ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ: ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Εκδήλωση ενημέρωσης και δράσης στην Πλατεία Συντάγματος
20 Μαρτίου 2006
Οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που υφίστανται διεθνώς οι μετανάστες εργαζόμενοι, αποτελούν μια τεράστια αλλά σχετικά παραγνωρισμένη πτυχή των διακρίσεων λόγω εθνικότητας ή φυλής. Γι' αυτό, το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας αφιερώνει τη φετινή Ημέρα Κατά του Ρατσισμού (21 Μαρτίου) στην καταπολέμηση των διακρίσεων και των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε βάρος των μεταναστών εργαζομένων.
Έτσι, την Τρίτη 21 Μαρτίου, το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας πραγματοποιεί εκδήλωση στην Πλατεία Συντάγματος, από τις 11 π.μ. μέχρι τις 2 μ.μ., ενημερώνοντας το κοινό για το πρόβλημα και συλλέγοντας υπογραφές για την επικύρωση και πλήρη εφαρμογή από το ελληνικό κράτος της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Μεταναστών.
Το πρόβλημα
Υπολογίζεται ότι 90 εκατομμύρια μετανάστες ζουν και εργάζονται έξω από τη χώρα όπου γεννήθηκαν. Πολλοί έφυγαν αναζητώντας ασφάλεια και βιώσιμα μέσα διαβίωσης. Πολλές εθνικές οικονομίες εξαρτώνται πλέον από μετανάστες, που δεν αρνούνται να κάνουν δουλειές βρώμικες, ταπεινωτικές και επικίνδυνες, με ελάχιστη ασφάλεια και χαμηλές αποδοχές.
Οι μετανάστες εργαζόμενοι συχνά υποβάλλονται σε ποικίλες καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, τόσο από αδίστακτους εργοδότες, όσο και από τα κράτη υποδοχής. Μεταξύ άλλων, μπορεί να μένουν απλήρωτοι, να κατακρατούνται τα διαβατήριά τους και άλλα έγγραφα, να υποβάλλονται σε λεκτική ή σωματική βία, να αντιμετωπίζουν έλλειψη επαρκούς στέγασης και υγειονομικής μέριμνας, και να υποβάλλονται σε αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση σε βάναυσες συνθήκες.
Οι γυναίκες, οι οποίες αποτελούν περίπου το 50% των μεταναστών εργαζομένων παγκοσμίως, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην εκμετάλλευση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η σεξουαλική βία.
Οι μετανάστες εργαζόμενοι είναι συχνά πολύ φοβισμένοι για να παραπονεθούν για την κατάστασή τους. Αν κάνουν κάτι τέτοιο, πιθανόν να απολυθούν από τον εργοδότη τους, ενώ αν απευθυνθούν στις αρχές μπορεί να απελαθούν από τη χώρα.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Μεταναστών
Την 1η Ιουλίου 2003, τέθηκε σε ισχύ η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία Όλων των Μεταναστών Εργαζομένων και των Μελών των Οικογενειών τους (Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Μεταναστών). Πρόκειται για ένα σημαντικό νομικό κείμενο και όργανο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς είναι η πιο περιεκτική διεθνής συνθήκη μέχρι σήμερα για τα δικαιώματα όλων των μεταναστών και των μελών των οικογενειών τους.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Μεταναστών αναγνωρίζει τον ρόλο που διαδραματίζει στην παγκόσμια οικονομία η μετανάστευση των εργαζομένων και παρέχει διεθνή πρότυπα για την αντιμετώπιση της μεταχείρισης, της πρόνοιας και των δικαιωμάτων των μεταναστών εργαζομένων, ανεξαρτήτως της νομικής τους θέσης, ενώ παράλληλα διατυπώνει τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες των κρατών που τους φιλοξενούν.
Η σύμβαση καλύπτει τα δικαιώματα και την προστασία των μεταναστών εργαζομένων σε όλα τα στάδια της μετανάστευσής τους, από την προετοιμασία τους στη χώρα προέλευσης και το διάστημα μετάβασης, μέχρι την παραμονή τους στα κράτη απασχόλησης και την επιστροφή και επανεγκατάστασή τους στη χώρα προέλευσής τους.
Επίσης, επεκτείνει την έννοια της «ίσης μεταχείρισης», ζητώντας την ίση μεταχείριση, εντός ορισμένων παραμέτρων, των μεταναστών εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Εργαζομένων υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 18 Δεκεμβρίου 1990 και αποτελεί ζωτικής σημασίας προσθήκη στο διεθνές καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Όπως δήλωσε το 2003 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Κόφι Ανάν, «Αποτελεί ζωτικό μέρος των προσπαθειών να καταπολεμηθεί η εκμετάλλευση των μεταναστών εργαζομένων και των οικογενειών τους».
Το αίτημα
Μέχρι σήμερα, μόνο 34 κράτη έχουν επικυρώσει αυτή τη Σύμβαση. Όμως, και η επικύρωση μιας Σύμβασης δεν οδηγεί πάντα στη συμμόρφωση με τις διατάξεις που διατυπώνονται σε αυτήν και μερικά από τα κράτη που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Μεταναστών δεν έχουν ανταποκριθεί στις διεθνείς τους υποχρεώσεις.
Γιατί λοιπόν μετριέται στα δάχτυλα ο αριθμός των κρατών που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση;
Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις μπορεί να μην είναι ενημερωμένοι για το περιεχόμενο της Σύμβασης, να παρεξηγούν τις επιπτώσεις της ή απλά να αδιαφορούν για το θέμα. Το να προστατεύονται τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων, ιδίως όσων δεν έχουν άδεια να παραμείνουν νόμιμα στη χώρα όπου εργάζονται, είναι χαμηλά στην πολιτική ατζέντα των περισσοτέρων χωρών. Πολλές δειλιάζουν να θεσμοθετήσουν νομοθετικό πλαίσιο προστασίας ή να αναλάβουν την υποχρέωση να λογοδοτούν στη διεθνή κοινότητα.
Η Σύμβαση δεν δημιουργεί νέα δικαιώματα για τους μετανάστες αλλά στοχεύει στο να διασφαλίζεται ίση μεταχείριση και συνθήκες εργασίας για μετανάστες και πολίτες. Παρέχει μια πιο συγκεκριμένη ερμηνεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, δίνοντας έμφαση στην αρχή ότι όλοι οι πρόσφυγες, ανεξάρτητα από τη νομική τους θέση, δικαιούνται να απολαμβάνουν τα βασικά τους ανθρώπινα δικαιώματα. Η επικύρωσή της αποτελεί σημαντική επιβεβαίωση ότι το κράτος έχει αναλάβει τη δέσμευση να σέβεται, να προστατεύει και να προάγει τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου στην επικράτειά του. Τα κράτη που δεν πράττουν κάτι τέτοιο αρνούνται την καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στέλνοντας το μήνυμα ότι, για τους μετανάστες εργαζόμενους, τα ανθρώπινα δικαιώματα μένουν εκτός των συνόρων της χώρας.
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να επικυρώσει και να θέσει σε πλήρη ισχύ τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Μεταναστών.
Γενικές πληροφορίες
Η κατάσταση στην Ευρώπη
Σε όλη την Ευρώπη οι πρόσφυγες διασύρονται, κακοποιούνται και περιθωριοποιούνται. Ταυτόχρονα, οι ίδιες κοινωνίες δέχονται χωρίς περιοριστικούς όρους τις υπηρεσίες που τους παρέχουν οι πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων σημαντικό εργατικό δυναμικό σε χαμηλόβαθμους κλάδους δραστηριότητας, όπως οι κατασκευές και οι γεωργικές και οικιακές εργασίες.
Όλο και περισσότερο, η συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση επικεντρώνεται στις οικονομικές απολαβές της Ευρώπης από ένα εργατικό δυναμικό μεταναστών, το οποίο είναι μόνο προσωρινά παρόν στη χώρα όπου εργάζεται: είναι ευπρόσδεκτο αν φέρνει μαζί του μόνο την εργασία του, αλλά θα βρει κλειστή την πόρτα όταν θα χρειαστεί κοινωνική πρόνοια ή αν θελήσει να επανενωθεί με μέλη της οικογένειάς του. Ουσιαστικά, είναι μια τάση οι μετανάστες εργαζόμενοι να έχουν τη μεταχείριση του εμπορεύσιμου αντικειμένου, ή της εργατικής μονάδας, που έχει τη δυνατότητα να δρομολογείται κατά βούληση από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο.
Επιπλέον, η Διεθνής Αμνηστία εκφράζει ανησυχίες ότι η τρέχουσα πολιτική και οι πράξεις πολλών κυβερνήσεων χαρακτηρίζεται από συναισθήματα που προκαλούν διακρίσεις κατά των ξένων (προσφύγων, αιτούντων άσυλο, άλλων μεταναστών ή απατρίδων) που διαμένουν στην επικράτειά τους. ’τομα που διαμένουν σε χώρες των οποίων δεν είναι πολίτες υποβάλλονται συχνά σε διακρίσεις και εκμετάλλευση και στερούνται την πρόσβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα τους και στα νομικά μέτρα εξάλειψης τέτοιων παραβιάσεων. Οι παραβιάσεις αυτού του είδους, που βασίζονται στη φυλετική ή εθνική καταγωγή, επιδεινώνονται από αρνητικές και ξενοφοβικές αναφορές των ΜΜΕ σε διάφορες χώρες. ’τομα που είναι ευάλωτα έτσι και αλλιώς, επειδή δεν έχουν την ιθαγένεια της χώρα διαμονής τους, γίνονται ακόμη πιο τρωτά λόγω πολιτικών και πρακτικών που προκαλούν διακρίσεις, που είναι ρατσιστικές ή και ξενοφοβικές.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, μεταξύ 1975 και 2000 συνολικά 935.000 άνθρωποι μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Γεγονός είναι ότι οι αρχές παρέλειψαν να θεσμοθετήσουν αποτελεσματική νομοθεσία για να διασφαλίσουν ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα των μεταναστών που έρχονται στην Ελλάδα. Για να δικαιολογηθούν, οι εθνικές αρχές έχουν προβάλει το επιχείρημα ότι ήταν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν την απροσδόκητη μεταβολή της Ελλάδας από χώρα εξαγωγής μεταναστών εργατών σε χώρα υποδοχής τους. Ωστόσο, αν και οι αρχές υποστηρίζουν ότι υφίσταται πλέον τέτοια νομοθεσία, οι αναφορές που λαμβάνει η Διεθνής Αμνηστία υποδεικνύουν ότι χρειάζεται να ληφθούν περαιτέρω μέτρα, προκειμένου η κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της να σέβεται, να προασπίζει και να εκπληρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών. Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι η έλλειψη παράδοσης στη διαμόρφωση πολιτικής για ζητήματα μεταναστών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπονομεύει την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και των συναφών θεσμικών κειμένων, όσον αφορά την προστασία ευπαθών ομάδων από διώξεις.
Οι επίσημοι αριθμοί, που παρέχει το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, δείχνουν ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (παρέχονται στοιχεία για το 1991) οι περισσότεροι 'αλλοδαποί' στην Ελλάδα ήταν υπήκοοι της Αλβανίας (12,3%), της Κύπρου (8,8%), των ΗΠΑ (8,3%), της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (7,7%), της Βρετανίας (6,6%), της Τουρκίας (6,6%) και της Γερμανίας (5,1%). Μία δεκαετία αργότερα (στοιχεία για το 2001) το 55,6% από αυτούς ήταν υπήκοοι της Αλβανίας. Παρ' όλο που οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνουν εκτιμήσεις για τον αριθμό των παράτυπων μεταναστών, πιστεύεται ότι τα άτομα αυτής της κατηγορίας υποεκπροσωπούνται αριθμητικά σε αυτές τις στατιστικές. Εντούτοις, αυτό που είναι σαφές είναι ότι μεγάλα τμήματα του μεταναστευτικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι υπήκοοι γειτονικών χωρών (Αλβανία, Τουρκία, Κύπρος), ενώ άλλοι αντιπροσωπεύουν εισροές μεταναστών με βάση τις πολιτικές επαναπατρισμού που θεσμοθέτησε μετά το 1989 το ελληνικό κράτος για 'ομογενείς' από την Πρώην Σοβιετική Ένωση.
Εκθέσεις τοπικών ΜΚΟ καθώς και διεθνών οργάνων δείχνουν αύξηση του αριθμού ρατσιστικών κρουσμάτων τα τελευταία χρόνια, αλλά συγχρόνως υποδεικνύουν ότι αυτά τα κρούσματα έχουν ως στόχο μέλη συγκεκριμένων ομάδων μεταναστών (π.χ. Αλβανούς υπηκόους).