
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΕΥΡΩΠΗ & ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ_ΕΚΘΕΣΗ 2015
Το 2015 ήταν μία ταραχώδης χρονιά στην περιοχή της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας και μία κακή χρονιά για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ξεκίνησε με άγριες συρράξεις στην ανατολική Ουκρανία και έφτασε στο τέλος της με σοβαρές συγκρούσεις στην ανατολική Τουρκία. Στην ΕΕ η χρονιά τελείωσε με ένοπλες επιθέσεις μέσα και γύρω από το Παρίσι, στη Γαλλία, και καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς κυριάρχησαν τα δεινά εκατομμυρίων ανθρώπων, εκ των οποίων οι περισσότεροι διέφευγαν από συγκρούσεις, που κατέφτασαν στις ακτές της Ευρώπης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποχώρησε σε όλη την περιοχή. Στην Τουρκία και κατά μήκος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι ηγέτες εγκατέλειψαν όλο και περισσότερο τον σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα συνολικά, καθώς ενίσχυσαν τον έλεγχό τους επί των μέσων μαζικής ενημέρωσης και στοχοποίησαν περαιτέρω τους επικριτές και τους αντιπάλους τους. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οπισθοδρομική αυτή τάση πήρε μια άλλη μορφή. Τροφοδοτούμενη από τη μακροχρόνια οικονομική αβεβαιότητα, την απογοήτευση με το πολιτικό κατεστημένο και από το αυξανόμενο αντι-ΕΕ και αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα, τα λαϊκίστικα κόμματα έκαναν μία σημαντική εκλογική επέλαση. Στο πλαίσιο της απουσίας ηγεσίας με αρχές αλλά και συνοχή, η θέση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ακρογωνιαίος λίθος των ευρωπαϊκών δημοκρατιών φάνηκε πιο κλονισμένη από ποτέ. Τα σαρωτικά αντι-τρομοκρατικά μέτρα και οι προτάσεις που έχουν στόχο να περιορίσουν την εισροή μεταναστών και προσφύγων, ανακοινώνονταν τυπικά με όλες τις συνηθισμένες προειδοποιήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες όμως στερούνταν ολοένα και περισσότερο περιεχομένου.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κυβερνόν Συντηρητικό Κόμμα παρουσίασε προτάσεις με στόχο να ανακαλέσει τον Νόμο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· στη Ρωσία, δόθηκε η εξουσία στο Συνταγματικό Δικαστήριο να αγνοεί τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα· στην Πολωνία, το κυβερνόν Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης προώθησε τη θέσπιση μέτρων που περιορίζουν την εποπτεία του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε διάρκεια λίγων μηνών από την εκλογή του. Ολοένα και πιο υποβαθμισμένα στη διεθνή σκηνή, τα κράτη-μέλη της ΕΕ επέλεξαν να εθελοτυφλήσουν για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες άλλοτε θα κατέκριναν αυστηρά, καθώς προσπαθούσαν να συνάψουν οικονομικές συμφωνίες και να κερδίσουν τη στήριξη τρίτων χωρών στις προσπάθειές τους να εξαλείψουν την τρομοκρατία και να κρατήσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες μακριά.
Παρόλο που υπήρξε κάποια πρόοδος όσον αφορά την ισότητα των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων, των αμφιφυλόφιλων, των διεμφυλικών και των διαφυλικών (ΛΟΑΤΙ) ατόμων (τουλάχιστον στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέχισε να καταπολεμά τις συστημικές διακρίσεις εναντίον των Ρομά, σχεδόν όλες οι βασικές τάσεις στην περιοχή παρουσίασαν μία ζοφερή προοπτική για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το 2016.
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η πιο εμβληματική εικόνα της χρονιάς ήταν αυτή του Αϊλάν Κουρντί, ενός τρίχρονου αγοριού από τη Συρία, να κείτεται στα τουρκικά παράλια. Πάνω από 3.700 πρόσφυγες και μετανάστες έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να φτάσουν στις ακτές της Ευρώπης, καθώς τα κράτη μέλη της ΕΕ προσπαθούσαν να διαχειριστούν τις επιπτώσεις της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη. Καθώς η Τουρκία φιλοξενούσε περισσότερους από 2 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες, και ο Λίβανος και η Ιορδανία μοιράζονταν ακόμα 1,7 εκατομμύρια, 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες, πολλοί εξ’ αυτών πρόσφυγες από τη Συρία, εισχώρησαν παράτυπα στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ, ο πλουσιότερος πολιτικός συνασπισμός χωρών στον κόσμο με συνολικό πληθυσμό μεγαλύτερο από 500 εκατομμύρια, απέτυχε παταγωδώς να προτείνει έναν λογικό, ανθρώπινο και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα τρόπο αντιμετώπισης αυτής τη πρόκλησης.
Η χρονιά δεν ξεκίνησε αισίως, με τους Ευρωπαίους ηγέτες να αρνούνται να αντικαταστήσουν τη ναυτική επιχείρηση έρευνας και διάσωσης Mare Nostrum με μία επαρκή εναλλακτική, παρά τις εκτεταμένες ενδείξεις για μια συνεχιζόμενη μεταναστευτική πίεση στη διαδρομή της κεντρικής Μεσογείου. Χρειάστηκε ο θάνατος περισσότερων από 1.000 προσφύγων και μεταναστών σε μία σειρά περιστατικών έξω από τις ακτές της Λιβύης μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο στα μέσα Απριλίου, για να επιφέρει μία αλλαγή στο ήδη υπάρχον σκεπτικό. Σε μία έκτακτη Σύνοδο Κορυφής, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να επεκτείνουν την «Επιχείρηση Τρίτων» για τον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων, από την συνοριακή υπηρεσία της ΕΕ Frontex, ενώ κάποιες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας, έστειλαν περισσότερα σκάφη του ναυτικού στην περιοχή. Τα αποτελέσματα ήταν θετικά: σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, τα ποσοστά θανάτου κατά μήκος της διαδρομής της κεντρικής Μεσογείου μειώθηκαν κατά 9% σε σύγκριση με το 2014, αλλά ακόμα βρισκόταν στους 18,5 θανάτους για κάθε 1.000 ταξιδιώτες. Ο αριθμός των προσφύγων και των μεταναστών που πέθαναν στο Αιγαίο πέλαγος αυξήθηκε σημαντικά φτάνοντας τους 700 μέχρι το τέλος της χρονιάς· ωστόσο αυτός ο αριθμός αντιπροσωπεύει περίπου το 21% όλων των θανάτων στη Μεσόγειο το 2015, συγκριτικά με το 1% του 2014.
Η αύξηση στους θανάτους στο Αιγαίο πέλαγος αντανακλά την απότομη αύξηση των παράτυπων αφίξεων μέσω θαλάσσης στην Ελλάδα, από το καλοκαίρι και μετά. Λόγω απουσίας ασφαλών και νόμιμων οδών για την είσοδο στις χώρες της ΕΕ, περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι, κυρίως πρόσφυγες που διαφεύγουν από συγκρούσεις ή διωγμό στη Συρία, το Αφγανιστάν, την Ερυθραία, τη Σομαλία και το Ιράκ, ακολούθησαν την επικίνδυνη διαδρομή προς την Ελλάδα. Μόλις το 3% όσων εισήλθαν παράτυπα στην Ελλάδα διέσχισαν τα, σε μεγάλο βαθμό περιφραγμένα, χερσαία σύνορα.
Οι υλικοτεχνικές και ανθρωπιστικές προκλήσεις που παρουσιάστηκαν λόγω του μεγάλου πλήθους κατέβαλαν εντελώς το ήδη προβληματικό σύστημα υποδοχής της Ελλάδας. Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες έφυγαν από την Ελλάδα και πορεύτηκαν μέσα από τα Βαλκάνια, οι περισσότεροι από αυτούς στοχεύοντας να φτάσουν στη Γερμανία, το επονομαζόμενο «Καθεστώς του Δουβλίνου»- το σύστημα της ΕΕ για τον καταμερισμό των ευθυνών της επεξεργασίας των αιτημάτων ασύλου μεταξύ των κρατών-μελών- κατέρρευσε και αυτό. Η διοχέτευση των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο σε μερικές μόνο χώρες που αποτελούν εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης, κυρίως την Ελλάδα και την Ιταλία, κατέστησε αδύνατο να διατηρηθεί ένα σύστημα όπου η κύρια ευθύνη για την επεξεργασία των αιτημάτων ασύλου κατανέμεται στην πρώτη χώρα στην οποία εισήλθε ο αιτών/ η αιτούσα. Η Συνθήκη Σένγκεν -σύμφωνα με την οποία καταργήθηκαν οι συνοριακοί έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ- έδειξε επίσης σημάδια κατάρρευσης καθώς η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Σουηδία και η Δανία ανέστειλαν τις προβλέψεις της.
Όσο η κρίση διογκωνόταν, οι ηγέτες της ΕΕ διοργάνωναν απανωτές Συνόδους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Παρ΄όλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπαθούσε μάταια να προτείνει εποικοδομητικά μέτρα για την αναδιανομή των αιτούντων άσυλο και για την οργάνωση των εγκαταστάσεων υποδοχής κατά μήκος της διαδρομής, τα κράτη-μέλη της ΕΕ ως επί το πλείστον είτε ταλαντεύονταν είτε εμπόδιζαν ενεργά όποιες πιθανές λύσεις. Μόνο η Γερμανία επέδειξε ηγετική στάση ανάλογη με το μέγεθος της πρόκλησης.
Μικρή προσπάθεια έγινε για να αυξηθούν οι ασφαλείς και νόμιμες οδοί εισόδου των προσφύγων στην ΕΕ. Τα κράτη- μέλη συμφώνησαν σε ένα σχέδιο επανεγκατάστασης σε όλη την ΕΕ για 20.000 πρόσφυγες από όλο τον κόσμο που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάιο. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες είχε υπολογίσει τον αριθμό των Σύρων προσφύγων που είχαν την ανάγκη επανεγκατάστασης και άλλων μορφών αποδοχής για ανθρωπιστικούς λόγους στους 400.000, αλλά εκτός από τη Γερμανία, σχεδόν καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν προσφέρθηκε να επανεγκαταστήσει περισσότερους από μερικές χιλιάδες εξ’ αυτών.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δυσκολεύτηκαν επίσης να συμφωνήσουν και να εφαρμόσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ανακατανομής των αφικνούμενων προσφύγων και μεταναστών κατά μήκος της ΕΕ. Σε μία Σύνοδο τον Μάιο, οι ηγέτες της ΕΕ ψήφισαν και δέχτηκαν ένα σχέδιο επανεγκατάστασης για 40.000 αιτούντες άσυλο από την Ιταλία ή την Ελλάδα, απέναντι στη σκληρή εναντίωση αρκετών χώρων της κεντρικής Ευρώπης. Τον Σεπτέμβριο, το σχέδιο επεκτάθηκε για άλλους 120.000, συμπεριλαμβανομένης της επανεγκατάστασης 54.000 αιτούντων άσυλο από την Ουγγαρία. Το σχέδιο δεν ήταν από την αρχή αρκετό και έτσι κατέρρευσε καθώς αντιμετώπιζε υλικοτεχνικές προκλήσεις, αλλά και την απροθυμία των κρατών-δεκτών να υλοποιήσουν τους στόχους για τους οποίους δεσμεύτηκαν: μόνο περίπου 200 αιτούντες άσυλο μεταφέρθηκαν από την Ιταλία και την Ελλάδα μέχρι το τέλος της χρονιάς, ενώ η Ουγγαρία αρνήθηκε να συμμετέχει.
Καθώς η πίεση μεγάλωνε, η στάση των βαλκανικών χωρών εναλλασσόταν μεταξύ του να κλείνουν τα σύνορα τους ή απλά να αφήνουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες να περνάνε. Οι συνοριακοί φύλακες έκαναν χρήση δακρυγόνων και γκλομπ για να υποχρεώσουν τα πλήθη να οπισθοχωρήσουν, καθώς η ΠΓΔΜ έκλεισε προσωρινά τα σύνορά της τον Αύγουστο και η Ουγγαρία σφράγισε μόνιμα τα σύνορά της με τη Σερβία τον Σεπτέμβριο. Μέχρι το τέλος της χρονιάς, είχε διαμορφωθεί ένας λίγο-πολύ τακτικός διάδρομος που περνούσε μέσα από την ΠΓΔΜ, τη Σερβία, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Αυστρία, ο οποίος ανερχόταν σε μια ad hoc αντιμετώπιση της κρίσης, η οποία παρέμεινε πλήρως εξαρτώμενη από τη συνεχιζόμενη προθυμία της Γερμανίας να δέχεται τους εισερχόμενους αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες. Χιλιάδες κοιμόνταν ακόμα σε δύσκολες συνθήκες, καθώς οι αρχές που βρίσκονταν κατά μήκος της διαδρομής δυσκολεύονταν να τους παραχωρήσουν επαρκές καταφύγιο. Η Ουγγαρία πρωτοστάτησε στην άρνηση να εμπλακεί σε πανευρωπαϊκές λύσεις για την προσφυγική κρίση. Έχοντας παρατηρήσει μία έντονη αύξηση στους αφικνούμενους πρόσφυγες και μετανάστες από την αρχή του χρόνου, η Ουγγαρία γύρισε την πλάτη της στις συλλογικές προσπάθειες και αποφάσισε να οχυρωθεί. Κατασκεύασε φράχτη άνω των 200 χιλιομέτρων κατά μήκος των συνόρων της με τη Σερβία και την Κροατία και θέσπισε νομοθεσία που καθιστούσε σχεδόν αδύνατο για όσους πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο εισέρχονταν στη Σερβία να αιτηθούν άσυλο. «Θεωρούμε ότι όλες οι χώρες έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν εάν θέλουν να έχουν έναν μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων στις χώρες τους», δήλωσε ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Ορμπάν τον Σεπτέμβριο.
Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη κυμαίνονταν από την αδιαφορία ή την εχθρότητα μέχρι δυνατές εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Οι συγκλονιστικές σκηνές χάους και ανάγκης κατά μήκος της βαλκανικής διαδρομής ώθησαν αμέτρητα άτομα και ΜΚΟ να καλύψουν τα κενά στην ανθρωπιστική βοήθεια που παρεχόταν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες επέλεξαν στην συντριπτική τους πλειονότητα να ακούσουν το δυναμικό αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα αλλά και τις ανησυχίες που αφορούσαν την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και τις απειλές για την ασφάλεια. Ως αποτέλεσμα, οι μόνες πολιτικές στις οποίες κατάφεραν όλοι να συμφωνήσουν ήταν τα μέτρα ενίσχυσης της «Ευρώπης Φρούριο».
Καθώς προχωρούσε η χρονιά, οι Ευρωπαϊκές Σύνοδοι επικεντρώνονταν όλο και περισσότερο σε μέτρα σχεδιασμένα να κρατήσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες έξω από τα σύνορά ή να επισπεύσουν την επιστροφή τους. Οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν να δημιουργήσουν μία κοινή λίστα με «ασφαλείς» χώρες καταγωγής, στις οποίες οι αιτούντες-άσυλο θα μπορούσαν να επιστρέψουν μετά από εσπευσμένες διαδικασίες. Επίσης, συμφώνησαν να ενισχύσουν την ικανότητα της FRONTEX να μπορεί να πραγματοποιεί απελάσεις. Και το πιο σημαντικό, άρχισαν να ασχολούνται με τις χώρες καταγωγής, όπως επίσης και τις χώρες διέλευσης, για να περιορίσουν την εισροή των προσφύγων και των μεταναστών στην Ευρώπη. Η εξωτερική ανάθεση των μεταναστευτικών ελέγχων της ΕΕ σε τρίτες χώρες κορυφώθηκε με την υπογραφή ενός Σχεδίου Κοινής Δράσης με την Τουρκία τον Οκτώβριο. Η συμφωνία περιλάμβανε κυρίως την αποδοχή εκ μέρους της Τουρκίας να περιορίσει τη ροή προσφύγων και μεταναστών προς την Ελλάδα ενισχύοντας τους συνοριακούς ελέγχους, με αντάλλαγμα 3 δισεκατομμύρια ευρώ βοήθειας για τον πληθυσμό των προσφύγων που διαμένουν στην Τουρκία, και ανεπίσημα το να αγνοηθεί η ολοένα και μεγαλύτερη λίστα της με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το σχέδιο επίσης αγνόησε το γεγονός ότι παρά την ευρέως θετική υποδοχή από την Τουρκία των πάνω από 2 εκατομμύρια προσφύγων από τη Συρία, πολλοί ζούσαν ακόμα σε απόλυτη φτώχεια, ενώ εκείνοι από άλλες χώρες είχαν μικρές πιθανότητες να αναγνωριστούν κάποια στιγμή ως πρόσφυγες, εξαιτίας του τραγικά ανεπαρκούς συστήματος ασύλου της Τουρκίας. Προς το τέλος της χρονιάς, υπήρξαν ενδείξεις ότι η Τουρκία επέστρεφε εξαναγκαστικά προς τη Συρία και το Ιράκ πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο οι οποίοι κρατούνταν στα δυτικά σύνορά της, τονίζοντας περαιτέρω την επιλογή της ΕΕ να περιορίσει την εισροή προσφύγων και μεταναστών σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Καθώς η χρονιά έφτανε στο τέλος της, περίπου 2.000 άνθρωποι συνέχιζαν να εισέρχονται στην Ελλάδα καθημερινά. Παρ’ όλο που η ικανότητα υποδοχής στα ελληνικά νησιά αλλά και κατά μήκος της βαλκανικής διαδρομής είχε ενισχυθεί και οι συνθήκες υποδοχής είχαν βελτιωθεί, παρέμειναν τραγικά ανεπαρκείς σε σχέση με το μέγεθος της πρόκλησης. Χωρίς ενδείξεις για σημαντική μείωση του αριθμού των αφικνούμενων προσφύγων και μεταναστών για το 2016, η ΕΕ δεν βρίσκεται πιο κοντά στην εξεύρεση βιώσιμης λύσης που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα για εκείνους που αναζητούν καταφύγιο μέσα στα σύνορά της, απ’ ότι βρισκόταν στην αρχή του έτους.
ΕΝΟΠΛΗ ΒΙΑ
Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο ξεκίνησαν εκ νέου οι σφοδρές συγκρούσεις στην ανατολική περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας, καθώς αυτονομιστές υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία στις αυτοανακηρυχθείσες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ προσπάθησαν να προελάσουν με στόχο να ευθυγραμμίσουν τη θέση τους. Καθώς οι ουκρανικές δυνάμεις υπέστησαν βαριές στρατιωτικές απώλειες, παραχώρησαν τον έλεγχο του διεκδικούμενου από καιρό αεροδρομίου του Ντονέτσκ και της περιοχής γύρω από την πόλη Ντεμπάλτσεβε, ενώ εκτεταμένοι βομβαρδισμοί και από τις δύο πλευρές επέφεραν τον θάνατο πολλών αμάχων. Ο ΟΗΕ εκτιμά ότι, μέχρι το τέλος της χρονιάς, ο φόρος αίματος της σύγκρουσης ξεπέρασε τις 9.000 ανθρώπινες ζωές, συμπεριλαμβανομένων και 2.000 αμάχων, πολλοί εκ των οποίων φαίνεται πως σκοτώθηκαν από την ρίψη ρουκετών και όλμων αδιακρίτως. Τα εγκλήματα πολέμου και οι λοιπές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου περιλάμβαναν βασανιστήρια και βάναυση μεταχείριση κρατουμένων και από τις δύο πλευρές, καθώς και την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες αιχμαλώτων, από τις αποσχιστικές δυνάμεις. Ενώ οι μάχες εκτονώθηκαν μέχρι το τέλος του χρόνου, καθώς επικράτησε μια εύθραυστη εκεχειρία, η προοπτική λογοδοσίας για τα διαπραχθέντα εγκλήματα παρέμενε μακρινή. Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Ουκρανία αποδέχτηκε τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) αναφορικά με τα καταγγελλόμενα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο έδαφός της από τις 20 Φεβρουαρίου 2014, ωστόσο δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος σχετικά με την επικύρωση του Καταστατικού της Ρώμης του ΔΠΔ. Ενώ οι ουκρανικές αρχές έχουν ξεκινήσει κάποιες ποινικές έρευνες για παραβιάσεις για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι διαπράχθηκαν από ουκρανικές δυνάμεις —κυρίως παραστρατιωτικές ομάδες— δεν υπήρξε καμία καταδίκη μέχρι το τέλος της χρονιάς. Στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, όπου έχει επικρατήσει εκτεταμένη ανομία, επιμένει το καθεστώς ατιμωρησίας.
Η λογοδοσία για τις παραβιάσεις που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των φιλοευρωπαϊκών διαδηλώσεων του 2013-2014 στην πρωτεύουσα Κίεβο («EuroMaydan») αποδείχθηκε επίσης απατηλή υπόθεση. Τον Νοέμβριο, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ανακοίνωσε ότι συνεχίζονταν οι έρευνες για πάνω από 2.000 εγκληματικές ενέργειες σχετιζόμενες με τη EuroMaydan, ενώ είχαν κινηθεί ποινικές διαδικασίες κατά 270 ατόμων. Η δίκη δύο πρώην αξιωματικών των αστυνομικών δυνάμεων καταστολής (Berkut) κατηγορούμενων για ανθρωποκτονία και κατάχρηση εξουσίας ξεκίνησε μεν, ωστόσο μέσα στη χρονιά δεν εξασφαλίστηκαν καταδίκες για τα σχετιζόμενα με τη EuroMaydan εγκλήματα. Η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή που συστήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης για την εποπτεία των ερευνών σχετικά με τη EuroMaydan εξέδωσε δύο εκθέσεις τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο, σύμφωνα με τις οποίες οι έρευνες κρίνονταν ανεπαρκείς. Παρότι η λογοδοσία για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων του παρελθόντος, εξακολούθησε να καθυστερεί, σημειώθηκε κάποια πρόοδος ως προς την επιβολή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις διαβόητα διεφθαρμένες και βάναυσες υπηρεσίες επιβολής του νόμου της Ουκρανίας: Θεσπίστηκε τελικά, με την υποστήριξη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ένας νόμος για τη δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας με σκοπό τη διερεύνηση αδικημάτων —μεταξύ των οποίων τα βασανιστήρια και η βάναυση μεταχείριση— διαπραχθέντων από δημόσιους λειτουργούς. Η Ουκρανία έκανε τα πρώτα διστακτικά της βήματα προς τη θεσμική μεταρρύθμιση, ωστόσο η περιοχή του Ντονμπάς παρέμεινε ασταθής, αποτελώντας, όπως και η Κριμαία, μια μαύρη τρύπα ανεξέλεγκτων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενώ οι συγκρούσεις στην Ουκρανία υποχώρησαν, βίαιες συγκρούσεις ξέσπασαν στην Τουρκία, καθώς η ούτως ή άλλως αβέβαιη ειρηνευτική διαδικασία με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) κατέρρευσε τον Ιούλιο. Μέχρι το τέλος του χρόνου, υπήρξαν αναφορές για πάνω από 100 νεκρούς κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων επιβολής του νόμου σε αστικές περιοχές, οι οποίες λάμβαναν μια ολοένα αυξανόμενη στρατιωτική μορφή. Υπήρξαν επίσης πολλές αναφορές για υπερβολική χρήση βίας και εξωδικαστικές εκτελέσεις από τουρκικές δυνάμεις. Οι επιχειρήσεις επιβολής του νόμου διεξάγονταν κατά κανόνα σε εικοσιτετράωρης βάσης περιόδους απαγόρευσης της κυκλοφορίας, που συχνά διαρκούσαν αρκετές εβδομάδες, κατά τις οποίες ήταν κομμένη η παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, και οι κάτοικοι δεν είχαν πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα και τροφή. Η σημαντική αύξηση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων διέφυγε σε μεγάλο βαθμό της διεθνούς κριτικής, καθώς η Τουρκία χρησιμοποίησε επιτυχώς τον κρίσιμο ρόλο της στη συριακή και την προσφυγική κρίση, προκειμένου να μετριάσει την κριτική για τις εγχώριες δράσεις της.
ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ, ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΖΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΧΕΣΘΑΙ
Η κατάσταση, όσον αφορά τις ελευθερίες της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς, επιδεινώθηκε σε όλη την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ο κυβερνητικός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης, η λογοκρισία στο διαδίκτυο, η περιστολή των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας και η ποινικοποίηση της νόμιμης άσκησης αυτών των ελευθεριών εντάθηκε σχεδόν παντού.
Στη Ρωσία, αυξήθηκε η πίεση που ασκείται σταθερά στους επικριτές της κυβέρνησης, καθώς εφαρμόστηκαν κατασταλτικοί νόμοι που θεσπίστηκαν μετά την επάνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην προεδρία. Μέχρι το τέλος του χρόνου, πάνω από 100 ΜΚΟ συμπεριλήφθηκαν —οι περισσότερες αναγκαστικά— στον κατάλογο με τους «ξένους πράκτορες» του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ούτε μία ΜΚΟ δεν κατάφερε να προσβάλει δια της νομικής οδού τη συμπερίληψή της στον εν λόγω κατάλογο. Το Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRC) Memorial ήταν μία από τις πολλές ΜΚΟ στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο, επειδή οι εκδόσεις της δεν έφεραν την τοξική επιγραφή «ξένος πράκτορας», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στην ποινική δίωξη των ηγετικών στελεχών της στο μέλλον. Ο νόμος, σκοπός του οποίου ήταν να αποθαρρύνει τις ΜΚΟ να λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό και να δυσφημήσει όσες το κάνουν, συμπληρώθηκε τον Μάιο από έναν νέο νόμο, ο οποίος επιτρέπει στις αρχές να χαρακτηρίζουν ξένες οργανώσεις «ανεπιθύμητες», αν κρίνουν ότι συνιστούν «απειλή για τη συνταγματική τάξη, την άμυνα ή την κρατική ασφάλεια της χώρας». Προφανώς η στοχοποίηση αφορούσε οργανώσεις-χορηγούς του εξωτερικού, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέχρι το τέλος του χρόνου, 4 χορηγοί που έχουν τη βάση τους στις Ηνωμένες Πολιτείες κηρύχθηκαν «ανεπιθύμητοι», καθιστώντας έτσι τη συνεχιζόμενη λειτουργία τους στη Ρωσία —αλλά και κάθε συνεργασία μαζί τους— παράνομη. Οι αρχές επεξέτειναν περαιτέρω την άσκηση ελέγχου τους στα μέσα ενημέρωσης και στο διαδίκτυο. Κρατικοί ρυθμιστικοί φορείς απέκλεισαν την πρόσβαση σε χιλιάδες ιστότοπους και σελίδες, συχνά παραβιάζοντας το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Εντάθηκαν επίσης και οι περιορισμοί στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και μειώθηκε ο αριθμός των δημοσίων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Για πρώτη φορά, τέσσερις ειρηνικοί διαδηλωτές διώχθηκαν βάσει ενός νόμου του 2014 που ποινικοποίησε τις επαναλαμβανόμενες παραβάσεις του νόμου περί του συνέρχεσθαι.
Στο Αζερμπαϊτζάν, οι επιφανείς επικεφαλής ΜΚΟ που συνελήφθησαν το 2014 καταδικάστηκαν, ως αναμενόταν, για μια σειρά από κατασκευασμένες κατηγορίες. Στο τέλος του χρόνου, τουλάχιστον 18 κρατούμενοι συνείδησης, μεταξύ των οποίων και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι, νέοι ακτιβιστές και πολιτικοί της αντιπολίτευσης παρέμεναν στα κελιά τους. Η Λέιλα Γιουνούς, πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Ειρήνη και τη Δημοκρατία, και ο σύζυγος και συνεργάτης της Αρίφ Γιουνούς απελευθερώθηκαν προς τα τέλη του 2015, αν και αντιμετώπιζαν ακόμη χαλκευμένες κατηγορίες προδοσίας.
Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιδεινώθηκε και στο Καζαχστάν. Ο νέος Ποινικός Κώδικας που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο διατήρησε τα αδικήματα της υποκίνησης κοινωνικής και λοιπών μορφών «διχόνοιας». Τέσσερις ποινικές έρευνες ξεκίνησαν γι’ αυτό το διατυπωμένο με ασαφείς όρους αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων αυτών κατά των ακτιβιστών Γιερμέκ Ναριμπάεβ και Σεριχζάν Μαμπετάλιν, επειδή ανήρτησαν στη σελίδα τους στο Facebook αποσπάσματα από ένα αδημοσίευτο βιβλίο, τα οποία κρίθηκαν ότι δυσφήμιζαν τους Καζάκους. Στο τέλος του χρόνου τελούσαν ακόμα σε προσωρινή κράτηση. Εμπνεόμενο από τη Ρωσία και τηρώντας την ίδια καχύποπτη στάση απέναντι στην ξένη χρηματοδότηση των ΜΚΟ, το Καζαχστάν τροποποίησε τον Νόμο για τις Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις, δημιουργώντας έναν κεντρικό «φορέα» για τη συγκέντρωση πόρων και τη χορήγηση κρατικής και μη κρατικής χρηματοδότησης σε ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησης από το εξωτερικό, για έργα και δραστηριότητες που ανταποκρίνονται σε έναν περιορισμένο κατάλογο εγκεκριμένων από την κυβέρνηση θεμάτων. Με την ιδέα της θέσπισης νόμου περί «ξένων πρακτόρων», κατά τα ρωσικά πρότυπα, φλέρταρε και το Κιργιστάν∙ σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή, με την ισχυρή υποστήριξη του Προέδρου Αταμπάγιεφ, ωστόσο αποσύρθηκε για «περαιτέρω διαβούλευση» τον Ιούνιο. Η Βουλή έφτασε επίσης σε τρίτη ανάγνωση ενός νόμου που ποινικοποιούσε την «ενθάρρυνση θετικής στάσης» προς «μη παραδοσιακές σεξουαλικές σχέσεις», πριν αποσυρθεί κι αυτός για περαιτέρω διαβούλευση.
Στον πρόεδρο του Τατζικιστάν Ιμομάλι Ραχμόν χορηγήθηκε ισόβια ασυλία και του απονεμήθηκε ο τίτλος του «ηγέτη του έθνους», ενώ η κατάσταση στο Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν παρέμεινε βασικά αμετάβλητη, αφού οι δυο χώρες διατήρησαν τους βαθιά κατασταλτικούς κανόνες τους. Η Γεωργία και η Ουκρανία συνέχισαν να προσφέρουν, σε γενικές γραμμές, ελεύθερες συνθήκες, πλην όμως με κάποιες αστάθειες. Στην Ουκρανία έγινε όλο και πιο επικίνδυνη η διατύπωση φιλορωσικών απόψεων: Ο φιλορώσος δημοσιογράφος Ολές Μπουζινά έπεσε νεκρός από τα πυρά δύο μασκοφόρων ενόπλων τον Απρίλιο, ενώ ο δημοσιογράφος Ρουσλάν Κατσάμπα έγινε ο πρώτος κρατούμενος συνείδησης της Ουκρανίας μέσα σε πέντε χρόνια, όταν τέθηκε σε προσωρινή κράτηση με την κατηγορία της προδοσίας τον Φεβρουάριο. Μετά τη θέσπιση τον Μάιο τεσσάρων αποκαλούμενων «νόμων αποκομμουνιστικοποίησης» που απαγόρευαν τη χρήση κομμουνιστικών και ναζιστικών συμβόλων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κίνησε διαδικασία για την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας. Στη Γεωργία, το αντιπολιτευόμενο κόμμα Ενωμένο Εθνικό Κίνημα και αρκετές ΜΚΟ κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι ενορχήστρωνε μια παρατεταμένη νομική διένεξη ανάμεσα σε έναν εκδιωχθέντα πρώην μέτοχο και την παρούσα ιδιοκτησία του φιλικά προσκείμενου προς την αντιπολίτευση τηλεοπτικού σταθμού Rustavi 2. Τον Νοέμβριο, το Δικαστήριο της Τιφλίδας διέταξε την αντικατάσταση του γενικού διευθυντή και του οικονομικού διευθυντή του σταθμού.
Σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη Ευρώπη, ίσως η πιο σημαντική οπισθοδρόμηση αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα έλαβε χώρα στην Τουρκία. Με φόντο τις δύο διαδοχικές κοινοβουλευτικές εκλογές που έδωσαν ξεκάθαρη πλειοψηφία στο κυβερνόν κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AK), την ολοένα πιο αυταρχική άσκηση εξουσίας του πρώην ηγέτη του και τωρινού προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς και τη διακοπή της ειρηνευτικής διαδικασίας με το PKK, η ελευθερία της έκφρασης επλήγη περαιτέρω. Αμέτρητες άδικες ποινικές διώξεις επί τη βάσει νόμων εγκληματικής δυσφήμησης όσο και αντιτρομοκρατικών νόμων είχαν ως στόχο πολιτικούς ακτιβιστές, δημοσιογράφους και άλλους επικριτές δημοσίων λειτουργών ή της κυβερνητικής πολιτικής. Συγκεκριμένοι στόχοι υπήρξαν φιλοκούρδοι σχολιαστές και υποστηρικτές μέσων ενημέρωσης συνδεόμενων με τον πρώην σύμμαχο του κόμματος ΑΚ Φετουλάχ Γκιουλέν. Αυξανόμενες ήταν και οι διώξεις ατόμων που ασκούσαν κριτική στον πρόεδρο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πάνω από 100 υποθέσεις εγκληματικής δυσφήμησης σύμφωνα με το άρθρο 229 για «προσβολή του προέδρου» κινήθηκαν από τον πρόεδρο και κυρώθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Τεράστια πίεση ασκήθηκε σε επικριτικά μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους. Σημειώθηκαν τακτικές απολύσεις δημοσιογράφων από εκδότες λόγω των επικριτικών ρεπορτάζ και σχολιασμών τους. Ειδησεογραφικοί ιστότοποι, ανάμεσά τους και μεγάλο τμήμα του κουρδικού τύπου, έκλεισαν με ασαφή αιτιολογία μέσω διοικητικών εντολών, με τη στήριξη της υπάκουης δικαστικής εξουσίας. Δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα παρενοχλήσεων και επιθέσεων από την αστυνομία ενώ κάλυπταν θέματα στο κατεξοχήν κατοικούμενο από Κούρδους νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Μέσα ενημέρωσης που συνδέονταν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν στοχοποιήθηκαν συστηματικά και είτε βγήκαν εκτός αέρα είτε πέρασαν στον έλεγχο κυβερνητικών διαχειριστών.
Εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για ευαίσθητα θέματα συνέχισαν να εμποδίζονται. Οι διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκαν για τρίτη διαδοχική χρονιά, ενώ και το ετήσιο Gay Pride της Κωνσταντινούπολης διαλύθηκε βίαια για πρώτη φορά μέσα σε δέκα και πλέον χρόνια. Συχνές ήταν οι καταγγελίες για υπερβολική χρήση βίας από όργανα επιβολής του νόμου κατά τη διάλυση διαδηλώσεων, ιδίως στα νοτιοανατολικά.
ΑΝΤΙΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Η χρονιά ξεκίνησε με βίαιες επιθέσεις στο Παρίσι κατά δημοσιογράφων της σατιρικής εβδομαδιαίας έκδοσης Charlie Hebdo και κατά ενός εβραϊκού σουπερμάρκετ, με αποτέλεσμα τον θάνατο 17 ανθρώπων και την εκδήλωση ενός κύματος αλληλεγγύης τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό. Άλλη μια σειρά επιθέσεων μέσα και γύρω από το Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου επέφερε τον θάνατο άλλων 130 ανθρώπων. Οι επιθέσεις έδωσαν νέα ορμή – στη Γαλλία κυρίως, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης – σε μια δέσμη μέτρων που απειλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτά περιλαμβάνονται: μέτρα που έχουν στόχο όσους ταξιδεύουν ή σκοπεύουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό προκειμένου να διαπράξουν ή να επιδιώξουν με άλλον τρόπο ανεπαρκώς οριζόμενες ενέργειες συνδεόμενες με την τρομοκρατία∙ νέες, καθολικές εξουσίες παρακολούθησης∙ εκτεταμένες εξουσίες συλλήψεων με μειωμένες διαδικαστικές εγγυήσεις∙ και μέτρα «αντιριζοσπαστικοποίησης» που εν δυνάμει περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης και εισάγουν διακρίσεις κατά ορισμένων ομάδων.
Κάποιες από τις πιο σημαντικές εξελίξεις έλαβαν χώρα στον τομέα της παρακολούθησης, καθώς αρκετά κράτη θέσπισαν ή κατέθεσαν προτάσεις για μέτρα με τα οποία χορηγείται σε υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου σχεδόν απρόσκοπτη πρόσβαση στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Στη Γαλλία, το Κοινοβούλιο ενέκρινε δύο νόμους περί παρακολούθησης που χορηγούν εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες για την παρακολούθηση των επικοινωνιών και της χρήσης του διαδικτύου, μεταξύ άλλων μέσω μαζικών και χωρίς διάκριση υποκλοπών της διαδικτυακής κίνησης. Ο δεύτερος νόμος, που θεσπίστηκε τον Οκτώβριο, άνοιξε τον δρόμο για τη χρήση μαζικών τεχνικών παρακολούθησης των επικοινωνιών εντός και εκτός της χώρας, για την επιδίωξη ενός απροσδιόριστου καταλόγου στόχων, μεταξύ των οποίων η προώθηση της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και οικονομικών και επιστημονικών συμφερόντων. Κανένα από τα νέα μέτρα παρακολούθησης δεν απαιτεί δικαστική έγκριση, απεναντίας αμφότερα χορηγούν περιορισμένες και περιστασιακές εξουσίες σε μια διοικητική αρχή που θα συμβουλεύει τον πρωθυπουργό.
Η Ελβετία θέσπισε έναν νέο νόμο παρακολούθησης που χορηγεί καθολικές εξουσίες στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών για την υποκλοπή δεδομένων από καλώδια σύνδεσης στο διαδίκτυο εισερχόμενα ή εξερχόμενα από την Ελβετία, την πρόσβαση σε μεταδεδομένα, σε ιστορικά περιήγησης στο διαδίκτυο και σε περιεχόμενα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και για τη χρήση κυβερνητικού κατασκοπευτικού λογισμικού. Η ολλανδική κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο που στην ουσία θα νομιμοποιεί τη μαζική συλλογή δεδομένων τηλεπικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών επικοινωνιών, χωρίς προηγούμενη δικαστική έγκριση. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου πρότεινε ένα νέο Νομοσχέδιο περί Εξουσιών Διερεύνησης που θα επιτρέπει στις υπηρεσίες πληροφοριών να υποκλέπτουν όλες τις επικοινωνίες εντός και εκτός της χώρας, και θα υποχρεώνει τις εταιρείες παροχής τηλεφωνικών και διαδικτυακών υπηρεσιών να παραδίδουν τα ιστορικά διαδικτυακής περιήγησης και τηλεφωνικών κλήσεων των πελατών τους – και όλα αυτά με ανεπαρκή δικαστικό έλεγχο.
Ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απείλησαν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, μια πληθώρα από σημαντικές αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων θέσπισαν δείκτες για ένα ζήτημα που μάλλον θα αποτελέσει αντικείμενο έντονης διαμάχης και δικαστικών διενέξεων μέσα στα επόμενα χρόνια. Τον Δεκέμβριο, στην υπόθεση Roman Zakharov κατά Ρωσίας, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επεσήμανε την ανάγκη προηγούμενης ατομικής υποψίας και ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου για να θεωρηθεί αναγκαία και αναλογική κάθε σχετική με παρακολούθηση παρέμβαση στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.
Μετά την ιστορική απόφαση για την υπόθεση της Digital Rights Ireland που εκδόθηκε το 2014, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε άλλη μια σημαντική απόφαση. Τον Οκτώβριο, ακύρωσε τη δεκαπενταετή συμφωνία του «ασφαλούς λιμένα» μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, η οποία επέτρεπε σε ιδιωτικές εταιρείες να διαβιβάζουν προσωπικά δεδομένα από τη μεν στις δε και αντίστροφα, με βάση την υπόθεση της ύπαρξης ενός κατ’ ουσίαν ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των σχετικών με τα προσωπικά δεδομένα θεμελιωδών δικαιωμάτων στη νομοθεσία των ΗΠΑ και της ΕΕ. Μετά τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν σχετικά με την έκταση του προγράμματος παρακολούθησης των ΗΠΑ, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι αρχές των ΗΠΑ μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και να τα επεξεργαστούν κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου και του αναλογικού για την προστασία της εθνικής ασφάλειας».
Η αυξανόμενη χρήση έκτακτων αντιτρομοκρατικών μέτρων που ελήφθησαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 στις ΗΠΑ και συνιστούν απειλή για τα δικαιώματα βρήκαν ιδιαιτέρως έντονη έκφραση στη Γαλλία μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου. Για μια αρχική περίοδο 12 ημερών, που στη συνέχεια παρατάθηκε κατά τρεις μήνες, κηρύχθηκε καθεστώς έκτακτης ανάγκης το οποίο εισήγαγε ένα φάσμα μέτρων, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα διενέργειας κατ’ οίκον ερευνών άνευ εντάλματος, ο εξαναγκασμός ανθρώπων να παραμένουν σε συγκεκριμένες τοποθεσίες και η εξουσία διάλυσης συγκεντρώσεων ή ομάδων που περιγράφονται εν γένει ότι συμμετέχουν σε πράξεις που παραβιάζουν τη δημόσια τάξη. Σε διάστημα λίγων μόνο εβδομάδων, οι γαλλικές αρχές διενήργησαν 2.700 κατ’ οίκον έρευνες άνευ εντάλματος, οι οποίες οδήγησαν σε δύο μόνο έρευνες συνδεόμενες με την τρομοκρατία (αλλά και σε άλλες 488 για άσχετα αδικήματα)∙ επέβαλαν σε 360 ανθρώπους σταθερή διαμονή∙ και έκλεισαν 20 τζαμιά και πολυάριθμες μουσουλμανικές ενώσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, οι αρχές άσκησαν πληθώρα διώξεων επί τη βάσει ασαφούς νομοθεσίας περί «υπεράσπισης της τρομοκρατίας», αρκετές εκ των οποίων παραβίαζαν καταφανώς το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.
Ωστόσο, η Γαλλία δεν ήταν η μόνη. Προτάσεις για νέους αντιτρομοκρατικούς νόμους μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου κατατέθηκαν και σε άλλες χώρες της περιοχής, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Σλοβακία. Σε όλες αυτές τις χώρες, οι νέες προτάσεις περιλάμβαναν την επιμήκυνση της επιτρεπόμενης χρονικής περιόδου κράτησης, πριν την απαγγελία κατηγοριών, ατόμων υπόπτων για αδικήματα συνδεόμενα με την τρομοκρατία, με βάρος αποδείξεως ελαφρύτερο από αυτό της «εύλογης υποψίας».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, τα ευρωπαϊκά κράτη εργάστηκαν για τη θέσπιση νομοθετικών μέτρων για τον περιορισμό και την ποινικοποίηση των ταξιδιών ή της προετοιμασίας ταξιδιών στο εξωτερικό για τον αόριστα περιγραφόμενο σκοπό της διάπραξης ή επιδίωξης με άλλο τρόπο, ενεργειών συνδεόμενων με την τρομοκρατία, μετά τη θέσπιση της Απόφασης 2178 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2014. Τον Δεκέμβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση για μια νέα οδηγία η οποία θα εισαγάγει στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών την απαγόρευση ταξιδιών και πράξεων συνδεόμενων με ταξίδια για τον σκοπό της διάπραξης τρομοκρατικών ενεργειών στο εξωτερικό. Αυτό διαδέχτηκε και αναφερόταν στη θέσπιση, νωρίτερα μέσα στη χρονιά, υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, μιας συνθήκης που περιλάμβανε παρόμοια μέτρα. Αυτοί οι νόμοι, καθώς και άλλοι που εισήχθησαν για να αντιμετωπίσουν το αποκαλούμενο φαινόμενο των «αλλοδαπών μαχητών» αποτέλεσαν απειλή, σε διαφόρους βαθμούς, για ένα φάσμα από εγγυήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αρκετές χώρες, και στο Ηνωμένο Βασίλειο συγκεκριμένα, αυτά τα μέτρα συμβάδιζαν με μια ευρύτερη δέσμη μέτρων που σχεδιάστηκαν για να προλαμβάνουν και να εντοπίζουν τον «βίαιο εξτρεμισμό, τα οποία διακινδύνευαν την εισαγωγή διακρίσεων κατά των μουσουλμάνων και τον στιγματισμό τους.