ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΑΛΛΑ ΑΚΟΜΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ

Δημοσιεύθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2006, 00:00Εκτύπωση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Θα συζητηθεί στην ελληνική Βουλή τις επόμενες ημέρες
15 Σεπτεμβρίου 2006
Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να συζητηθεί και να ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία, τροποποιημένο μετά τη δημόσια διαβούλευση στην οποία υποβλήθηκε, αλλά ακόμη προβληματικό.

«Παρ' όλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορικό το γεγονός, ότι για πρώτη φορά στη χώρα μας τα κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας θα μπορούν να αναγνωρίζονται ως τέτοια και να αντιμετωπίζονται νομικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για επίλυση του προβλήματος, αλλά για ένα πρώτο βήμα αντιμετώπισής του από την Πολιτεία», δήλωσε ο Γεράσιμος Κουβαράς, Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.

Το σχέδιο νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας κατατέθηκε στη Βουλή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης στις 27 Ιουλίου, αφού προηγήθηκε δημόσια διαβούλευση με κοινωνικούς φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, κατόπιν της οποίας υποβλήθηκε σε ορισμένες αλλαγές. Εξακολουθεί, ωστόσο, να χαρακτηρίζεται από σημαντικές ελλείψεις, τις οποίες η Διεθνής Αμνηστία είχε επισημάνει ήδη στην κριτική της επί του αρχικού σχεδίου νόμου, ενώ οι επισημάνσεις της συμπεριλήφθηκαν στις σχετικές παρατηρήσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Θετική κρίνεται η αλλαγή που παρατηρείται στο πνεύμα και τη φρασεολογία της Αιτιολογικής Έκθεσης του σχεδίου νόμου, όπου πλέον η βία κατά των γυναικών αντιμετωπίζεται ρητά ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραβίαση βασικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, αν και η σχετική αναφορά παραμένει ανεπαρκής.

Επίσης θετική, και σύμφωνη με τις συστάσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, κρίνεται η αναφορά στη Διακήρυξης του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών και της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κατάργηση κάθε Μορφής Διάκρισης σε Βάρος των Γυναικών και μάλιστα σε συσχετισμό με το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, το οποίο αφορά την απαγόρευση της άσκησης βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας.

Εν μέρει δεκτή έγινε η σύσταση να αναγνωριστεί η ανάγκη κατάλληλης εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων δημόσιων λειτουργών, όμως δεν προβλέπεται η ανάγκη εκπαίδευσης όλων των εμπλεκόμενων ούτε προβλέπεται ρητά και δεσμευτικά η διαδικασία εκπαίδευσης των αστυνομικών υπαλλήλων (και των λοιπών εμπλεκομένων δημόσιων λειτουργών) ούτε και ο τρόπος και ο φορέας διεκπεραίωσής της.

?λλες αλλαγές, που τείνουν στην καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου, υπάρχουν σε διάφορα σημεία του Σχεδίου Νόμου. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν αρκετές ελλείψεις και αρνητικά σημεία, τα οποία είχε επισημάνει η Διεθνής Αμνηστία στην προηγούμενη κριτική της. Μάλιστα, από τις επιμέρους δεκαπέντε συστάσεις, που είχε διατυπώσει η οργάνωση, καμία δεν φαίνεται να έγινε αποδεκτή, τουλάχιστον πλήρως.

Μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου επιφυλάσσει στις εισαγγελικές αρχές τον ρόλο του οικογενειακού συμβούλου, έναν ρόλο που οι εισαγγελείς δεν είναι αρμόδιοι να επιτελούν, ούτε και απαιτήθηκε ποτέ να διαθέτουν σχετική επιστημονική κατάρτιση.

Επίσης, το άρθρο 7 του σχεδίου νόμου συνεχίζει να αναφέρεται σε πιθανή υποχρέωση της γυναίκας να δεχθεί σεξουαλική πράξη, παρ' όλο που στην Αιτιολογική Έκθεση χαρακτηρίζεται αβάσιμο το επιχείρημα περί υποχρέωσης των συζύγων σε γενετήσια συνεύρεση.

Εκτός αυτού, η Διεθνής Αμνηστία συνεχίζει να έχει σοβαρές επιφυλάξεις για την εφαρμογή του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου τα δύο μέρη δεν διαθέτουν την ίδια αυτονομία και δυνατότητα να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους. Υπάρχουν καταλληλότερα μέτρα, τα οποία πρέπει να συμπληρώνουν και όχι να υποκαθιστούν την ποινική δίωξη.

Σημαντικό είναι, άλλωστε, ότι το τροποποιημένο σχέδιο νόμου συνεχίζει να προβάλλει τον στόχο της διατήρησης του θεσμού της οικογένειας ως προτεραιότητα έναντι της προστασίας και αποκατάστασης του θύματος. Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ότι ο θεσμός εισήχθη αρχικά στην ελληνική νομοθεσία για τη διευθέτηση διενέξεων μεταξύ ανηλίκου και ενηλίκων. Όταν ο θεσμός επεκτείνεται και στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, που αφορούν ενηλίκους, δίνεται η εντύπωση ότι υποβαθμίζεται η σοβαρότητά τους.

Η Διεθνής Αμνηστία επιφυλάσσεται να κρίνει το τελικό κείμενο του νόμου, που θα ψηφιστεί από τη Βουλή, καθώς και την εφαρμογή του στην πράξη, επισημαίνει όμως ότι θα απαιτηθεί σαφώς μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση, καθώς και γενναιότερα βήματα, προκειμένου να μπορούμε να μιλήσουμε για ουσιαστική προσπάθεια της Πολιτείας να επιλυθεί το παγιωμένο πρόβλημα της βίας στην οικογένεια.

- Υποστηρίξτε την παγκόσμια εκστρατεία της Διεθνούς Αμνηστίας «Να σταματήσουμε τη Βία κατά των Γυναικών». Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.amnesty.gr/actforwomen

 

 

Λεπτομερής σχολιασμός του τροποποιημένου σχεδίου νόμου:

 

Δημόσιο έγγραφο

διεθνής αμνηστία

Ελλάδα

 

Σχολιασμός του τροποποιημένου

Σχεδίου Νόμου «Για την Αντιμετώπιση

της Ενδοοικογενειακής Βίας»

Σεπτέμβριος 2006

 

Γενικές παρατηρήσεις

Το τροποποιημένο σχέδιο νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», το οποίο κατατέθηκε στις 27 Ιουλίου στη Βουλή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ενώ είχε προηγηθεί δημόσια διαβούλευση με κοινωνικούς φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις, έχει υποστεί ορισμένες αλλαγές. Ωστόσο, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντικές ελλείψεις, τις οποίες η Διεθνής Αμνηστία είχε επισημάνει στην κριτική της επί του αρχικού σχεδίου νόμου (20 Φεβρουαρίου 2006) και οι οποίες συμπεριελήφθησαν στις σχετικές παρατηρήσεις της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Παρατηρείται αλλαγή στο πνεύμα και τη γλώσσα της Αιτιολογικής Έκθεσης του τροποποιημένου σχεδίου νόμου ως προς την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είχε συστήσει η Διεθνής Αμνηστία. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι η ενδοοικογενειακή βία στρέφεται πρωτίστως κατά των γυναικών, «παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της ισότητας των δυο φύλων [...] με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται [...] η ελεύθερη ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας».

Επίσης, στην αναθεωρημένη Αιτιολογική Έκθεση αναγνωρίζεται «η ενδοικογενειακή βία [?] ως σοβαρή κοινωνική παθογένεια, που παραβιάζει ατομικές ελευθερίες κυρίως των γυναικών, οι οποίες και πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από το φαινόμενο». Οι συγκεκριμένες τροποποιήσεις κρίνονται αναγκαίες και θετικές, ωστόσο ανεπαρκείς καθώς δεν γίνεται πλήρης αναφορά στο περίπλοκο πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών. Όπως είχε επισημάνει αρχικώς η Διεθνής Αμνηστία, «[?] μία σύγχρονη νομοθεσία θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι η βία στην οικογένεια [...] σχετίζεται με την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας και τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των δυο φύλων, διαιωνίζοντας διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και αναπαράγοντας στερεότυπα». Γι' αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα από το νομοθέτη όχι μόνο για την αρωγή, τη στήριξη και την προστασία του θύματος, καθώς και την τιμωρία του δράστη, αλλά και για την εξάλειψη των στερεοτύπων, την κατάργηση των διακρίσεων και την πρόληψη, στοιχεία τα οποία απουσιάζουν και από το τροποποιημένο σχέδιο νόμου.

Αποσαφηνίζονται οι τροποποιημένες διατάξεις που προβλέπουν ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου και ότι αναγνωρίζεται ο βιασμός και η κατάχρηση σε ασέλγεια εντός του γάμου και ποινικοποιούνται. Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται συγκεκριμένα, ότι «[...] ορισμένα γενετήσια εγκλήματα, όπως ο βιασμός και η κατάχρηση σε ασέλγεια, περιλαμβάνονται στις μορφές ενδοοικογενειακής βίας, οι οποίες ποινικοποιούνται, [και] η χώρα μας προσαρμόζει την εσωτερική νομοθεσία σύμφωνα με όσα αναφέρονται για το συγκεκριμένο φαινόμενο [...] στη Διακήρυξη του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών (1993) και στη σύμβαση CEDAW για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών».

Θετική κρίνεται η μνεία που γίνεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου σχεδίου νόμου, της Διακήρυξης του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών και της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κατάργηση κάθε Μορφής Διάκρισης σε Βάρος των Γυναικών και μάλιστα σε συσχετισμό με το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου, το οποίο αφορά την απαγόρευση της άσκησης βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας. Στο σημείο αυτό φαίνεται πάλι να έλαβαν υπόψη τους οι συντάκτες του σχεδίου νόμου την κριτική της ΔΑ για ερμηνεία της «βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας» με βάση τα πιο πάνω διεθνή κείμενα.

Ακόμα, θεωρείται θετική η πρόβλεψη ότι το αρμόδιο δικαστικό όργανο, που επιβάλλει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο με σκοπό την προστασία του θύματος, μπορεί να ζητήσει συμβουλευτικά τη γνώμη επιστημόνων εξειδικευμένων στα ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή παραμένει αόριστη και ασαφής, ενώ περιορίζει κατά πολύ το ρόλο των εξειδικευμένων επιστημόνων στις συγκεκριμένες υποθέσεις. Αντιθέτως, όπως διαπιστώνεται και από τις ρυθμίσεις για το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, το σχέδιο νόμου επιφυλάσσει στις εισαγγελικές αρχές το ρόλο του οικογενειακού συμβούλου, ένα ρόλο που οι εισαγγελείς δεν είναι αρμόδιοι να επιτελούν, ούτε και απαιτήθηκε ποτέ να διαθέτουν σχετική επιστημονική κατάρτιση.

Επιπλέον, έγινε δεκτή εν μέρει η σύσταση της Διεθνούς Αμνηστίας και πολλών άλλων φορέων για την ανάγκη κατάλληλης εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων δημόσιων λειτουργών, καθώς στην αιτιολογική έκθεση του νέου Σχεδίου Νόμου αναφέρεται ότι οι υπάλληλοι των αρμόδιων αστυνομικών αρχών «επιβάλλεται να ενημερώνονται και να εκπαιδεύονται διαρκώς, ώστε να επιτυγχάνεται ο καλύτερος δυνατός χειρισμός των υποθέσεων αυτών και η μεγαλύτερη δυνατή ψυχική ανακούφιση και παροχή ουσιαστικής βοήθειας στο θύμα». Ωστόσο, δεν προβλέπεται η ανάγκη εκπαίδευσης όλων των εμπλεκόμενων ούτε προβλέπεται ρητά και δεσμευτικά η διαδικασία εκπαίδευσης των αστυνομικών υπαλλήλων (και των λοιπών εμπλεκομένων δημόσιων λειτουργών) ούτε και ο τρόπος και ο φορέας διεκπεραίωσής της.

Περαιτέρω, αλλαγές, που τείνουν στην καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου, υπάρχουν σε διάφορα σημεία του Σχεδίου Νόμου. Σημαντικό είναι ότι υπάγεται πλέον στην έννοια της οικογένειας, κατά το άρθρο 1 παρ. 2, «κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια». Επίσης, με το νέο σχέδιο νόμου υπάγονται στην έννοια της ενδοοικογενειακής βίας κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (αρ. 299 ΠΚ) και της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (αρ. 311 ΠΚ) και σύμφωνα με το άρθρο 8 η κατάχρηση σε ασέλγεια.

Ως προς την διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης, απαιτείται πλέον για την έναρξή της, σε περίπτωση πλειονότητας δραστών ή θυμάτων, συμφωνία μεταξύ τους (άρθρο 12 παρ. 6). Αναφορικά δε με τους περιοριστικούς όρους, μπορούν να διαταχθούν πλέον όχι μόνο από το ποινικό δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση, αλλά και από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο (άρθρο 18 παρ. 1), ενώ για την ανάκληση, αντικατάσταση ή τροποποίηση τους μπορεί να ζητηθεί, συμβουλευτικά, η γνώμη ψυχιάτρων, ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επιστημόνων με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας (άρθρο 18 παρ. 3). Τέλος, η αρωγή των θυμάτων ανατίθεται πλέον και σε κοινωνικές υπηρεσίες ΟΤΑ (άρθρο 21).

 

Επιμέρους συστάσεις της Διεθνούς Αμνηστίας

Παρά τις πιο πάνω βελτιωτικές αλλαγές, που επήλθαν με το νέο σχέδιο νόμου «Για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας», εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές ελλείψεις και αρνητικά σημεία, τα οποία είχε επισημάνει η Διεθνής Αμνηστία στην προηγούμενη κριτική της. Μάλιστα, από τις επιμέρους δεκαπέντε συστάσεις, που είχε διατυπώσει η οργάνωση, καμία δεν φαίνεται να έγινε αποδεκτή, ή τουλάχιστον, πλήρως.

Ειδικότερα, ως προς τη σύσταση Νο. 2 παραμένει ασαφής ο ορισμός της «άσκησης βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας», που απαγορεύεται κατά το άρθρο 2 του σχεδίου νόμου. Η απλή μνεία στην αιτιολογική έκθεση, αναφορικά με το άρθρο 2, της Διακήρυξης του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών και της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κατάργηση κάθε Μορφής Διάκρισης σε Βάρος των Γυναικών δεν επαρκεί για τον ορισμό του πιο πάνω όρου.

Επίσης, οι συστάσεις Νο. 3, 7, 9, 12, 13, 14, 15 της Διεθνούς Αμνηστίας φαίνεται πως δεν έγιναν αποδεκτές από τους συντάκτες του σχεδίου νόμου, ενώ ειδικότερα:

  • Ως προς τη σύσταση Νο. 4, στο άρθρο 7 του τροποποιημένου σχεδίου νόμου δεν απαλείφθηκε ο όρος «χωρίς το θύμα να υποχρεούται» για να αντικατασταθεί από το «χωρίς το θύμα να συναινεί». Ωστόσο, στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ως αβάσιμο το επιχείρημα περί υποχρέωσης των συζύγων σε γενετήσια συνεύρεση.

Δεν υπάρχουν εξαναγκαστικές κατά το νόμο υποχρεώσεις των συζύγων, πολλώ μάλλον υποχρεώσεις των συζύγων, για την τέλεση των οποίων να χωρεί κατά το νόμο άσκηση βίας ή απειλής. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι με τη συγκεκριμένη διάταξη χωρεί ερμηνεία των υποχρεώσεων των συζύγων με βάση κοινωνικές αντιλήψεις, έτσι ώστε να συγχωρείται η άσκηση βίας και απειλής κατά περιπτώσεις.

  • Ως προς τη σύσταση Νο. 6, δεν απαλείφθηκε ο όρος «συμβουλευτικό» σχετικά με το πρόγραμμα, που παρακολουθεί ο δράστης κατά την ποινική διαμεσολάβηση και το οποίο θα έπρεπε να έχει αναμορφωτικό χαρακτήρα.
  • Η σύσταση Νο. 8 περί δωρεάν νομικής αρωγής, εάν παρίσταται ανάγκη, και εκστρατειών ενημέρωσης του κοινού, δεν έγινε δεκτή.

Σε μία συνολική εκτίμηση, στο τροποποιημένο σχέδιο νόμου οι προβλέψεις για την αρωγή των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας παραμένουν ελλιπέστατες και ανεπαρκείς, δεν προβλέπεται σαφής διαδικασία ενημέρωσης και παραπομπής του θύματος στους αρμόδιους φορείς, ενώ η επισήμανση της ύπαρξης ξενώνων φιλοξενίας αναφέρεται αόριστα στο σχέδιο νόμου (?ρθρα 6, 9 και 21).

Εντούτοις, κρίνονται θετικές οι προτάσεις του υπουργείου Εσωτερικών (8 Αυγούστου 2006) για την ενίσχυση των υπηρεσιών αρωγής και τη δημιουργία ξενώνων από την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και για τη συμμετοχή ΜΚΟ στις σχετικές δράσεις. Ωστόσο, δεν προβλέπεται συγκεκριμένο κονδύλιο επί του προϋπολογισμού, το οποίο να καλύπτει συνολικά και σε όλα τα επίπεδα (πρόληψη, ενημέρωση, ευαισθητοποίηση, αρωγή, στήριξη, αποκατάσταση, τιμωρία, σωφρονισμός) ένα εθνικό πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας.

Επίσης, Διεθνής Αμνηστία εκτιμά ότι θα έπρεπε να απαλειφθεί η διατύπωση του άρθρου 21, παρ. 2, που προβλέπει ότι «οι αστυνομικές αρχές [...] υποχρεούνται, εφόσον το ζητήσει το θύμα, να ενημερώσουν αυτό και τους παραπάνω φορείς, ώστε να παρασχεθεί [...] αρωγή». Η ενημέρωση θα πρέπει να παρέχεται ούτως ή άλλως στο θύμα, το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων αγνοεί τα ισχύοντα και αντιμετωπίζει με φόβο και δυσπιστία τους κρατικούς λειτουργούς.

  • Ως προς τη σύσταση Νο. 10 σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια του κράτους για τη δίωξη και τιμωρία των υπαιτιών, σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο νόμου αντανακλά την επιθυμία του κράτους αφενός για δίωξη των υπαιτίων πράξεων ενδοοικογενειακής βίας κι αφετέρου για προστασία των θυμάτων και των μαρτύρων. Εξ ου και θεσπίζεται η αυτεπάγγελτη δίωξη αυτών των εγκλημάτων και μάλιστα σύμφωνα με τη διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 17), προβλέπεται η επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 18), εισάγεται το αδίκημα της παρακώλυσης απονομής της δικαιοσύνης (άρθρο 10) και προβλέπεται η εξέταση μαρτύρων χωρίς όρκο και η κατά κανόνα μη κλήτευση ανηλίκων στο ακροατήριο (άρθρο 19).
  • Ως προς τη σύσταση Νο. 11, εξακολουθεί να υφίσταται η σοβαρή επιφύλαξη της ΔΑ για την εφαρμογή του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου τα δύο μέρη δεν έχουν την ίδια αυτονομία και δυνατότητα να εκφράσουν ελεύθερα τη βούλησή τους.

Το τροποποιημένο σχέδιο νόμου προβάλλει και πάλι το στόχο διατήρησης του θεσμού της οικογένειας ως προτεραιότητα έναντι της προστασίας και αποκατάστασης του θύματος. Αναφέρεται ακόμα στην Αιτιολογική Έκθεση ότι ο θεσμός εισήχθη αρχικά στην ελληνική νομοθεσία για τη διευθέτηση διενέξεων μεταξύ ανηλίκου και ενηλίκων. Με την επέκτασή του και στις υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, που αφορούν ενηλίκους, δίδεται η εντύπωση ότι υποβαθμίζεται η σοβαρότητά τους.

Επίσης, η Αιτιολογική Έκθεση επικαλείται έναν αμερόληπτο τρίτο, τον εισαγγελέα, για τη συζήτηση μεταξύ των συζύγων και τη διακοπή των σχετικών συμπεριφορών. Πέραν του ότι η διατύπωση αυτή φανερώνει άγνοια επί του συγκεκριμένου ζητήματος της ενδοοικογενειακής βίας και οφθαλμοφανή υποβάθμισή του σε απλό πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ συζύγων, τίθεται σε αμφισβήτηση και το πόσο αμερόληπτος είναι ο δικαστικός λειτουργός και απαλλαγμένος στερεοτύπων για τους ρόλους των δυο φύλων, ειδικά εάν δεν προβλέπεται η εκπαίδευσή του. Ο νόμος φαίνεται ότι του αναθέτει το ρόλο ψυχολόγου ή οικογενειακού συμβούλου.

  • Τέλος, η Διεθνής Αμνηστία εκτιμά ότι η άμεση αποκατάσταση του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας δε θα πρέπει να επαφίεται στο δράστη (άρθρο11), ενώ επισημαίνει παράλληλα ότι η βάσει του Αστικού Κώδικα (άρθρο 5) χρηματική ικανοποίηση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 1000 ευρώ, ανεξαρτήτως εάν το θύμα ζήτησε λιγότερα.

 

 

 

 

Κριτική και συστάσεις επί του αρχικού σχεδίου νόμου (Φεβρουάριος 2006):

Δημόσιο έγγραφο

διεθνής αμνηστία

 

Ελλάδα

 

Κριτική του Σχεδίου Νόμου

«Για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας»

Φεβρουάριος 2006

 

Εισαγωγή

Η Διεθνής Αμνηστία βασίζει τη δράση της εναντίον της βίας κατά των γυναικών στον ορισμό που παρατίθεται στη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών: «κάθε πράξη βίας βάσει του φύλου, η οποία επιφέρει ή είναι πιθανό να επιφέρει σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων και των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας είτε συμβαίνει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή».

Τα δικαιώματα των γυναικών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η βία κατά των γυναικών συνιστά παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βία κατά των γυναικών δεν περιορίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό ή οικονομικό σύστημα, αλλά είναι διαδεδομένη σε κάθε κοινωνία. Δεν γνωρίζει διαχωριστικές γραμμές από πλευράς πλούτου, φυλής ή πολιτισμού. Οι δομές ισχύος στο εσωτερικό της κοινωνίας, οι οποίες διαιωνίζουν τη βία κατά των γυναικών είναι βαθιά ριζωμένες και αδιάλλακτες. Η βία, ως βίωμα ή απειλή, εμποδίζει τις γυναίκες σε όλον τον κόσμο να ασκήσουν και να απολαύσουν πλήρως τα δικαιώματά τους.

Το βαθύτερο αίτιο της βίας κατά των γυναικών βρίσκεται στις δυσμενείς διακρίσεις, οι οποίες αρνούνται στις γυναίκες την ισότητα με τους άνδρες σε όλους τους τομείς της ζωής. Η βία είναι ριζωμένη στις διακρίσεις και ταυτόχρονα εξυπηρετεί την ενίσχυση των διακρίσεων.

Η Διακήρυξη του ΟΗΕ για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών αναγνωρίζει τη βία κατά των γυναικών ως «έκφραση της ιστορικά εκπεφρασμένης ανισότητας στις σχέσεις ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, που οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών» και ότι «η βία κατά των γυναικών συνιστά έναν από τους νευραλγικούς κοινωνικούς μηχανισμούς, μέσω των οποίων οι γυναίκες οδηγούνται σε υποδεέστερη θέση συγκριτικά με τους άνδρες».

Η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών δεν είναι ιδιωτική υπόθεση αλλά παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν συμβαίνει, τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η πλήρης απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών πραγματώνεται μόνον, όταν οι γυναίκες μπορούν να βρουν προστασία από την ενδοοικογενειακή βία.

Η βία στην οικογένεια, ή η ενδοοικογενειακή βία, θεωρείται βία λόγω φύλου, το οποίο σημαίνει ότι στρέφεται κατά των γυναικών ακριβώς επειδή είναι γυναίκες, ή ότι πλήττει τις γυναίκες κατά τρόπο δυσανάλογο.

Η βία στην οικογένεια είναι μία μορφή βίας, που δεσπόζει σε κάθε κοινωνία στον κόσμο. Όπως αναφέρει η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη Βία κατά των Γυναικών, τα Αίτια και τις Συνέπειές της, κα. Radhika Coomaraswamy:

«Αν σύμφωνα με το μύθο, η οικογένεια θεωρείται καταφύγιο γαλήνης και αρμονίας, η ενδοοικογενειακή βία συνιστά μία γνήσια αντίφαση και ανακολουθία. Η βία θρυμματίζει την ειρηνική εικόνα της οικογενειακής εστίας, της ασφάλειας, την οποία προσφέρει ο συγγενικός δεσμός. Πέραν τούτου, ο ύπουλος χαρακτήρας της ενδοοικογενειακής βίας έχει καταγραφεί σε πολλές χώρες και πολιτισμούς σε όλον τον κόσμο. Πρόκειται για φαινόμενο οικουμενικό.

Η ενδοοικογενειακή βία είναι βία, η οποία συμβαίνει εντός της ιδιωτικής σφαίρας, κυρίως μεταξύ ατόμων, που σχετίζονται μεταξύ τους με στενούς δεσμούς αίματος ή εξ αγχιστείας. Παρά την προφανή ουδετερότητα του όρου, η ενδοοικογενειακή βία σχεδόν πάντα συνιστά έγκλημα λόγω φύλου, που διαπράττεται από τους άνδρες εις βάρος των γυναικών. Όταν συμβαίνει το αντίθετο και οι γυναίκες αντεπιτίθενται στους άρρενες συντρόφους τους, αυτά τα περιστατικά κατ' ελάχιστον επηρεάζουν τα στατιστικά στοιχεία του έμφυλου χαρακτήρα της ενδοοικογενειακής βίας. Ούτως ή άλλως, αυτά τα περιστατικά συνήθως παρατηρούνται, όταν οι γυναίκες προσπαθούν να προστατεύσουν το εαυτό τους από τους συντρόφους τους, που τις κακοποιούν»

Η Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Διάκρισης σε Βάρος των

Γυναικών (Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination against Women, CEDAW) ζητεί από τα κράτη να «υιοθετήσουν τα κατάλληλα νομοθετικά και άλλα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και κυρώσεων όπου χρειάζεται, για την άρση όλων των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών» (?ρθρο 2β).

Η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων Κατά των Γυναικών, το όργανο που παρακολουθεί την εφαρμογή της προαναφερθείσας Σύμβασης, καθόρισε με τη Γενική Σύσταση Νο. 19 ότι η βία λόγω φύλου συνιστά διάκριση υπό την έννοια του ?ρθρου 1 της Σύμβασης.

Τα κράτη υποχρεούνται να παρέχουν προστασία στα θύματα της βίας κατά των γυναικών και να μην επιτρέπουν οι πράξεις βίας να διαπράττονται άνευ κολασμού, ανεξαρτήτως αν ο δράστης είναι κρατικός αξιωματούχος ή ιδιώτης. Η υποχρέωση των κρατών να επιδεικνύουν την δέουσα επιμέλεια (due diligence) για την τιμωρία των πράξεων βίας εναντίον γυναικών από μη κρατικούς φορείς πηγάζει από πληθώρα διεθνών προτύπων. Σύμφωνα με την αρχή της δέουσας επιμέλειας, τα κράτη έχουν την υποχρέωση να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα (δηλαδή να διασφαλίζουν ότι τα ίδια δεν τα παραβιάζουν), να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (δηλαδή να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε τρίτοι να μην τα παραβιάζουν) και να εκπληρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα (δηλαδή να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά, διοικητικά, οικονομικά, δικαστικά και προωθητικά μέτρα ώστε οι πολίτες τους να απολαμβάνουν τα δικαιώματα). Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί υποχρέωση του κράτους να καταπολεμήσει τη βία κατά των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που διαπράττεται από μη κρατικούς φορείς, για παράδειγμα μέσα στην οικογένεια.

Επίσης, σύμφωνα με τη Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Διάκρισης σε Βάρος των Γυναικών, η νομοθεσία δεν πρέπει να κάνει διάκριση εις βάρος των γυναικών, και οι γυναίκες και οι άνδρες πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα από το νόμο.

Το ’ρθρο 5 της Σύμβασης, προβλέπει ότι τα κράτη πρέπει να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε «να τροποποιηθούν τα σχέδια και τα πρότυπα κοινωνικοπολιτιστικής συμπεριφοράς του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό να φτάσουν στην εξάλειψη των προκαταλήψεων και των εθιμικών ή κάθε άλλου τύπου συνηθειών που βασίζονται στην ιδέα της κατωτερότητας ή της ανωτερότητες του ενός ή του άλλου φύλου ή στην ιδέα ενός στερεότυπου ρόλου των ανδρών και των γυναικών».

 

Κριτική του νομοσχεδίου

Το Σχέδιο Νόμου «Για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας», που συνυπο­γράφεται από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, παρουσιάστηκε την 1η Δεκεμβρίου 2005 σε εκδήλωση ενημέρωσης που διοργάνωσε η Γενική Γραμματεία Ισότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η παρούσα κριτική της Διεθνούς Αμνηστίας έχει βασιστεί στο κείμενο του σχεδίου νόμου που διανεμήθηκε τότε.

Η Διεθνής Αμνηστία αναγνωρίζει ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας έρχεται, έστω και με σοβαρές ελλείψεις, να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, η ύπαρξη του οποίου εμπόδιζε πάρα πολλές γυναίκες από τα να ζητήσουν την προστασία της δικαιοσύνης και την τιμωρία των δραστών της ενδοοικογενειακής βίας για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη.

Είναι θετικό ότι το νομοσχέδιο καλύπτει μερικώς τις περιπτώσεις της άσκησης βίας στο πλαίσιο των συντροφικών σχέσεων πέραν των συζυγικών (βλ. όμως παρακάτω).

Επίσης, το νομοσχέδιο αναγνωρίζει το βιασμό εντός γάμου, κάτι που αποτελούσε επί σειρά ετών αίτημα πολλών μη κυβερνητικών οργανώσεων, της Διεθνούς Αμνηστίας συμπεριλαμβανομένης, αλλά και σύσταση διακυβερνητικών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα.

Είναι ακόμη θετικό ότι το νομοσχέδιο δεικνύει ιδιαίτερη ευαισθησία και αναγνωρίζει στο ?ρθρο 6§3 την ιδιαίτερα ευάλωτη θέση των εγκύων, των παιδιών και των ατόμων με ειδικές ανάγκες, ως αποδεκτών της βίας ή ως παρισταμένων σε πράξεις βίας. Είναι θετικό ότι προβλέπει ότι η βία παρουσία ενός τέτοιου προσώπου θεωρείται βαρύτερο αδίκημα - κάτι που δεν είναι συχνό στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Τέλος, θετικό σημείο του νομοσχεδίου είναι η απόρριψη της σωματικής βίας ως μέθοδο τιμωρίας ή σωφρονισμού ανηλίκων, κάτι που είναι σύμφωνο με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ωστόσο, η Διεθνής Αμνηστία επισημαίνει αρκετές ελλείψεις και αρνητικά σημεία, που παρατίθενται στις παραγράφους που ακολουθούν.

 

1. Παράλειψη αναφοράς στο σύνθετο πρόβλημα της «βίας κατά των γυναικών» και στα ανθρώπινα δικαιώματα

Το νομοσχέδιο δεν αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα και τη σοβαρότητα του προβλήματος της βίας κατά των γυναικών και δεν ασχολείται με τις ουσιώδεις αιτίες του. Στο νομοσχέδιο δεν εμφανίζεται καν ο όρος «βία κατά των γυναικών».

Δεν γίνεται καμία αναφορά στην καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών μέσα στην οικογένεια, ούτε στις διαφυλικές σχέσεις στο πλαίσιο του στόχου για την ισότητα των δυο φύλων. Στο Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας που εργάστηκε για την προετοιμασία του νομοσχεδίου αναφέρεται ότι «[σ]τις Εθνικές Προτεραιότητες Πολιτικής και ?ξονες Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2004-2008, που υιοθετήθηκαν από την Κυβερνητική Επιτροπή στις 2.11.2004, η πρόληψη και καταπολέμηση της βίας με θύματα τις γυναίκες έχουν περιληφθεί ως ένας από τους ειδικούς άξονες δράσης [?]». Ωστόσο, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι σχετικές συστάσεις της Ομάδας Εργασίας.

Μια σύγχρονη νομοθεσία θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι η βία στην οικογένεια είναι έμφυλη, διότι στρέφεται πρωτίστως κατά των γυναικών και σχετίζεται με την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας και τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των δυο φύλων, διαιωνίζοντας διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και αναπαράγοντας στερεότυπα. Αντιθέτως, κατά τη σύνταξη του εν λόγω νομοσχεδίου δεν έχουν ληφθεί υπ' όψιν τα πορίσματα πολύχρονων και εις βάθος επιστημονικών ερευνών για το φαινόμενο, ούτε όσα αναφέρουν τα διεθνή πρότυπα που παρατίθενται στην Εισαγωγή.

Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι ο νόμος θα πρέπει να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία του θύματος και να είναι επικεντρωμένος σε αυτή. Στόχος οποιασδήποτε νομοθεσίας για την καταπολέμηση της ενδοοικογε­νειακής βίας θα πρέπει να είναι η προστασία των μελών της οικογένειας από τις πράξεις ή τις απειλές βίας και όχι η με κάθε τρόπο προστασία του θεσμού της οικογένειας.

Το νομοσχέδιο θα πρέπει, επιπλέον, να αναγνωρίζει ότι η βία κατά των γυναικών συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών, γιατί όταν διαπράττεται, οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους και δεν αναπτύσσονται πλήρως ως προσωπικότητες.

 

2. Ανεπαρκής ορισμός της «βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας»

Το νομοσχέδιο θα πρέπει να ορίζει με σαφήνεια τι συνιστά «άσκηση βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας» (όρος που αναφέρεται στο ?ρθρο 2 και δεν ορίζεται πουθενά στο κείμενο του νόμου), ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια ατιμωρησίας. Υπενθυμίζεται ότι η Διακήρυξη των Η.Ε. για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών ορίζει ως βία κατά των γυναικών: «κάθε πράξη βίας βάσει του φύλου, η οποία επιφέρει ή είναι πιθανό να επιφέρει σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων και των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας είτε συμβαίνει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή».

 

3. Μερική αντιμετώπιση του ζητήματος

Στόχος της νομοθεσίας θα πρέπει να είναι, πέραν του κολασμού των πράξεων βίας, και η πρόληψη, η αποκατάσταση των θυμάτων, η προστασία των μαρτύρων, η εξάλειψη οποιουδήποτε στερεοτύπου για τους ρόλους ανδρών και γυναικών σε όλες τις βαθμίδες και σε όλες τις μορφές της εκπαίδευσης, και την ευαισθητοποίηση του κοινού μέσω ενημερωτικών εκστρατειών.

Βασική παράλειψη του νομοσχεδίου είναι ότι εξαιρεί ορισμένες μορφές βίας, υπάγοντάς τις στην κείμενη νομοθεσία και επεμβαίνει μερικώς, ώστε να τιμωρήσει τις «σοβαρότερες και απεχθέστερες μορφές βίας» (όπως αναφέρεται στην Παράγραφο 2 της Αιτιολογικής Έκθεσης). Με τον τρόπο αυτό δεν δίδεται η αρμόζουσα βαρύτητα σε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις της ενδοοικογενειακής βίας (λεκτική, ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική), η οποία για την ευρωπαϊκή νομοθεσία τιμωρείται ως βαρύτερο αδίκημα από τα συνήθη ποινικά.

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας προϋποθέτει ένα πολυεπίπεδο σύστημα δομών (σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο) για την υποδοχή των θυμάτων, την ψυχολογική, υλική, ηθική και νομική στήριξή τους, τη φιλοξενία σε ξενώνες, την προστασία ανηλίκων, την προστασία των μαρτύρων, την ενημέρωση των θυμάτων για τα δικαιώματά τους και τις υπηρεσίες, που τους παρέχονται και για την προστασία τους από τους δράστες, καθώς και για τα θεραπευτικά προγράμματα των τελευταίων, τα οποία μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά στις ποινές φυλάκισης.

Η αποδοτική λειτουργία των ανωτέρω δομών προϋποθέτει υποχρεωτικά την κατάλληλη εκπαίδευση όλων των δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι / οι οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (αστυνομικοί, νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, δικαστικοί λειτουργοί, εισαγγελείς) και που θα πρέπει να είναι σε θέση να ενημερώνουν επαρκώς και άμεσα τα θύματα για τους υφιστάμενους μηχανισμούς αρωγής τους (ξενώνες, καθώς και ηθική, ψυχολογική, υλική και νομική στήριξη, προστασία από το δράστη), προκειμένου τα τελευταία να λάβουν την κατάλληλη κατά περίπτωση αρωγή.

Θα πρέπει να προβλέπεται πώς οι υφιστάμενες ανισότητες των δύο φύλων επηρεάζουν και δυσχεραίνουν την αναζήτηση βοήθειας από τις γυναίκες, καθώς και το πώς αυτές διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των λειτουργών στους οποίους οι γυναίκες θα προστρέχουν.

Επίσης, θα ήταν ορθό να προβλέπεται διευκόλυνση και επιτάχυνση δικαστικών διαδικασιών και δημιουργία ειδικού σώματος δικαστών, οι οποίοι θα έχουν την κατάλληλη κατάρτιση, ώστε να μπορούν να εκδικάζουν υποθέσεις που αφορούν ενδοοικογενειακή βία και διακρίσεις λόγω φύλου. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να εξεταστούν ενδελεχώς και με γνώμονα πάντα την προστασία του θύματος.

Τέλος, υπέρ της αποτελεσματικότητας της αντιμετώπισης του φαινομένου θα λειτουργούσε η σύσταση ενός συντονιστικού φορέα, ο οποίος θα έχει την ευθύνη για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δομών για την ενδοοικογενειακή βία (σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο και σε συνεργασία με ΜΚΟ), θα παρακολουθεί, θα αξιολογεί, θα βελτιώνει την προσέγγιση που ακολουθείται και θα συντάσσει σχετικές εκθέσεις.

 

4. Ποινική διαμεσολάβηση

Το νομοσχέδιο εισάγει για πρώτη φορά στο ελληνικό νομικό σύστημα το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης για την αντιμετώπιση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας.

Σε ορισμένες χώρες της Ε.Ε., όπως π.χ. η Γαλλία, ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης υπήρχε πριν την εισαγωγή νομοθεσίας για την ειδική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Υπάρχει ο κίνδυνος η ενδοοικογενειακή βία να αντιμετωπίζεται ως λιγότερο σοβαρό αδίκημα, αν η ενδοοικογενειακή βία είναι το μόνο αδίκημα για το οποίο ακολουθείται ποινική διαμεσολάβηση και θεραπεία του δράστη.

Η Διεθνής Αμνηστία δεν αντιτίθεται στην ύπαρξη, ως τέτοιου, ενός θεσμού ποινικής διαμεσολάβησης στο νομικό σύστημα μιας χώρας. Ωστόσο, η οργάνωση εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσον η ποινική διαμεσολάβηση είναι κατάλληλο μέτρο για την αντιμετώπιση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας. ?λλα μέτρα, όπως η υπενθύμιση του νόμου στο δράστη, η γρήγορη διενέργεια κοινωνικής έρευνας (σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στην οικογένεια), η απομάκρυνση του βίαιου συντρόφου από το σπίτι, ή και η επιβολή στον δράστη πράξεων βίας να υποβληθεί σε θεραπεία, είναι μέτρα πιο κατάλληλα και θα πρέπει να προτιμώνται. Τα μέτρα αυτά πρέπει να χρησιμοποι­ούνται σε συνδυασμό και παράλληλα με την ποινική δίωξη, και όχι να θεωρούνται ως κάτι εναλλακτικό ή που αντικαθιστά την ποινική δίωξη.

Η εφαρμογή ποινικής διαμεσολάβησης προϋποθέτει ότι τα δύο μέρη έχουν την ίδια αυτονομία, την ίδια ελευθερία να εκφράσουν τη βούλησή τους. Ωστόσο, στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, οι γυναίκες συνήθως υποβάλλονται σε ένα σύστημα ελέγχου που μειώνει τη δυνατότητά τους να εκφραστούν ελεύθερα.

 

Συστάσεις

Η Διεθνής Αμνηστία προτείνει συνολική βελτίωση της νομοθεσίας με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και ειδικότερα τις εξής αλλαγές στο εν λόγω νομοσχέδιο:

1. Στο ’ρθρο 1 να υπάρξει πρόβλεψη για τους εν γένει συντρόφους, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για μονίμους ή όχι, για διαζευγμένα ζευγάρια ή για συζύγους εκ των οποίων ο ένας έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία.

2. Στο ’ρθρο 2, θα πρέπει να οριστεί με σαφήνεια ο όρος «άσκηση βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας», σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, όπως προαναφέρθηκε.

3. Το ’ρθρο 4 θα πρέπει να αναδιατυπωθεί, ώστε να συμπεριλαμβάνονται πράξεις σωματικής βίας εις βάρος ανηλίκων και για λόγους άλλους πλην του σωφρονισμού, όπως π.χ. ως μέθοδος να βλαφθεί η μητέρα ανήλικου τέκνου, να επιβεβαιωθεί η εξουσία του πατέρα ή της μητέρας σε αυτό, ή για άλλους λόγους κακοποίησης.

4. Στο ’ρθρο 7 αναφέρεται ότι «τιμωρείται το μέλος της οικογένειας, που εξαναγκάζει άλλο μέλος, κάνοντας χρήση βίας σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται». Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί η διατύπωση «χωρίς το θύμα να υποχρεούται» με τη διατύπωση «χωρίς τη συναίνεση του θύματος». Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος να υποστηριχθεί ότι η εντός γάμου συνουσία είναι υποχρέωση των συζύγων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα ατιμωρησία σε περιπτώσεις βιασμού εντός του γάμου. Εξάλλου η διατύπωση «χωρίς τη συναίνεση του θύματος» είναι αυτή που ακολουθείται στα σχετικά διεθνή πρότυπα.

5. Στο ’ρθρο 9 θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα συμπεριλαμβάνεται η έννοια της σωματικής και πνευματικής αξιοπρέπειας του θύματος, η οποία δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τη «γενετήσια ζωή» του θύματος.

6. Στο ’ρθρο 10, θα πρέπει να απαλειφθεί ο όρος «συμβουλευτικός». Ο νόμος θα πρέπει να τονίζει ότι η βία στην οικογένεια είναι ποινικό αδίκημα και όχι μια ψυχολογική δυσκολία του θύτη.

7. Το νομοσχέδιο δεν παρέχει προστασία στα θύματα κατά τη διάρκεια του προγράμματος θεραπείας που ακολουθεί ο θύτης. Η Διεθνής Αμνηστία συνιστά να παρέχει ο νόμος τη δυνατότητα να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι ή να απομακρύνεται το πρόσωπο που διέπραξε ενδοοικογενειακή βία από την οικογενειακή εστία, ή να του απαγορεύεται να προσεγγίζει τον τόπο κατοικίας του θύματος, το χώρο εργασίας του, τα σχολεία των παιδιών, τους ξενώνες κλπ. Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι η δυνατότητα επιβολής περιοριστικών όρων θα πρέπει να είναι πάντοτε διαθέσιμη.

8. Στο ’ρθρο 12, παράγραφος 4, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η ύπαρξη νομικής αρωγής, δωρεάν εφόσον χρειάζεται, που να είναι διαθέσιμη για τη νομική εκπροσώπηση του θύματος. Η νομική αρωγή θα πρέπει να είναι διαθέσιμη στα καταφύγια. Επίσης θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού.

9. Η Διεθνής Αμνηστία προτείνει να προβλεφθεί η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής από ΜΚΟ σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας.

10. Το κράτος έχει την υποχρέωση να επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και να επιδιώκει τη δίωξη και τιμωρία των υπαίτιων για ενδοοικογενειακή βία. Γι' αυτό, η Διεθνής Αμνηστία συνιστά να γίνεται σαφές στο νόμο ότι ο φόβος ή η απροθυμία του θύματος να υποβάλει μήνυση δεν θα αποτελούν εμπόδιο στη δίωξη του δράστη. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να προβλέπεται πλήρης και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων και των μαρτύρων καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

11. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η επανόρθωση σε μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει να περιλαμβάνει την άμεση, αποτελεσματική, ανεξάρτητη και αμερόληπτη διερεύνηση και δίωξη σύμφωνα με τα πρότυπα για τις έντιμες δίκες, την εξασφάλιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, την αποζημίωση για σωματική και ψυχολογική βλάβη, την αποκατάσταση (ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες), την ικανοποίηση (π.χ. τον τερματισμό διαρκών παραβιάσεων) και εγγυήσεις για τη μη επανάληψη (π.χ. εξασφαλίζοντας ότι τα θύματα και οι μάρτυρες θα έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη και στις υπηρεσίες). Αν η ποινική διαμεσολάβηση κατά το ?ρθρο 11 επαναφέρει το θύμα στην προηγούμενη κατάσταση, αποκαθιστώντας την οικογενειακή ζωή, τότε το δικαίωμα επανόρθωσης θα έχει ικανοποιηθεί. Ωστόσο, τα δικαιώματα του θύματος σε άλλες μορφές επανόρθωσης, όπως π.χ. η αποζημίωση και η ιατρικές και κοινωνικές υπηρεσίες, δεν θα πρέπει να μην του αναγνωριστούν επειδή ο θύτης ξεκίνησε πρόγραμμα θεραπείας κατά το ?ρθρο 11.

12. Η Διεθνής Αμνηστία σχολιάζει θετικά το εύρος των τοποθεσιών, που καλύπτονται από την επιβολή περιοριστικών όρων στο ?ρθρο 15 του νομοσχεδίου. Ωστόσο, η οργάνωση συνιστά να προβλέπεται και η δυνατότητα προληπτικών περιοριστικών όρων όταν έχουν διατυπωθεί απειλές βίας αλλά πριν προκληθεί σωματική βλάβη. Η επανόρθωση που προβλέπεται στο ?ρθρο 15 θα πρέπει να είναι προσβάσιμη, άμεση, αποτελεσματική και εφαρμόσιμη, και τα θύματα θα πρέπει να έχουν επίσης πρόσβαση σε ξενώνες και μακροπρόθεσμες λύσεις για την κατοικία τους. Θα πρέπει, τέλος, να μπορούν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι με μόνιμο χαρακτήρα.

13. Η Διεθνής Αμνηστία καλωσορίζει την πρόβλεψη ότι οι ιατρικές-κοινωνικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες οικονομικής αρωγής των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας θα έχουν θεσμοθετημένη μορφή. Επιπλέον, η οργάνωση συνιστά να παρασχεθεί ειδική εκπαίδευση στους αστυνομικούς σχετικά με τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, καθώς εκείνοι θα αντιμετωπίζουν τα θύματα και τους μάρτυρες σε τέτοιες υποθέσεις, ώστε να γνωρίζουν πώς να καθοδηγούν τα θύματα και να τα παραπέμπουν στις ειδικευμένες υπηρεσίες αρωγής.

14. Είναι θετικό το μέτρο εγρήγορσης των εκπαιδευτικών για διαπίστωση περιστατικών βίας. Θα πρέπει όμως να συμπληρωθεί με ειδικά μέτρα κατάρτισης και ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των δυο φύλων. Επιπροσθέτως είναι απαραίτητο υλοποιηθεί η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα στα σχολεία και να αναθεωρηθούν τα διδακτικά εγχειρίδια υπό το πρίσμα της ισότητας των δύο φύλων.

15. Θα πρέπει να προβλέπεται ειδικό κονδύλιο από τον κρατικό προϋπολογισμό για τη υλοποίηση των απαραίτητων δράσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών στην οικογένεια.

 

Ελληνικό Τμήμα, Σίνα 30, 106 72 Αθήνα, τηλ. 210-3631532, φαξ 210-3638016

 

Website: http://www.amnesty.org.gr/, email: info@amnesty.org.gr

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.