Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΤΡΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΑΧΖΑΤ ΛΟΥΚΜΑΝ

Δημοσιεύθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2015, 11:44Εκτύπωση

ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ

Ανακοίνωση - Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Η απόφαση 398/2014 του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών στην υπόθεση ανθρωποκτονίας του Σαχζάτ Λουκμάν αποτελεί σταθμό για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας από την ελληνική δικαιοσύνη. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την άποψη που είχε υποστηρίξει και το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας ότι το έγκλημα είχε ρατσιστικό κίνητρο, δηλαδή υπαγορεύθηκε «από αισθήματα ρατσιστικού μίσους».

Το Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόφασή του αναφερόμενο στα ποιοτικά στοιχεία και τις ειδικές περιστάσεις διάπραξης του εγκλήματος που το οδήγησαν στο συμπέρασμα αυτό:

«[ε]πίθεση από υπέρτερους αριθμητικά δράστες – μεταμεσονύκτια ώρα – κατά αγνώστου ανθρώπου που στοχοποιήθηκε ως Πακιστανός μετανάστης, με τη χρήση μαχαιριών, σε περιοχή που συχνάζουν αλλοδαποί μετανάστες και είναι ευχερής ο εντοπισμός του θύματος, χωρίς προηγούμενη πρόκληση από αυτό, πλήξη με αλλεπάλληλες μαχαιριές, διαφυγή με λήψη των πειστηρίων και απόκρυψη των διακριτικών γνωρισμάτων του μεταφορικού μέσου, κίνηση χωρίς το φόβο του εντοπισμού και της σύλληψης (…)».

Όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει το Δίκτυο, τα στοιχεία αυτά είναι ορισμένα από τα στοιχεία που διακρίνουν τα ρατσιστικά εγκλήματα στην πλέον κλασική τους μορφή. Μάλιστα, από τις πρώτες καταγραφές του Δικτύου προέκυψε και δόθηκε έμφαση στο συγκεκριμένο μοτίβο ρατσιστικού εγκλήματος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο νομικός συλλογισμός που στοχεύει στην αξιολόγηση του κινήτρου ενός εγκλήματος προϋποθέτει την εξέταση των πραγματικών περιστατικών στο σύνολό τους και τη μεταξύ τους διασύνδεση. Επομένως, ενώ ορθώς το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η εύρεση υλικού στην οικία ενός εκ των κατηγορουμένων και η ύπαρξη ακραίων πολιτικών πεποιθήσεων  δεν αρκεί από μόνη της για να προσδοθεί ρατσιστικός χαρακτήρας στην αξιόποινη συμπεριφορά αμφοτέρων των κατηγορουμένων, πρέπει να τονιστεί ότι οι ενδείξεις διασύνδεσης ενός υπόπτου/κατηγορουμένου με ρατσιστικές και νεοναζιστικές ομάδες οφείλουν πάντα να διερευνώνται από τις ανακριτικές και δικαστικές αρχές, ως πιθανά αποδεικτικά στοιχεία του ρατσιστικού κινήτρου.

Επιπλέον, η εξέταση του κινήτρου ενός εγκλήματος προκειμένου να αποσαφηνιστεί το ενδεχόμενο του ρατσιστικού απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις την συνεκτίμηση στοιχείων προφανών και κάποιων λιγότερο φανερών. Δεν αποκλείεται στοιχεία προφανή, όπως λ.χ. η αλλοδαπότητα του θύματος, να μην αρκούν ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα. Με άλλα λόγια, υπάρχει περίπτωση ένα έγκλημα με θύμα άτομο άλλης εθνικής προέλευσης να μην αποτελεί ρατσιστικό έγκλημα, αλλά οι δικαστικές αρχές οφείλουν να το εξετάσουν και να απομακρύνουν τη διάσταση αυτή αιτιολογημένα.

Ωστόσο, υπάρχουν και εγκλήματα στα οποία τα κίνητρα είναι μεικτά και ο ρατσισμός ή η προκατάληψη είναι ένα από αυτά. Έτσι, λ.χ. δύναται το κίνητρο να είναι η αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων (συνήθως χρήματα) από το αλλοδαπό θύμα, αλλά η αλλοδαπότητα/ευαλωτότητα του θύματος να αποτελεί το στοιχείο που επιτρέπει ή υποκινεί τους δράστες να διαπράξουν το έγκλημα και συχνά με τόσο βάναυσο τρόπο ώστε στην ουσία να υποδηλώνεται η απόλυτη απαξίωση της αξιοπρέπειας του θύματος λόγω της εθνικής του προέλευσης. Συνήθως, ειδικότερες περιστάσεις του τρόπου τέλεσης του εγκλήματος μαρτυρούν και συντείνουν στο συμπέρασμα ότι το ίδιο έγκλημα δεν θα είχε διαπραχθεί έναντι ατόμου που δεν φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά (λ.χ. έναντι ατόμου που δεν είναι αλλοδαπός και χωρίς χαρτιά ή δεν είναι τρανς) ή κι αν ακόμα το ίδιο έγκλημα είχε διαπραχθεί, δεν θα ήταν εξίσου βίαιος ο τρόπος.

Η ρατσιστική βία, όπως και άλλες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι συνυφασμένη με έντονα αρνητικά συναισθήματα και μακροχρόνιες επιπτώσεις για το θύμα, όπως φόβο, θυμό, απογοήτευση και δυσκολία, αν όχι αδυναμία, αποκατάστασης της βλάβης που υφίσταται. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης στρατηγικής αντιμετώπισης που χρήζει η ρατσιστική βία  ως δομικό και συλλογικό πρόβλημα μιας κοινωνίας, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται η ατομικότητα του θύματος και η προσπάθεια επανόρθωσης των συνεπειών του ρατσιστικού εγκλήματος σε αυτό. Ο αντίκτυπος ωστόσο της τιμωρίας των δραστών υπερβαίνει την ατομική περίπτωση και εκφράζει στην πράξη την προστασία κάθε ατόμου διαφορετικού και κάθε μέλους μιας κοινότητας που στοχοποιείται από άτομα και ομάδες εμφορούμενα από ρατσιστικό, ομοφοβικό ή τρανσφοβικό μίσος.

Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η αναγνώριση της επιβαρυντικής περίστασης και η συνακόλουθη αύξηση της ποινής εξυπηρετεί δύο σκοπούς: πρώτον, συμβολίζει την ειδική απαξία που μια δημοκρατική κοινωνία με σεβασμό στη διαφορετικότητα επιφυλάσσει στη ρατσιστική βία και δεύτερον, ανταποκρίνεται κατά τρόπο αναλογικότερο στη βαναυσότητα της πράξης έναντι του θύματος που συνήθως είναι πιο ευάλωτο και δεν έχει ουσιαστική πρόσβαση ή αντιμετωπίζει ουσιώδη εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Ο Σαχζάτ Λουκμάν δολοφονήθηκε γιατί στο πρόσωπό του στοχοποιήθηκε κάθε άτομο με τα δικά του χαρακτηριστικά. Η αναγνώριση του ρατσιστικού κινήτρου των καταδικασθέντων δεν αποτελεί μόνο νομική νίκη των φορέων που εργάζονται για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας, αλλά εν τέλει, της ίδιας της Δικαιοσύνης που με την πλήρη αιτιολογία της απόφασής της δείχνει αντανακλαστικά αφύπνισης έναντι του ρατσιστικού εγκλήματος.

Το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας εκφράζει την ικανοποίησή του για την απόφαση αυτή, ιδίως δεδομένου του κλίματος ατιμωρησίας που καλλιεργήθηκε για μακρά περίοδο. Ας αποτελέσει η απόφαση αυτή ένα ακόμα έναυσμα ώστε κανένα έγκλημα υποκινούμενο αποκλειστικά ή σωρευτικά από μίσος ή προκατάληψη να μην υποτιμάται ως κοινό έγκλημα.

 

Περισσότερες πληροφορίες:

Τίνα Σταυρινάκη, racistviolence@nchr.gr, 210.7233216

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.