ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΠΛΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Το εμπόριο όπλων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική δείχνει την αποτυχία στον έλεγχο των εξαγωγών
Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και οι ευρωπαϊκές χώρες προμήθευσαν με μεγάλες ποσότητες όπλων τις καταπιεστικές κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής πριν τις φετινές εξεγέρσεις, παρά τις ενδείξεις ότι υπήρχε ουσιαστικός κίνδυνος αυτά να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δήλωσε σήμερα σε νέα έκθεση η Διεθνής Αμνηστία.
Η Μεταφορές Όπλων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική: Μαθήματα για μια Αποτελεσματική Συνθήκη Εμπορίου Όπλων εξετάζει τις μεταφορές όπλων στο Μπαχρέιν, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη από το 2005.
«Αυτά τα ευρήματα τονίζουν την πλήρη αποτυχία των υπαρχόντων ελέγχων των εξαγωγών όπλων, με όλα τους τα κενά, και υπογραμμίζουν την ανάγκη για μια αποτελεσματική παγκόσμια Συνθήκη Εμπορίου Όπλων που θα λαμβάνει πλήρως υπόψη της την ανάγκη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.» δήλωσε η Helen Hughes, βασική ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για το εμπόριο όπλων σε αυτή την έκθεση.
Οι κυβερνήσεις που δηλώνουν τώρα την αλληλεγγύη τους στους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής είναι ακριβώς οι ίδιες που μέχρι πρόσφατα προμήθευαν όπλα, σφαίρες καθώς και στρατιωτικό και αστυνομικό εξοπλισμό σχεδιασμένα για να δολοφονούν, να τραυματίζουν και να κρατούν αυθαίρετα χιλιάδες ειρηνικούς διαδηλωτές σε πολιτείες, όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος, και ακόμη και τώρα χρησιμοποιούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας στη Συρία και την Υεμένη.
Οι βασικοί προμηθευτές όπλων για τις πέντε χώρες που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση είναι η Αυστρία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία,η Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.
Τουλάχιστον 11 κράτη παρείχαν στρατιωτική βοήθεια ή επέτρεψαν εξαγωγές οπλισμού, πυρομαχικών και σχετικού εξοπλισμού στην Υεμένη, όπου περίπου 200 διαδηλωτές έχασαν τις ζωές τους το 2011. Αυτά συμπεριλαμβάνουν τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ομοσπονδία της Ρωσίας, την Τουρκία, την Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.
Παρά τη συνεχιζόμενη απάνθρωπη δίωξη των διαδηλωτών, η διεθνής κοινότητα απέτυχε να αναλάβει δυναμική δράση για την αναχαίτιση της μεταφοράς όπλων στην Υεμένη.
Η απόκτηση δεδομένων για τα όπλα στη Συρία είναι δύσκολη, καθώς πολύ λίγες κυβερνήσεις αναφέρονται επίσημα στο εμπόριο όπλων τους με τη συριακή κυβέρνηση. Αλλά είναι γνωστό ότι ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στη Συρία είναι η Ομοσπονδία της Ρωσίας, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, διοχετεύει το 10% των εξαγωγών όπλων της εκεί.
Η Ρωσία δε δημοσιεύει ετήσια έκθεση για τις εξαγωγές όπλων, πράγμα που σημαίνει ότι η μεταφορά όπλων της στην περιοχή δε μπορεί να ποσοτικοποιηθεί.
Η Ινδία ενέκρινε την παροχή τεθωρακισμένων οχημάτων στη Συρία, ενώ η Γαλλία πουλούσε πυρομαχικά μεταξύ του 2005 και του 2009.
Η Διεθνής Αμνηστία αναγνώρισε 10 κράτη οι κυβερνήσεις των οποίων έδωσαν την άδεια για παροχή οπλισμού, πυρομαχικών και σχετικού εξοπλισμού στο λιβυκό καθεστώς του Συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι από το 2005, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ρωσία, η Ισπανία, η Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη διάρκεια της σύγκρουσης, οι δυνάμεις του Καντάφι διέπραξαν εγκλήματα πολέμου και παραβιάσεις που ισοδυναμούν σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Στο Misratah, ενόσω βομβαρδιζόταν από τις δυνάμεις του Καντάφι νωρίτερα φέτος, η Διεθνής Αμνηστία ανακάλυψε ισπανικές βόμβες διασποράς και φορτία βλημάτων τύπου ΜΑΤ-120, αδειοδοτημένα για πώληση το 2007. Αυτός ο εξοπλισμός τώρα είναι απαγορευμένος σύμφωνα με τη Σύμβαση για τις Βόμβες Διασποράς την οποία η Ισπανία υπέγραψε λιγότερο από ένα χρόνο μετά την παροχή βομβών στη Λιβύη.
Πολύς από τον βαρύ οπλισμό που βρέθηκε στη Λιβύη από ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας φέρεται να έχει κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου -ρωσικός ή σοβιετικός-, ιδιαίτερα οι ρουκέτες Grad, οι οποίες είναι εγγενώς αδιάκριτες και έχουν ευρέως χρησιμοποιηθεί και από τα δύο στρατόπεδα στη διάρκεια της σύγκρουσης. Πολλά από τα πυρομαχικά που βρέθηκαν ήταν επίσης κινέζικης, βουλγαρικής και ιταλικής προέλευσης όπως αντιαρματικές νάρκες Τύπου 72, πυρασφάλειες και πυροβολικά 155 χιλιοστών, αντίστοιχα
Τουλάχιστον 20 κράτη πούλησαν και παρείχαν μικρά όπλα, πυρομαχικά, δακρυγόνα και παράγοντες ελέγχου των ταραχών και άλλον εξοπλισμό στην Αίγυπτο. Οι ΗΠΑ έχουν υπάρξει οι μεγαλύτεροι προμηθευτές – παρέχοντας ετησίως 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Άλλα κράτη συμπεριλαμβάνουν την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Ελβετία.
Τα κυνηγετικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως τόσο στην Αίγυπτο όσο και στο Μπαχρέιν από τις δυνάμεις ασφαλείας με καταστροφικό, θαναηφόρο αποτέλεσμα.
Η Διεθνής Αμνηστία αναγνώρισε ότι η διεθνής κοινότητα πραγματοποίησε κάποια βήματα φέτος για τον περιορισμό των διεθνών μεταφορών όπλων στο Μπαχρέιν, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη. Ωστόσο η οργάνωση δήλωσε ότι οι τρέχοντες έλεγχοι εξαγωγής όπλων είχαν αποτύχει να εμποδίσουν τη μεταφορά όπλων τα προηγούμενα χρόνια.
«Οι απαγορεύσεις όπλων είναι συνήθως μια περίπτωση «ανεπαρκούς λύσης η οποία έρχεται πολύ αργά», όταν πρόκειται για κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,» δήλωσε η Helen Hughes.
«Αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι μια αυστηρή, ατομική εξέταση για κάθε μεταφορά όπλων που προτείνεται, έτσι ώστε εάν υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν τα όπλα για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε η κυβέρνηση πρέπει να δείξει το κόκκινο φως.»
«Αυτός ο προληπτικός «Χρυσός Κανόνας» βρίσκεται ήδη στο προσχέδιο για τις συζητήσεις που αφορούν τη Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων, που ανακεφαλαιώνονται στον ΟΗΕ το Φεβρουάριο. Αν οι μεγαλοεξαγωγείς όπλων αποτύχουν στην υιοθέτηση του Χρυσού Κανόνα, και συνεχίσουν από αμέλεια την προσέγγιση του τύπου «μια συνηθισμένη υπόθεση», τροφοδοτώντας την κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως την έχουμε δει με τα μάτια μας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής φέτος, τότε θα συνθλίψει άσκοπα ζωές και θα υπονομεύσει την παγκόσμια ασφάλεια.»