ΓΑΛΛΙΑ: ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΛΥΘΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝΤΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΗΛΩΣΗ
10 Νοεμβρίου 2005
Στις 9 Νοεμβρίου, μετά τη σοβαρή αναταραχή σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη τη Γαλλία, η γαλλική κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, με βάση νόμο που θεσπίστηκε το 1955 και έκτοτε έχει εφαρμοστεί μόνο μία φορά, ο οποίος επιτρέπει στους Νομάρχες να «λάβουν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 5 του νόμου μέτρα, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης». Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η εφαρμογή απαγόρευσης κυκλοφορίας σε περιορισμένες περιοχές και χρόνους, ενώ μπορεί να επιτραπεί στα μέλη των σωμάτων ασφαλείας να πραγματοποιούν έρευνες χωρίς ένταλμα, να κλείνουν κάθε είδους χώρους δημοσίων συναθροίσεων ή να θέτουν ανθρώπους υπό «κατ' οίκον περιορισμό».
Την ίδια ημέρα, ο Υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε ότι διέταξε τους Νομάρχες να προχωρήσουν στην άμεση απέλαση όσων καταδικάζονται για ποινικά αδικήματα κατά τη διάρκεια των ταραχών, είτε είναι τακτοποιημένη είτε παράτυπη η διοικητική τους κατάσταση, περιλαμβανομένων όσων είναι κάτοχοι άδειας παραμονής.
Η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει την ανησυχία ότι αυτή η διαδικασία απέλασης θα θεωρηθεί μορφή τιμωρίας και ότι όσοι απειλούνται με απέλαση ενδέχεται να στερηθούν την πρόσβαση σε δίκαιη και δημόσια ακροαματική διαδικασία ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου για να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους κατά της διοικητικής απόφασης. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι αυτή η διοικητική διαταγή έχει χαρακτήρα διάκρισης, καθώς έχει αποκλειστικό στόχο αλλοδαπούς υπηκόους. Η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει επίσης ανησυχία για τις επιπτώσεις που ενδεχομένως θα έχουν οι απελάσεις στα μέλη των οικογενειών αυτών των ανθρώπων. Το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προστατεύεται από το ʼρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες (ECHR).
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τη γαλλική κυβέρνηση να μην απελάσει κανέναν σε χώρα όπου θα διέτρεχε ενδεχομένως κίνδυνο βασανισμού ή κακομεταχείρισης. Το ʼρθρο 3 της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και ʼλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CAT) απαγορεύει στα Κράτη-Μέλη να απελαύνουν, να επαναπατρίζουν ή να εκδίδουν ένα άτομο σε άλλο Κράτος «όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα διέτρεχε κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια».
Η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει επίσης την ανησυχία ότι τα μέτρα που έλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών ενδέχεται να θέτουν σε κίνδυνο απέλασης ανθρώπους που είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες ή που βρίσκονται στη διαδικασία αίτησης ασύλου. Το ʼρθρο 33 της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων (Σύμβαση για τους Πρόσφυγες) του 1951 απαγορεύει την απέλαση ή επαναπροώθηση (refoulement) προσφύγων εκεί όπου «η ζωή ή η ελευθερία τους απειλούνται για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων». Η Γαλλία μετέχει στη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες και επομένως δεσμεύεται από την υποχρέωση να μην υποβάλει πρόσφυγες σε απέλαση ή επαναπροώθηση.
Η Διεθνής Αμνηστία, αν και αναγνωρίζει το καθήκον του γαλλικού κράτους να προστατεύσει τον πληθυσμό του από βίαιες εγκληματικές πράξεις, εκφράζει ωστόσο την ανησυχία ότι ορισμένα από τα μέτρα ενδέχεται να οδηγήσουν σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καλεί τις αρχές να διασφαλίσουν ότι όλα τα μέτρα που λαμβάνονται για αυτόν τον σκοπό είναι απαραίτητα και αναλογικά. Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, ο περιορισμός συγκεκριμένων εγγυήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να είναι απαραίτητος: πρέπει να «απαιτείται αυστηρά από τις απαιτήσεις της κατάστασης». Οποιοδήποτε μέτρο λαμβάνεται για τον περιορισμό μιας εγγύησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά τη διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης πρέπει επίσης να είναι αναλογικό. Η αρχή της αναλογικότητας σημαίνει ότι τα μέτρα δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σύγκριση με την απειλή και πρέπει να αντιστοιχούν σε μια γνήσια απειλή ή σε μια υπαρκτή πρακτική που οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις, και όχι σε μια υποτιθέμενη απειλή ή σε έναν γενικευμένο φόβο.
Το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα προβλέπει επίσης εγγυήσεις δέουσας διαδικασίας όσον αφορά τις απελάσεις. Το ʼρθρο 13 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) απαιτεί οποιαδήποτε απόφαση απέλασης αλλοδαπού από το έδαφος Κράτους-Μέλους του ICCPR να λαμβάνεται «σύμφωνα προς τον νόμο». Αν δεν υπάρχουν πιεστικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας, στο υπό απέλαση πρόσωπο πρέπει να επιτρέπεται να επιχειρηματολογήσει κατά της απέλασής του, να εκπροσωπείται, και να επανεξετάζεται η υπόθεσή του από «αρμόδια αρχή».
Η διεθνής οργάνωσης ζητά να διασφαλιστούν, σε όσους συλλαμβάνονται και δικάζονται σε σχέση με την αναταραχή, όλα τα δικονομικά δικαιώματα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τα διεθνή θεσμικά κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Διεθνής Αμνηστία παροτρύνει επίσης τις αρχές να διερευνήσουν διεξοδικά και ανεξάρτητα όλους τους ισχυρισμούς για υπερβολική χρήση βίας και ρατσιστικές ύβρεις από μέλη των σωμάτων ασφαλείας.
Η οργάνωση παροτρύνει επιπλέον την κυβέρνηση να διασφαλίσει ότι οι επίσημες δηλώσεις και τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται δεν βάζουν στο στόχαστρο συνολικά τις κοινότητες Γάλλων υπηκόων βορειοαφρικανικής ή υποσαχάριας καταγωγής ή τους μετανάστες. Τέτοιου είδους δηλώσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιθέσεις ιδιωτών εναντίων μελών αυτών των κοινοτήτων.
Η Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει στο παρελθόν ανησυχίες προς τις κυβερνητικές αρχές σχετικά με καταγγελίες για ρατσιστική και διακριτική μεταχείριση εθνοτικών μειονοτήτων. Συγκεκριμένα, στην έκθεσή της τον Απρίλιο 2005 με τίτλο «Γαλλία: Αναζήτηση δικαιοσύνης - Η ουσιαστική ατιμωρησία μελών των σωμάτων ασφαλείας σε υποθέσεις πυροβολισμών, θανάτων κατά την κράτηση ή βασανισμού και κακομεταχείρισης» (AI Index: EUR 21/001/2005), η οργάνωση επισήμαινε ότι οι περισσότερες υποθέσεις φερόμενης κακομεταχείρισης από μέλη των σωμάτων ασφαλείας αφορούσαν πρόσωπα μη ευρωπαϊκής εθνοτικής προέλευσης που συχνά κατάγονταν από τη Βόρεια ή την Υποσαχάρια Αφρική.
Ο αριθμός καταγγελιών κακομεταχείρισης έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Έχει επίσης σημειωθεί αύξηση των κρουσμάτων τέτοιου είδους, ιδίως στο πλαίσιο αστυνομικών ελέγχων ταυτότητας ή υπό αστυνομική κράτηση. Οι έλεγχοι ταυτότητας συχνά εκφυλίζονται σε βίαιες ενέργειες και, σε πολλές περιπτώσεις, αυτές είναι αποτέλεσμα επιθετικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς μελών των σωμάτων ασφαλείας.
Η έκθεση επεσήμαινε επίσης στοιχεία για την εκτεταμένη παράλειψη του δικαστικού συστήματος να διώξει ποινικά και να τιμωρήσει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται από μέλη των σωμάτων ασφαλείας. Αυτό το μοτίβο ατιμωρησίας συμβάλλει σε έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού ότι τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας ενεργούν υπό το κράτος δικαίου και ότι είναι υπόλογα για τις πράξεις τους.
Η Διεθνής Αμνηστία επαναλαμβάνει τις συστάσεις, που είχε κάνει τον Απρίλιο προς τη γαλλική κυβέρνηση και άλλες συναφείς αρχές:
- Να επανεξετάσουν τις διαδικασίες, τις οδηγίες και την εφαρμογή τους σε σχέση με τους ελέγχους ταυτότητας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν πραγματοποιούνται με τρόπου που ενέχει διακρίσεις,
- Να επιβάλουν και να επιτηρήσουν την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας που απαγορεύει τις ρατσιστικές ύβρεις,
- Να διασφαλίσουν τη σωστή εφαρμογή των διατάξεων για τα ρατσιστικά κίνητρα ως επιβαρυντικό παράγοντα σε συγκεκριμένα αδικήματα,
- Να υπογράψουν και να επικυρώσουν το 12ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR), το οποίο διατυπώνει γενική απαγόρευση των διακρίσεων, περιλαμβανομένων των διακρίσεων από οποιαδήποτε δημόσια αρχή,
- Να υπογράψουν και να επικυρώσουν τη Σύμβαση-Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων.
Γενικές πληροφορίες
Στις 8 Νοεμβρίου ο Πρωθυπουργός αντέδρασε στη σοβαρή αναταραχή στη Γαλλία παραδεχόμενος ότι χρειάζονται σοβαρά μέτρα με στόχο τον τερματισμό του κοινωνικού αποκλεισμού στις μειονεκτούσες περιοχές.
Έναυσμα της αναταραχής ήταν ο αμφισβητούμενος θάνατος δύο αγοριών που λέγεται ότι προσπαθούσαν να διαφύγουν από αστυνομικό έλεγχο ταυτότητας στις 27 Οκτωβρίου στο Κλισί-σου-Μπουά, κοντά στο Παρίσι.
Ταραχές εκδηλώθηκαν κυρίως σε περιοχές όπου κατοικούν σε μεγάλο αριθμό κοινότητες Γάλλων υπηκόων βορειοαφρικανικής και υποσαχάριας καταγωγής καθώς και μετανάστες, για να εκφράσουν την απογοήτευσή τους για τη γαλλική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων σε σχέση με τις πρακτικές διακρίσεων και την επακόλουθη έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και τις κοινωνικές ανισότητες που πλήττουν αυτές τις περιοχές, καθώς και για να εκφράσουν την οργή τους για τη συχνά ρατσιστική και επιθετική συμπεριφορά μελών των σωμάτων ασφαλείας.
Η βία εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα πλήττοντας κωμοπόλεις και μεγάλα αστικά κέντρα, μεταξύ των οποίων της Τουλούζ, τη Μασσαλία, τη Νις, τη Ρουέν, το Στρασβούργο, τη Λίλ, τη Ντιζόν και την Αβινιόν. Ένας κάτοικος του Σεν-σεντ Ντενίς, ο Ζαν-Ζακ Λε Σεναντέκ, 61 ετών, υπέκυψε στα τραύματα που υπέστη από επίθεση στις 4 Νοεμβρίου. Περισσότερα από 30 μέλη των σωμάτων ασφαλείας τραυματίστηκαν και αναφέρθηκαν ζημιές σε κτίρια και αυτοκίνητα. Μέχρι τις 9 Νοεμβρίου είχαν συλληφθεί από την αστυνομία 1.124 άτομα, περιλαμβανομένων ανηλίκων.