημίας σε ορισμένα τμήματα της οικονομίας τα οποία θα επηρεαστούν επίσης περισσότερο αρνητικά. Κατά το σχεδιασμό της αντιμετώπισης του COVID-19, τα κράτη θα έπρεπε να έχουν επίγνωση του συγκεκριμένου αντίκτυπου του ιού σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων και να διασφαλίσουν ότι οι ανάγκες και οι εμπειρίες τους θα υπολογίζονται πλήρως σε σχέδια και στρατηγικές.
Η αύξηση των κρουσμάτων COVID-19 μπορεί επίσης να ασκήσει αυξημένη πίεση στα συστήματα δημόσιας υγείας, η οποία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τους ανθρώπους που ούτως η άλλως χρειάζονται τακτική πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη - για λόγους που δεν σχετίζονται με τον COVID-19 - συμπεριλαμβανομένων των ατόμων με χρόνιες παθήσεις, τα ηλικιωμένα άτομα και τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Για παράδειγμα, οι αναφορές περιγράφουν πώς οι έγκυες γυναίκες στην Κίνα αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην προγεννητική φροντίδα και την εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη για να γεννήσουν, εξαιτίας της εκτροπής του προσωπικού της υγειονομικής περίθαλψης και των πόρων στην αντιμετώπιση του COVID-19. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι και τα άτομα με αναπηρίες, ακόμη και αν δεν επηρεαστούν άμεσα από τον ιό, συχνά απομονώνονται περισσότερο, και τα μέτρα δημόσιας υγείας που εισάγονται στο πλαίσιο του COVID-19 μπορούν να καταστήσουν ακόμη πιο δύσκολη την πρόσβαση τους σε βασικές ανάγκες. Τα κράτη πρέπει να διεξάγουν μια έρευνα σε όσους/ες έχουν άμεση ανάγκη βοήθειας για να διασφαλιστεί ότι όλοι/ες έχουν πρόσβαση σε απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες. Γενικά, κατά την προετοιμασία και την αντίδραση στην πιθανή εξάπλωση του COVID-19, τα κράτη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο αυτής της αντίδρασης στο σύστημα υγείας και τα άτομα που αναζητούν φροντίδα για άλλες παθήσεις και να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Πολλά από τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την προστασία της δημόσιας υγείας - όπως απαγορεύσεις ταξιδίων, καραντίνα, περιορισμοί στις δημόσιες συγκεντρώσεις κ.λπ. - μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς τα δικαιώματα των ανθρώπων και την εργασία, καθώς οι άνθρωποι σε ανασφαλείς μορφές εργασίας επηρεάζονται δυσανάλογα. Αυτό περιλαμβάνει τους/τις μετανάστες/ριες εργαζόμενους/ες, τους εργαζόμενους με ανασφάλιστη εργασία, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εργάζονται στον τομέα της «gig» οικονομίας (οικονομίας του διαμοιρασμού), των ατόμων με χαμηλότερα εισοδήματα, των παράτυπων μεταναστών/ριών και των ατόμων που εργάζονται στον τομέα της άτυπης απασχόλησης. Οι εργαζόμενοι/ες σε αυτούς τους τομείς συχνά δεν λαμβάνουν επαρκείς ή οποιεσδήποτε παροχές κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή χάνουν μισθούς όταν βρίσκονται σε καραντίνα και δεν λαμβάνουν καμιά αμοιβή. Μπορούν επίσης να αντιμετωπίσουν πρόσθετες προκλήσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε δοκιμές και θεραπεία όταν αρρωστήσουν. Τα κράτη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση - συμπεριλαμβανομένων του επιδόματος ασθενείας, της υγειονομικής περίθαλψης και της γονικής άδειας - όταν δεν μπορούν να εργαστούν λόγω της επιδημίας COVID-19. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την περίπτωση του να είναι κάποιος/α άρρωστος/η, σε καραντίνα ή να φροντίζει παιδιά λόγω των κλειστών σχολείων. Εκτός από την υλοποίηση του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, τα μέτρα αυτά είναι επίσης απαραίτητα για να υποστηρίξουν τους ανθρώπους να τηρούν αποτελεσματικά τα μέτρα δημόσιας υγείας που επιβάλλονται από το κράτος: για παράδειγμα, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να σέβονται τις καραντίνα χωρίς αρνητικές συνέπειες για τον εαυτό τους εάν υπάρχουν επαρκείς παροχές κοινωνικής ασφάλισης.
ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ
Ως συνέπεια της διάδοσης του COVID-19, έχουν εμφανιστεί αρκετές αναφορές για διάκριση και στιγματισμό σε βάρος των ατόμων που θεωρούνται ότι προέρχονται από ορισμένες χώρες ή εθνότητες. Για παράδειγμα, μειώνεται η δραστηριότητα στα κινεζικά εστιατόρια, σύμφωνα με πληροφορίες, σε ορισμένες χώρες, και τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία σε ορισμένες χώρες δεν δέχονται κινέζους πελάτες. Οι άνθρωποι που θεωρούνται ότι προέρχονται από την Ανατολική Ασία έχουν υποστεί παρενόχληση και ρατσιστική κακοποίηση, έχουν δεχθεί επίθεση και υποστεί τραυματισμούς σε ορισμένες χώρες. Οι αρχές της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων που προστατεύονται από διαφορετικά όργανα των ανθρώπινων δικαιωμάτων πρέπει να παραμείνουν κεντρικές σε όλες τις κυβερνητικά σχέδια αντιμετώπισης του COVID-19. Το δικαίωμα της μη διάκρισης αποτελεί άμεση και οριζόντια υποχρέωση και ισχύει για την άσκηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το διεθνές δίκαιο. Σύμφωνα με την επιτροπή του ΟΗΕ για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, η κατάσταση της υγείας αποτελεί απαγορευμένο λόγο διακρίσεων - τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η πραγματική ή η αντιληπτή κατάσταση υγείας ενός ατόμου δεν αποτελεί εμπόδιο για την υλοποίηση των δικαιωμάτων βάσει της Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα· και τα κράτη πρέπει να υιοθετήσουν μέτρα για την αντιμετώπιση του ευρέως διαδεδομένου στιγματισμού των ατόμων με βάση την (πραγματική ή αντιληπτή) κατάσταση υγείας τους, καθώς αυτό μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητά τους να απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Οι φορείς δημόσιας υγείας έχουν επίσης σημειώσει τις επιβλαβείς επιπτώσεις αυτού του στιγματισμού. Οι εκθέσεις του ΠΟΥ εξήγησαν περαιτέρω πώς το στίγμα αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία: μπορεί να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να κρύβουν την ασθένεια για να αποφεύγουν τις διακρίσεις, να αποτρέπουν τους ανθρώπους από την άμεση αναζήτηση υγειονομικής περίθαλψης και να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από την υιοθέτηση υγιεινών συμπεριφορών. Ομοίως, τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων στις Η.Π.Α. έχουν σημειώσει: «Το στίγμα βλάπτει όλους δημιουργώντας περισσότερο φόβο ή θυμό απέναντι στους απλούς ανθρώπους, αντί απέναντι της νόσου που προκαλεί το πρόβλημα». Τα κράτη πρέπει να λάβουν συγκεκριμένα, σκόπιμα και στοχοθετημένα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των διακρίσεων και του στιγματισμού, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών, των πολιτικών και των σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση των ενεργειών δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και για την προστασία όλων των ατόμων από κακομεταχείριση.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ
Οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της επιδημίας, συνεχίζοντας να παρέχουν υπηρεσίες παρά τους προσωπικούς κινδύνους για αυτούς/ες και τις οικογένειές τους. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν περιλαμβάνουν να προσβληθούν από τον COVID-19 ενώ κάνουν τη δουλειά τους, τα μεγάλα ωράρια εργασίας, την ψυχολογική ταλαιπωρία και την κούραση. Ενώ οι συνολικές πληροφορίες σχετικά με τον αντίκτυπο της επιδημίας στους/ις εργαζομένους/ες στον τομέα της υγείας ακόμα αποτιμώνται, οι εκθέσεις δείχνουν ότι περισσότεροι/ες από 3.000 εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας έχουν προσβληθεί από τον ιό μόνο στην Κίνα. Εκεί, νοσοκομειακοί γιατροί που θεραπεύουν ασθενείς με COVID-19 έχουν πεθάνει, συμπεριλαμβανομένου του Li Wenliang, ενός γιατρού που μίλησε για την εκκολαπτόμενη κρίση της υγείας στα τέλη του 2019, αλλά που είχε αποσιωπηθεί και επιπληχθεί από την κινεζική κυβέρνηση.
Το δικαίωμα στην υγεία απαιτεί από τα κράτη να «διατυπώνουν, να εφαρμόζουν και να επανεξετάζουν περιοδικά μια συνεκτική εθνική πολιτική για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου επαγγελματικών ατυχημάτων και ασθενειών, καθώς και για την παροχή μιας συνεκτικής εθνικής πολιτικής για τις υπηρεσίες επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας», των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Ο επαρκής και ποιοτικός εξοπλισμός ατομικής προστασίας, η ενημέρωση, η κατάρτιση και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη είναι απαραίτητα για την υποστήριξη των νοσοκόμων, των ιατρών και του λοιπού έκτακτου προσωπικού. Τα κράτη πρέπει επίσης να εξασφαλίσουν την ύπαρξη μηχανισμών για τη διασφάλιση της υποστήριξης των οικογενειών των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και των άλλων που πέθαναν ή αρρώστησαν ως αποτέλεσμα της έκθεσης στον COVID-19.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να υλοποιηθούν πλήρως χωρίς διεθνή συνεργασία και βοήθεια. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών του κόσμου αναγνώρισε ότι οι υποχρεώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνουν την υποχρέωση διεθνούς συνεργασίας και βοήθειας, μεταξύ άλλων όσον αφορά το δικαίωμα στην υγεία. Η Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα στο Γενικό Σχόλιο 14 αναφέρει σαφώς ότι «δεδομένου ότι ορισμένες ασθένειες μπορούν εύκολα να μεταδοθούν πέραν των συνόρων ενός κράτους, η διεθνής κοινότητα έχει συλλογική ευθύνη να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Τα οικονομικά ανεπτυγμένα κράτη έχουν ιδιαίτερη ευθύνη και συμφέρον να βοηθήσουν τα φτωχότερα αναπτυσσόμενα κράτη από αυτή την άποψη.»
Τα κράτη πρέπει να παρέχουν σχετικές πληροφορίες σε άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με την έκταση της διάδοσης του COVID-19 στη δικαιοδοσία τους και πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες και τις πληροφορίες που έχουν σχετικά με την πιθανή θεραπεία. Η ταχεία εξάπλωση του COVID-19 δημιούργησε φόβους ότι ενδέχεται να έχει αντίκτυπο σε πολλά κράτη που δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να ανταποκριθούν επαρκώς σε αυτό. Αυτή τη στιγμή, η διεθνής συνεργασία και η αλληλεγγύη είναι καθοριστικής σημασίας. Όλες οι χώρες που μπορούν να ανταποκριθούν πρέπει να το πράξουν το ταχύτερο δυνατό. Η ίδια η αντιμετώπιση της επιδημίας πρέπει να σέβεται τα δικαιώματα και πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τις μακροπρόθεσμες όσο και τις άμεσες ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες συγκεκριμένων περιθωριοποιημένων ομάδων.
Το πρωταρχικό καθήκον και ευθύνη για την παροχή συνδρομής και προστασίας των ατόμων που απειλούνται από έκτακτη κατάσταση δημόσιας υγείας ανήκει στις εθνικές αρχές των χωρών που έχουν πληγεί. Ωστόσο, το κράτος πρέπει να ζητήσει διεθνή βοήθεια εάν είναι απαραίτητο για την αντιμετώπιση των αναγκών των θυμάτων και πρέπει να διασφαλίσει ότι όλες οι εθνικές και τοπικές αρχές θα διευκολύνουν τη βοήθεια αυτή. Όταν η βοήθεια παρέχεται μέσω διεθνούς οργανισμού, όπως είναι ο ΠΟΥ, τα κράτη έχουν την υποχρέωση να λάβουν τα μέτρα που μπορούν, για να διασφαλίσουν ότι οι πολιτικές και οι αποφάσεις των διακυβερνητικών οργανισμών των οποίων είναι μέλη, θα είναι σύμφωνες με τις υποχρεώσεις των κρατών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μια βασική πτυχή της υποχρέωσης της διεθνούς συνεργασίας είναι τα κράτη να ανταλλάσσουν πληροφορίες με διαφανή και αποτελεσματικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των άμεσα ενδιαφερομένων, σχετικά με τους κινδύνους και τη διάδοση του COVID-19, καθώς και σχετικά με τις προληπτικές και θεραπευτικές επιλογές. Είναι εξίσου σημαντικό να εξασφαλιστεί μια συντονισμένη παγκόσμια αντίδραση, η οποία θα περιλαμβάνει τη συμμετοχή όλων των βασικών ενδιαφερομένων και των εμπλεκομένων μερών. Στο πλαίσιο του δικαιώματος στην υγεία πρέπει να διατηρηθούν οι συντονισμένες προσπάθειες για την υλοποίηση του δικαιώματος στην υγεία, ώστε να ενισχυθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων συνιστωσών της κοινωνίας των πολιτών.
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ
Μακροπρόθεσμα, τα κράτη που έχουν πληγεί σοβαρά από τον ιό θα χρειαστούν υποστήριξη και διεθνή αλληλεγγύη, καθώς ανοικοδομούν τα συστήματα υγείας και τις οικονομίες τους. Η επιδημία του COVID-19 μπορεί επίσης να αναδείξει διαρθρωτικές αποτυχίες και ρωγμές στα συστήματα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης των κρατών, τα οποία θα χρειαστούν επενδύσεις και χρόνο για αποκατάσταση. Οι ομάδες που έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα και δυσανάλογα από την επιδημία μπορεί επίσης να έχουν ανάγκη από στοχευμένη βοήθεια. Η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη όχι μόνο θα απαιτήσει την υποστήριξη και την ενίσχυση των συστημάτων υγείας σε χώρες όπου είναι αδύναμες, αλλά και την αναγνώριση των ευρύτερων επιπτώσεων της επιδημίας στις οικονομίες και την ανάπτυξη των χωρών που έχουν πληγεί. Οι εκθέσεις αναγνωρίζουν ήδη τις πιθανές παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις του COVID-19 και οι χώρες με λιγότερους πόρους, οι μικρότερες βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις χωρίς μεγάλα οικονομικά αποθέματα, καθώς και τα άτομα που εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας και σε χαμηλότερα εισοδήματα είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις τους πιο σοβαρά. Οποιαδήποτε στρατηγική για μακροπρόθεσμη ανάκαμψη πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις επιπτώσεις και την ανάγκη αντιμετώπισής τους.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί όλες τις κυβερνήσεις και άλλους εμπλεκόμενους φορείς να διασφαλίσουν ότι όλες οι στρατηγικές αντιμετώπισης της έξαρσης του COVID-19 θα συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές ανάγκες των περιθωριοποιημένων ομάδων και ανθρώπων και των ατόμων που κινδυνεύουν περισσότερο, και ότι οι ειδικοί κίνδυνοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα που συνδέονται με οποιαδήποτε συγκεκριμένη στρατηγική θα αντιμετωπίζονται και θα μετριάζονται.
Δείτε εδώ την έκθεση στα αγγλικά.