ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2009

Δημοσιεύθηκε στις 3 Μαρτίου 2009, 01:51Εκτύπωση

«ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΑΠΛΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ…»

Ετήσια Έκθεση 2009

 Μήνυμα από την Αϊρίν Χαν, Γ.Γ. της Διεθνούς Αμνηστίας

Τον Σεπτέμβριο του 2008 βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσω τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ σχετικά με τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας, τους διεθνώς συμφωνημένους στόχους προκειμένου να μειωθεί η φτώχεια έως το 2015. Ο ένας εκπρόσωπος μετά τον άλλον μιλούσε για την ανάγκη περισσότερων κονδυλίων για να εξαλειφθεί η πείνα, για να περιοριστούν οι αποτρέψιμοι θάνατοι βρεφών και εγκύων γυναικών, για να παρασχεθεί καθαρό νερό και αποχέτευση, για να μορφωθούν τα κορίτσια. Διακυβεύονταν η ζωή και η αξιοπρέπεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων, όμως δεν υπήρχε παρά περιορισμένη θέληση να στηριχτούν τα λόγια με τη διάθεση χρηματικών πόρων. Καθώς έφευγα από το κτίριο του ΟΗΕ, είδα πως οι ειδήσεις στις γιγαντοοθόνες διηγούνταν μια πολύ διαφορετική ιστορία, προερχόμενη από κάποιο άλλο σημείο του Μανχάταν: την κατάρρευση μιας από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ. Ήταν ένα αποκαλυπτικό σημάδι, που εξηγούσε πού ήταν πραγματικά επικεντρωμένα η προσοχή και οι οικονομικοί πόροι της υφηλίου. Ξαφνικά, οι πλούσιες και ισχυρές κυβερνήσεις ήταν σε θέση να βρουν ποσά πολλαπλάσια εκείνων που δεν μπορούσαν να βρουν για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια. Και τα ποσά αυτά τα διοχέτευαν πλουσιοπάροχα σε χρεωκοπημένες τράπεζες και σε πακέτα δημιουργίας κινήτρων για οικονομίες, στις οποίες είχαν επιτρέψει επί χρόνια να λειτουργήσουν ξέφρενα, και οι οποίες τώρα ναυαγούσαν.

Μέχρι να τελειώσει το 2008, είχε γίνει πια ξεκάθαρο πως ο δύο ταχυτήτων κόσμος μας, ο κόσμος της στέρησης και της αδηφαγίας –της εξαθλίωσης των πολλών προκειμένου να ικανοποιηθεί η απληστία των λίγων– κατέρρεε και έφτανε σε αδιέξοδο.

Όπως και με το ζήτημα της αλλαγής του κλίματος, το ίδιο συμβαίνει και με την παγκόσμια οικονομική ύφεση: οι πλούσιοι ευθύνονται για την πλειονότητα των καταστροφικών ενεργειών, όμως οι φτωχοί είναι εκείνοι που υφίστανται τις χειρότερες συνέπειες. Αν και κανείς δεν μένει απρόσβλητος από τα δόντια της ύφεσης, τα δεινά των πλούσιων χωρών δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με τις καταστροφές που εκτυλίσσονται στις φτωχότερες. Από τους μετανάστες εργάτες στην Κίνα μέχρι τους μεταλλωρύχους στην Κατάνγκα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), οι άνθρωποι που προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τη φτώχεια αισθάνονται τη σφοδρότητα του πλήγματος με ιδιαίτερη οξύτητα. Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει προβλέψει πως άλλα 53 εκατομμύρια άνθρωποι θα περιέλθουν σε κατάσταση φτώχειας φέτος, επιπλέον των 150 εκατομμυρίων που επλήγησαν από την περσινή επισιτιστική κρίση, εκμηδενίζοντας την πρόοδο τής τελευταίας δεκαετίας. Στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας δείχνουν ότι από 18 έως 51 εκατομμύρια άνθρωποι ενδέχεται να χάσουν τις δουλειές τους. Οι τιμές των τροφίμων, που εκτινάσσονται στα ύψη, οδηγούν σε μεγαλύτερη πείνα και περισσότερες ασθένειες, ενώ οι αναγκαστικές εξώσεις και οι κατασχέσεις δημιουργούν ακόμη περισσότερους άστεγους και μεγαλύτερη εξαθλίωση.

Αν και είναι πολύ νωρίς να προβλεφθεί ο πλήρης αντίκτυπος που θα έχει για τα ανθρώπινα δικαιώματα η ακολασία των τελευταίων ετών, είναι σαφές ότι το κόστος και οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Είναι επίσης σαφές ότι οι κυβερνήσεις, όχι μόνο παραχώρησαν τη ρύθμιση των οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών στις δυνάμεις της αγοράς, αλλά και απέτυχαν παταγωδώς να προστατέψουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ζωές και τα μέσα διαβίωσης των πολιτών τους.

Ο κόσμος χρειάζεται ένα διαφορετικό είδος ηγεσίας, ένα διαφορετικό είδος πολιτικής και οικονομίας – κάτι που να λειτουργεί για όλους και όχι μόνο για λίγους ευνοούμενους.

 

Δισεκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από ανασφάλεια, έλλειψη δικαιοσύνης και προσβολή της αξιοπρέπειάς τους. Και αυτό αποτελεί κρίση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η κρίση έχει να κάνει με τις ελλείψεις τροφίμων, θέσεων εργασίας, καθαρού νερού, γης και κατοικίας, καθώς και στην αυξανόμενη ανισότητα και ανασφάλεια, την ξενοφοβία και το ρατσισμό, τη βία και την καταπίεση. Όλα αυτά μαζί συνιστούν μια παγκόσμια κρίση που απαιτεί λύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, βασισμένες στη διεθνή συνεργασία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Δυστυχώς, οι ισχυρές κυβερνήσεις εστιάζουν την προσοχή τους στο εσωτερικό τους, στις στενές οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες εντός των χωρών τους και αγνοούν την ευρύτερη παγκόσμια κρίση. Ή, εάν σκέφτονται να δράσουν σε διεθνές επίπεδο, περιορίζονται μόνο στην οικονομία και τα χρηματοοικονομικά, επαναλαμβάνοντας έτσι τα λάθη του παρελθόντος.

Ο κόσμος χρειάζεται ένα διαφορετικό είδος ηγεσίας, ένα διαφορετικό είδος πολιτικής και οικονομίας – κάτι που να λειτουργεί για όλους και όχι μόνο για λίγους ευνοούμενους. Χρειαζόμαστε μια ηγεσία που να μετακινήσει τα κράτη από τη στενή εθνική ιδιοτέλεια στην πολυμερή συνεργασία, έτσι ώστε οι λύσεις να είναι συνολικές, περιεκτικές, μακροπρόθεσμες και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συμμαχίες μεταξύ κυβερνήσεων και εταιρειών, που βασίστηκαν σε προσδοκίες οικονομικού πλουτισμού σε βάρος των πιο περιθωριοποιημένων ανθρώπων, πρέπει να διαλυθούν. Οι συμμαχίες σκοπιμότητας, που προστατεύουν καταχρηστικές κυβερνήσεις από την υποχρέωση λογοδοσίας, πρέπει να εξαλειφθούν.

Τα πολλά πρόσωπα της ανισότητας

Πολλοί εμπειρογνώμονες αναδεικνύουν τους εκατομμύρια ανθρώπους που η οικονομική ανάπτυξη έβγαλε από τη φτώχεια. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι πολλοί περισσότεροι έμειναν πίσω, τα επιτεύγματα ήταν υπερβολικά εύθραυστα –όπως δείχνει η πρόσφατη οικονομική κρίση– και το κόστος για τα ανθρώπινα δικαιώματα υπερβολικά υψηλό. Τα ανθρώπινα δικαιώματα εξορίστηκαν πάρα πολύ συχνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς αδυσώπητη δύναμη της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης έσυρε τον κόσμο σε μια φρενήρη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Οι συνέπειες είναι σαφείς: αυξανόμενη ανισότητα, στέρηση, περιθωριοποίηση και ανασφάλεια· οι φωνές των ανθρώπων που διαμαρτύρονται, καταστέλλονται με θράσος και ατιμωρησία· και όσοι ευθύνονται για τις καταπατήσεις –κυβερνήσεις, μεγάλες επιχειρήσεις και διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα– ως επί το πλείστον παραμένουν αμετανόητοι και δεν λογοδοτούν. Υπάρχουν αυξανόμενα σημάδια πολιτικής αναταραχής και βίας, που επαυξάνουν την ήδη υφιστάμενη παγκόσμια ανασφάλεια λόγω των πολύνεκρων συγκρούσεων που η διεθνής κοινότητα μοιάζει ανίκανη ή απρόθυμη να επιλύσει. Με άλλα λόγια: καθόμαστε πάνω σε μια πυριτιδαποθήκη ανισότητας, αδικίας και ανασφάλειας, και είναι έτοιμη να εκραγεί.

Παρά τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη σε πολλά μέρη της Αφρικής, εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν κάτω από το όριο της φτώχειας, αγωνιζόμενοι σκληρά να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους. Η Λατινική Αμερική είναι ίσως η περιοχή με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον κόσμο, όπου οι αυτόχθονες και άλλες περιθωριοποιημένες κοινότητες στις αγροτικές και τις αστικές περιοχές στερούνται τα δικαιώματά τους στην υγειονομική περίθαλψη, το καθαρό νερό, την παιδεία και την κατάλληλη στέγαση, παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας των χωρών τους. Η Ινδία αναδεικνύεται σε γιγάντια ατμομηχανή της Ασίας, όμως δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει τις συνθήκες στέρησης στις οποίες ζουν οι φτωχοί στις πόλεις ή οι περιθωριοποιημένες κοινότητες στην ύπαιθρο, ενώ στην Κίνα το χάσμα βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στους αγρότες και τους μετανάστες εργάτες αφενός, και στις εύπορες αστικές τάξεις αφετέρου, γίνεται ακόμη πιο έντονο.

Σήμερα, η πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο ζουν σε αστικές περιοχές και, από αυτούς, περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σε παραγκουπόλεις. Με άλλα λόγια, ένας στους τρεις κατοίκους των πόλεων ζει σε ακατάλληλες συνθήκες στέγασης, με ελάχιστες ή και καθόλου στοιχειώδεις υπηρεσίες, και με την καθημερινή απειλή της ανασφάλειας, της βίας και της αναγκαστικής έξωσης. Το εξήντα τοις εκατό του πληθυσμού στο Ναϊρόμπι της Κένυα ζουν σε παραγκουπόλεις – ένα εκατομμύριο εξ αυτών στην Κιμπέρα, τη μεγαλύτερη παραγκούπολη στην Αφρική. Για να δώσω μόλις ένα ακόμη παράδειγμα, περίπου 150.000 Καμποτζιανοί ζουν με τον κίνδυνο της αναγκαστικής έξωσης, ως αποτέλεσμα των διενέξεων σχετικά με τη γη, της αρπαγής εκτάσεων γης, και των έργων γεωργικής βιομηχανικής ανάπτυξης και αστικής ανάπλασης.
Η ανισότητα ως παραπροϊόν της παγκοσμιοποίησης δεν περιορίζεται μόνο σε εκείνους που ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Όπως έδειξε η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) τον Οκτώβριο του 2008, και στις βιομηχανικές χώρες «η οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών ωφέλησε περισσότερο τους πλούσιους παρά τους φτωχούς.» Οι ΗΠΑ, η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, ήρθε 27η από τα 30 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, όσον αφορά την παγιωμένη φτώχεια και την αύξηση της άνισης κατανομής του εισοδήματος.

Από τους φτωχούς αστικούς πληθυσμούς στις φαβέλας του Ρίο ντε Ζανέιρο στη Βραζιλία, μέχρι τις κοινότητες των Ρομά στις χώρες της Ευρώπης, η βρώμικη αλήθεια είναι ότι πολλοί άνθρωποι είναι φτωχοί λόγω των ανοιχτών και των συγκαλυμμένων πολιτικών διάκρισης, περιθωριοποίησης και αποκλεισμού, που διαπράττονται από το κράτος ή με την ανοχή του, και με τη συνεργασία επιχειρήσεων ή ιδιωτικών φορέων. Δεν είναι απλώς σύμπτωση ότι πολλοί από τους φτωχούς του κόσμου είναι γυναίκες, μετανάστες, εθνοτικές ή θρησκευτικές μειονότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι η μητρική θνησιμότητα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους φονιάδες της εποχής μας, αν και ελάχιστες δαπάνες για επείγουσα μαιευτική περίθαλψη θα μπορούσαν να σώσουν τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία.

Ένα σαφές παράδειγμα της συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων και κράτους για να στερήσουν από ανθρώπους τη γη τους και τους φυσικούς τους πόρους και να τους ρίξουν στη φτώχεια είναι η περίπτωση των Αυτοχθόνων κοινοτήτων. Στη Βολιβία, μεγάλος αριθμός οικογενειών της Αυτόχθονης φυλής Γουαρανί στην περιφέρεια Τσάκο ζουν σε συνθήκες, τις οποίες η Διαμερικανική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιέγραψε ως κατάσταση υποδούλωσης ανάλογη της δουλείας. Μετά την επίσκεψή του στη Βραζιλία, τον Αύγουστο του 2008, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τους αυτόχθονες επέκρινε «τις επίμονες διακρίσεις [στις οποίες] βασίζεται η διαμόρφωση της πολιτικής, η παροχή υπηρεσιών, και η απονομή δικαιοσύνης» στους Αυτόχθονες της χώρας.
Η ανισότητα επεκτείνεται και στο ίδιο το δικαστικό σύστημα. Σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την οικονομία της αγοράς και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις από ξένες επιχειρήσεις και ιδιωτικούς φορείς, τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρηματοδότησαν νομικές μεταρρυθμίσεις στον εμπορικό τομέα σε διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες. Όμως δεν υπήρξε καμία συγκρίσιμη προσπάθεια να διασφαλιστεί η δυνατότητα των φτωχών να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και να επιδιώκουν επανόρθωση μέσω των δικαστηρίων για τις παραβιάσεις που διαπράττονται από κυβερνήσεις ή επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για τη Νομική Ενδυνάμωση των Φτωχών, περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχουν ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Πολλές μορφές ανασφάλειας

Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και υποβάλλονται σε καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων πιθανότατα θα αυξηθεί, καθώς διάφοροι παράγοντες συγκλίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, σε ένα κλίμα οικονομικής ύφεσης. Πρώτον, οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής, με πρωτεργάτες μέχρι πριν μια δεκαετία το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα, έχουν αποδιαρθρώσει τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής είχαν σχεδιαστεί έτσι, ώστε να δημιουργήσουν εντός των κρατών τις συνθήκες εκείνες, που θα υποστήριζαν την οικονομία της αγοράς και θα άνοιγαν τις εθνικές αγορές στο διεθνές εμπόριο. Αυτές οδήγησαν στην προώθηση του ελάχιστου κράτους, στο οποίο οι κυβερνήσεις απεμπόλησαν υπέρ της αγοράς τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Εκτός του ότι ζητούσαν φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, οι πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής άσκησαν επίσης πίεση για την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, καθώς και την περικοπή των δικτύων κοινωνικής προστασίας. Τα τέλη χρήσης, που προώθησαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ σε υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη, καθιστούν συχνά αυτές τις υπηρεσίες απρόσιτες για τους φτωχότερους ανθρώπους. Τώρα, με την οικονομία σε κατάσταση χάους και την ανεργία να αυξάνεται, υπερβολικά πολλοί άνθρωποι δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την απώλεια εισοδήματος, αλλά και την κοινωνική ανασφάλεια, χωρίς δίκτυα κοινωνικής προστασίας για να τους στηρίξουν στους δύσκολους καιρούς.

Δεύτερον, στην παγκόσμια επισιτιστική ανασφάλεια, παρά τη σοβαρότητά της, δίνεται ανεπαρκής προσοχή από τη διεθνή κοινότητα. Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποφέρουν από την πείνα και τον υποσιτισμό, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας. Υπήρξε έντονη όξυνση της πείνας, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων τροφίμων που προκλήθηκαν από δεκαετίες ανεπαρκών επενδύσεων στον τομέα της γεωργίας, από εμπορικές πολιτικές που ενθάρρυναν την πρακτική ντάμπινγκ και την επακόλουθη καταστροφή των ντόπιων αγροτών, από τις κλιματολογικές αλλαγές που οδηγούν σε αυξανόμενη λειψυδρία και στην υποβάθμιση του εδάφους αυξάνοντας τις πληθυσμιακές πιέσεις, από την αύξηση του κόστους της ενέργειας και από την ξαφνική ζήτηση για βιοκαύσιμα.

Σε πολλές περιοχές, η επισιτιστική κρίση επιδεινώθηκε από τις διακρίσεις και την πολιτική χειραγώγηση της διανομής τροφίμων, την παρεμπόδιση της τόσο αναγκαίας ανθρωπιστικής βοήθειας, την ανασφάλεια και τις ένοπλες συγκρούσεις, που καταστρέφουν τις δυνατότητες καλλιέργειας ή εμποδίζουν την πρόσβαση των ανθρώπων στους πόρους που χρειάζονται για να παραγάγουν ή να αγοράσουν τρόφιμα. Στη Ζιμπάμπουε, όπου στα τέλη του 2008 πέντε εκατομμύρια άνθρωποι είχαν ανάγκη επισιτιστικής βοήθειας, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα τρόφιμα ως όπλο εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων. Στη Βόρεια Κορέα, οι αρχές περιόριζαν εσκεμμένα την επισιτιστική βοήθεια για να καταπιέζουν τους ανθρώπους και να τους διατηρούν σε κατάσταση πείνας. Οι τακτικές “καμένης γης”, που ασκήθηκαν κατά των ανταρτών από τις σουδανικές ένοπλες δυνάμεις και την υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση πολιτοφυλακή Τζαντζαγουίντ, κατάστρεψαν τόσο τα μέσα βιοπορισμού, όσο και τις ζωές ανθρώπων στο Νταρφούρ. Εκτοπισμένοι άμαχοι, παγιδευμένοι από τις συγκρούσεις στο βόρειο τμήμα της Σρι Λάνκα, στερήθηκαν τα τρόφιμα και την ανθρωπιστική βοήθεια, επειδή η ένοπλη ομάδα «Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ηλάμ» (LTTE) δεν τους άφηνε να φύγουν και οι ένοπλες δυνάμεις της Σρι Λάνκα δεν επέτρεπαν στις οργανώσεις βοηθείας πλήρη πρόσβαση στις πληττόμενες περιοχές. Μια από τις πιο εξωφρενικές, ίσως, περιπτώσεις στέρησης του δικαιώματος στην τροφή, το 2008, ήταν η άρνηση των αρχών της Μιανμάρ να επιτρέψουν  επί τρεις εβδομάδες την παροχή εξαιρετικά αναγκαίας διεθνούς βοήθειας σε 2,4 εκατομμύρια επιζώντες του Κυκλώνα Ναργκίς, τη στιγμή που η κυβέρνηση διοχέτευε τους δικούς της πόρους για να προωθήσει ένα προβληματικό δημοψήφισμα για ένα ακόμη πιο προβληματικό Σύνταγμα.

Στις αυξημένες τιμές των τροφίμων έρχονται να προστεθούν οι απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών ή αλλοδαπών εργαζομένων, καθώς οι εξαγωγικές οικονομίες επιβραδύνονται και ο οικονομικός προστατευτισμός σηκώνει κεφάλι. Τα εμβάσματα των αλλοδαπών εργαζομένων, συνολικού ύψους περίπου 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως -ποσό διπλάσιο της παγκόσμιας υπερπόντιας αναπτυξιακής βοήθειας -αποτελούν σημαντική πηγή εισοδήματος για μια σειρά χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, είναι όπως η Κένυα, το Μεξικό, το Μπαγκλαντές και οι Φιλιππίνες. Μείωση των εμβασμάτων σημαίνει λιγότερα έσοδα για αυτές τις κυβερνήσεις και, συνεπώς, λιγότερα μετρητά για την εξασφάλιση βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, σε ορισμένες χώρες η μείωση στην εξαγωγή του εργατικού δυναμικού αφήνει περισσότερους απογοητευμένους, εξοργισμένους νέους άντρες άπραγους στα χωριά τους και τους καθιστά εύκολη λεία στα δίχτυα της εξτρεμιστικής πολιτικής και της βίας.

Εν τω μεταξύ, την ίδια στιγμή που οι αγορές εργασίας συρρικνώνονται, η πίεση για μετανάστευση συνεχίζει να αυξάνεται και οι χώρες προορισμού καταφεύγουν σε όλο και πιο βάναυσες μεθόδους για να κρατήσουν τους ανθρώπους έξω από τα σύνορά τους. Τον Ιούνιο του 2008, επισκέφθηκα το δημόσιο νεκροταφείο της Τενερίφης στις Κανάριες Νήσους, όπου οι ανώνυμοι τάφοι μαρτυρούν σιωπηλά την αποτυχημένη προσπάθεια των Αφρικανών μεταναστών να εισέλθουν στην Ισπανία. Μόνο το 2008, 67.000 άνθρωποι τα κατάφεραν στην επικίνδυνη διάσχιση της Μεσογείου προς την Ευρώπη, ενώ είναι άγνωστος ο αριθμός εκείνων που πνίγηκαν. Όσοι τα κατάφεραν ζουν μια ζωή στην αφάνεια, χωρίς έγγραφα ταυτότητας, ευάλωτοι στην εκμετάλλευση και την κακοποίηση και με την απειλή της απέλασης έπειτα από παρατεταμένη κράτηση να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους, ως αποτέλεσμα της Οδηγίας του 2008 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) για τις επαναπροωθήσεις παράνομων μεταναστών.

Ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπως η Ισπανία, έχουν συνάψει διμερείς συμ­φωνίες με χώρες της Αφρικής ώστε να επιστρέφουν τους μετανάστες, ή να τους εμποδίζουν να ξεκινήσουν καν το ταξίδι. Χώρες όπως η Μαυριτανία αντιμετωπί­ζουν αυτές τις συμφωνίες ως άδεια για να συλλαμβάνουν αυθαίρετα, να κρατούν σε προβληματικές συνθήκες και να απελαύνουν χωρίς καμία δυνατότητα νομικής προσφυγής μεγάλο αριθμό αλλοδαπών που βρίσκονται στο έδαφός τους, χωρίς κανένα στοιχείο για την πρόθεσή τους να εγκαταλείψουν τη χώρα και παρόλο που η παράτυπη έξοδος από τη Μαυριτανία δεν αποτελεί αδίκημα.

Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι ωθούνται σε ολοένα πιο επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης, οι κοινωνικές εντάσεις αυξάνονται. Ένα από τα χειρότερα κρούσματα ρατσιστικής και ξενοφοβικής βίας το 2008 σημειώθηκε στη Νότιο Αφρική το Μάιο, όταν 60 άνθρωποι σκοτώθηκαν, 600 τραυματίστηκαν και δεκάδες χιλιάδες εκτοπίστηκαν, την ίδια στιγμή που δεκάδες χιλιάδες άλλοι εισέρχονταν στη χώρα από τη γειτονική Ζιμπάμπουε για να αναζητήσουν καταφύγιο από την πολιτική βία και τις στερήσεις. Αν και οι επίσημες έρευνες παρέλειψαν να προσδιορίσουν τα αίτια των επιθέσεων, πιστεύεται ευρέως ότι είχαν ως κίνητρο την ξενοφοβία και τον ανταγωνισμό για τις θέσεις εργασίας, τη στέγαση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, που οξύνεται από τη διαφθορά.
Η οικονομική ανάκαμψη εξαρτάται από την πολιτική σταθερότητα. Ωστόσο, οι ίδιοι ακριβώς παγκόσμιοι ηγέτες, που προσπαθούν να συνθέσουν πακέτα κινήτρων για να αναζωογονήσουν την παγκόσμια οικονομία, εξακολουθούν να παραβλέπουν τις πολύνεκρες συγκρούσεις ανά τον κόσμο που κυοφορούν μαζικές καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παγιώνουν τη φτώχεια και θέτουν σε κίνδυνο την περιφερειακή σταθερότητα.

Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη Γάζα, που είναι αποκλεισμένη και ρημαγμένη από τις στρατιωτικές επιθέσεις, είναι τρομακτικές. Οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της σύγκρουσης στο Ισραήλ και τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη αντηχούν πολύ πέρα από τον άμεσο χώρο της.
Οι συγκρούσεις στο Νταρφούρ και τη Σομαλία διαδραματίζονται σε περιοχές με εύθραυστα οικοσυστήματα, όπου η αυξημένη πίεση για το νερό και για τη δυνατότητα παροχής τροφίμων για να συντηρηθεί ο πληθυσμός αποτελεί ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων πολέμων. Οι μαζικοί εκτοπισμοί που έχουν προκαλέσει, έχουν ασκήσει τεράστια πίεση στις γειτονικές χώρες, που έχουν τώρα να αντιμετωπίσουν και τις πρόσθετες συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Στην ανατολική ΛΔΚ, η απληστία, η διαφθορά και τα οικονομικά συμφέροντα ανταγωνίζονται τα τοπικά παιχνίδια εξουσίας για να ρίξουν τους ανθρώπους στη φτώχεια και να τους παγιδεύσουν σε έναν επίμονο κύκλο βίας. Μια χώρα με τεράστιο φυσικό πλούτο βλέπει τώρα τις προσπάθειες ανασυγκρότησης και ανάκαμψης να ανακόπτονται εξαιτίας της μείωσης των ξένων επενδύσεων λόγω της οικονομικής ύφεσης.
Στο Αφγανιστάν, η διάχυτη ανασφάλεια έχει περιορίσει την πρόσβαση των κατοίκων, ιδιαίτερα των γυναικών και των κοριτσιών, στην τροφή, την υγειονομική περίθαλψη και την παιδεία. Η ανασφάλεια έχει διαρρεύσει και πέρα από τα σύνορα προς το γειτονικό Πακιστάν, το οποίο ήδη μαστίζεται από την αποτυχία της κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, να καταπολεμήσει τη φτώχεια και να αντιμετωπίσει την ανεργία των νέων, και ωθεί τη χώρα σε μια δίνη εξτρεμιστικής βίας.

Εάν υπάρχει κάτι που μπορούμε να διδαχτούμε από την οικονομική κρίση, είναι ότι τα διεθνή σύνορα δεν μας απομονώνουν από το κακό. Η εξεύρεση λύσεων για τις χειρότερες συγκρούσεις στον κόσμο και για την αυξανόμενη απειλή της εξτρεμιστικής βίας, με μεγαλύτερο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης εικόνας της ανόρθωσης της παγκόσμιας οικονομίας.

Από την ύφεση στην καταστολή

Από τη μία πλευρά, αντιμετωπίζουμε τον σοβαρότατο κίνδυνο ότι η αυξανόμενη φτώχεια και οι απελπιστικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολιτική αστάθεια και μαζική βία. Από την άλλη, μπορεί κάλλιστα να καταλήξουμε σε μια κατάσταση όπου η ύφεση θα μπορούσε να συνοδευτεί από μεγαλύτερη καταπίεση, καθώς οι κυβερνήσεις που βρίσκονται σε δυσχερή θέση –ιδίως εκείνες με προδιάθεση στον αυταρχισμό– καταστέλλουν βάναυσα τη διαφωνία, την κριτική και τη δημόσια έκθεση της διαφθοράς και της οικονομικής κακοδιαχείρισης.

Το 2008 πήραμε μια γεύση για το τι θα μπορούσε να ακολουθήσει από το 2009 και πέρα. Όταν ο κόσμος βγήκε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στις αυξήσεις των τιμών των τροφίμων και τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, σε πολλές χώρες ακόμη και οι ειρηνικές διαμαρτυρίες αντιμετωπίστηκαν με σκληρές αντιδράσεις. Στην Τυνησία, οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες κατεστάλησαν με τη βία, που προκάλεσε δύο θανάτους, πολλούς τραυματισμούς και περισσότερες από 200 ποινικές διώξεις υποτιθέμενων διοργανωτών, μερικές από τις οποίες κατέληξαν σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης. Στη Ζιμπάμπουε, πολιτικοί αντίπαλοι, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων δέχθηκαν επιθέσεις, απήχθησαν, συνελήφθησαν και φονεύθηκαν με ατιμωρησία. Στο Καμερούν, έπειτα από βίαιες διαδηλώσεις, μέχρι και 100 διαδηλωτές πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι φυλακίστηκαν.

Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας και πολιτικών εντάσεων, υπάρχει ανάγκη για διαφάνεια και ανεκτικότητα, έτσι ώστε η δυσαρέσκεια και η δυσφορία να μπορούν να διοχετευτούν σε εποικοδομητικό διάλογο και στην αναζήτηση λύσεων. Κι όμως, σε πολλές χώρες, ακριβώς κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι που συρρικνώνεται το πεδίο δράσης της κοινωνίας των πολιτών. Ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλοι ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών υφίστανται παρενοχλήσεις, δέχονται απειλές και επιθέσεις, διώκονται ποινικά χωρίς δικαιολογία ή φονεύονται με ατιμωρησία σε κάθε περιοχή του κόσμου.

Η λογοκρισία στα μέσα ενημέρωσης πιθανότατα θα αυξηθεί, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθούν να καταπνίξουν τις επικρίσεις για τις πολιτικές τους. Αυτό έρχεται να προστεθεί στις απειλές που ήδη αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι σε πολλές χώρες. Η Σρι Λάνκα κατέχει ένα από τα χειρότερα ρεκόρ, με 14 φόνους δημοσιογράφων από το 2006 μέχρι σήμερα. Το Ιράν περιόρισε την ελευθερία έκφρασης στο Διαδίκτυο, ενώ η Αίγυπτος και η Συρία φυλάκισαν εκδότες ιστολογίων (bloggers). Η Κίνα χαλάρωσε τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης εν όψει της Ολυμπιάδας του Πεκίνου, αλλά αμέσως μετά επανήλθε στις παλιές συνήθειες με μπλοκάρισμα ιστοτόπων και άλλες  μορφές λογοκρισίας. Η κυβέρνηση της Μαλαισίας απαγόρευσε την έκδοση δύο διακεκριμένων αντιπολιτευόμενων εφημερίδων, φοβούμενη την κριτική τους στην προεκλογική περίοδο.
Οι ανοικτές αγορές δεν οδήγησαν απαραίτητα σε ανοιχτές κοινωνίες. Αποθρασυμένη από την οικονομική ισχύ που απέκτησε από τις υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η ρωσική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια υιοθέτησε ολοένα περισσότερο μια εθνικιστική και αυταρχική στάση και επιδίωξε ενεργά να διαβρώσει την ελευθερία της έκφρασης και να επιτεθεί στους επικριτές της. Καθώς η ρωσική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα με την πτώση των τιμών του πετρελαίου και την αύξηση του πληθωρισμού, και καθώς η κοινωνική δυσαρέσκεια εξαπλώνεται, οι τάσεις αυταρχισμού θα μπορούσαν να ενταθούν ακόμη περισσότερο.

Η Κίνα εξακολουθεί να καταστέλλει βάναυσα όσους επικρίνουν τις επίσημες πολιτικές και πρακτικές της. Αποτέλεσμα είναι πως η διαφθορά επισήμων και οι αθέμιτες πρακτικές εταιριών δεν αντιμετωπίζονται, παρά μόνο όταν έχει ήδη προκληθεί μεγάλη ζημιά και το σκάνδαλο δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί, όπως έδειξαν πριν από μερικά χρόνια ο φόβος της SARS / γρίπης των πτηνών και η επιδημία του ιού HIV/AIDS, ή το πιο πρόσφατο σκάνδαλο της μελαμίνης στα προϊόντα αφυδατωμένου γάλακτος. Η κινεζική κυβέρνηση αντέδρασε στο σκάνδαλο αυτό εκτελώντας με μεγάλη δημοσιότητα εκείνους που κρίθηκαν ένοχοι διαφθοράς, όμως δεν έχει κάνει παρά ελάχιστα ή και τίποτα για να αλλάξει τη συμπεριφορά των εταιριών ή των επίσημων αρχών στην Κίνα.

Οι χώρες της G-20 πρέπει να ενστερνιστούν τις παγκόσμιες αξίες και να αντιμετωπίσουν τα δικά τους μελανά πεπραγμένα και την πρακτική τους των δύο μέτρων και σταθμών όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

 

Ένα ενημερωμένο σώμα πολιτών, με τη δύναμη να απαιτούν λογοδοσία, αποτελεί καλύτερη εγγύηση πως οι κυβερνήσεις και οι εταιρίες θα κάνουν καλά τη δουλειά τους. Σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να δώσουν κίνητρα στην οικονομία, η ελευθερία είναι ένα αγαθό που πρέπει να ενθαρρύνεται και όχι να καταπιέζεται.

Νέο είδος ηγεσίας

Η στέρηση, η ανισότητα, η αδικία, η ανασφάλεια και η καταπίεση είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φτώχειας. Πρόκειται σαφώς για προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο με οικονομικά μέτρα. Απαιτούν ισχυρή πολιτική βούληση και μια ολοκληρωμένη αντίδραση που θα ενσωματώνει τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κράτους δικαίου. Απαιτούν συλλογική δράση και ένα νέο είδος ηγεσίας.

Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει μια μετατόπιση στη γεωπολιτική εξουσία και μια νέα γενιά κρατών, με τη μορφή της G-20, διεκδικεί το σκήπτρο της παγκόσμιας ηγεσίας. Η G-20, την οποία συνιστούν η Βραζιλία, η Ινδία, η Κίνα, η Νότια Αφρική και άλλες αναδυόμενες οικονομίες του παγκόσμιου Νότου, καθώς και η Ρωσία, οι ΗΠΑ και οι ηγετικές δυτικές οικονομίες, ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πολιτική ισχύ και το οικονομικό γόητρο στον κόσμο σήμερα. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά για να γίνουν πραγματικοί παγκόσμιοι ηγέτες, οι χώρες της G-20 πρέπει να ενστερνιστούν τις παγκόσμιες αξίες και να αντιμετωπίσουν τα δικά τους μελανά πεπραγμένα και την πρακτική τους των δύο μέτρων και σταθμών όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι αλήθεια πως η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ χαράζει πολύ διαφορετική οδό στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε σύγκριση με την κυβέρνηση Μπους. Η απόφαση του Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, μέσα σε 48 ώρες από την ανάληψη των καθηκόντων του, να κλείσει το στρατόπεδο-φυλακή του Γουαντάναμο σε διάστημα ενός έτους, να καταγγείλει απερίφραστα τα βασανιστήρια και να τερματίσει τις μυστικές κρατήσεις από τη CIA, ήταν αξιέπαινη, όπως ήταν και η απόφαση της κυβέρνησης να επιδιώξει την εκλογή των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να κρίνει κανείς εάν η κυβέρνηση θα καλέσει χώρες όπως το Ισραήλ και την Κίνα, με την ίδια ευθύτητα και το ίδιο σθένος που καλεί άλλα κράτη, όπως το Ιράν και το Σουδάν, να αποκαταστήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει αμφίσημη όσον αφορά την αφοσίωσή της στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και είναι σθεναρή σε θέματα όπως η θανατική ποινή, η ελευθερία της έκφρασης και η προστασία των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολλά κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι λιγότερο πρόθυμα να ανταποκριθούν στα διεθνή θεσμικά κείμενα για την προστασία των προσφύγων και την εξάλειψη του ρατσισμού και των διακρίσεων εντός των συνόρων τους ή να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη συμπαιγνία τους με τη CIA στις μυστικές μεταγωγές υπόπτων τρομοκρατίας.

Η Βραζιλία και το Μεξικό είναι ένθερμοι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεθνώς, αλλά δυστυχώς συχνά παραλείπουν να εφαρμόσουν στην πράξη, εντός των συνόρων τους, αυτά που κηρύττουν στο εξωτερικό. Η Νότια Αφρική μπλόκαρε σταθερά την άσκηση διεθνούς πίεσης στην κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε να βάλει τέρμα στις πολιτικές διώξεις και τη χειραγώγηση των εκλογών. Η Σαουδική Αραβία κρατά χιλιάδες υπόπτων τρομοκρατίας χωρίς δίκη, φυλακίζει πολιτικά διαφωνούντες και περιορίζει έντονα τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων και των γυναικών. Η Κίνα έχει ένα βαθιά προβληματικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, χρησιμοποιεί τιμωρητικές μορφές διοικητικής κράτησης για να κλείσει το στόμα των επικριτών της και είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε εκτελέσεις. Η ρωσική κυβέρνηση έχει επιτρέψει την ατιμώρητη άνθηση των αυθαίρετων κρατήσεων, των βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης και των εξωδικαστικών εκτελέσεων στις ρωσικές περιοχές του Βόρειου Καυκάσου και απειλεί όσους τολμούν να την επικρίνουν.

Οι κυβερνήσεις της G-20 έχουν την υποχρέωση να προασπίζουν τα διεθνή θεσμικά κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία έχει δεσμευτεί η διεθνής κοινότητα. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπονομεύσουν την ίδια τους την αξιοπιστία και τη νομιμότητα, καθώς και την αποτελεσματικότητά τους. Ο στόχος της ομάδας G-20 είναι να βρει μια διέξοδο από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Ισχυρίζεται επίσης ότι οι προσπάθειές τους θα ωφελήσουν τους ανθρώπους που ζουν στη φτώχεια. Όμως η οικονομική ανάκαμψη δεν θα είναι ούτε βιώσιμη ούτε ιςόνομη, αν δεν περιλαμβάνει ισχυρή έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Είναι ανειλημμένο καθήκον όσων βρίσκονται στην ηγεσία του κόσμου, να δώσουν το καλό παράδειγμα με τη συμπεριφορά τους. Μια καλή αρχή για τα μέλη της G-20 θα ήταν να στείλουν ένα σαφές μήνυμα ότι όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, οικονομικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά δικαιώματα, πολιτικά ή ατομικά δικαιώματα, είναι εξίσου σημαντικά. Οι ΗΠΑ αρνούνται εδώ και καιρό την εγκυρότητα των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και δεν μετέχουν στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα. Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, δεν μετέχει στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Οι δύο αυτές χώρες πρέπει να προσχωρήσουν αμέσως στις αντίστοιχες συνθήκες. Όλα τα μέλη της G-20 πρέπει να επικυρώσουν το Προαιρετικό Πρωτόκολλο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το Δεκέμβριο του 2008. Η υπογραφή των διεθνών συνθηκών, ωστόσο, είναι μόνο ένα βήμα από όλα όσα πρέπει να γίνουν.

Νέες ευκαιρίες για αλλαγή

Η παγκόσμια φτώχεια –την οποία οξύνει η οικονομική κατάσταση– έχει δημιουργήσει μια καυτή πλατφόρμα για αλλαγή στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει μετατόπιση του κυρίαρχου υποδείγματος, η οποία ανοίγει ευκαιρίες για συστημική αλλαγή.

Οι κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν στα ανθρώπινα δικαιώματα με την ίδια αποφασιστικότητα που επενδύουν στην οικονομική ανάπτυξη.

 

 Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, το κράτος υποχωρεί ή υπαναχωρεί από τις υποχρεώσεις του προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, για χάρη της αγοράς, με την πεποίθηση πως η οικονομική ανάπτυξη θα έλυνε όλα τα προβλήματα. Τώρα, που η οικονομία υποχωρεί και τα προβλήματα επιδεινώνονται, οι κυβερνήσεις αλλάζουν ριζικά τις θέσεις τους και μιλούν για μια νέα παγκόσμια χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική και για ένα νέο διεθνές σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο το κράτος θα έχει ισχυρότερο ρόλο. Αυτό δημιουργεί την ευκαιρία να σταματήσουμε επίσης την υποχώρηση του κράτους από την κοινωνική σφαίρα και να σχεδιάσουμε εκ νέου ένα μοντέλο κράτους φιλικότερου προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε σύγκριση με εκείνο που χαρακτηρίζει τη διεθνή πολιτική την τελευταία εικοσαετία. Δημιουργεί τη δυνατότητα να αναστοχαστούμε ριζικά το ρόλο των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όσον αφορά το σεβασμό, την προστασία και την εκπλήρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Οι κυβερνήσεις πρέπει να επενδύσουν στα ανθρώπινα δικαιώματα με την ίδια αποφασιστικότητα που επενδύουν στην οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει να διευρύνουν και να υποστηρίξουν τις ευκαιρίες για υγεία και παιδεία· να τερματίσουν τις διακρίσεις· να δώσουν δύναμη στις γυναίκες· να καθιερώσουν οικουμενικά πρότυπα και αποτελεσματικά συστήματα για να καταστήσουν τις εταιρείες υπόλογες για τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· να οικοδομήσουν ανοιχτές κοινωνίες, όπου το κράτος δικαίου να γίνεται σεβαστό, η κοινωνική συνοχή να είναι ισχυρή, η διαφθορά να εξαλειφθεί και οι κυβερνήσεις να μπορούν να καθίστανται υπόλογες. Η οικονομική κρίση δεν πρέπει να γίνει πρόσχημα ώστε οι ανεπτυγμένες χώρες να περικόψουν την αναπτυξιακή βοήθεια. Τώρα, στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης, η διεθνής βοήθεια είναι ακόμη πιο σημαντική, προκειμένου να βοηθήσει μερικές από τις φτωχότερες χώρες να παρέχουν στοιχειώδεις υπηρεσίες στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της υγιεινής και της στέγασης.

Οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να συνεργαστούν για την επίλυση των πολύνεκρων συγκρούσεων. Δεδομένου ότι είναι αλληλένδετες, το να αγνοούν μια κρίση για να εστιάσουν σε μια άλλη αποτελεί βέβαιη συνταγή για να επιδεινωθούν και οι δύο.

Θα αδράξουν οι κυβερνήσεις τις ευκαιρίες αυτές για να ενισχύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα; Θα αποδεχτούν οι εταιρικοί φορείς και τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τις ευθύνες τους απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα, και θα σταθούν στο ύψος αυτών των ευθυνών; Μέχρι στιγμής, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν εμφανίζονται σχεδόν καθόλου στις διαγνώσεις ή τις συνταγές που προτείνει η διεθνής κοινότητα.

Η ιστορία μάς δείχνει ότι οι περισσότεροι αγώνες για μεγάλες αλλαγές –όπως η κατάργηση της δουλείας ή η χειραφέτηση των γυναικών– δεν ξεκίνησαν ως πρωτοβουλία των κρατών, αλλά ως προσπάθειες των καθημερινών ανθρώπων. Οι επιτυχίες που σημειώθηκαν όσον αφορά την εδραίωση της διεθνούς δικαιοσύνης, ή στον έλεγχο του εμπορίου όπλων, ή στην κατάργηση της θανατικής ποινής, ή στην καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, ή στην τοποθέτηση της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής στη διεθνή ατζέντα, οφείλονται όλες κατά κύριο λόγο στην ενεργητικότητα, τη δημιουργικότητα και την επιμονή εκατομμυρίων ακτιβιστών από όλον τον κόσμο.

Με σύνθημα «Απαιτούμε Αξιοπρέπεια», θα κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους ώστε να επιδιώξουν τη λογοδοσία των εθνικών και διεθνών φορέων για τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημιουργούν και βαθαίνουν τη φτώχεια.

 

Ακριβώς στη δύναμη των ανθρώπων πρέπει τώρα να στραφούμε, για να ασκήσουμε πίεση στους πολιτικούς μας ηγέτες. Για αυτόν το λόγο η Διεθνής Αμνηστία, μαζί με πολλούς τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς εταίρους, ξεκινά το 2009 μια νέα εκστρατεία. Με σύνθημα «Απαιτούμε Αξιοπρέπεια», θα κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους ώστε να επιδιώξουν τη λογοδοσία των εθνικών και διεθνών φορέων για τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δημιουργούν και βαθαίνουν τη φτώχεια. Θα αμφισβητήσουμε νόμους, πολιτικές και πρακτικές που κάνουν διακρίσεις και θα απαιτήσουμε συγκεκριμένα μέτρα για να ξεπεραστούν οι παράγοντες που ρίχνουν τους ανθρώπους στη φτώχεια και τους κρατούν φτωχούς. Θα φέρουμε στο επίκεντρο της συζήτησης για την εξάλειψη της φτώχειας τις φωνές των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτήν και θα επιμείνουμε να τους επιτραπεί να συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές τους.

Πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια, η Διεθνής Αμνηστία δημιουργήθηκε για να απαιτήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων συνείδησης. Σήμερα επιπλέον «απαιτούμε αξιοπρέπεια» για τους κρατούμενους της φτώχειας, ώστε να μπορέσουν να αλλάξουν τη ζωή τους. Είμαι βέβαιη ότι, με τη βοήθεια και την υποστήριξη των εκατομμυρίων μελών, υποστηρικτών και συνεργατών μας σε όλον τον κόσμο, θα το πετύχουμε.

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αρχηγός κράτους: Κάρολος Παπούλιας
Αρχηγός κυβέρνησης: Κωνσταντίνος Καραμανλής
Θανατική ποινή: Έχει καταργηθεί για όλα τα εγκλήματα
Πληθυσμός: 11,2 εκατομμύρια
Προσδόκιμο ζωής: 78,9 έτη
Θνησιμότητα κάτω των 5 ετών (α/κ): 8/8 στα 1000 άτομα
Ποσοστό εγγραμμάτων ενηλίκων: 96%

Αφ’ ότου αστυνομικός πυροβόλησε και σκότωσε ένα 15χρονο αγόρι τον Δεκέμβριο, αστυνομικοί αναφέρεται ότι χρησιμοποίησαν υπερβολική βία εναντίον διαδηλωτών καθώς οι διαμαρτυρίες, μεταξύ αυτών και βίαιες ταραχές, εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Παρά τη θέσπιση νέας νομοθεσίας για τη διαδικασία ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των μεταναστών, η μεταχείριση των παράτυπων μεταναστών και των αιτούντων άσυλο συνέχισε να παραβιάζει τα διεθνή θεσμικά κείμενα. Χιλιάδες φυλακισμένοι κατέφυγαν σε απεργία πείνας διαμαρτυρόμενοι για τη μεταχείρισή τους στη φυλακή. Ένας αντιρρησίας συνείδησης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης.

Ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου – υπερβολική χρήση βίας
Στις 6 Δεκεμβρίου, ο δεκαπεντάχρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος φονεύθηκε από έναν αστυνομικό, ο οποίος υπηρετούσε ως «ειδικός φρουρός», στο κέντρο της Αθήνας. Οι περιγραφές των γεγονότων που οδήγησαν στην δολοφονία ποικίλλουν. Σύμφωνα με την αστυνομία, δύο αστυνομικοί σε όχημα δέχτηκαν επίθεση από ομάδα 20 έως 30 νεαρών. Σε μια δεύτερη αντιπαράθεση ένας από τους αστυνομικούς έριξε χειροβομβίδα κρότου-λάμψης ενώ ο άλλος πυροβόλησε δύο φορές στον αέρα και μία προς το έδαφος και μία από τις σφαίρες εξοστρακίστηκε και τραυμάτισε θανάσιμα τον Αλέξη Γρηγορόπουλο. Σύμφωνα με παρισταμένους, δύο αστυνομικοί σε όχημα πλησίασαν τον Αλέξη Γρηγορόπουλο και την παρέα του περίπου στις 9 μ.μ. και τους εξύβρισαν λεκτικά. Καθώς οι αστυνομικοί έφευγαν, κάποιος από την παρέα πέταξε ένα μπουκάλι προς το περιπολικό, το οποίο σταμάτησε, οι αστυνομικοί επέστρεψαν πεζοί και εξύβρισαν λεκτικά τους νεαρούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της λογομαχίας ένας αστυνομικός πυροβόλησε τρεις φορές και μία από τις τρεις σφαίρες σκότωσε τον δεκαπεντάχρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Μέσα στις επόμενες ημέρες και οι δύο αστυνομικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Στον αστυνομικό που πυροβόλησε απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παράνομη οπλοχρησία και για ανθρωποκτονία με πρόθεση, ενώ στον άλλο απαγγέλθηκε η κατηγορία της απλής συνέργειας.

Το γεγονός αυτό πυροδότησε εκτεταμένες αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες σε όλη τη χώρα, που συνεχίζονταν στο τέλος του έτους. Η αστυνομία αναφέρεται ότι χρησιμοποίησε υπερβολική και τιμωρητική βία εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών αντί να στραφεί στους ταραξίες που κατέστρεφαν περιουσίες. Ανάμεσα σε αυτούς που ξυλοκοπήθηκαν από την αστυνομία ήταν και δυο μέλη της Διεθνούς Αμνηστίας. Η αστυνομία επίσης πραγματοποίησε πολλές αυθαίρετες συλλήψεις.

Πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο

Δύο προεδρικά διατάγματα αναγγέλθηκαν τον Ιούλιο σχετικά με τις διαδικασίες αναγνώρισης της προσφυγικής ιδιότητας και τα κριτήρια για να θεωρηθεί κανείς πρόσφυγας. Και τα δύο απέτυχαν να ανταποκριθούν πλήρως στις ανησυχίες των οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων. Το Προεδρικό Διάταγμα 90/2008 καθιστά τη νομική συνδρομή διαθέσιμη μόνο στο στάδιο της προσφυγής, αφού το αίτημα για άσυλο έχει απορριφθεί. Η διαδικασία επανεξέτασης για τα αιτήματα που απορρίφθηκαν στερείται ανεξαρτησίας, αφού η Δευτεροβάθμια Επιτροπή παραμένει συμβουλευτικό όργανο προς τον Υπουργό Εσωτερικών. Η πρόσβαση των δικηγόρων στις δικογραφίες και τους κρατουμένους πελάτες τους είναι περιορισμένη. Οι αιτήσεις για άσυλο πρέπει να υποβάλλονται αυτοπροσώπως, θέτοντας ορισμένους αιτούντες σε κίνδυνο  σύλληψης. Οι αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται αμέσως μετά την είσοδο στην χώρα, χωρίς να υπάρχουν ειδικές διατάξεις που να διασφαλίζουν την πρόσβαση στη διαδικασία όσων τίθενται υπό κράτηση κατά την άφιξή τους. Επιτρέπεται η κράτηση αιτούντων άσυλο έως και επί 60 μέρες. Το Προεδρικό Διάταγμα 96/2008 διατυπώνει τα κριτήρια χορήγησης προσφυγικής προστασίας και προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους. Στους λόγους αποκλεισμού από την επικουρική ανθρωπιστική προστασία συγκαταλέγονται πλημμελήματα που τιμωρούνται με τρεις μήνες φυλάκισης.

Τον Απρίλιο το τοπικό γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι η πρόσβαση των ανηλίκων στην προσφυγική προστασία ήταν αυθαίρετη και ότι οι πληροφορίες που παρέχονταν σχετικά με τη διαδικασία ασύλου ήταν ανεπαρκείς. Διαπίστωσε επίσης ότι η ηλικία σπάνια έπαιζε ρόλο στην ιεράρχηση των αιτήσεων. Η έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ζητούσε τον τερματισμό της διοικητικής κράτησης ανηλίκων.

  • Τον Οκτώβριο, 160 ασυνόδευτα παιδιά-μετανάστες, κάποια από τα οποία πιθανότατα ήταν αιτούντες άσυλο, αναφέρθηκε ότι βρίσκονταν στο κέντρο κράτησης της Παγανής στην Λέσβο, σε εξευτελιστικές, απάνθρωπες και ανθυγιεινές συνθήκες κράτησης. Οι κρατούμενοι κοιμούνταν στο δάπεδο, το οποίο ήταν συνεχώς πλημμυρισμένο λόγω ελαττωματικών υδραυλικών, και σπάνια τους επιτρεπόταν έξοδος για άσκηση. Το κέντρο αυτό, το οποίο χτίσθηκε για την κράτηση 300 ατόμων, στέγαζε 830 κρατούμενους, μεταξύ αυτών μητέρες με βρέφη και τουλάχιστον μία έγκυο γυναίκα. Η πρόσβαση σε δικηγόρους και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις ήταν περιορισμένη.

Βασανισμοί και άλλες μορφές κακομεταχείρισης

Κακοποίηση κρατουμένων από αστυνομικούς, ιδίως μεταναστών και μελών περιθωριοποιημένων ομάδων, αναφέρθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς.

  • Μετανάστες που κατέφθασαν στην Σάμο αναφέρθηκε ότι κακοποιήθηκαν από λιμενοφύλακες μετά τη σύλληψη τους στις 7 Ιουλίου. Οι μετανάστες είπαν πως χαστουκίστηκαν και  χτυπήθηκαν με γροθιές και κλοτσιές επάνω στο σκάφος του λιμενικού. Ένας λιμενοφύλακας φέρεται να ανάγκασε έναν άντρα να καταπιεί αντηλιακή κρέμα, ενώ ένας άλλος άρπαξε έναν μετανάστη από τα μαλλιά και χτυπούσε το κεφάλι του στα τοιχώματα του σκάφους. Ένας τρίτος μετανάστης αναφέρθηκε πως υπέστη ρήξη τυμπάνου αφού χαστουκίστηκε. Μέχρι το τέλος του έτους δεν είχε ολοκληρωθεί κάποια έρευνα για τους ισχυρισμούς αυτούς. Η έρευνα για τις κακοποιήσεις μεταναστών στη Χίο, που είχε διαταχθεί τον Οκτώβριο του 2007, επίσης δεν είχε ολοκληρωθεί.
  • Στις 26 Οκτωβρίου αστυνομικοί έξω από τη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην Αθήνα επιτέθηκαν σε πλήθος αιτούντων άσυλο που περίμεναν να καταθέσουν τις αιτήσεις τους, σκοτώνοντας έναν άνδρα και τραυματίζοντας αρκετούς άλλους, σύμφωνα με την Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Μεταναστών και Προσφύγων, που εδρεύει στην Αθήνα. Η Διεύθυνση Αλλοδαπών αναφέρεται ότι αρνούταν να δεχτεί νέες αιτήσεις για άσυλο τους δύο μήνες που προηγήθηκαν.
  • Ένας άνδρας Ρομ, που τέθηκε υπό κράτηση στις 19 Ιουνίου, είπε πως υποβλήθηκε σε ξυλοδαρμό στο αστυνομικό τμήμα Αχαρνών, επί αρκετές ώρες μετά τη σύλληψή του.
  • Στις 16 Οκτωβρίου, τρεις αστυνομικοί τιμωρήθηκαν με πρόστιμο και αργία μέχρι έξι μηνών από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της αστυνομίας για τον ρόλο τους στον ξυλοδαρμό ενός Κύπριου φοιτητή, του Αυγουστίνου Δημητρίου, στις 17 Νοεμβρίου 2006 στην Θεσσαλονίκη. Ο Αυγουστίνος Δημητρίου τραυματίστηκε σοβαρά λόγω του ξυλοδαρμού. Τέσσερις αστυνομικοί, που παρευρίσκονταν στο συμβάν αλλά δεν έλαβαν μέρος στον ξυλοδαρμό, απαλλάχθηκαν.

Τον Φεβρουάριο δημοσιεύτηκε η έκθεση της επίσκεψης στη χώρα το 2007 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων (CPT). Η έκθεση σημείωνε σοβαρή παραβίαση των Άρθρων 3 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σχετικά με την απαγόρευση των βασανιστηρίων και τον σεβασμό του προσωπικού απορρήτου. Η Επιτροπή ανέφερε απάνθρωπες και ταπεινωτικές συνθήκες σε ορισμένους σταθμούς συνοροφυλακής και πολυάριθμους ισχυρισμούς για κακοποιήσεις. Σημείωνε επίσης ότι τα δικαιώματα των κρατουμένων μεταναστών, να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο και να ενημερώσουν τις οικογένειές τους ότι βρίσκονται υπό κράτηση, δεν εφαρμόζονταν στην πράξη και ότι η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη ήταν περιορισμένη. Η Επιτροπή πραγματοποίησε δεύτερη έκτακτη επίσκεψη στην Ελλάδα από τις 23 έως τις 29 Σεπτεμβρίου.

Εμπορία ανθρώπων

Στις 23 Μαΐου, το Εφετείο Αθηνών μείωσε την καταδίκη ενός άνδρα που κατηγορήθηκε για εμπορία ανθρώπων από 19 σε 7 χρόνια φυλάκισης για λαθραία διακίνηση ανθρώπων, αφού ανέτρεψε τις καταδίκες του για εμπορία ανθρώπων και εκβιασμό. Αυτή ήταν μια από τις πρώτες υποθέσεις που εκδικάσθηκαν βάσει ενός νέου νόμου για την εμπορία ανθρώπων. Παρατηρητές της δίκης εξέφρασαν ανησυχία για τη επιείκεια του δικαστηρίου απέναντι σε ρατσιστικά και εξευτελιστικά σχόλια του συνηγόρου υπεράσπισης και για την παράλειψη των διερμηνέων να μεταφέρουν επακριβώς τις δηλώσεις των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μαρτυριών για βασανισμό από τους εμπόρους τους.
Υπήρξε εντεινόμενη εκστρατεία για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων εμπορίας, που περιέλαβε μεταξύ άλλων παραστάσεις προς την κυβέρνηση προκειμένου να επικυρώσει τη Σύβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων και να τροποποιήσει την νομοθεσία ώστε να διασφαλίζει ότι τα θύματα δεν ποινικοποιούνται.
Δικαιώματα των εργαζομένων
Στις 23 Δεκεμβρίου η Γενική Γραμματέας της Παναττικής Ένωσης Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού, Κωνσταντίνα Κούνεβα, πολίτης Βουλγαρίας, δέχτηκε επίθεση με θειικό οξύ από αγνώστους στην Αθήνα. Υπέστη πολλαπλά σοβαρά τραύματα και στο τέλος του έτους παρέμενε σε εντατική θεραπεία στο νοσοκομείο. Η αστυνομική έρευνα υποστηρίχτηκε ότι ήταν ατελέσφορη, αφού εστίασε στην προσωπική ζωή της Κωνσταντίνας Κούνεβα και παρέλειψε να λάβει υπ’ όψη τις συνδικαλιστικές της δραστηριότητες.

Συνθήκες στις φυλακές

Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο φυλακισμένοι ανά την χώρα πραγματοποίησαν διαμαρτυ­ρίες για τις συνθήκες φυλάκισής τους, μεταξύ των οποίων για τον υπερβολικό συνωστισμό, τις ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, τις κακοποιήσεις, τις ατελέσφορες έρευνες για τους θανάτους κρατουμένων, τα τιμωρητικά πειθαρχικά μέτρα και τους περιορισμούς στα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης και της επικοινωνίας. Στις 3 Νοεμβρίου φυλακισμένοι άρχισαν απεργίες πείνας σε ολόκληρη τη χώρα. Μια εβδομάδα αργότερα η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων ανέφερε ότι 3.311 φυλακισμένοι βρίσκονταν σε απεργία πείνας και χιλιάδες άλλες είχαν αρνηθεί το συσσίτιο. Μεταξύ των απεργών πείνας ήταν 17 φυλακισμένοι στα Τρίκαλα που έραψαν τα χείλια τους, καθώς και παιδιά που κρατούνταν σε φυλακές ανηλίκων. Η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων ανέφερε καταγγελίες για εκφοβισμό των απεργών πείνας από δεσμοφύλακες.

Αντιρρησίας συνείδησης στη στρατιωτική θητεία

Στις 20 Μαΐου, ο αντιρρησίας συνείδησης Λάζαρος Πετρομελίδης καταδικάστηκε ερήμην από το Ναυτοδικείο Πειραιά σε τριετή φυλάκιση για δύο κατηγορίες για ανυποταξία. Αυτή ήταν η 15η δίκη του για τις ίδιες κατηγορίες. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης, θέτοντας τον σε κίνδυνο φυλάκισης για τις πεποιθήσεις του.

Ελευθερία της έκφρασης

Τον Μάρτιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάνθηκε ότι υπήρξαν παραβιάσεις του Άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) όσον αφορά την ελευθερία της συνάθροισης και του συνεταιρισμού σε δύο υποθέσεις, Εμίν και άλλοι κατά Ελλάδας και Τουρκική Ένωση Ξάνθης και άλλοι κατά Ελλάδας, που αφορούσαν ενώσεις που ιδρύθηκαν από μέλη μειονότητας. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης δεν αναγνωρίστηκε γιατί στο όνομά της περιλαμβανόταν η λέξη «Τούρκος». Η Τουρκική Ένωση Ξάνθης διαλύθηκε το 1986 για του ίδιους λόγους. Στις υποθέσεις Αλεξανδρίδης κατά Ελλάδας και Αυγή Εκδοτική Α.Ε. & Κάρης κατά Ελλάδας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο αντίστοιχα ότι είχαν υπάρξει παραβιάσεις των δικαιωμάτων της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και του θρησκεύματος (Άρθρο 9) και της ελευθερίας της έκφρασης (Άρθρο 10).

Δικαιώματα λεσβιών, ομοφυλοφίλων, αμφισεξουαλικών και τρανσέξουαλ

Στις 3 Ιουνίου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι γάμοι μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου από τον Δήμαρχο της Τήλου. Οι γάμοι κηρύχτηκαν άκυροι από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα για την επίσημη ακύρωσή τους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε διαμαρτυρίες τον Σεπτέμβριο.

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

Στις αρχές του Αυγούστου 2008, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν μία δεκαετία, δυο ευρωπαϊκά κράτη πολέμησαν μεταξύ τους. Μετά τις συρράξεις στις αρχές του 1990, η Ευρώπη θεωρούσε δεδομένη μια κάποια σταθερότητα όσον αφορά στην οικονομία, την ασφάλεια και την παγίωση του κράτους δικαίου. Όμως ο πόλεμος αυτός έδειξε πόσο εύθραυστα μπορεί να είναι τα «δεδομένα» της ασφάλειας που αποτελούν τη βάση της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης και πώς –όπως τόσο συχνά συμβαίνει– οι άμαχοι και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους είναι αυτοί που πληρώνουν το τίμημα όταν αυτά τα «δεδομένα» καταρρίπτονται.
Η πενθήμερη σύγκρουση μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας για την αμφισβητούμενη περιοχή της Νότιας Οσετίας κατέληξε σε εκατοντάδες θανάτους αμάχων, χιλιάδες τραυματισμούς και, στο αποκορύφωμά της, στον εκτοπισμό σχεδόν 200.000 ανθρώπων. Οι εχθροπραξίες μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας και η λαφυραγώγηση και οι εμπρησμοί που ακολούθησαν, προκάλεσαν επίσης εκτεταμένες ζημιές σε κατοικίες αμάχων στη Νότια Οσετία και τις γειτονικές περιοχές. Χρησιμοποιήθηκαν όπλα διασποράς, καταστροφικά για τις ζωές και τα μέσα διαβίωσης των αμάχων, τόσο την ώρα της χρήσης τους, όσο και μετά τις εχθροπραξίες.

Μέχρι το τέλος του έτους, η παγκόσμια οικονομική κρίση έδειξε επίσης πώς η υποτιθέμενη σταθερότητα της οικονομικής αρχιτεκτονικής της περιοχής ήταν εξίσου ευάλωτη σε προκλήσεις. Διάφορα ευρωπαϊκά κράτη χρειάστηκε να ζητήσουν παρεμβάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να στηρίξουν τις οικονομίες τους, μέσα σε γενικότερους φόβους πως η κρίση θα έσπρωχνε βαθύτερα στην φτώχεια περισσότερους ανθρώπους –ιδίως όσους είχαν ήδη καταστεί ευάλωτοι από συγκρούσεις, διακρίσεις ή έλλειψη ασφάλειας.

ΑΝΕΧΕΙΑ

Σε κάθε γωνιά της Ευρώπης το 2008, όσοι ήδη ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας συνέχισαν να μην έχουν πρόσβαση στην κάλυψη πολλών στοιχειωδών αναγκών. Παρά την υποφώσκουσα οικονομική κρίση, το 2008 η Ευρώπη περιλάμβανε μερικά από τα πλουσιότερα κράτη στον κόσμο. Περιλάμβανε, όμως, επίσης, σοβαρές ελλείψεις στην εφαρμογή των δικαιωμάτων των κατοίκων της στην παιδεία, την υγειονομική περίθαλψη, την ασφαλή στέγαση και τα μέσα διαβίωσης. Σε όλη την Ευρώπη, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών παρέμεινε βαθύτατο και η εμπειρία της πρόσβασης στα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν πολύ διαφορετική στις δύο πλευρές αυτού του χάσματος. Το ίδιο ίσχυε και για διαφορετικές ομάδες στο εσωτερικό των κρατών – στο Τατζικιστάν, για παράδειγμα, η φτώχεια και η ανεργία έπληττε τις γυναίκες σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό και τις καθιστούσε πιο ευάλωτες σε καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όταν τα εξωτερικά γεγονότα ή η εσωτερική κακοδιαχείριση οδήγησαν σε ελλείψεις, ήταν οι φτωχότεροι εκείνοι που τις ένιωσαν πρώτοι και πιο έντονα. Στην Αλβανία, για παράδειγμα, οι άνθρωποι που ζούσαν κάτω από το εθνικό όριο της φτώχειας –πάνω από το 18% του πληθυσμού– υπέφεραν εντονότερα απ’ όλους από την ήδη περιορισμένη πρόσβαση της χώρας σε παιδεία, καθαρό νερό, υγεία και κοινωνική πρόνοια. Ένας από τους δριμύτερους χειμώνες που έπληξαν την Κεντρική Ασία εδώ και δεκαετίες, προκάλεσε προβλήματα σε ζωτικής σημασίας υποδομές και, σε τεράστιες εδαφικές εκτάσεις, σοβαρά ενεργειακά προβλήματα και ελλείψεις τροφίμων, ενώ τα Ηνωμένα Έθνη παρακινήθηκαν να απευθύνουν εκκλήσεις έκτακτης βοήθειας για τους κατοίκους του Τατζικιστάν και του Κιργιστάν.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Όπως και τα προηγούμενα έτη, το σύνθημα της ασφάλειας χρησιμοποιήθηκε για να τεθούν σε κίνηση πολιτικές και πρακτικές που έδωσαν το αντίθετο αποτέλεσμα: την υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, τη συγκάλυψη των καταπατήσεων σε πέπλο ατιμωρησίας, την ενίσχυση των φραγμών εναντίον όσων προσπαθούν να διαφύγουν από τις διώξεις, τη βία ή τη φτώχεια.

Εξακολούθησε να υπάρχει έλλειμμα πολιτικής βούλησης να αποκαλυφθεί ή αλήθεια γύρω από τις έκνομες μεταγωγές κρατουμένων από τις ΗΠΑ σε χώρες όπου οι κρατούμενοι αντιμετώπιζαν καταπατήσεις, παρά τα στοιχεία που δεν άφηναν περιθώριο αμφιβολίας για τη συνενοχή ευρωπαϊκών κρατών. Η ανάγκη για πλήρεις και ανεξάρτητες έρευνες για τους ισχυρισμούς περί ανάμιξης στις πτήσεις έκνομων μεταγωγών αναδείχθηκε τον Φεβρουάριο, όταν η Βρετανία επιβεβαίωσε πως, παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, οι ΗΠΑ είχαν χρησιμοποιήσει την υπερπόντια βρετανική κτήση Ντιέγκο Γκαρσία σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις το 2002 για τη μεταφορά κρατουμένων στο πλαίσιο του αμερικανικού προγράμματος έκνομων μεταγωγών και μυστικής κράτησης.

Κράτη όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Δανία, η Ισπανία και η Ιταλία ήταν έτοιμα να δεχτούν ανεφάρμοστες «διπλωματικές διαβεβαιώσεις» ως δικαιολογία για να απελάσουν υπόπτους τρομοκρατίας σε χώρες όπου υπήρχε πραγματικός κίνδυνος να  υποστούν βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Στην Τουρκία, οι καταδίκες με τους αντιτρομοκρατικούς νόμους συχνά βασίστηκαν σε επουσιώδη ή αναξιόπιστα στοιχεία. Η μυστικότητα στην εφαρμογή αντιτρομοκρατικών μέτρων στη Βρετανία οδήγησε σε άδικες δικαστικές διαδικασίες.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Φεβρουάριο, σε απόφαση-ορόσημο και ένδειξη του είδους ηγεσίας που χρειάζεται και σε άλλα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή, επαναβεβαίωσε την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων μορφών απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Η απόφαση απαγορεύει στα κράτη να στέλνουν οποιονδήποτε –ούτε εκείνους που είναι ύποπτοι τρομοκρατίας ή/και εκείνους που φέρονται να αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια– σε χώρες όπου υπάρχει λόγος να πιστεύεται πως θα αντιμετωπίσουν τέτοιες παραβιάσεις.

Στις περιπτώσεις βασανιστηρίων και άλλης κακομεταχείρισης, που συχνά διαπράχθηκαν με βάση λόγους φυλετικούς ή ταυτότητας και πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν για να αποσπαστούν ομολογίες, τα δικαστικά συστήματα πάρα πολύ συχνά πρόδωσαν τα θύματα, καθώς δεν κατέστησαν υπόλογους εκείνους που είναι επιφορτισμένοι να εγγυώνται την ασφάλεια και το κράτος δικαίου. Στα εμπόδια για τη λογοδοσία συγκαταλέγονταν η έλλειψη άμεσης πρόσβασης σε δικηγόρο, η παράλειψη εισαγγελέων να επιδιώξουν σθεναρά τη διενέργεια ερευνών, ο φόβος των θυμάτων για αντίποινα, η επιβολή χαμηλών ποινών σε καταδικασθέντες αστυνομικούς και η απουσία κατάλληλα εξοπλισμένων και ανεξάρτητων συστημάτων για την παρακολούθηση των καταγγελιών. Σε χώρες όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Ελλάδα, η Ισπανία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Ουκρανία, η Ρωσία και η Τουρκία, τέτοια ελαττώματα διαιώνισαν το φαινόμενο της ατιμωρησίας.

Σε όλη την περιοχή, γυναίκες αντιμετώπισαν έλλειψη προσωπικής ασφάλειας, καθώς τα κράτη παρέλειψαν να τις προστατέψουν από τη βία που αντιμετώπισαν στο σπίτι και από στενούς συντρόφους. Αυτή η καταπάτηση εξακολούθησε να είναι διάχυτη σε όλη την περιοχή, για κάθε ηλικία και κοινωνική ομάδα, και εκδήλωσή της ήταν ότι γυναίκες υποβλήθηκαν σε ευρύ φάσμα λεκτικών και ψυχολογικών επιθέσεων, σωματικής και σεξουαλικής βίας, οικονομικού ελέγχου, ακόμα και σε φόνο. Υπήρξαν κενά στην προστασία, οι υφιστάμενοι νόμοι εναντίον τέτοιου είδους βίας συχνά δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, ενώ οι πόροι, μεταξύ άλλων για καταφύγια και για την εκπαίδευση των συναφών διωκτικών αρχών, συχνά εξακολούθησαν να είναι οικτρά ανεπαρκείς. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε τον Δεκέμβριο να καταρτίσει μία ή περισσότερες συνθήκες που να θέτουν δεσμευτικά πρότυπα για την πρόληψη, την προστασία και την ποινική δίωξη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών.

Άλλες περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες βρήκαν επίσης συχνά εμπόδια να φράζουν τον δρόμο τους προς την επανόρθωση ή την προστασία – ως συνήθως, εκείνοι που υπέστησαν τη μεγαλύτερη έλλειψη ασφάλειας ήταν ομάδες όπως οι Ρομά, οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι άνθρωποι που ζουν στη φτώχεια.
Μερικοί άνθρωποι ωφελήθηκαν από αυτήν την έλλειψη ασφάλειας και έβγαλαν χρήματα στην Ευρώπη, σε τοπικό και διασυνοριακό επίπεδο, διακινώντας λαθραία ανθρώπους. Τρεφόμενοι από τους φτωχούς και εκμεταλλευόμενοι τη διαφθορά, την έλλειψη παιδείας και την κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, εξώθησαν άντρες, γυναίκες και παιδιά σε οικιακές εργασίες, στη γεωργία, στη βιομηχανία, στις κατασκευές, στις υπηρεσίες φιλοξενίας και στην πορνεία.

Ένα μεγάλο βήμα προς την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων εμπορίας έγινε τον Φεβρουάριο, όταν τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης Κατά της Εμπορίας Ανθρώπων . Μέχρι το τέλος του έτους, 20 από τα 47 κράτη-μέλη επικύρωσαν τη συνθήκη και άλλα 20 την υπέγραψαν. Τώρα τα κράτη πρέπει να εφαρμόσουν τις προϋποθέσεις και τις εγγυήσεις της, έτσι ώστε στα επερχόμενα χρόνια αυτή η «σύγχρονη» μορφή δουλείας να περάσει στην Ιστορία.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Εξακολούθησε να υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνδεόμενων με την αναχαίτιση, την κράτηση και την επαναπροώθηση από τα κράτη αλλοδαπών, συμπεριλαμβανομένων όσων επιζητούσαν διεθνή προστασία. Σε μερικές χώρες, άνθρωποι στερήθηκαν την ασφάλεια της πρόσβασης στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, ενώ σε άλλες ο βαθμός προστασίας που προσφερόταν στους Ιρακινούς αιτούντες άσυλο ήταν μειωμένος, ενώ ορισμένοι απελάθηκαν. Η Ουκρανία, η Ρωσία και η Τουρκία ήταν ανάμεσα στις χώρες που επαναπροώθησαν με τη βία αιτούντες άσυλο σε χώρες όπου διέτρεχαν κίνδυνο σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ανέφερε πως 67.000 άνθρωποι πραγματοποίησαν, κατά το 2008, το επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι προς την Ευρώπη, ενώ εκατοντάδες – είναι αδύνατον να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό– έχασαν τη ζωή τους στη διαδρομή. Μόνο στην Ιταλία και στη Μάλτα έφτασαν περίπου 38.000 άνθρωποι, συνήθως αφού διήλθαν από τη Λιβύη. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ζήτησαν άσυλο και σε περισσότερους από τους μισούς αιτούντες χορηγήθηκε διεθνής προστασία. Σε όλη την Ευρώπη, όμως, η χαρακτηριστική αντίδραση στις προκλήσεις τόσο μεγάλων και ετερόκλητων ρευμάτων παράτυπης μετανάστευσης εξακολούθησε να είναι η καταπίεση.

Σε μια βαθύτατα απογοητευτική κίνηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε Οδηγία για τον επαναπατρισμό παράτυπων μεταναστών. Θεσμοθέτησε μια υπερβολική μέγιστη περίοδο κράτησης των αιτούντων άσυλο και των άλλων παράτυπων μεταναστών μέχρι και επί 18 μήνες. Αυτή η Οδηγία εμφανίζει τον κίνδυνο να μειωθούν τα υφιστάμενα πρότυπα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και δίνει κακό παράδειγμα στις άλλες περιοχές του κόσμου.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΥΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗ

Πολλοί αιτούντες άσυλο και μετανάστες υποβλήθηκαν επίσης σε διακρίσεις και αποκλεισμό από υπηρεσίες και απασχόληση, και βίωσαν ακραία φτώχεια. Σε μερικές χώρες όπως η Ελβετία, οι αιτούντες άσυλο, των οποίων οι αιτήσεις έχουν απορριφθεί, αποκλείστηκαν από το σύστημα πρόνοιας, με αποτέλεσμα περιθωριοποίηση και εξαθλίωση. Στη Γερμανία, οι μετανάστες εξακολούθησαν να υφίστανται περιορισμένη πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και σε δικαστικά μέσα επανόρθωσης σε περιπτώσεις περιπτώσεις παραβίασης των εργασιακών τους δικαιωμάτων, ενώ η πρόσβαση των παιδιών των μεταναστών στην παιδεία ήταν περιορισμένη.

Πολλές χώρες έθεταν παγίως υπό κράτηση τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο, και μάλιστα σε ανάρμοστες συνθήκες. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ εξέφρασε την ανησυχία της για τις συνθήκες που επικρατούν στα γαλλικά κέντρα κράτησης μεταναστών, τα οποία μαστίζονται από ακραίο υπερσυνωστισμό και κακές συνθήκες υγιεινής. Στην Ολλανδία σπάνια χρησιμοποιήθηκαν λύσεις εναλλακτικές της κράτησης, ακόμη και για ασυνόδευτους ανηλίκους και θύματα βασανιστηρίων ή εμπορίας ανθρώπων. Η πολιτική της Μάλτας να θέτει υπό κράτηση συστηματικά όλους τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο συνδέθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας με την άνοδο του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στο νησί.

Άλλοι αντιμετώπισαν διακρίσεις και αποκλεισμό λόγω της νομικής τους υπόστασης, ή της έλλειψης νομικής υπόστασης, ανάμεσά τους εκείνοι που εκτοπίστηκαν από τις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση, των οποίων η πρόσβαση σε μια σειρά δικαιωμάτων ήταν περιορισμένη ή αδύνατη, καθώς συνδεόταν με ζητήματα καταγραφής στα μητρώα και τόπου διαμονής. Η συνεχιζόμενη χρήση, σε ορισμένες περιοχές, της «πρόπισκα» –συστήματος καταγραφής στον τόπο μόνιμης κατοικίας, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης–  αποτέλεσε επίσης εστία διαφθοράς και εκμετάλλευσης, καθώς ήταν κανείς σε θέση να παρακάμψει, με δωροδοκίες, πολλούς από τους περιοριστικούς της κανονισμούς. Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν πως όσοι δεν είχαν την οικονομική άνεση να πληρώσουν, αποκλείονταν από αυτό το επικίνδυνο σύστημα.

Πολλοί παλλινοστούντες, μέλη μειονοτήτων σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην πρόσβαση σε διάφορες υπηρεσίες, στην εξεύρεση απασχόλησης –μεταξύ άλλων και σε δημόσιους θεσμούς– και στην ανάκτηση της περιουσία τους ή των δικαιωμάτων διαμονής τους. Στο Τουρκμενιστάν συνεχίστηκε η πολιτική να ελέγχεται η τουρκμενική καταγωγή των ανθρώπων μέχρι την τρίτη γενιά και περιόρισε την πρόσβαση των μειονοτήτων στην απασχόληση και την ανώτερη εκπαίδευση.
Το κλίμα ρατσισμού και μισαλλοδοξίας σε πολλές χώρες συνέβαλε ώστε να μείνουν άνθρωποι αποκλεισμένοι από την κοινωνία ή από κυβερνητικές θέσεις και καλλιέργησε περαιτέρω διακρίσεις.

Μετανάστες, Ρομά, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ήταν μεταξύ εκείνων που υπέστησαν εγκλήματα μίσους από άτομα ή εξτρεμιστικές ομάδες. Συχνά, η παράλειψη να αναγνωριστεί η βαρύτητα των εγκλημάτων με ρατσιστικά κίνητρα και η έλλειψη πολιτικής βούλησης οδήγησαν στην ατιμωρησία των υπαιτίων. Μετά την αύξηση του αισθήματος και των σχετικών βίαιων κρουσμάτων κατά των Ρομά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Τσεχία και η Ουγγαρία, ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τον ρατσισμό δήλωσε τον Νοέμβριο πως «τέτοιες πράξεις αποκαλύπτουν σοβαρά και βαθιά ριζωμένα προβλήματα ρατσισμού και διακρίσεων εναντίον των Ρομά στην καρδιά της σύγχρονης Ευρώπης, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον πιο σθεναρό τρόπο και μέσω του κράτους δικαίου».

Το πιο έντονο, ίσως, ζωντανό παράδειγμα συστηματικών διακρίσεων στην περιοχή ήταν εναντίον των Ρομά, οι οποίοι παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένοι από τη δημόσια ζωή σε όλες της χώρες. Οικογένειες Ρομά δεν ήταν σε θέση να απολαύσουν πλήρη πρόσβαση σε στέγη, παιδεία, απασχόληση και υπηρεσίες υγείας. Πολλές διέμεναν σε συνθήκες που ισοδυναμούσαν με χωριστά γκέτο, γεωγραφικά απομονωμένα από τα υπόλοιπα τμήματα της κοινωνίας, και συχνά με περιορισμένες ή ανύπαρκτες υδροδότηση και ηλεκτροδότηση, συστήματα αποχέτευσης, ασφαλτοστρωμένους δρόμους ή άλλες στοιχειώδεις υποδομές. Παράνομες αναγκαστικές εξώσεις Ρομά σε χώρες όπως η Ιταλία τους οδήγησαν βαθύτερα στην φτώχεια. Μερικοί Ρομά εξακολούθησαν να είναι εκτοπισμένοι σε καταυλισμούς στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο, όπου την υγεία τους έπληξε σοβαρά η μόλυνση από μόλυβδο.

Σε μερικές χώρες οι αρχές παρέλειψαν να εντάξουν πλήρως τα παιδιά Ρομά στο εκπαιδευτικό τους σύστημα, ανεχόμενες ή προωθώντας σχολεία αποκλειστικά για Ρομά και τοποθετώντας τους Ρομά σε ειδικά σχολεία ή σε τάξεις για μαθητές με διανοητικές αναπηρίες όπου διδασκόταν περιορισμένη ύλη. Στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, σύμφωνα με τη διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση «Σώστε τα Παιδιά» (“Save the Children”), μόνο το 20% έως 30% των παιδιών Ρομά παρακολουθούσαν πρωτοβάθμια εκπαίδευση μόνο το 0,5% έως 3 % παρακολουθούσαν προσχολική εκπαίδευση.

Οι ανεπαρκείς συνθήκες στέγασης, η γεωγραφική και πολιτισμική απομόνωση, η φτώχεια και η έλλειψη μεταφορικών μέσων ήταν επίσης παράγοντες που παρακώλυσαν τη δυνατότητα των παιδιών Ρομά να έχουν σχολική εκπαίδευση. Παρόμοια, τα αρνητικά στερεότυπα κατέστρεφαν τις μελλοντικές τους προοπτικές και οδηγούσαν σε περαιτέρω στέρηση δικαιωμάτων.

Οι αλβανικές αρχές παρέλειψαν ξανά να θέσουν σε εφαρμογή νομοθεσία που παρέχει πρόσβαση στη στέγαση κατά προτεραιότητα για τα ορφανά παιδιά που ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή που φτάνουν στην ενηλικίωση. Περίπου 300 ενήλικες που έμειναν ορφανοί ως παιδιά εξακολούθησαν να μοιράζονται δωμάτια σε ετοιμόρροπα και ανεπαρκή κτίρια, συνθήκες που όξυναν τον κοινωνικό αποκλεισμό τους. Διαθέτοντας ελάχιστα προσόντα, συχνά ήταν άνεργοι ή αναλάμβαναν ευκαιριακές εργασίες για χαμηλές απολαβές, επιβιώνοντας με την απειροελάχιστη κρατική βοήθεια.

Αναγνωρίζοντας τις συνεχιζόμενες δυσμενείς διακρίσεις που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρότεινε τον Ιούλιο να αναβαθμίσει τη νομοθεσία της κατά των διακρίσεων.

ΣΤΕΡΗΣΗ ΦΩΝΗΣ

Με πολλούς τρόπους, μεγάλες περιοχές της ηπείρου έχουν παραδοσιακά υπάρξει προπύργια ελεύθερης έκφρασης και συμμετοχικής δημοκρατίας. Ανά τις δεκαετίες, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ΜΚΟ και οι ακτιβιστές των τοπικών κοινοτήτων έχουν σημειώσει πολλές επιτυχίες στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία. Όμως η έλλειψη ασφάλειας στην περιοχή οδήγησε, σε μερικούς τομείς, σε συρρίκνωση του πεδίου έκφρασης για τις ανεξάρτητες φωνές και την κοινωνία των πολιτών το 2008. Σε χώρες όπου το περιθώριο διαφωνίας ήταν ήδη μικρό, όσοι επιδίωκαν να δημοσιοποιήσουν καταπατήσεις, να αρθρώσουν εναλλακτικές απόψεις ή να καταστήσουν υπόλογες τις κυβερνήσεις και άλλους, δεν εισακούστηκαν. Ή αντιμετωπίστηκαν με καταπίεση. Οι ελευθερίες της έκφρασης και του συνεταιρισμού εξακολούθησαν να δέχονται επιθέσεις, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στην Τουρκία οι διαφωνούσες απόψεις εξακολούθησαν να αντιμετωπίζονται με ποινικές διώξεις και εκφοβισμό. Η δουλειά των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμποδίστηκε από αδικαιολόγητες ποινικές διώξεις, μερικοί γνωστοί υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποβλήθηκαν σε τακτικές ποινικές έρευνες, ενώ άλλοι δέχτηκαν απειλές από άγνωστα άτομα ή ομάδες λόγω του έργου τους. Οι ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα επίσης αντιμετώπισαν υπερβολικό διοικητικό έλεγχο του έργου τους, ενώ τα δικαστήρια ενέργησαν με τρόπο δυσανάλογο κλείνοντας ιστοτόπους. Μερικές διαδηλώσεις απαγορεύτηκαν χωρίς θεμιτό λόγο και όσες πραγματοποιήθηκαν χωρίς άδεια, ιδίως στις κατοικούμενες από Κούρδους νοτιοανατολικές περιοχές της Τουρκίας (μια από τις φτωχότερες περιοχές της ηπείρου), διαλύθηκαν με χρήση υπέρμετρης βίας, συχνά πριν καν δοκιμαστούν ειρηνικές μέθοδοι για τη διάλυσή τους.

Στη Λευκορωσία, η κυβέρνηση εξακολούθησε να ασκεί υπέρμετρο έλεγχο στην κοινωνία των πολιτών, μη επιτρέποντας οποιαδήποτε ελευθερία συνεταιρισμού ή έκφρασης. Ο κρατικός έλεγχος πάνω στα μέσα ενημέρωσης αυξήθηκε, ενώ συνεχίστηκαν οι περιορισμοί στα ανεξάρτητα μέσα. Μερικές δημόσιες εκδηλώσεις απαγορεύτηκαν, ειρηνικοί διαδηλωτές υποβλήθηκαν σε πρόστιμα και σύντομη κράτηση, ενώ ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών και δημοσιογράφοι υπέστησαν παρενοχλήσεις.

Ελάχιστη πρόοδος υπήρξε στην ελευθερία έκφρασης και συνάθροισης στο Ουζμπεκιστάν. Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακτιβιστές και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι εξακολούθησαν να αποτελούν στόχο εξαιτίας του έργου τους, παρά τους ισχυρισμούς των αρχών για το αντίθετο. Τουλάχιστον 10 υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολούθησαν να βρίσκονται στη φυλακή σε σκληρές, απάνθρωπες και ταπεινωτικές συνθήκες, έχοντας καταδικαστεί σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης μετά από άδικες δίκες. Είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε συγγενείς και νομικούς εκπροσώπους και, σύμφωνα με αναφορές, υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Μερικοί αναφέρθηκε ότι βρίσκονταν στη φυλακή βαριά άρρωστοι.

Οι αρχές στο Τουρκμενιστάν εξαπέλυσαν νέο κύμα καταπίεσης εναντίον ανεξάρτητων ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών και δημοσιογράφων. Ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, που κάλυψαν δραστηριότητες της αντιπολίτευσης, δέχτηκαν παρενοχλήσεις.

Στη Ρωσία οι νόμοι περί συκοφαντικής δυσφήμισης και η νομοθεσία για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού χρησιμοποιήθηκαν για να καταπνιγεί η διαφωνία και να φιμωθούν δημοσιογράφοι και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, μέσα ενημέρωσης και ΜΚΟ έγιναν στόχος των αρχών επειδή ανέφεραν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην άστατη περιοχή του Βορείου Καυκάσου. Σε κλίμα αυξανόμενης  μισαλλοδοξίας απέναντι στις ανεξάρτητες απόψεις, διάφοροι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υποστηρικτές αντιπολιτευόμενων ομάδων αντιμετώπισαν ποινικές κατηγορίες επειδή εξέφρασαν διαφωνούσες απόψεις ή επέκριναν κυβερνητικές αρχές.

Εκπρόσωποι θρησκευτικών ομάδων ή δογμάτων εκτός των επίσημα αναγνωρισμένων δομών, ή από μη παραδοσιακές ομάδες, εξακολούθησαν να δέχονται παρενοχλήσεις στο Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν.

Οι αρχές σε διάφορες χώρες εξακολούθησαν να υποθάλπουν κλίμα μισαλλοδοξίας εναντίον των κοινοτήτων λεσβίων, ομοφυλόφιλων, αμφισεξουαλικών και τρανσέξουαλ (ΛΟΑΤ), κάνοντας δυσκολότερο να ακουστούν οι φωνές τους και να προστατευτούν τα δικαιώματά τους. Οι αρχές παρεμπόδισαν δημόσιες εκδηλώσεις, παρέλειψαν να προσφέρουν επαρκή προστασία στους συμμετέχοντες, και σε μερικές περιπτώσεις υψηλά ιστάμενοι πολιτικοί χρησιμοποίησαν ανοιχτά ομοφυλοφοβική φρασεολογία. Δημόσιες εκδηλώσεις για την υποστήριξη κοινοτήτων ΛΟΑΤ απαγορεύτηκαν στη Λευκορωσία, τη Λιθουανία και τη Μολδαβία. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη η πρώτη τέτοια εκδήλωση τερματίστηκε πρόωρα εξαιτίας απειλών κατά της ζωής των διοργανωτών και σωματικών επιθέσεων εναντίον συμμετεχόντων. Το φεστιβάλ είχε περιβληθεί με ατμόσφαιρα εκφοβισμού καθώς μερικοί πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης διοργάνωσαν ομοφυλοφοβική εκστρατεία. Στην Τουρκία συνεχίστηκαν επίμονα οι δυσμενείς διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό και το φύλο, όπως και οι ισχυρισμοί για βίαιες ενέργειες μελών των σωμάτων ασφαλείας εναντίον τρανσέξουαλ.

Δικαστήριο στην ίδια χώρα διέταξε το κλείσιμο οργάνωσης που υποστηρίζει τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ, με το σκεπτικό ότι οι σκοποί της οργάνωσης ήταν «εναντίον των ηθικών αρχών και της δομής της οικογένειας».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Παρόλα τις ανησυχητικές εξελίξεις που παρεμπόδισαν την πλήρη πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας, το 2008 σημειώθηκαν ορισμένα θετικά βήματα τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν τα επόμενα χρόνια. Συνεχίζοντας μια θετική τάση, το Ουζμπεκιστάν ακολούθησε τις γείτονες χώρες στην κατάργηση της θανατικής ποινής, αφήνοντας τη Λευκορωσία ως τη μόνη, τελευταία χώρα-εκτελεστή, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά πλέον και στην Κεντρική Ασία.

Στην πρώτη δήλωση του είδους της, ο Τούρκος Υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε τον Οκτώβριο συγνώμη από την οικογένεια ενός άνδρα που είχε πεθάνει υπό κράτηση και παραδέχτηκε πως ο θάνατος μπορεί να προήλθε από βασανιστήρια. Ήταν ένα βήμα προς τη λογοδοσία και την επανόρθωση, που πρέπει να μιμηθούν και άλλοι.

Πολλοί δράστες καταπατήσεων σε όλη την περιοχή συνέχισαν να διαφεύγουν από τη δικαιοσύνη, όμως η σύλληψη του πρώην ηγέτη των Σερβοβοσνίων, Ράντοβαν Κάρατζιτς, και η μεταφορά του στους θεσμούς της διεθνούς δικαιοσύνης ήταν ένα σημαντικό βήμα προς την αντιμετώπιση της ατιμωρησίας για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η πρόκληση τώρα είναι να αναπαραχθεί αυτό το βήμα σε τοπικό επίπεδο, όπου οι ανεπαρκείς ή αποσπασματικές προσπάθειες των εγχώριων δικαστηρίων αποτέλεσαν υπερβολικά συχνά την αιτία ή τον λόγο για τη συνέχιση της ατιμωρησίας στα διάδοχα βαλκανικά κράτη.

Από την Ευρώπη πάρα πολύ συχνά έλειψε η πολιτική ηγεσία που θα διασφάλιζε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή, ενώ από πολλά από τα κράτη-μέλη της έλειψε επίσης η πολιτική βούληση να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.

Η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να διασφαλιστεί από συστήματα λογοδοσίας. Μαζί με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να επωμιστεί την ευθύνη της στην καταπολέμηση των διακρίσεων, της φτώχειας και της ανασφάλειας.

Η χρονιά τελείωσε με ένα σημαντικό θετικό γεγονός για τη λογοδοσία: ένα γεγονός που απέδειξε πώς οι αγώνες ενός ατόμου να ακουστεί, να ληφθεί υπόψη, να γίνει αποδεκτό, μπορούν να ευοδωθούν. Στις 25 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση του Μαυροβούνιου αναγνώρισε επίσημα την ευθύνη της για την «απέλαση» Βόσνιομουσουλμάνων προσφύγων το 1992. Οι συγγενείς αυτών των προσφύγων είχαν υποβάλλει αγωγές εναντίον της κυβέρνησης, επιζητώντας αποζημιώσεις για την εξαφάνιση των αγαπημένων τους, όμως η κυβέρνηση είχε ασκήσει έφεση εναντίον κάθε απόφασης των δικαστηρίων να αποδοθεί αποζημίωση στους συγγενείς. Στην πράξη μπλόκαρε το δικαίωμα των θυμάτων σε επανόρθωση και αποζημίωση. Όμως τον Δεκέμβριο η κυβέρνηση ενημέρωσε τους δικηγόρους των οικογενειών ότι θα παρείχε αποζημιώσεις για όλους τους 193 ανθρώπους που επλήγησαν από τις εξαναγκασμένες εξαφανίσεις. Σε αυτούς περιλαμβάνονται εννέα επιζώντες του στρατοπέδου συγκέντρωσης του σερβοβοσνιακού στρατού στη Φότσα, 28 συγγενείς τους και 156 γυναίκες και παιδιά, καθώς και οι γονείς και τα αδέλφια 83 ανδρών που φονεύθηκαν μετά την εξαναγκασμένη εξαφάνισή τους από την αστυνομία του Μαυροβουνίου και την παράδοσή τους στις σερβοβοσνιακές στρατιωτικές δυνάμεις.

Σε επιστολή τους προς τη Διεθνή Αμνηστία οι Ντράγκαν και Τέα Πρέλεβιτς, οι δικηγόροι που εκπροσώπησαν τις οικογένειες 45 θυμάτων, έγραψαν: «Όλες οι οικογένειες αισθάνονται ότι έφυγε από πάνω τους ένα τεράστιο βάρος 16 χρόνων κρατικής άρνησης, και επιτέλους νιώθουν όντως κάποια δικαίωση. Μετακινήθηκε ένα ορόσημο και προσδοκούμε ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλα τα θύματα εγκλημάτων πολέμου στο Μαυροβούνιο και τη γύρω περιοχή. … Έχουμε μεγάλη επίγνωση ότι όλοι εκείνοι οι γενναίοι και κατεστραμμένοι άνθρωποι, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, δεν θα είχαν ποτέ φτάσει να δουν αυτή τη μέρα χωρίς την υποστήριξή σας.»

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

Στις 27 Δεκεμβρίου, καθώς το 2008 πλησίαζε στο τέλος του, ισραηλινά αεριωθούμενα εξαπέλυσαν εναέριο βομβαρδισμό στη Λωρίδα της Γάζας, όπου ζουν 1,5 εκ. Παλαιστίνιοι, συνωστισμένοι σε μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του πλανήτη. Στις τρεις εβδομάδες που ακολούθησαν, περισσότεροι από 1.300 Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων τουλάχιστον 300 παιδιά, ενώ χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν. Οι ισραηλινές δυνάμεις παραβίασαν επανειλημμένα το δίκαιο του πολέμου, μεταξύ άλλων πραγματοποιώντας ευθείες επιθέσεις εναντίον αμάχων και κτιρίων μη στρατιωτικού χαρακτήρα και επιθέσεις εναντίον Παλαιστινίων μαχητών οι οποίες προκάλεσαν δυσανάλογες απώλειες αμάχων.

Το Ισραήλ ισχυρίστηκε πως εξαπέλυσε τις επιθέσεις προκειμένου να σταματήσει τις εκτοξεύσεις ρουκετών εναντίον πόλεων και χωριών του νοτίου Ισραήλ από τη Χαμάς και άλλες ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις. Μέσα στο 2008, επτά Ισραηλινοί άμαχοι βρήκαν το θάνατο από αυτές τις κατά κύριο λόγο αυτοσχέδιες, αδιάκριτου χαρακτήρα ρουκέτες, ή σε άλλες επιθέσεις Παλαιστινίων από τη Γάζα. Τρεις Ισραηλινοί άμαχοι σκοτώθηκαν κατά τη σύγκρουση που άρχισε στις 27 Δεκεμβρίου και διάρκεσε τρεις εβδομάδες.

Η ξαφνική αυτή σύρραξη ήρθε μετά από ένα διάστημα 18 μηνών, κατά τους οποίους ο ισραηλινός στρατός είχε υποβάλει τους κατοίκους της Γάζας σε αδυσώπητο αποκλεισμό, εμποδίζοντας ουσιαστικά κάθε μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών προς και από την περιοχή και τροφοδοτώντας μια ολοένα μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή. Ο αποκλεισμός στραγγάλισε σχεδόν κάθε οικονομική ζωή και οδήγησε ολοένα περισσότερους Παλαιστινίους να εξαρτώνται από τη διεθνή επισιτιστική βοήθεια. Ακόμη και σε ασθενείς που χαροπάλευαν απαγορευόταν η έξοδος από την περιοχή προκειμένου να δεχτούν ιατρική περίθαλψη, την οποία δεν μπορούσαν να παράσχουν τα νοσοκομεία της Γάζας, που αντιμετώπιζαν έντονη έλλειψη πόρων και φαρμάκων.

Αυτός ο πιο πρόσφατος γύρος αιματοχυςίας υπογράμμισε για μια ακόμη φορά τον υψηλό βαθμό έλλειψης ασφάλειας στην περιοχή και την παράλειψη των στρατιωτικών δυνάμεων, σε αμφότερες τις πλευρές, να συμμορφωθούν με τις βασικές απαιτήσεις της διάκρισης και της αναλογικότητας, που είναι θεμελιώδεις για τις αρχές του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Ανέδειξε επίσης τη συνεχιζόμενη αποτυχία των δύο πλευρών, καθώς και της διεθνούς κοινότητας, να επιλύσουν αυτή τη μακροχρόνια και σκληρή διαμάχη, να φέρουν ειρήνη, δικαιοσύνη και ασφάλεια στην περιοχή και να προσφέρουν σε όλους τους ανθρώπους της τη δυνατότητα να ζουν με την αξιοπρέπεια που αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμά τους.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Αυτή η συνεχιζόμενη διαπάλη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, μαζί με την παρουσία στρατευμάτων των ΗΠΑ στο Ιράκ, τις ανησυχίες για τις πυρηνικές προθέσεις του Ιράν, τις εμφανείς διαιρέσεις μεταξύ ισλαμιστών και οπαδών του κοσμικού κράτους, και την ένταση μεταξύ ορισμένων πολιτισμικών παραδόσεων και των αυξανόμενων λαϊκών προσδοκιών, όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν σε ένα κλίμα πολιτικής ανασφάλειας σε όλη την περιοχή.  Σε αυτήν το 2008 προστέθηκε η αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση έγινε αισθητή και οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων έπληξαν εκείνους που ήδη ζούσαν στη φτώχεια ή στα όριά της. Το γεγονός αυτό υπογραμμίστηκε από ένα κύμα απεργιών και άλλων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας από εργαζομένους στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, όπως στην Αίγυπτο, και από πολύμηνες ταραχές στην πλούσια σε φωσφορικά άλατα περιοχή Γκάφσα της Τυνησίας. Στις χώρες αυτές, καθώς και σε άλλες, πολλοί άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, επιβιώνοντας στο περιθώριο ως φτωχοί χωρικοί ή σε ασφυκτικά πυκνοκατοικημένες αστικές φτωχογειτονιές, στην πράξη θύματα κατάφορων ανισοτήτων στην πρόσβαση σε στοιχειώδη δικαιώματα: σε επαρκή στέγαση και προστασία, σε υγειονομική περίθαλψη και παιδεία, σε εργασία και ευκαιρίες να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωής, πλούσια σε δικαιώματα, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.

Στο Ιράκ, ένας πόλεμος που καλύπτεται πλέον πολύ λιγότερο από τα μέσα ενημέρωσης συνέχισε να φθείρει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, παρά την ελπιδοφόρα αριθμητική μείωση των επιθέσεων εναντίον αμάχων. Η σχεδόν συνεχής κατάσταση σύγκρουσης στη χώρα εμπόδισε πολλούς ανθρώπους να βελτιώσουν τα μέσα διαβίωσής τους και να εξασφαλίσουν το μέλλον των οικογενειών τους. Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούσαν να είναι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό του Ιράκ, ενώ δύο εκατομμύρια άλλοι ζούσαν ως πρόσφυγες στο εξωτερικό, κυρίως στη Συρία και την Ιορδανία. Η βίαιη θρησκευτική και εθνοτική διασπαστική μισαλλοδοξία εξακολούθησε να διχάζει κοινότητες και να επηρεάζει αρνητικά την καθημερινή ζωή. Ένοπλες αντικυβερνητικές ομάδες πραγματοποίησαν επιθέσεις αυτοκτονίας και άλλες βομβιστικές επιθέσεις, συχνά στοχεύοντας πολυσύχναστα μέρη όπως αγορές γεμάτες κόσμο. Στο μεταξύ, χιλιάδες Ιρακινοί εξακολούθησαν να κρατούνται από τις δυνάμεις των ΗΠΑ χωρίς απαγγελία κατηγορίας ή δίκη, μερικοί για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Χιλιάδες άλλοι ήταν κρατούμενοι των δυνάμεων της ιρακινής κυβέρνησης: πολλοί υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια, μερικοί καταδικάστηκαν σε θάνατο για υποτιθέμενα τρομοκρατικά εγκλήματα, συχνά μετά από κατάφωρα άδικες δίκες, και κάποιοι από αυτούς εκτελέστηκαν. Στο τέλος του 2008, όλοι οι κρατούμενοι των δυνάμεων των ΗΠΑ επρόκειτο να παραδοθούν στην ιρακινή κυβέρνηση, έπειτα από κοινή συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράκ. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει ρήτρες για την περιφρούρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η θανατική ποινή χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αρχές στο Ιράκ, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία και την Υεμένη, υπήρξαν ωστόσο ευπρόσδεκτα σημάδια αυξανόμενου αποτροπιασμού σε άλλα αραβικά κράτη. Αυτό έγινε εμφανέστερο το Δεκέμβριο, όταν οκτώ αραβικά κράτη αποφάσισαν να μην καταψηφίσουν ένα καίριο σχέδιο απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, που ζητούσε παγκόσμιο πάγωμα των εκτελέσεων, συμβάλλοντας έτσι στην υπερψήφιση της πρότασης με ευρεία πλειοψηφία. Οι αρχές στο Ιράν, μια από τις ελάχιστες χώρες όπου εξακολουθούν να εκτελούνται ανήλικοι παραβάτες, και στη Σαουδική Αραβία, όπου το μεροληπτικό δικαστικό σύστημα οδήγησε στην εκτέλεση δυσανάλογα μεγάλου αριθμού φτωχών αλλοδαπών, έμοιαζαν όλο και περισσότερο παράταιρες σε σχέση με τις απόψεις της ευρύτερης διεθνούς κοινότητας.

Βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών

Οι γυναίκες της περιοχής αντιμετώπισαν πρόσθετη ανασφάλεια, μέσω δυσμενών διακρίσεων στο νόμο και στην πράξη, καθώς και βία, συχνά προερχόμενη από τους άνδρες συγγενείς τους. Στην οξύτερη μορφή της, η βία αυτή εκδηλώθηκε με φόνους γυναικών σε λεγόμενα «εγκλήματα τιμής», όπως στην Ιορδανία, το Ιράκ, την Παλαιστινιακή Αρχή και τη Συρία. Οι μετανάστριες οικιακές βοηθοί ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες σε σεξουαλική και άλλη κακομεταχείριση από τους εργοδότες τους, καθώς συχνά δεν προστατεύονταν από την εργασιακή νομοθεσία. Τόσο στην Ιορδανία, όσο και στο Λίβανο, οικιακές βοηθοί βρήκαν το θάνατο υπό ύποπτες συνθήκες. Εικάζεται πως κάποιες δολοφονήθηκαν, ή έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να δραπετεύσουν από το χώρο εργασίας τους, ή οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία από απελπισία. Στην Περιφέρεια Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ, η μεγάλη συχνότητα θανάτων γυναικών από φωτιά, την οποία είτε έβαλαν οι ίδιες είτε άλλοι, οδηγούσε στο ίδιο συμπέρασμα.

Σε άλλα κράτη υπήρξαν θετικές εξελίξεις που αντικατόπτριζαν την αυξανόμενη συνειδητοποίηση από τις κυβερνήσεις, πως δεν είναι πλέον δυνατόν να υποβιβάζονται οι γυναίκες σε ένα είδος πολιτών δεύτερης κατηγορίας. Οι αρχές της Αιγύπτου απαγόρευσαν την πρακτική του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Οι κυβερνήσεις του Ομάν και του Κατάρ πραγματοποίησαν νομικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να δώσουν στις γυναίκες την ίδια νομική θέση με εκείνη των ανδρών σε διάφορα θέματα στέγασης και αποζημίωσης. Και η κυβέρνηση της Τυνησίας προσχώρησε σε μια καίρια διεθνή συνθήκη για τα δικαιώματα της γυναίκας και εγκαινίασε μια ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή για γυναίκες που αντιμετωπίζουν ενδοοικογενειακή βία.

Αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες και παράτυποι μετανάστες

Πουθενά στην περιοχή η ανασφάλεια δεν ήταν τόσο πρόδηλη όσο στις κοινότητες των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, που εξακολουθούσαν να μην έχουν μόνιμο νομικό καθεστώς ή στέγη, πολλοί έπειτα από δεκαετίες αναμονής μέσα στη φτώχεια.

Χιλιάδες πρόσφυγες από το Ιράκ μετά βίας εξασφάλιζαν τα προς το ζην στη Συρία, την Ιορδανία, το Λίβανο και άλλες χώρες, με τη φτώχεια και την απελπισία τους να αυξάνεται συνεχώς, αλλά με την απειλή της απέλασης σε περίπτωση που αναλάμβαναν πληρωμένη εργασία. Στο Ιράκ, η κυβέρνηση απαίτησε να φύγουν από τη χώρα 3.000 εκπατρισμένοι Ιρανοί, οι οποίοι ζούσαν επί πολλά χρόνια στον Καταυλισμό Ασράφ, παρ’ όλο που έμοιαζε απίθανο να τους δεχτεί κάποια άλλη χώρα, και παρ’ όλο που θα διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο αν επαναπατρίζονταν διά της βίας στο Ιράν. Περίπου 80 Ιρακινοί πρόσφυγες, που εγκατέλειψαν τη χώρα τους το 1991, την εποχή το Πρώτου Πολέμου του Κόλπου, παρέμειναν για έναν ακόμη χρόνο περιορισμένοι σε έναν περιφραγμένο και φυλασσόμενο καταυλισμό που είχαν δημιουργήσει οι αρχές της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες εξακολουθούσαν να τους αρνούνται τη χορήγηση ασύλου. Στο Λίβανο, περίπου οι μισοί από τους εκατοντάδες χιλιάδων Παλαιστίνιους πρόσφυγες στη χώρα παρέμειναν σε ασφυκτικά γεμάτους καταυλισμούς διασκορπισμένους σε όλη τη χώρα, 60 χρόνια αφότου πρωτοήρθαν εκεί οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους. Η κυβέρνηση ξεκίνησε ενέργειες για να αποκαταστήσει τη νομική θέση των πιο ευπαθών –εκείνων που δεν διαθέτουν επίσημα έγγραφα και έτσι δεν μπορούν να παντρευτούν νόμιμα ή να δηλώσουν τη γέννηση των παιδιών τους– αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν νομικά και άλλα εμπόδια που στερούσαν από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες την πρόσβαση στα δικαιώματά τους στην υγεία, την εργασία και την κατάλληλη στέγαση.

Σε διάφορα κράτη, οι αρχές επαναπροώθησαν με τη βία πρόσφυγες και άλλους ανθρώπους, κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας, σε χώρες στις οποίες κινδύνευαν να βασανιστούν ή να εκτελεστούν. Οι αρχές της Υεμένης επέστρεψαν εκατοντάδες αιτούντες άσυλο και έστειλαν τουλάχιστον οκτώ ανθρώπους πίσω στη Σαουδική Αραβία, παρά τους φόβους για την ασφάλειά τους. Τον Ιανουάριο, η κυβέρνηση της Λιβύης ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απελάσει όλους τους «παράνομους μετανάστες» και αργότερα πραγματοποίησε μαζικές απελάσεις ανθρώπων από τη Νιγηρία, τη Γκάνα και άλλες χώρες. Τον Ιούνιο αναφέρθηκε πως η κυβέρνηση αποπειράθηκε να απελάσει περισσότερους από 200 ανθρώπους από την Ερυθραία, πληροφορώντας τους πως θα μεταφέρονταν αεροπορικώς στην Ιταλία, ενώ στην πραγματικότητα θα τους επέστρεφαν στην πατρίδα τους, από την οποία πολλοί είχαν φύγει για να αποφύγουν τη στρατολόγηση.

Οι αρχές της Αιγύπτου προέβησαν και αυτές σε καταχρηστικές ενέργειες. Εκτός από τις μαζικές απελάσεις, που έστειλαν τουλάχιστον 1.200 αιτούντες άσυλο πίσω στην Ερυθραία, συνοριακοί φρουροί πυροβόλησαν και σκότωσαν τουλάχιστον 27 ανθρώπους που προσπάθησαν να φύγουν από την Αίγυπτο και να αναζητήσουν καταφύγιο στο Ισραήλ. Εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν έπειτα από δίκες σε στρατοδικεία. Οι ισραηλινές αρχές ήταν εξίσου αδιάλλακτες: απέλασαν πίσω στην Αίγυπτο πολλούς αιτούντες άσυλο και μετανάστες που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, παρά τους φόβους πως κάποιοι από αυτούς θα στέλνονταν πίσω στο Σουδάν, την Ερυθραία ή άλλες χώρες στις οποίες μπορεί να αντιμετώπιζαν βασανιστήρια ή εκτέλεση. 

Στο Μαρόκο / Δυτική Σαχάρα, οι αρχές συγκέντρωσαν και απέλασαν χιλιάδες ανθρώπους, που υποπτεύονταν ότι ήταν παράτυποι μετανάστες. Κάποιοι από αυτούς αναφέρθηκε ότι υποβλήθηκαν σε υπέρμετρη βία ή άλλου είδους κακομεταχείριση, ενώ άλλοι ότι εγκαταλείφθηκαν χωρίς επαρκή τροφή ή νερό σε αφιλόξενο έδαφος κοντά στα νότια σύνορα της χώρας. Οι αρχές της Αλγερίας ενέτειναν τα μέτρα ελέγχου για τους μετανάστες, εφοδιαζόμενες με νέες νομικές εξουσίες ώστε να απελαύνουν με συνοπτικές διαδικασίες ξένους, που θεωρούν ότι βρίσκονται στη χώρα παράνομα.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ, ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΗΣΗ

Σε πολλές χώρες, συγκεκριμένες κοινότητες αποκλείονταν από την πρόσβαση στα ανθρώπινα δικαιώματά τους ισότιμα με το γενικό πληθυσμό. Κάποιες από αυτές περιλάμβαναν αλλοδαπούς, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, καθώς και νόμιμους και παράτυπους μετανάστες, επιτείνοντας την ανασφάλειά τους, όπως εκτέθηκε παραπάνω. Άλλοι ήταν μέλη εθνοτικών, θρησκευτικών ή άλλων μειονοτήτων, στιγματισμένοι λόγω των πεποιθήσεων ή της ταυτότητάς τους.

Στον Αραβικό Κόλπο, η κυβέρνηση του Κατάρ συνέχισε να αρνείται την εθνικότητα σε εκατοντάδες μέλη της φυλής αλ-Μούρρα, μερικά από τα οποία είχαν αναμιχθεί σε μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 1996. Κατά συνέπεια, αποκλείστηκαν από την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση, την υγειονομική περίθαλψη και τα δικαιώματα απασχόλησης. Στο Ομάν, μέλη των φυλών Αλ Ταουάγια και Αλ Χαλιφάιν παρέμειναν περιθωριοποιημένα και δυσκολεύονταν να αποκτήσουν επίσημα δελτία ταυτότητας, να τακτοποιήσουν οικογενειακές υποθέσεις, όπως διαζύγιο ή κληρονομιά, και να καταχωρήσουν τις επιχειρήσεις τους λόγω της απόφασης της κυβέρνησης το 2006 να υποβιβάσει την κοινωνική τους θέση σε εκείνη των αχντάμ, δηλαδή των υπηρετών.

Στο Ιράν οι αρχές συνέχισαν να απαγορεύουν τη χρήση μειονοτικών γλωσσών στα σχολεία, να ενεργούν κατασταλτικά εναντίον ακτιβιστών μειονοτήτων –Αράβων Αχουάζι, Ιρανών από το Αζερμπαϊτζάν, Βαλούχων, Κούρδων και Τουρκομάνων– που αγωνίζονταν για ευρύτερη αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, καθώς και να αποκλείουν αυθαίρετα από την πρόσληψη στο δημόσιο τομέα μέλη υπόπτων μειονοτήτων. Στη Συρία, η κουρδική μειονότητα, που αποτελεί μέχρι και το 10% του πληθυσμού, συνέχισε να υφίσταται καταπίεση. Δεκάδες χιλιάδες Σύροι Κούρδοι συνέχισαν να καθίστανται πρακτικά ανιθαγενείς και έτσι στερήθηκαν την ίση πρόσβαση σε κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα.

Προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις, που διέφεραν από εκείνες του κράτους, σε πολλές χώρες δεν γίνονταν ανεκτές και οι εκείνοι που τις ασκούσαν αποκλείονταν από την πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία ή τιμωρούνταν σωματικά. Στην Αλγερία, πρώην Μουσουλμάνοι που προσηλυτίστηκαν στο χριστιανικό ευαγγελικό δόγμα διώχθηκαν ποινικά, παρ’ όλο που το Σύνταγμα εγγυάται την ελευθερία συνείδησης. Στην Αίγυπτο αναφέρθηκε πως πρώην Μουσουλμάνοι που προσηλυτίστηκαν στο Χριστιανισμό, καθώς και Μπαχαϊστές, εξακολουθούσαν να δυσκολεύονται να αποκτήσουν επίσημα δελτία που να αναγνωρίζουν την πίστη τους, παρά τις αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων. Στο Ιράν, οι αρχές της Ισλαμικής Δημοκρατίας συνέχισαν να παρενοχλούν και να κατατρέχουν τους Μπαχαϊστές και μέλη άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων, θέτοντας υπό κράτηση Σουνίτες κληρικούς και καταδικάζοντας έναν θρησκευτικό ηγέτη των Σούφι σε πέντε χρόνια φυλάκιση και μαστίγωση για «διάδοση ψεμάτων».

Στα κράτη του Κόλπου, μετανάστες εργάτες από την Ινδική χερσόνησο και άλλα μέρη της Ασίας αποτέλεσαν στυλοβάτες των πετρελαϊκών οικονομιών, παρέχοντας εργασία και δεξιότητες στους κλάδους των κατασκευών και της παροχής υπηρεσιών. Συχνά, ωστόσο, αυτοί οι συμβεβλημένοι εργάτες αναγκάζονταν να ζουν και να εργάζονται σε κατάφωρα ακατάλληλες συνθήκες, αποκλεισμένοι από οποιαδήποτε κρατική προστασία κατά της εκμετάλλευσης και της κακοποίησης. Αν διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες, όπως στο Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η αντίδραση των αρχών ήταν να τους συγκεντρώσουν και να τους απελάσουν.

Η ομοφυλοφιλία εξακολούθησε να αποτελεί θέμα ταμπού στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής και οι άνδρες, για τους οποίους υπήρχε η υποψία πως είναι ομοφυλόφιλοι, μπήκαν στο στόχαστρο σε διάφορες χώρες. Στην Αίγυπτο, άνδρες που υπήρχε η υποψία πως είχαν προβεί σε συναινετικές σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανδρών δέχτηκαν επιθέσεις ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση, εξαναγκάστηκαν να υποστούν πρωκτικές εξετάσεις και τεστ HIV παρά τη θέλησή τους, ενώ μερικοί αλυσοδέθηκαν στα κρεβάτια τους όσο βρίσκονταν περιορισμένοι στο νοσοκομείο προτού καταδικαστούν σε ποινές φυλάκισης για ακολασία. Στο Μαρόκο / Δυτική Σαχάρα, έξι άνδρες φυλακίστηκαν για «ομοφυλοφιλική συμπεριφορά» αφού κατηγορήθηκαν δημόσια πως παρέστησαν σε έναν «γάμο ομοφυλοφίλων» το 2007. 

Το Σεπτέμβριο, κατολίσθηση βράχων σκότωσε περισσότερους από 100 κατοίκους ενός ανεπίσημου οικισμού στο Κάιρο, αναδεικνύοντας την επισφαλή επιβίωση του ήδη στερημένου φτωχού αστικού πληθυσμού σε πόλεις της Μέσης Ανατολής & Βόρειας Αφρικής.  Φαίνεται πως η τραγωδία μπορούσε να προβλεφθεί. Νερά που διέρρεαν από την πλαγιά ενός κοντινού λόφου είχαν ήδη δώσει προειδοποιητικά μηνύματα για πιθανή καταστροφή –μάλιστα στην περιοχή είχαν γίνει κατολισθήσεις και στο παρελθόν– όμως οι αρχές παρέλειψαν να προβούν σε ενέργειες έως ότου ήταν πολύ αργά. Σε όλη την περιοχή υπήρχαν άλλες κοινότητες φτωχών ανθρώπων, τόσο αστικές όσο και αγροτικές, που φαίνονταν καταδικασμένες σε έναν φαύλο κύκλο στέρησης –έλλειψη αξιοπρεπούς κατοικίας, υγειονομικής περίθαλψης ή πρόσβασης σε αμειβόμενη εργασία– και αποδυνάμωσης, με ελάχιστη ή καμία δυνατότητα παρέμβασης στις αποφάσεις που επηρέαζαν τις ζωές τους. Το σίγουρο είναι πως δεν είχαν καμία παρέμβαση στο πώς να προστατευτούν από περαιτέρω επιδείνωση της φτώχειας.

Στα υπό ισραηλινή κατοχή παλαιστινιακά εδάφη, Παλαιστίνιοι που ήδη ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας κατέστησαν άστεγοι ως αποτέλεσμα μιας εσκεμμένης πολιτικής. Στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, ισραηλινές δυνάμεις κατεδάφισαν πολλές παλαιστινιακές κατοικίες, εκδιώκοντας εκατοντάδες ανθρώπους, με τη δικαιολογία πως χτίστηκαν χωρίς νόμιμη άδεια, τη στιγμή που γενικά αρνούνται να εκδώσουν τέτοιες άδειες σε Παλαιστινίους. Στην Κοιλάδα του Ιορδάνη έφεραν μπουλντόζες για να ισοπεδώσουν τα σπίτια και τα μαντριά των χωρικών, στερώντας τους τα μέσα διαβίωσής τους. Σε άλλες περιοχές οι Παλαιστίνιοι αποκλείστηκαν από την πρόσβαση στα χωράφια τους με την ανέγερση του φράχτη / τείχους, ενώ εμποδίζονταν να μεταβούν στον τόπο εργασίας ή σπουδών τους, ακόμη και να δεχθούν νοσοκομειακή περίθαλψη, από τα ισραηλινά σημεία ελέγχου και οδοφράγματα. Στη Λωρίδα της Γάζας, η ισραηλινή επίθεση, που ξεκίνησε στις 27 Δεκεμβρίου και κράτησε τρεις εβδομάδες, κατέστρεψε ή προκάλεσε μεγάλες ζημιές σε περισσότερες από 20.000 παλαιστινιακές κατοικίες, προκάλεσε καταστροφές σε σχολεία και τόπους εργασίας και σκότωσε εκατοντάδες Παλαιστίνιους αμάχους. Στο μεταξύ, οι Ισραηλινοί οικισμοί στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη συνέχισαν να επεκτείνονται και να αναπτύσσονται, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου.

ΣΤΕΡΗΣΗ ΦΩΝΗΣ

Σε όλη την περιοχή, όσοι μιλούσαν ανοιχτά υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα τα δικά τους ή των άλλων, κινδύνευαν να υποστούν διώξεις στα χέρια υπερβολικά ισχυρών μυστικών αστυνομικών, στους οποίους οι πολιτικοί τους αφέντες συχνά επέτρεπαν να παραβαίνουν το νόμο με ατιμωρησία. Οι κυβερνήσεις γενικά δεν ανέχονταν τη διαφωνία και έμοιαζαν να φοβούνται την κριτική και την πρόκληση, καθώς και τη δημόσια έκθεση της διαφθοράς ή άλλων παραπτωμάτων τους. 

Σε όλη την περιοχή, οι κρατικές αρχές χρησιμοποίησαν την ανάγκη να είναι «ασφαλείς» κατά της «τρομοκρατίας» ως μέσο για να σπείρουν το φόβο, την ανασφάλεια και την καταπίεση. Ένοπλες πολιτικές ομάδες πραγματοποίησαν βίαιες επιθέσεις σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων στην Αλγερία, το Ιράκ, το Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη, όμως οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν αντιτρομοκρατικούς νόμους, συχνά σκόπιμα ασαφείς και σαρωτικούς, για να καταστείλουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και να καταπνίξουν θεμιτή κριτική και διαφωνία. Η αλαζονική εξουσία των Μουχαμπαράτ, των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών, ήταν διάχυτη στην περιοχή. Συνήθως αυτές οι μυστικές αστυνομίες έδιναν αναφορά κατευθείαν στον αρχηγό του κράτους ή της κυβέρνησης και τους επιτρεπόταν να συλλαμβάνουν, να κρατούν και να ανακρίνουν υπόπτους, και συχνά να διαπράττουν βασανιστήρια και άλλου είδους κακομεταχείριση με ατιμωρησία. Η Διεθνής Αμνηστία έλαβε τεκμηριωμένες αναφορές βασανισμών από διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων από την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ιορδανία, το Ιράκ, το Λίβανο, το Μπαχρέιν, τη Σαουδική Αραβία, τη Συρία, την Τυνησία και την Υεμένη. Αναφέρθηκαν επίσης βασανισμοί Παλαιστινίων που συνελήφθησαν από τις ισραηλινές δυνάμεις, καθώς και κρατήσεις και βασανισμοί με ατιμωρησία Παλαιστινίων από τις ανταγωνιστικές δυνάμεις ασφαλείας της Φατάχ και της Χαμάς, στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα αντίστοιχα.

Ένας βασικός στόχος των βασανιστηρίων ήταν η απόσπαση ομολογιών για ποινικές διώξεις σε μεροληπτικά δικαστήρια, των οποίων οι δικαστές είτε φοβούνταν είτε δεν ενδιαφέρονταν να ελέγξουν πώς αποκτήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία. Σε διάφορες χώρες, οι δίκες αντιπάλων της κυβέρνησης διεξάγήχθησαν από «ειδικα» δικαστήρια, οι διαδικασίες των οποίων δεν ικανοποιούσαν τα διεθνή πρότυπα περί δίκαιης δίκης. Στην Αίγυπτο, ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, όλοι πολίτες, δικάστηκαν από στρατοδικείο και οι διεθνείς παρατηρητές αποκλείστηκαν. Άλλοι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δικαστήριο που ιδρύθηκε με βάση την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια στην Αίγυπτο. Στη Λιβύη, 11 άντρες που συνελήφθησαν αφού διοργάνωσαν ειρηνική διαμαρτυρία στη μνήμη των φόνων δώδεκα διαδηλωτών από αστυνομικούς, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση μέχρι και 25 ετών από το Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας, αν και όλοι εκτός από δύο αποφυλακίστηκαν πριν το τέλος του έτους. Στη Συρία, τουλάχιστον 300 άνθρωποι αντιμετώπιζαν δίκη ενώπιον του διαβόητα άδικου Ανώτατου Δικαστηρίου Κρατικής Ασφαλείας ή άλλων δικαστηρίων στα οποία δεν θα είχαν δίκαιη δίκη, ενώ 12 εξέχοντες φιλοδημοκρατικοί ακτιβιστές καταδικάστηκαν σε φυλάκιση με κατηγορίες όπως η «αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος». Διαμαρτυρήθηκαν ότι είχαν ξυλοκοπηθεί κατά την προφυλάκιση για να αναγκαστούν να υπογράψουν «ομολογίες», όμως το δικαστήριο δεν έκανε καμία ενέργεια για να ερευνήσει την καταγγελία.  Σε άλλες περιπτώσεις, όργανο του ΟΗΕ αποφάνθηκε πως φυλακισμένοι κρατούνταν αυθαίρετα, καθώς είχαν καταδικαστεί, σε άδικες δίκες, για πράξεις που ισοδυναμούσαν με τη θεμιτή άσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης – οι συριακές αρχές δεν έκαναν καμία ενέργεια.

Οι αρχές της Σαουδικής Αραβίας έθεσαν υπό κράτηση εκατοντάδες ανθρώπους για λόγους ασφαλείας, μεταξύ των οποίων ειρηνικούς επικριτές της κυβέρνησης, ενώ χιλιάδες άλλοι που είχαν συλληφθεί τα προηγούμενα χρόνια παρέμειναν στη φυλακή, ουσιαστικά σε καθεστώς μυστικότητας. Τον Οκτώβριο η κυβέρνηση ανακοίνωσε πως θα ίδρυε ειδικό δικαστήριο για να δικάσει περισσότερους από 900 ανθρώπους που κατηγορούνται για τρομοκρατικά αδικήματα, αλλά δεν έδωσε λεπτομέρειες για τους κατηγορουμένους, τις ημερομηνίες της δίκης τους, αν θα τους επιτραπεί να έχουν συνηγόρους ή αν το δικαστήριο θα είναι ανοιχτό σε διεθνείς παρατηρητές.

Παντού, ακόμη και σε σχετικά πιο ανοιχτά κράτη, οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες γνώριζαν πως έπρεπε να λειτουργούν μέσα σε συγκεκριμένα όρια, αν δεν ήθελαν να κινδυνεύσουν να υποστούν ποινική δίωξη, κλείσιμο της εφημερίδας τους ή ακόμη μεγαλύτερα δεινά. Στην Αίγυπτο, ένας εκδότης καταδικάστηκε σε φυλάκιση επειδή σχολίασε την υγεία του προέδρου. Στην Αλγερία, δημοσιογράφοι διώχθηκαν ποινικά όταν έγραψαν για τους ισχυρισμούς περί διαφθοράς σε επίσημους κύκλους, ενώ ένας κορυφαίος δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων δέχθηκε παρενοχλήσεις με την κατηγορία πως έπληττε την υπόληψη του δικαστικού σώματος. Στη Λιβύη, εξακολουθεί να κρατείται ένας πολιτικά διαφωνών, που είχε τεθεί υπό κράτηση το 2004 όταν έκανε έκκληση για πολιτική μεταρρύθμιση σε μια συνέντευξή του στα μέσα ενημέρωσης. Στο Μαρόκο / Δυτική Σαχάρα, όπου η κριτική στη μοναρχία εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διώχθηκαν ποινικά επειδή μια ειρηνική διαμαρτυρία θεωρήθηκε προσβλητική για το Βασιλιά, αν και αργότερα τους έδωσε χάρη, ενώ ένας 18χρονος φοιτητής καταδικάστηκε σε φυλάκιση όταν ένα σύνθημα για την αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα που έγραψε σε τοίχο θεωρήθηκε ότι προσέβαλλε τη μοναρχία. Στη Συρία, όπου η κυβέρνηση δεν δείχνει ανοχή ουσιαστικά σε καμία διαφωνία, μεταξύ των στόχων συγκαταλέγονταν εκδότες ιστολογίων (μπλόγκερς) που κατηγορήθηκαν ότι «διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις» ή «αποδυνάμωναν το εθνικό συναίσθημα», με βάση σαρωτικούς νόμους σχεδιασμένους για να αποθαρρύνουν και να καταστέλλουν την ελεύθερη έκφραση. Οι κυβερνήσεις του Κουβέιτ και του Ομάν προχώρησαν σε αυστηρότερους ελέγχους της έκφρασης μέσω του Διαδικτύου, ενώ οι αρχές στο Ιράν, την Τυνησία και άλλα κράτη μπλόκαραν συστηματικά επικριτικούς ιστοτόπους και διέκοπταν τη διαδικτυακή σύνδεση μεταξύ τοπικών μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του έξω κόσμου.  

Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, η απάντηση των αρχών στις διαμαρτυρίες των εργατών για τις οικονομικές συνθήκες ήταν να τις καταστείλουν με υπέρμετρη βία και μαζικές συλλήψεις. Παρόμοια, οι μαροκινές δυνάμεις ασφαλείας έσπασαν έναν αποκλεισμό διαμαρτυρίας στο λιμάνι του Σίντι Ίφνι και εξαπέλυσαν κύμα καταστολής εναντίον εκείνων, τους οποίους υποπτεύονταν ότι τον διοργάνωσαν ή τον υποστήριξαν.

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όσοι τάσσονταν υπέρ διεύρυνσης των δικαιωμάτων –για τις γυναίκες, τις μειονότητες και άλλους, ή υπέρ μεγαλύτερης πολιτικής ελευθερίας ή πρόσβασης σε κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα– βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή σε όλη την περιοχή. Στις περισσότερες χώρες, ωστόσο, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα εμπόδια. Στη Συρία και την Τυνησία, ανεξάρτητες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα αναγκάστηκαν να λειτουργούν σε νομικό κενό, αφού ο νόμος τις υποχρέωνε να αποκτήσουν επίσημη αναγνώριση, την οποία οι αρχές του κράτους ουσιαστικά αρνούνταν να παραχωρήσουν. Στο Ιράν, μια κορυφαία μη κυβερνητική οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με συνιδρύτρια την τιμημένη με το Βραβείο Ειρήνης του ΟΗΕ Σιρίν Εμπάντι, έκλεισε με κυβερνητική εντολή, κατά ειρωνική σύμπτωση την ώρα ακριβώς που η οργάνωση ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει εκδήλωση για την 60η επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η λογοδοσία εξακολούθησε να λείπει επώδυνα από την περιοχή για οποιαδήποτε από τις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση οι άνθρωποι. Βυθισμένοι βαθύτερα στην ανασφάλεια, αποκλεισμένοι από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αγνοούμενοι –ή καταπιεζόμενοι– όταν επιχειρούσαν να ακουστούν, οι άνθρωποι στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής είδαν τις κακουχίες τους να διαιωνίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του 2008.

Η ατιμωρησία παρέμεινε ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής σε μεγάλο μέρος της περιοχής. Στο Μαρόκο / Δυτική Σαχάρα, για παράδειγμα, η διαδικασία αποκατάστασης της αλήθειας για τις εξαναγκασμένες εξαφανίσεις κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Βασιλιά Χασάν Β’ έμοιαζε να βρίσκεται σε στασιμότητα. Στην Αλγερία, οι αρχές εξακολούθησαν να μπλοκάρουν οποιαδήποτε έρευνα για τις βαρύτατες παραβιάσεις που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της εμφύλιας σύγκρουσης της δεκαετίας του 1990. Στο Ιράν, το Λίβανο, τη Λιβύη και τη Συρία οι αρχές παρέλειψαν να προβούν σε οποιεσδήποτε αποτελεσματικές ενέργειες για να διερευνήσουν ή να επανορθώσουν τις κατάφωρων καταπατήσεις του παρελθόντος.  Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτές οι κυβερνήσεις συγκαταλέγονταν σε εκείνες που δεν έδειξαν καμία προθυμία να ερευνήσουν νέους ισχυρισμούς ή κρούσματα, όπως την αναφερθέντα φόνο 17 φυλακισμένων και άλλων ανθρώπων από τις συριακές δυνάμεις ασφαλείας στη Στρατιωτική Φυλακή Σεντνάγια.

Αλλά μπροστά σε τόσο ποικίλα και συχνά φαινομενικά ανυπέρβλητα προβλήματα σε όλη την περιοχή, πολλά άτομα –άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά– εργάστηκαν για να πραγματώσουν τα δικαιώματα τα δικά τους και των άλλων. Πολλοί δεν πτοήθηκαν ακόμη και μπροστά σε σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή και τα μέσα διαβίωσής τους. Στην Αλγερία, συγγενείς των θυμάτων των εξαναγκασμένων εξαφανίσεων κατά τη διάρκεια του «βρώμικου πολέμου» της δεκαετίας του 1990 συνέχισαν να πιέζουν για την αλήθεια και για δικαιοσύνη, παρά την αμείλικτη ακαμψία της κυβέρνησης και τις παρενοχλήσεις. Στο Ιράν, γυναίκες –και άνδρες– προώθησαν μια έκκληση Ενός Εκατομμυρίου Υπογραφών, απαιτώντας να δοθεί τέλος στις νομικές διακρίσεις κατά των γυναικών, παρά τις επανειλημμένες παρενοχλήσεις, συλλήψεις και επιθέσεις κρατικών υπαλλήλων που ενέργησαν παραβιάζοντας τον νόμο, ενώ άλλοι αγωνίστηκαν για τον τερματισμό των εκτελέσεων ανήλικων παραβατών.

Στις χώρες αυτές και άλλες, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της προώθησης της αλλαγής. Ωστόσο υπήρξαν ενδείξεις πως μερικοί από τους έχοντες πολιτική εξουσία επίσης αναγνωρίζουν την ανάγκη για αλλαγή, για μεταρρύθμιση και για περισσότερες ενέργειες για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση του Μπαχρέιν, για παράδειγμα, αξιοποίησε την ευκαιρία της διαδικασίας Οικουμενικής Περιοδικής Επανεξέτασης του ΟΗΕ για να θέσει σε κίνηση ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στα ανθρώπινα δικαιώματα που, αν εφαρμοστεί, θα αποτελέσει ισχυρό παράδειγμα για τους γείτονές του. Στο Λίβανο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης προώθησε έναν νόμο για την κατάργηση της θανατικής ποινής, ενώ η κυβέρνηση της Αλγερίας υπήρξε ένας από τους καίριους υποστηρικτές της έκκλησης για το παγκόσμιο πάγωμα των εκτελέσεων. Αργά αλλά σταθερά, υπήρξαν μέσα στο 2008 ενδείξεις πως αναδύεται μια νέα γενιά, με μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων της και των δρόμων που πρέπει να της ανοίγονται, και με αυξανόμενη αποφασιστικότητα να τα επιτύχει.

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

Οι Αυτόχθονες κοινότητες Γιάκιε Άξα και Σοχογιαμάξα της φυλής Ενξέτ στην περιοχή Μπάχο Τσάκο της Παραγουάης ζουν δίπλα στην εθνική οδό Πόθο Κολοράδο-Κονσεπσιόν εδώ και περισσότερα από 15 χρόνια. Παρά τις θετικές για αυτούς αποφάσεις του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παραμένουν αποκλεισμένοι από τη γη τους. Αποστερημένοι από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τα μέσα διαβίωσής τους, χωρίς επαρκή υγειονομική περίθαλψη ή αποχέτευση και εξαρτώμενοι από προμήθειες τροφίμων που στέλνει η κυβέρνηση σε άτακτα χρονικά διαστήματα, αντιμετωπίζουν ανασφαλές παρόν και αβέβαιο μέλλον.

Από τις βορειότερες περιοχές της Αρκτικής μέχρι το νοτιότερο άκρο της Γης του Πυρός, οι Αυτόχθονες Λαοί της Αμερικής βιώνουν ανέκαθεν περιθωριοποίηση και διακρίσεις. Στερούμενοι φωνής σε αποφάσεις που επηρεάζουν τη γη τους, τη ζωή τους και τα μέσα διαβίωσής τους, οι Αυτόχθονες πλήττονται σε δυσανάλογο βαθμό από τη φτώχεια, ακόμη και όταν ζουν σε περιοχές πλούσιες σε ορυκτά και άλλους φυσικούς πόρους. Πολλοί εξακολουθούν να μην έχουν συνταγματική αναγνώριση, ενώ τα δικαιώματά τους πάνω στη γη των προγόνων τους αγνοούνται ή αντιμετωπίζονται με τρόπους που δεν παρέχουν επαρκή προστασία στις Αυτόχθονες οικονομικές και πολιτισμικές παραδόσεις. Η εξόρυξη πόρων, η δασοκομία, η γεωργική βιομηχανία και άλλα αναπτυξιακά έργα σε εκτάσεις Αυτοχθόνων συχνά συνοδεύονται από παρενοχλήσεις και βία, καθώς ισχυρές εταιρείες και ιδιωτικά συμφέροντα περιφρονούν τους διεθνείς και εθνικούς νόμους στην επιδίωξη του κέρδους. Ένας επίμονος και παγιωμένος κύκλος αποστέρησης και κοινωνικού αποκλεισμού θέτει τους Αυτόχθονες, ιδίως τις γυναίκες, σε αυξημένο κίνδυνο επιθέσεων, ενώ συμβάλει να διασφαλιστεί ότι οι διώκτες τους σπάνια καλούνται να λογοδοτήσουν.

Οι Αυτόχθονες Λαοί σε όλη την ήπειρο, αντιμέτωποι με αυτήν την κληρονομιά φρικτών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν κινητοποιηθεί για να ακουστεί η φωνή τους. Τα αιτήματά τους για σεβασμό των δικαιωμάτων τους στη γη και της πολιτισμικής ταυτότητάς τους, του δικαιώματός τους να μην υφίστανται διακρίσεις, του γεγονότος μάλιστα ότι δεν υπάρχει ανθρώπινο δικαίωμα που να μην τους ανήκει, παίρνουν όλο και πιο κεντρική θέση στον λόγο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αμερικανική ήπειρο και τον αναζωογονούν.

Οι κοινότητες Γιάκιες Άξα και Σοχογιαμάξα κατόρθωσαν να φέρουν την υπόθεσή τους σε ένα περιφερειακό δικαστήριο και σε αυτό τις βοήθησαν διάφορες ΜΚΟ. Αυτό αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη συνεργασία και συντονισμό του κινήματος των Αυτοχθόνων και του κινήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή, που επιτρέπει στους υπερασπιστές και στους ακτιβιστές να παίρνουν δύναμη, στήριξη και έμπνευση από την ανταλλαγή των εμπειριών και των επιτευγμάτων τους.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Στην Κολομβία, πολλές από τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται στην εμφύλια ένοπλη σύγκρουση –μεταξύ αυτών φόνοι και εξαναγκασμένες εξαφανίσεις– στοχεύουν στον εκτοπισμό άμαχων κοινοτήτων από περιοχές με οικονομική ή στρατηγική σημασία. Πολλές Αυτόχθονες κοινότητες ζουν σε περιοχές πλούσιες σε ορυκτούς και άλλους πόρους, σε εκτάσεις που τους ανήκουν νόμιμα και συλλογικά. Τέτοιες κοινότητες δέχονται συχνά επιθέσεις σε μία προσπάθεια να εκδιωχθούν από την περιοχή έτσι ώστε αυτή να ανοίξει για οικονομική ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας. Οι κοινότητες που αγωνίζονται κατά μιας τέτοιας ανάπτυξης κατηγορούνται ως «ανατρεπτικές», μια κατηγορία που την οποία συχνά ακολουθούν επιθέσεις παραστρατιωτικών. Ομάδες ανταρτών επίσης απειλούν και σκοτώνουν μέλη Αυτοχθόνων κοινοτήτων, τα οποία κατηγορούν ότι συντάσσονται με τον εχθρό. Εντούτοις, οι Αυτόχθονες Λαοί στην Κολομβία γίνονται όλο και πιο μαχητικοί στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Τους τελευταίους μήνες του 2008, χιλιάδες Αυτόχθονες πραγματοποίησαν μεγάλες διαμαρτυρίες σε διάφορες περιοχές της χώρας, με αποκορύφωμα μία πορεία προς την πρωτεύουσα, Μπογκοτά, τον Νοέμβριο, για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις συνεχιζόμενες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να υποστηρίξουν τα δικαιώματά τους στη γη τους.

Στο Μεξικό, μέλη της κοινότητας Χουιθόπα, στην πολιτεία Τσιουάουα στον βορρά, που περιλαμβάνουν Αυτόχθονες Πίμα και Ραραμούρι, αξίωσαν οι εργασίες μιας μεταλλευτικής εταιρείας σε εδάφη της κοινότητας να συμμορφωθούν με τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί με την κοινότητα. Όσοι υποστήριξαν τις διαμαρτυρίες αντιμετώπισαν απειλές και αστυνομικές επιχειρήσεις για τη διάλυσή τους.
Στη Χιλή, η συνεχιζόμενη εξάπλωση της μεταλλευτικής και της δασοκομικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με την αργή πρόοδο στην επίλυση εδαφικών διεκδικήσεων, εξακολούθησαν να προκαλούν εντάσεις μεταξύ των αρχών και των Αυτοχθόνων Λαών, ιδίως των Μαπούτσε. Σε μία ανησυχητική εξέλιξη το 2008, ένας περιφερειακός εισαγγελέας επιχείρησε να χρησιμοποιήσει έναν αντιτρομοκρατικό νόμο εναντίον διαδηλωτών που υποστήριζαν τα αιτήματα των Μαπούτσε. Η κυβέρνηση είχε διαβεβαιώσει επανειλημμένα πως ο νόμος αυτός, ο οποίος χρονολογείται από την περίοδο του στρατιωτικού καθεστώτος του Στρατηγού Αουγκούστο Πινοτσέτ, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Αυτοχθόνων που επιδιώκουν την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.

Στη Βολιβία, εξακολούθησαν ο παγιωμένός ρατσισμός και οι διακρίσεις. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Προέδρου Έβο Μοράλες, να προωθήσει τα δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών της Βολιβίας και άλλων περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, συνάντησαν αντιδράσεις από ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων και από την επιχειρηματική ελίτ, που φοβήθηκαν πως θα χάσουν κάποια μακροχρόνια προνόμια. Οι εντάσεις ξέσπασαν σε βία που κατέληξε στον φόνο 19 καμπεσίνος (αγροτών) στο διαμέρισμα Πάντο το Σεπτέμβριο. Έρευνες, που διενεργήθηκαν από την Ένωση Νοτιοαμερικανικών Εθνών (UNASUR) και το Συνήγορο του Πολίτη, διαπίστωσαν ότι στους φόνους εμπλέκονταν άμεσα τοπικοί αξιωματούχοι και ότι η αστυνομία είχε παραλείψει να προστατεύσει τους διαμαρτυρόμενους Αυτόχθονες και καμπεσίνος.

Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα κράτη αναγκάζονται ολο΄΄ένα περισσότερο να αναγνωρίσουν τις θεμιτές διεκδικήσεις των Αυτοχθόνων Λαών και προβαίνουν σε ενέργειες για να τα κάνουν πραγματικότητα. Μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Βραζιλία, να αναγνωρίσει τα συνταγματικά δικαιώματα των λαών Μακούξι, Γουαπιξάνα, Ινγκαρικό, Ταουρέπανγκ και Παταμόνα στη γη των προγόνων τους, αποτέλεσε σημαντικό βήμα σε έναν αγώνα που κράτησε 30 χρόνια και θεωρήθηκε ευρύτατα ως νίκη-ορόσημο για τα δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών στην πολιτεία Ραπόσα Σέρα ντο Σολ. Εντούτοις, τα θετικά αποτελέσματα εξακολούθησαν να αποτελούν εξαίρεση και πολλοί Αυτόχθονες Λαοί συνεχίζουν τον αγώνα για τη γη τους.
Στη Νικαράγουα, η κυβέρνηση αναγνώρισε τελικά τα εδαφικά δικαιώματα της Αυτόχθονης κοινότητας Άουας Τίνγκνι, συμμορφούμενη έτσι με μια απόφαση του 2001 του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο Σουρινάμ, οι Σαραμάκα, απόγονοι δραπετών Αφρικανών σκλάβων που ίδρυσαν οικισμούς στα βάθη του τροπικού δάσους κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, πέτυχαν θετική απόφαση από το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε μια απόφαση του Δικαστηρίου που αφορούσε στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της ξυλείας και των μεταλλευμάτων στο έδαφος των Σαραμάκα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «Το κράτος παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ζημιώνοντας έτσι τα μέλη της κοινότητας των Σαραμάκα».

ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ

Γυναικείες οργανώσεις εξακολουθούν να αξιώνουν να γίνουν ενέργειες για τον αυξανόμενο αριθμό ανθρωποκτονιών στην περιοχή. Πολλά από τα πτώματα των γυναικών έφεραν σημάδια βασανιστηρίων και ιδίως σεξουαλικής κακοποίησης. Παρ’ όλα αυτά, η απάντηση πολλών κυβερνήσεων, ιδίως στην Κεντρική Αμερική, παραμένει θλιβερά ανεπαρκής και ελάχιστοι από τους φόνους έχουν ερευνηθεί κατάλληλα.
Νόμοι για τη βελτίωση του σεβασμού στα δικαιώματα των γυναικών και ιδίως στο δικαίωμα της ελευθερίας από τη βία στο σπίτι, την κοινότητα και τον εργασιακό χώρο, υπάρχουν στα περισσότερα κράτη της περιοχής, με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις την Αϊτή και ορισμένες άλλες χώρες της Καραϊβικής. Ωστόσο, περιορισμένη παρέμεινε η πρόοδος ως προς την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών και την τιμωρία των υπαιτίων. Στη Νικαράγουα, για παράδειγμα, εξειδικευμένες αστυνομικές ομάδες έρευνας, που ασχολούνται με τη βία λόγω φύλου κατά των γυναικών, εξακολουθούν να διαθέτουν οικτρά ανεπαρκείς πόρους, ενώ στη Βενεζουέλα δεν έχει μέχρι τώρα υλοποιηθεί η εξειδικευμένη εκπαίδευση των μελών των σωμάτων ασφαλείας ώστε να αντιμετωπίζουν την ενδοοικογενειακή βία.

Η Νικαράγουα και η Αϊτή ξεχώρισαν στην περιοχή ως δύο χώρες, στις οποίες περισσότερο από το 50% των αναφερθέντων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ήταν 18 ετών ή νεότερες. Στη συντριπτική πλειονότητα των υποθέσεων, οι δράστες ήταν ενήλικες άνδρες, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν θέσεις εξουσίας. Η σεξουαλική κακοποίηση των κοριτσιών, κάποια από αυτά ηλικίας ακόμη και εννέα η δέκα ετών, ήταν άρρηκτα συνδεμένη με τη φτώχεια, τη στέρηση και τον αποκλεισμό, που έθεταν τα κορίτσια στον κίνδυνο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ως του μόνου μέσου επιβίωσης. Παρά τον διαδεδομένο χαρακτήρα του προβλήματος, το στίγμα που επιφέρει η σεξουαλική βία καταδίκασε πολλές από τις επιζώσες στη σιωπή.

Με δεδομένα τα υψηλά επίπεδα σεξουαλικής βίας, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι η Νικαράγουα, όπως και η Χιλή και το Ελ Σαλβαδόρ, εξακολούθησαν την απαγόρευση της άμβλωσης σε κάθε περίπτωση – ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η εγκυμοσύνη ήταν αποτέλεσμα βιασμού ή όπου η συνέχιση της εγκυμοσύνης μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας ή του κοριτσιού. Υπήρξαν αναφορές για προσπάθειες θρησκευτικών ομάδων άσκησης πίεσης στο Περού και στο Εκουαδόρ να επιδιώξουν παρόμοια απαγόρευση. Στην Ουρουγουάη, παρά την ευρεία λαϊκή υποστήριξη της αποποινικοποίησης της άμβλωσης, ο πρόεδρος Ταμπαρέ Βάσκες άσκησε βέτο στις προταθείσες μεταρρυθμίσεις βάσει των προσωπικών θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Αντίθετα, στο Μεξικό, το Ανώτατο Δικαστήριο ψήφισε να επιτραπεί νομοθεσία αποποινικοποίησης της άμβλωσης στην Περιφέρεια της Πόλης του Μεξικού.

Από τις πέντε χώρες της Αμερικής, όπου η μείωση της μητρικής θνησιμότητας μέχρι το 2015 αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης, τα εθνικά ποσοστά μητρικής θνησιμότητας (δεν υπάρχουν αναλυτικά δεδομένα για τις διάφορες ομάδες μητέρων) μειώθηκαν στη Βολιβία, τη Βραζιλία, το Μεξικό και το Περού, όχι όμως στην Αϊτή, στην οποία μόνο το 26% των γεννήσεων μέσα στο 2008 έγινε με τη στήριξη ειδικευμένου προσωπικού.

ΣΤΕΡΗΣΗ

Πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής έχουν κάνει προσπάθειες την τελευταία δεκαετία να μειώσουν τη φτώχεια. Εντούτοις, παρά την κάποια πρόοδο, περισσότερα από 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, ενώ υψηλά παρέμεναν τα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας και η ανισοκατανομή του πλούτου. Σύμφωνα με το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNDP), η Λατινική Αμερική εξακολούθησε να είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον κόσμο.

Περιθωριοποιημένες και απόκληρες κοινότητες σε αστικό και αγροτικό περιβάλλον σε πολλές χώρες εξακολούθησαν να στερούνται τα δικαιώματά τους στην υγειονομική περίθαλψη, το καθαρό νερό, την παιδεία και την κατάλληλη στέγη. Αυτή η ήδη κρίσιμη κατάσταση κινδύνευε να οξυνθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Σε σχέση με τους δείκτες υγείας, οι αριθμοί που δημοσίευσε το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό (UNPF) έδειξαν ότι οι κυβερνήσεις της Δομινικανής Δημοκρατίας και της Γουατεμάλα ήταν ανάμεσα στις χώρες με το χαμηλότερο επίπεδο δαπανών για τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη –μόλις 1,7% και 2% του ΑΕΠ αντιστοίχως. Σε αντίθεση με την Κούβα, η οποία δαπανά 6,9% του ΑΕΠ για την υγεία και τις ΗΠΑ που δαπανούν 7,2%. Εντούτοις, χιλιάδες άνθρωποι στις ΗΠΑ παρέμεναν χωρίς ασφάλιση υγείας, ενώ πολλοί φτωχοί και περιθωριοποιημένοι άνθρωποι δυσκολεύονταν να έχουν πρόσβαση σε επαρκή υγειονομική περίθαλψη.

ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ

Οι περισσότερες χώρες της περιοχής έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή, είτε στον νόμο, είτε στην πράξη. Όμως στις ΗΠΑ, που αποτελούν μια αξιοσημείωτη εξαίρεση στην περιοχή, η θανατική ποινή και η στέρηση εξακολουθούσαν να είναι άρρηκτα αλληλένδετες. Η συντριπτική πλειονότητα των περισσότερων από 3.000 θανατοποινιτών είναι πολύ φτωχοί για να πληρώσουν για νομική εκπροσώπηση της επιλογής τους.

Τον Απρίλιο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε απόφαση ότι η εκτέλεση με θανατηφόρο ένεση δεν παραβίαζε το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Οι εκτελέσεις ξανάρχισαν τον Μάιο ύστερα από ανάπαυλα επτά μηνών. Μέχρι το τέλος του έτους, 37 φυλακισμένοι θανατώθηκαν, ανεβάζοντας έτσι στις 1.136 τον αριθμό των εκτελέσεων από το 1977, όταν οι ΗΠΑ επανέφεραν τον δικαστικό φόνο.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αξιοσημείωτη για τη χωριστή γνώμη του δικαστή Τζον Πολ Στίβενς, που υπηρετεί στο Δικαστήριο από τον Δεκέμβριο του 1975 και έχει συνεπώς γίνει μάρτυρας όλης της «σύγχρονης» εποχής της θανατικής ποινής στις ΗΠΑ. Έγραψε πως η εμπειρία του τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι «η επιβολή της θανατικής ποινής αντιπροσωπεύει την άσκοπη και αχρείαστη εξάλειψη της ζωής με ελάχιστη μόνο συμβολή σε οποιουσδήποτε ορατούς κοινωνικούς ή δημόσιους σκοπούς. Μια ποινή με τέτοια μηδαμινά για το Κράτος οφέλη αποτελεί καταφανώς υπερβολική και σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία». Συμπλήρωσε επίσης ότι οι φυλετικές διακρίσεις εξακολουθούσαν να «διαδραματίζουν απαράδεκτο ρόλο σε υποθέσεις που επισύρουν τη θανατική ποινή».

Το Δεκέμβριο, ο Άγιος Χριστόφορς και Νέβις πραγματοποίησε την πρώτη μετά το 2000 εκτέλεση στην αγγλόφωνη Καραϊβική. Ο Τσαρλς Ελρόι Λαπλάς απαγχονίστηκε στις 19 Δεκεμβρίου, μετά από 10 χρόνια παγώματος των εκτελέσεων. Είχε καταδικαστεί για φόνο το 2006 και η έφεσή του απερρίφθη τον Οκτώβριο του 2008 επειδή υποβλήθηκε εκπρόθεσμα.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

Η τάση προς βελτιωμένη πολιτική σταθερότητα, που σημειώθηκε τα προηγούμενα δέκα χρόνια, επισκιάστηκε από την επιδεινούμενη κρίση στη δημόσια ασφάλεια.

Τα επίπεδα καταπατήσεων και εγκλημάτων από την αστυνομία και βίας από συμμορίες ήταν χειρότερα σε περιοχές όπου το κράτος σε μεγάλο βαθμό απουσίαζε, επιτρέποντας έτσι σε εγκληματικές συμμορίες να κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος της ζωής της κοινότητας. Στη Βραζιλία, για παράδειγμα, πολλές εξαθλιωμένες αστικές κοινότητες εξακολουθούσαν να στερούνται στοιχειωδών υπηρεσιών και η ανάμιξη του κράτους περιοριζόταν κυρίως σε περιοδικές, στρατιωτικού ύφους αστυνομικές επεμβάσεις. Αυτές οι επιχειρήσεις, που συχνά περιλάμβαναν εκατοντάδες αστυνομικών σε θωρακισμένα οχήματα και ελικόπτερα, χαρακτηρίστηκαν από υπερβολική χρήση βίας, εξωδικαστικές εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταχρηστική συμπεριφορά σε βάρος των κατοίκων. Στη Τζαμάικα, η πλειονότητα των φόνων που διέπραξαν αστυνομικοί, πολλοί από τους οποίους ήταν έκνομοι, έλαβαν χώρα σε φτωχογειτονιές μέσα στην πόλη.

Στο Μεξικό, όπου η εγκληματική βία έχει εκτιναχθεί στα ύψη, μεγάλος αριθμός στρατιωτικού προσωπικού έχει παραταχθεί μαζί με αστυνομικούς για την καταπολέμηση του εγκλήματος. Ελάχιστες είναι οι κυβερνήσεις που έχουν εντοπίσει τη σύνδεση ανάμεσα στην άνοδο της εγκληματικότητας και τις καταπατήσεις από κρατικούς λειτουργούς. Εντούτοις, υπουργοί σε ορισμένες χώρες παραδέχτηκαν δημοσίως το 2008 ότι η ποιότητα της αστυνόμευσης είχε πέσει σε επίπεδα χαμηλότερα τόσο των εθνικών, όσο και των διεθνών προτύπων. Το Μεξικό, η Δομινικανή δημοκρατία και το Τρινιδάδ και Τομπάγκο παραδέχτηκαν σημαντικά ελαττώματα των αστυνομικών τους δυνάμεων και τη συνακόλουθη περιορισμένη τους ικανότητα να προσφέρουν εύλογα επίπεδα προστασίας και αποτελεσματικής επιβολής του νόμου σε πολλές κοινότητες. Παρ’ όλα αυτά, οι ενέργειες που έγιναν για να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους οι αξιωματούχοι που ευθύνονται για καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για διαφθορά, σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίθηκαν στο μέγεθος του προβλήματος και μαστίζονταν από διαδικαστικά και διοικητικά εμπόδια.

Υπερβολικά πολλές κυβερνήσεις συνέβαλαν στην επιδείνωση των προτύπων αστυνόμευσης κλείνοντας τα μάτια στις καταγγελίες βασανιστηρίων ή παρανόμων φόνων. Ορισμένες μάλιστα επιχείρησαν να δικαιολογήσουν τέτοιου είδους καταπατήσεις ως απαραίτητες στο σημερινό κλίμα δημόσιας ασφάλειας. Η ύπαρξη ανεξάρτητων αστυνομικών επιτροπών διερεύνησης καταγγελιών ή ανεξάρτητης αρχής Συνηγόρου του Πολίτη για αστυνομικά ζητήματα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Στις ελάχιστες άλλες χώρες όπου υφίστανται τέτοια όργανα, συνέχισαν να είναι κατά κύριο λόγο αναποτελεσματικά.

Σε ορισμένες χώρες, όπως η Γουατεμάλα και η Βραζιλία, αποκαλύφθηκαν το 2008 νέα στοιχεία για την ανάμιξη αστυνομικών και πρώην αστυνομικών στον φόνο υπόπτων εγκληματιών. Στο Περναμπούκο της Βραζιλίας, το 70% του συνόλου των ανθρωποκτονιών το 2008 αποδόθηκε σε τάγματα θανάτου ή σε επονομαζόμενες ομάδες εξόντωσης, που συγκροτούνται κυρίως από κρατικούς υπαλλήλους, ιδίως αστυνομικούς. Στη Γουατεμάλα, οι φόνοι εκατοντάδων νεαρών ανδρών θύμισαν σε πολλούς τις εκστρατείες κοινωνικής εκκαθάρισης τη δεκαετία του 1990, όταν βασανίζονταν και σκοτώνονταν παιδιά του δρόμου που θεωρούνταν ύποπτα για μικροκλοπές. Το γεγονός ΄΄ότι αστυνομικοί και άλλοι έβαζαν στο στόχαστρο ομάδες νεαρών και αγοριών από φτωχές κοινότητες βάσει της εμφάνισης και της ηλικίας τους, ενέτεινε τα αισθήματα αποκλεισμού από το κυρίως σώμα της κοινωνία.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η περιφρόνηση για τη ζωή σε αποκλεισμένες κοινότητες ήταν ιδιαίτερα συγκλονιστική. Για παράδειγμα, μέλη του στρατού σκότωσαν δεκάδες νεαρούς από τη Σοάτσα, κοντά στη Μπογκοτά της Κολομβίας, για να διεκδικήσουν τα επιδόματα που προσφέρει η κυβέρνηση για κάθε «αντάρτη» που φονεύεται.

«ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Συνεχίστηκαν οι ανησυχίες για τη μεταχείριση των αλλοδαπών που κρατούνταν από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Περισσότεροι από 200 άνδρες κρατούνταν στη Ναυτική Βάση των ΗΠΑ στον Κόλπο του Γουαντάναμο στην Κούβα. Εντούτοις, το 2008 σημειώθηκε κάποια πρόοδος στην αντίκρουση των προσπαθειών της κυβέρνησης να τους αποκλείσει από την προστασία του νόμου. Τον Ιούνιο, σε μία απόφαση-ορόσημο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε τα επιχειρήματα τις κυβέρνησης πως οι κρατούμενοι του Γουαντάναμο έπρεπε να αποστερηθούν του δικαιώματός τους να αμφισβητήσουν δικαστικά τη νομιμότητα της κράτησής τους (habeascorpus) για τον λόγο ότι ήταν αλλοδαποί υπήκοοι που είχαν αιχμαλωτιστεί και κρατούνταν εκτός της επικράτειας των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του να προβεί γρήγορα σε ενέργειες, μόλις αναλάμβανε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 2009, για να κλείσει το κρατητήριο του Γουαντάναμο και να διασφαλίσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα κατέφευγαν σε βασανιστήρια.

ΣΤΕΡΗΣΗ ΦΩΝΗΣ

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λατινική Αμερική εξακολούθησαν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών να ακουστούν οι φωνές των θυμάτων, συχνά παρά τις συνεχείς προσπάθειες να φιμωθούν. Στις 4 Φεβρουαρίου και στις 20 Ιουλίου, εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν στην Κολομβία και σε όλον τον κόσμο διαμαρτυρόμενοι για τις απαγωγές από τις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις Κολομβίας (FuerzasArmadasRevolucionariasdeColombia, FARC). Χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν επίσης στους δρόμους της Κολομβίας στις 6 Μαρτίου απαιτώντας τον τερματισμό των καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις δυνάμεις ασφαλείας και παραστρατιωτικές ομάδες. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Τζον Φρέντι Κορέα Φάγια, μέλος του Εθνικού Κινήματος Θυμάτων Κρατικών Εγκλημάτων (MovimientoNacionaldeVíctimasdeCrímenesdeEstado, MOVICE), το οποίο οργάνωσε τη διαδήλωση του Μαρτίου, πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από τέσσερις οπλοφόρους που επέβαιναν σε μοτοσικλέτες. Αρκετοί υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Γουατεμάλα και στην Ονδούρα δολοφονήθηκαν λόγω του έργου τους υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Σε διάφορες άλλες χώρες, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετώπισαν επίσης ολοένα εχθρικότερες αντιδράσεις από τις αρχές. Στη Βενεζουέλα, για παράδειγμα, την απέλαση του Διευθυντή για την αμερικανική ήπειρο της Human Rights Watch τον Σεπτέμβριο, μετά τη δημοσίευση επικριτικής έκθεσης, ακολούθησε κύμα δημοσίων δηλώσεων που κατηγορούσαν τοπικές ΜΚΟ και υπερασπιστές ότι είναι «φιλοαμερικανοί», «κατά της Μπολιβαριανής επανάστασης» και «μη πατριώτες».

Ορισμένες κυβερνήσεις κατέφυγαν στην κατάχρηση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για να ματαιώσουν το έργο υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο Μεξικό, για παράδειγμα, πέντε Αυτόχθονες ηγέτες από την Οργάνωση Αυτοχθόνων Με’ φάα (OrganizacióndelPuebloIndígenaMephaa, OPIM) στην πολιτεία Γκερέρο, τέθηκαν υπό κράτηση τον Απρίλιο και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία. Παρά την ομοσπονδιακή απόφαση τον Οκτώβριο που βεβαίωνε πως δεν υπήρχαν στοιχεία που να συνδέουν τους τέσσερις με το έγκλημα, και παρά τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων ότι ο πέμπτος βρισκόταν αλλού την ώρα του φόνου, στα τέλη του 2008 παρέμεναν και οι πέντε υπό κράτηση.

Στη Νικαράγουα, εννέα υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετώπισαν νομικές συνέπειες για την ανάμιξή τους στην υπόθεση ενός εννιάχρονου κοριτσιού που υποβλήθηκε σε νόμιμη άμβλωση μετά το βιασμό της το 2003. Παρά το γεγονός στην υπόθεση του κοριτσιού αναμίχθηκαν πολλοί επαγγελματίες και αξιωματούχοι, η μήνυση εστιάζεται μόνο στις υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχουν ιστορικό στην προώθηση της σεξουαλικής υγείας και των δικαιωμάτων των γυναικών.

Οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων κοινοτήτων, που εδώ και πολύ καιρό έχουν εξοριστεί στο περιθώριο της κοινωνίας –Αυτοχθόνων Λαών, κοινοτήτων απογόνων Αφρικανών και κοινοτήτων λεσβιών, ομοφυλοφίλων, αμφισεξουαλικών και τρανσέξουαλ– διέτρεχαν συχνά ιδιαίτερο κίνδυνο. Για παράδειγμα, στην Ονδούρα, ηγέτες της κοινότητας απογόνων Αφρικανών Γκαριφούνα στο χωριό Σαν Χουάν Τέλα δέχτηκαν απειλές και εξαναγκάστηκαν υπό την απειλή όπλων να υπογράψουν τη μεταβίβαση εκτάσεων της κοινότητας σε μία ιδιωτική εταιρεία. Στο Εκουαδόρ, η Έστερ Λαντέτα, κορυφαία ακτιβίστρια για το περιβάλλον και τις γυναίκες, έγινε στόχος επανειλημμένων απειλών και εκφοβισμού εξαιτίας του κρίσιμου ρόλου της στη δημόσια έκφραση των ανησυχιών της κοινότητας για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της αντικανονικής μεταλλευτικής δραστηριότητας στην επαρχία Γκουάγιας.

Μπορεί η καταπίεση και ο εκφοβισμός των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή να ποικίλλουν, όμως μία όψη τους παρέμεινε ανησυχητικά σταθερή – σε σχεδόν όλες τις υποθέσεις που ερεύνησε η Διεθνής Αμνηστία, οι υπαίτιοι δεν οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη.

Εντούτοις, η δικαιοσύνη για τα φιμωμένα επί πολλά χρόνια θύματα κατάφωρων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων την εποχή των στρατιωτικών καθεστώτων των δεκαετιών του 1970 και του 1980, το 2008 σε διάφορες χώρες ήρθε αρκετά βήματα πιο κοντά.

Στην Παραγουάη, ο Πρόεδρος Φερνάντο Λούγο ζήτησε δημοσίως συγνώμη από τα θύματα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος του Στρατηγού Αλφρέντο Στρέσνερ. Τον Δεκέμβριο, η Επιτροπή Αλήθειας και Δικαιοσύνης δημοσίευσε την έκθεση και τις συστάσεις της για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν την εποχή της στρατιωτικής διακυβέρνησης (1954-1989) και της μετάβασης στη δημοκρατία. Εντόπισε την ταυτότητα περισσότερων από 20.000 θυμάτων και συνέστησε να ερευνήσει ο Εισαγγελέας όλες τις υποθέσεις.

Στην Ουρουγουάη, δεκάδες πρώην αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων κλήθηκαν να καταθέσουν σε βάρος του Στρατηγού Γκρεγκόριο Άλβαρες, επικεφαλής της στρατιωτικής κυβέρνησης από το 1981 μέχρι το 1985, και του Ζουάν Λαρσεμπό, συνταξιούχου αξιωματικού του Ναυτικού, που κατηγορούνται για την εξαναγκασμένη εξαφάνιση περισσότερων από 30 ατόμων.

Στην Αργεντινή, στην πρώτη δικαστική απόφαση του είδους της, καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο άνθρωποι για την «οικειοποίηση» της κόρης ενός ζευγαριού που έπεσαν θύματα εξαναγκασμένης εξαφάνισης το 1977. Ο πρώην λοχαγός του στρατού, που έκλεψε το παιδί και το έδωσε σε εκείνους που το οικειοποιήθηκαν, καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση τον Απρίλιο.

Στο Ελ Σαλβαδόρ, δύο οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα κατέθεσαν τον Νοέμβριο σε ισπανικό δικαστήριο αγωγή κατά του πρώην προέδρου του Ελ Σαλβαδόρ, Αλφρέδο Κριστιάνι (1989-1994) και 14 αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων σε σχέση με τη δολοφονία έξι Ιησουιτών ιερέων, της οικονόμου τους και της κόρης της το 1989.

Η Βραζιλία ξεχώρισε ως μία από τις ελάχιστες χώρες στην περιοχή που δεν είχαν ακόμη αντιμετωπίσει τις ουλές που άφησαν οι παλαιότερες καταπατήσεις. Το κράτος της Βραζιλίας, παραμελώντας εκείνους που είχαν υποστεί βασανιστήρια άλλες καταπατήσεις, όχι μόνο παρέλειψε να σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτών των θυμάτων, αλλά και επέτρεψε να παγιωθούν οι καταπατήσεις.

Στο Μεξικό, τιμήθηκε η 40η επέτειος της σφαγής των φοιτητών στην πλατεία Τλατελόλκο στην Πόλη του Μεξικού, αλλά αυτό δεν συνοδεύτηκε από καμία πρόοδο για την παραπομπή των υπαιτίων στη δικαιοσύνη.
Σε άλλες υποθέσεις, σημειώθηκε κάποια πρόοδος προς τη λογοδοσία των υπαιτίων για πιο πρόσφατες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Κολομβία, δεκάδες μέλη των ενόπλων δυνάμεων, μεταξύ αυτών πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, αποτάχθηκαν για τη συμμετοχή τους, σύμφωνα με ισχυρισμούς, στις εξωδικαστικές εκτελέσεις αμάχων. Στη Βολιβία, η πρωτοφανής ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η διεθνής κοινότητα για να διασφαλίσει έρευνες για τον φόνο 19 καμπεσίνος τον Σεπτέμβριο, δημιούργησε ελπίδες ότι οι υπαίτιοι θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Τον Οκτώβριο, η κυβέρνηση της Βολιβίας υπέβαλε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ αίτημα έκδοσης του πρώην Προέδρου Γκονσάλο Σάντσες ντε Λοσάδα και δύο πρώην υπουργών, που κατηγορούνταν για ανάμιξη σε γενοκτονία για τον ρόλο τους στους φόνους 67 ανθρώπων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο Ελ Άλτο το 2003.

Στις ΗΠΑ, μια επιτροπή της Γερουσίας κατέληξε, μετά από 18 μήνες συστηματικής έρευνας για τη μεταχείριση των κρατουμένων των ΗΠΑ, στο συμπέρασμα ότι ανώτατοι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης είχαν «ζητήσει πληροφορίες για το πώς να χρησιμοποιήσουν επιθετικές τεχνικές, επαναπροσδιόρισαν τον νόμο για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι αυτές είναι νόμιμες και εξουσιοδότησαν τη χρήση τους εναντίον κρατούμενων». Μεταξύ άλλων, η επιτροπή διαπίστωσε ότι η εξουσιοδότηση από τον πρώην Υπουργό Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ για χρήση επιθετικών τεχνικών στο Γουαντάναμο «αποτέλεσε άμεσο αίτιο της κακοποίησης κρατούμενων εκεί» και συνέβαλε στην κακοποίηση κρατουμένων των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Σε όλη την ήπειρο, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίζουν να εργάζονται για ένα κόσμο, όπου κάθε άνθρωπος να μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια και όπου όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα να γίνονται σεβαστά. Στην προσπάθεια αυτή, οι υπερασπιστές είναι συχνά αναγκασμένοι να αμφισβητούν ισχυρές κοινωνικές και οικονομικές ελίτ, καθώς και την αδράνεια και τη συνενοχή των κυβερνήσεων που δεν τιμούν τις υποχρεώσεις τους να προωθούν και να προασπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

Στις 20 Μαΐου, στον Δήμο Καούχμου, κοντά στη Γιανγκόν, οι αρχές της Μιανμάρ εμπόδισαν απελπισμένους επιζήσαντες του Κυκλώνα Ναργκίς να βγουν στους δρόμους για να ζητιανέψουν και τιμώρησαν ανθρώπους που προσπάθησαν να τους βοηθήσουν – αποκόβοντάς τους ουσιαστικά από κάθε ανεπίσημη βοήθεια. Περίπου τρεις εβδομάδες νωρίτερα, ο κυκλώνας είχε ερημώσει μεγάλο τμήμα της νότιας Μιανμάρ, προκαλώντας τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων και εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες από τα σπίτια και τα μέσα διαβίωσής τους.

Ο κυκλώνας θα έπρεπε επίσης να έχει σβήσει όποια αμφιβολία είχε τυχόν απομείνει για το αν οι καταπιεστικές κυβερνητικές πολιτικές μπορούν να οδηγήσουν έναν πληθυσμό στη φτώχεια. Ο κόσμος παρακολούθησε με φρίκη την κυβέρνηση της Μιανμάρ, το Κρατικό Συμβούλιο Ειρήνης και Ανάπτυξης (SPDC) να αρνείται να αναγνωρίσει την έκταση της καταστροφής και να παρέχει ελάχιστη μόνο βοήθεια στους επιζήσαντες από τον κυκλώνα, που υπολογίζονται σε 2,4 εκατομμύρια. Επί τρεις εβδομάδες, το SPDC απέρριπτε επίσης τη διεθνή βοήθεια και απέκλεισε την πρόσβαση στο δέλτα του ποταμού Αγιεγιαρουάντι την ώρα που οι επιζήσαντες είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη για τροφή, κατάλυμα και φάρμακα. Αντ’ αυτού, μία εβδομάδα μετά τον κυκλώνα, καθώς τα θύματα αγωνίζονταν ακόμη να επιζήσουν, το SPDC διοχέτευσε κρίσιμης σημασίας πόρους στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος-σφραγίδας για την έγκριση ενός νέου και βαθιά προβληματικού συντάγματος. Παρεμποδίζοντας εσκεμμένα ζωτικής σημασίας βοήθεια ενώ παρέλειπε να παράσχει το ίδιο επαρκή υποστήριξη, το SPDC παραβίασε το δικαίωμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στη ζωή, την τροφή και την υγεία.

Σε χώρες σε όλη την Ασία και τον Ειρηνικό, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από κυβερνητικές πολιτικές, τις οποίες είτε δεν μπορούσαν, είτε φοβούνταν να αμφισβητήσουν. Εκατομμύρια άλλοι κατρακύλησαν στη φτώχεια καθώς το κόστος των τροφίμων, των καυσίμων και άλλων αγαθών αυξήθηκαν, εν μέρει εξαιτίας της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους στερήθηκαν από τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις το δικαίωμα να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας κατάλληλης αντιμετώπισης αυτών των κρίσεων.

Όμως τα γεγονότα γύρω από τον κυκλώνα Ναργκίς ήταν τόσο ακραία, ώστε προκάλεσαν ενέργειες από τους γείτονες της Μιανμάρ στον Σύνδεσμο Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) , καθώς και από την Κίνα, τον κυριότερο διεθνή υποστηρικτή της χώρας. Αν και οι χώρες αυτές στο παρελθόν έχουν υποστηρίξει ότι τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα έρχονται σε σύγκρουση με τις «ασιατικές αξίες», απειλούν την εθνική κυριαρχία και αρνούνται την πρωτοκαθεδρία της οικονομικής ανάπτυξης, μπροστά σε μια καταστροφή τόσο μεγάλης έκτασης ο Σύνδεσμος κάλεσε δημόσια τις αρχές της Μιανμάρ να παράσχουν πρόσβαση σε βοήθεια και διαμεσολάβησε μεταξύ του SPDC και της διεθνούς κοινότητας.

Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στην έκταση της καταστροφής (και στην επιθυμία της να προστατεύσει την εικόνα της την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου) ακοπλίνοντας από την πάγια θέση της να μην επεμβαίνει στις υποθέσεις άλλων κυρίαρχων κρατών και φαίνεται ότι χρησιμοποίησε τη σημαντική επιρροή της για να πείσει το SPDC να συνεργαστεί με τις διεθνείς προσφορές για παροχή βοήθειας.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου, και η συνακόλουθα οξυμένη ευαισθησία της Κίνας για την εικόνα της, δημιούργησαν ελπίδες για πραγματικές και μόνιμες βελτιώσεις στη συνολική κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Μάλιστα, αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επικαλέστηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή για να επιλέξει το Πεκίνο για τους Αγώνες. Αντ’ αυτού, η περίοδος πριν τους Αγώνες κηλιδώθηκε από αυξημένη καταπίεση σε όλη τη χώρα, καθώς οι αρχές ενέτειναν τον έλεγχο πάνω στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τους πιστούς θρησκειών, τις εθνοτικές μειονότητες, τους δικηγόρους και τους δημοσιογράφους. Οι κινεζικές αρχές εκδίωξαν διά της βίας από τα σπίτια τους χιλιάδες κατοίκους του Πεκίνου και τιμώρησαν όσους τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις πράξεις της κυβέρνησης.

Ως αθλητικό γεγονός, οι Αγώνες επαινέθηκαν ευρύτατα για τη λαμπρότητά τους. Έδειξαν την ικανότητα της κυβέρνησης να συντονίσει τεράστιους πόρους και απέδειξαν, όπως ήταν και ο στόχος, ότι η Κίνα έχει καταλάβει τη θέση της ως μία από τις ηγετικές δυνάμεις της υφηλίου. Όμως οι Αγώνες επισήμαναν επίσης ότι μια χώρα ικανή να διοργανώσει τέτοιο θέαμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αποτυχία της να ανταποκριθεί σε πολλές από τις προσδοκίες του λαού της για ανθρώπινα δικαιώματα, και ιδίως τα δικαιώματα δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών, στους οποίους δεν έχει επιτραπεί να μετάσχουν στην εκπληκτική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

ΣΤΕΡΗΣΗ

Επί χρόνια, η κινεζική κυβέρνηση προώθησε τις οικονομικές της πολιτικές στηριζόμενη στις πλάτες περίπου 150 εκατομμυρίων μεταναστών εργαζομένων, οι περισσότεροι από τους οποίους συνέρρευσαν από την ύπαιθρο σε εξαθλιωμένες συνοικίες στις ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις της Κίνας. Όμως με τη λήξη τις κατασκευαστικής έκρηξης που συνδέθηκε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και με τον αυξανόμενο αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι εκατομμύρια μετανάστες εργαζόμενοι της Κίνας είχαν να αντιμετωπίσουν αβέβαιο μέλλον καθώς τελείωνε το 2008 και επέστρεφαν στα χωριά τους, χωρίς την υπόσχεση μιας διαρκώς αναπτυσσόμενης οικονομίας, και έχοντας επίγνωση πόσο διαφορετική ήταν η ζωή τους από εκείνη των ολοένα ευπορότερων αστικών μεσαίων τάξεων της Κίνας. Οι κοινωνικές εντάσεις που προκλήθηκαν από αυτό το αυξανόμενο χάσμα και την επίγνωση των ανισοτήτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών, πόλης και υπαίθρου, οδήγησαν σε χιλιάδες διαδηλώσεις σε όλη την Κίνα.

Στο σύνολό της, η περιφέρεια της Ασίας και Ειρηνικού Ωκεανού φιλοξενεί μερικές από τις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου (στην Αυστραλία, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Νότια Κορέα) δίπλα σε μερικούς από τους πιο εξαθλιωμένους πληθυσμούς (στο Αφγανιστάν, τη Βόρεια Κορέα, το Λάος, τη Μιανμάρ, το Μπαγκλαντές, την Παπούα Νέα Γουινέα). Καθ’ όλο το 2008, οι διαφορές στην ποιότητα ζωής αυτών των ανθρώπων έμοιαζε να έχουν μεγαλύτερη σχέση με τις κυβερνητικές πολιτικές, παρά με την κατανομή των φυσικών πόρων.

Ο άλλος γίγαντας της Ασίας, η Ινδία, προσπάθησε να επιτύχει οικονομική πρόοδο διατηρώντας τη στέρεη δέσμευσή της στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα στο εσωτερικό της. Όμως οι ινδικές αρχές δεν έχουν καταφέρει να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των φτωχών των πόλεων και των ήδη περιθωριοποιημένων κοινοτήτων στην ύπαιθρο, συμπεριλαμβανομένων των ακτημόνων αγροτών και των κοινοτήτων αντιβάσι που αντιτάσσονται στην εκμετάλλευση της γης τους και άλλων πόρων τους για βιομηχανικά έργα. Σε διάφορες πολιτείες, οι αρχές αγνόησαν τις υπάρχουσες συνταγματικές διατάξεις που οριοθετούσαν περιοχές ως αποκλειστικά εδάφη των αντιβάσι, και τις διέθεσαν σε μεταλλευτικές και άλλες βιομηχανίες. Στην Ορίσα, μια από τις φτωχότερες πολιτείες της Ινδίας, ο ανταγωνισμός για τους περιορισμένους πόρους ήταν αλληλένδετος με πολιτικές διαμάχες γύρω από τα δικαιώματα των αντιβάσι, τη θρησκευτική ελευθερία και τις αναπτυξιακές πολιτικές της κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα ήταν η συνεχιζόμενη βία μεταξύ κοινοτήτων που οδήγησε σε τουλάχιστον 25 θανάτους και εκτόπισε τουλάχιστον 15.000 ανθρώπους, κυρίως Χριστιανούς που αντιμετώπιζαν διώξεις – και εμπόδισε χιλιάδες ανθρώπους να λάβουν επαρκή υγειονομική περίθαλψη, παιδεία και στέγαση.

Οι αυτόχθονες κοινότητες στο Μπαγκλαντές επίσης υπέφεραν από τις κυβερνητικές πολιτικές. Την ίδια ώρα που στα πρωτοσέλιδα κυριαρχούσε η πολιτική διαμάχη μεταξύ της υπηρεσιακής κυβέρνησης, που στηρίζεται από τους στρατιωτικούς, και παλαίμαχων πολιτικών ηγετών, στο παρασκήνιο η κυβέρνηση συνέχισε τη σταθερή της υποστήριξη προς τους εποίκους Μπενγκάλι που αρπάζουν εκτάσεις γης από τους Τζούμα, τους Αυτόχθονες κατοίκους των Λόφων Τσίταγκονγκ.

Τον Οκτώβριο, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης προειδοποίησε ότι 2 εκατομμύρια Καμποτζιανοί ενδέχεται να εξωθήθηκαν στη φτώχεια, καθώς το κόστος των τροφίμων, των καυσίμων και άλλων αγαθών αυξήθηκε μέσα στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Αυτός ο αριθμός έρχεται να προστεθεί στα 4,5 εκατομμύρια, περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού, που ήδη ζουν στη φτώχεια. Περισσότερες από 4.000 οικογένειες στην Πνομ Πενχ που ζουν γύρω από τη Λίμνη Μπόεουνγκ Κακ, πολλές σε στοιχειώδεις συνθήκες στέγασης, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο εκτοπισμού καθώς η λίμνη μετατράπηκε σε χωματερή. Οι κάτοικοι δεν έλαβαν ειδοποιήσεις πριν ξεκινήσει η επιχωμάτωση στις 26 Αυγούστου 2008, ενώ όσοι διαμαρτυρήθηκαν αντιμετώπισαν εκτεταμένες απειλές από τις τοπικές αρχές και εργαζομένους της εταιρίας. Στο μεταξύ, η αστυνομία της Πνομ Πενχ αύξησε τις νυχτερινές επιδρομές μεταξύ όσων ζουν στη φτώχεια και στο περιθώριο της κοινωνίας, συλλαμβάνοντας αυθαίρετα εργαζόμενους του σεξ, άστεγους και ζητιάνους.

Στη Βόρεια Κορέα, εκατομμύρια άνθρωποι βίωναν την πείνα σε έκταση πρωτοφανή για την τελευταία δεκαετία. Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι ήταν οι πιο ευπαθείς. Χιλιάδες συνέχισαν να διασχίζουν τα σύνορα προς την Κίνα κυρίως για τροφή και οικονομικούς λόγους. Όσοι συλλαμβάνονταν και επαναπατρίζονταν διά της βίας, υποβάλλονταν σε καταναγκαστική εργασία, βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης σε στρατόπεδα-φυλακές. Η κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας δεν έλαβε κανένα μέτρο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, ούτε καν ζήτησε βοήθεια από τη Νότια Κορέα, το μεγαλύτερο δωρητή ρυζιού και λιπασμάτων τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Επισήμως καμία χώρα της περιοχής δεν βρισκόταν σε πόλεμο με κάποια άλλη κατά τη διάρκεια του 2008, αλλά οι συγκρούσεις μεταξύ κυβερνήσεων και ένοπλων αντικυβερνητικών ομάδων απειλούσαν τις ζωές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην Ασία και εμπόδισαν την πρόσβαση εκατομμυρίων άλλων σε υγειονομική περίθαλψη, παιδεία, στέγη και τροφή. Αυτές οι συγκρούσεις βασίζονταν τουλάχιστον κατά ένα μέρος στην εθνότητα, με τη μία ομάδα συχνά να παίρνει τα όπλα κατά μιας άλλης για να αξιώσει ίση, ή μεγαλύτερη, πρόσβαση σε πόρους.

Ανεξάρτητα από τα αίτια της σύγκρουσης, εκείνοι που ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι ήταν οι άμαχοι, ιδίως οι ήδη περιθωριοποιημένοι λόγω φύλου, εθνότητας, θρησκείας, κάστας ή κοινωνικής τάξης.
Κάτοικοι του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, της Σρι Λάνκα, της Μιανμάρ, της νότιας Ταϊλάνδης και των νότιων Φιλιππίνων αντιμετώπισαν σημαντικές απειλές από ένοπλες δυνάμεις –κυβερνητικές και αντικυβερνητικές– που συχνά ποδοπάτησαν ακόμη και τους στοιχειώδεις νόμους της ένοπλης σύγκρουσης.

Εκατομμύρια Αφγανοί που ζουν στο νότιο και το ανατολικό Αφγανιστάν, τρομοκρατούμενοι από τους Ταλιμπάν και άλλες εξεγερμένες ομάδες, καθώς και από τοπικές πολιτοφυλακές που φαινομενικά είναι σύμμαχοι της κυβέρνησης, αντιμετώπιζαν διαρκή έλλειψη ασφάλειας, που περιόρισε ακόμη περισσότερο την ήδη περιορισμένη πρόσβασή τους σε τροφή, υγειονομική περίθαλψη, και σχολική εκπαίδευση, ιδίως για τα κορίτσια και τις γυναίκες. Η χρονιά έσπασε ένα ακόμη αιματηρό ρεκόρ βίας στο Αφγανιστάν, με τον θάνατο περίπου 1.400 αμάχων ως άμεσο αποτέλεσμα των συγκρούσεων, ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να τις αποφύγουν, καταλήγοντας πολλοί από αυτούς στη σχετική ασφάλεια και ευημερία των μεγάλων πόλεων όπως η Καμπούλ και η Χεράτ, όπου στριμώχτηκαν νέες φτωχογειτονιές. Οι Ταλιμπάν και άλλες αντικυβερνητικές δυνάμεις ευθύνονταν για το μεγαλύτερο μέρος της βλάβης στους αμάχους, όμως οι σχεδόν 60.000 στρατιώτες της διεθνούς δύναμης στο Αφγανιστάν συνέχισαν να πραγματοποιούν αεροπορικές επιθέσεις και νυχτερινές επιδρομές που έβλαψαν αμάχους και τις περιουσίες τους, καλλιεργώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, τρομακτική λαϊκή οργή.

Η αφγανική κυβέρνηση απέτυχε να διατηρήσει το κράτος δικαίου ή να παράσχει στοιχειώδεις υπηρεσίες σε εκατομμύρια Αφγανούς, ακόμη και σε περιοχές υπό τον έλεγχό της. Οι Ταλιμπάν και άλλες αντικυβερνητικές ομάδες επέκτειναν την επιρροή τους σε περισσότερο από το ένα τρίτο της χώρας, αποκλείοντας ξανά τα κορίτσια από την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, και επιβάλλοντας τη δική τους βάναυση δικαιοσύνη, η οποία συχνά στηριζόταν σε δημόσιες εκτελέσεις και μαστίγωμα. Ως αποτέλεσμα, παρά τις όποιες βελτιώσεις όσον αφορά την εγγραφή παιδιών στα σχολεία και τη στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη, οι περισσότεροι Αφγανοί ζουν σύντομες ζωές με τεράστιες κακουχίες. Το προσδόκιμο ζωής είναι μόλις 42,9 χρόνια, η χώρα βίωσε ξανά ένα από τα υψηλότερα καταγεγραμμένα επίπεδα μητρικής θνησιμότητας στον πλανήτη και το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν μόλις 350 δολάρια τον χρόνο, από τα χαμηλότερα στον κόσμο.

Η ανασφάλεια στο Αφγανιστάν ξεχείλισε πέρα από τα σύνορα και κατέκλυσε μεγάλα τμήματα του Πακιστάν. Όχι μόνο στις περιοχές που κατοικούνται από φυλές και συνορεύουν με το Αφγανιστάν, αλλά ολοένα περισσότερο και σε άλλες περιοχές του Πακιστάν, καθώς Πακιστανοί Ταλιμπάν συνέλαβαν ομήρους, έβαλαν στο στόχαστρο και σκότωσαν αμάχους και διέπραξαν πράξεις βίας εναντίον γυναικών και κοριτσιών. Μέχρι το τέλος του χρόνου, ομάδες Πακιστανών Ταλιμπάν είχαν εδραιώσει τον έλεγχό τους σε μεγάλα τμήματα μεθοριακών περιοχών που κατοικούνται από, καθώς και στην Κοιλάδα Σουάτ, μια κατοικημένη περιοχή έξω από τις περιοχές των φυλών και σε μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ. Οι Ταλιμπάν έκλεισαν δεκάδες σχολεία θηλέων, κλινικές υγείας και οποιαδήποτε επιχείρηση έκριναν ανεπαρκώς ευσεβή, όπως καταστήματα μουσικής. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι άνθρωποι –ιδίως οι γυναίκες και τα κορίτσια– στις περιοχές των φυλών του Πακιστάν ζούσαν συντομότερες ζωές απ’ ότι σε άλλα μέρη της χώρας, υπέφεραν από υψηλότερα ποσοστά βρεφικής και μητρικής θνησιμότητας και είχαν σημαντικά μικρότερα ποσοστά εκπαίδευσης.

Μια νεοεκλεγμένη πολιτική κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία στο Πακιστάν τον Φεβρουάριο και έδωσε πολλές υποσχέσεις ότι θα βελτιώσει την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Η κυβέρνηση του Προέδρου Ζαρντάρι τήρησε κάποιες από αυτές τις υποσχέσεις, αλλά αποδείχθηκε εξίσου ανεπιτυχής στην αντιμετώπιση της εντεινόμενης κρίσης ανασφάλειας στη χώρα όσο στάθηκε και η στρατιωτική κυβέρνηση του Στρατηγού Περβέζ Μουσάραφ. Μέχρι το τέλος του χρόνου, απλώς επαναλάμβανε την καταστροφική αμφιταλάντευση της προηγούμενης, μεταξύ του να εγκαταλείψει σημαντικά τμήματα των πολιτών του Πακιστάν στη διακυβέρνηση των βάναυσων εξεγερμένων ομάδων και να ακολουθήσει τακτική καμένης γης – τιμωρώντας τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να μειώσει σημαντικά τη μαχητική ικανότητα των αντικυβερνητικών ομάδων.

Το μοτίβο να παγιδεύονται άμαχοι μεταξύ φιλοκυβερνητικών και αντικυβερνητικών δυνάμεων, που περιφρονούν την ευημερία τους, σημειώθηκε σε όλη την Ασία. Στη νότια Ταϊλάνδη, η βία υπέφωσκε κατά διαστήματα επί έναν αιώνα, αντικατοπτρίζοντας τη μακρόχρονη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων του πληθυσμού στην περιοχή, που είναι κυρίως Μαλαίοι στην εθνότητα και τη γλώσσα και Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Η περιοχή αυτή είναι από τις φτωχότερες και λιγότερο αναπτυγμένες στην Ταϊλάνδη και ο πληθυσμός της δυσανασχετεί ανέκαθεν για τις προσπάθειες αφομοίωσής του από την κεντρική κυβέρνηση και την πλειονότητα της χώρας, που αποτελούνται από Βουδιστές Τάι. Δυνάμεις εξεγερμένων έχουν καταφύγει σε βάναυσες τακτικές όπως αποκεφαλισμούς και άλλου είδους επιθέσεις εναντίον Βουδιστών αμάχων και επιθέσεις σε σχολεία. Όμως η καταπιεστική αντίδραση της κυβέρνησης για να αποκαταστήσει την ασφάλεια, που περιλάμβανε βασανιστήρια και κακομεταχείριση Μουσουλμάνων υπόπτων, οδήγησε σε εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποξένωσε τον τοπικό πληθυσμό.

Μια κάπως παρόμοια δυναμική τροφοδότησε τη σύγκρουση στο νησί Μιντανάο στις νότιες Φιλιππίνες, όπου ο Μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού, που αισθάνεται ότι στερείται τα πολιτικά του δικαιώματα από την, κυρίως Χριστιανική, ηγεσία και πλειονότητα της χώρας, υπέφερε από σημαντικά μικρότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Η αποτυχία των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ της κυβέρνησης των Φιλιππίνων και του Ισλαμικού Απελευθερωτικού Μετώπου Μόρο (MILF) οδήγησε τον Αύγουστο στην επανάληψη της βίας, που εξακολουθεί να συνοδεύεται από καταπατήσεις και από τις δύο πλευρές. Ο αριθμός των αμάχων που πλήττονται άμεσα από αυτήν την πιο πρόσφατη κλιμάκωση της βίας αυξήθηκε δραματικά, χωρίς να διαφαίνεται σαφές τέλος. Μετά τις επιθέσεις του MILF εναντίον αμάχων σε κυρίως Χριστιανικές και μερικές φορές μικτές Χριστιανικές και Μουσουλμανικές γειτονιές τον Αύγουστο του 2008, περισσότεροι από 610.000 άνθρωποι τράπηκαν σε φυγή από τα χωριά τους για να γλιτώσουν – τόσο από τις ευθείες επιθέσεις του MILF, όσο και από τις μάχες μεταξύ του MILF και των δυνάμεων ασφαλείας.

Περίπου 240.000 από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στα σπίτια τους αφού ο στρατός των Φιλιππίνων κήρυξε τα χωριά τους ασφαλή. Πολλοί επιστρέφοντας βρήκαν τα σπίτια τους καμένα και τα ζώα τους κλεμμένα και συνεχίζουν να ζουν μέσα στον φόβο. Οι 370.000 που εξακολουθούν να είναι εκτοπισμένοι, παραμένουν σε καταυλισμούς ή σε συγγενείς τους.

Στο Μυανμάρ, ενώ οι πολιτικές της κυβέρνησης οδήγησαν ολόκληρο τον πληθυσμό στην εξαθλίωση και την εξάρτηση, το SPDC μεταχειρίστηκε με ιδιαίτερο μένος τις 135 εθνοτικές και θρησκευτικές μειονοτικές ομάδες – σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού. Ο στρατός της Μιανμάρ συνέχισε την επίθεσή του εναντίον των αμάχων Καρέν της Επαρχίας Καγίν (Καρέν) και του Διαμερίσματος Μπαγκό (Πεγκού). Από τον Νοεμβριο του 2005, όταν άρχισε η τρέχουσα επίθεση της κυβέρνησης, περισσότεροι από 140.000 άμαχοι Καρέν έχουν σκοτωθεί, βασανιστεί, εκτοπιστεί διά της βίας, κακοποιηθεί σεξουαλικά, υποχρεωθεί σε καταναγκαστική εργασία –συμπεριλαμβανομένων επικίνδυνων εργασιών που σχετίζονται με στρατιωτικές ασκήσεις, όπως η άρση ναρκοπέδιων– και υποβλήθηκαν με διάφορους τρόπους σε εκτεταμένες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Οι παραβιάσεις αυτές συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Μια ακόμη «ξεχασμένη σύγκρουση» μαινόταν το 2008 μεταξύ της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα και των Τίγρεων για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ηλάμ (LTTE). Ο μεγάλος πληθυσμός Ταμίλ του νησιού διαμαρτυρόταν εδώ και χρόνια για τις πολιτικές και οικονομικές διακρίσεις σε βάρος του από την Σιγγαλέζικη πλειονότητα. Οι LTTE είχαν χρησιμοποιήσει μια σειρά βάναυσες τακτικές, όπως βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αμάχων και καταναγκαστική στρατολόγηση παιδιών ως στρατιωτών, για να δημιουργήσει ένα ντε φάκτο ανεξάρτητο κράτος στις βόρειες και ανατολικές περιοχές του νησιού επί σχεδόν μια δεκαετία.

Όμως αυτό δεν αποτελούσε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό των Ταμίλ, καθώς οι LTTE δεν ανέχονταν καμία εναντίωση. Στη δύση του 2008, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα βρισκόταν στη διαδικαςία κατάκτησης αυτού του θύλακα με μια αλυσίδα από στρατιωτικές νίκες. Σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των Ταμίλ στη βόρεια περιοχή γνωστή ως Γουάνι, περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι, εγκατέλειψαν τις κατοικίες τους αναζητώντας ασφάλεια. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, είχαν ήδη εκτοπιστεί αρκετές φορές από τις μάχες, μεταξύ άλλων τα προηγούμενα χρόνια, ενώ μερικοί είναι επιζήσαντες της καταστροφής από το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού το 2004.

Η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα εμπόδισε το προσωπικό των διεθνών οργανισμών βοήθειας και τους δημοσιογράφους να φτάσουν στη ζώνη των συγκρούσεων για να βοηθήσουν ή να γίνουν μάρτυρες των δεινών όσων παγιδεύτηκαν ανάμεσα στις δύο πλευρές. Από τη δική τους πλευρά, οι πολιορκούμενοι LTTE εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον πληθυσμό ως πρόσφορη πηγή καταναγκαστικής εργασίας, ως στρατιωτικό προσωπικό, και ως ασπίδα κατά των στρατευμάτων της Σρι Λάνκα που πλησίαζαν.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

Ακόμη και εκεί όπου οι διακρίσεις λόγω εθνότητας δεν πυροδότησαν ένοπλες συγκρούσεις, εξακολούθησαν να αποτελούν κοινό γνώρισμα του κοινωνικού τοπίου στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, από τις πιο εύπορες κοινωνίες μέχρι τις πιο εξαθλιωμένες. Τον Φεβρουάριο, η αυστραλιανή κυβέρνηση, σε μια ιστορικής σημασίας πράξη, ζήτησε συγνώμη από τις «Κλεμμένες Γενιές»: Αβοριγίνες και Αυτόχθονες των Νήσων του Διαύλου Τόρες που, όταν ήταν παιδιά, αποσπάστηκαν με τη βία από τις οικογένειές τους με βάση κυβερνητικούς νόμους και πολιτικές. Όμως η αυστραλιανή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα δημιουργήσει ταμείο αποζημιώσεων για τους ανθρώπους αυτούς, ούτε κάποιον άλλο τρόπο αποκατάστασης.

Η κυβέρνηση της νεότερης Δημοκρατίας της υφηλίου, του Νεπάλ, αγωνίστηκε να εκπληώσει την υπόσχεσή της να βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων του Νεπάλ, που επί γενιές είχαν υποστεί στερήσεις με τη σφραγίδα του κράτους. Οι Μαοϊστές που ελέγχουν την κυβέρνηση του Νεπάλ έχτισαν σε μεγάλο βαθμό την απήχησή τους πάνω στην προάσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, των κατώτερων καστών και των φτωχών. Όμως η κυβέρνησή τους συνάντησε τη σημαντικότερη πρόκληση από τον μεγάλο πληθυσμό των Μαδέσι, κατοίκων του πεδινού νότιου τρίτου της χώρας, οι οποίοι αισθάνονταν ότι η νέα κυβέρνηση δεν λάμβανε επαρκώς υπ’ όψη τα μακροχρόνια προβλήματά τους.

Οι μεγάλες εθνοτικές μειονότητες της Κίνας στα δυτικά της χώρας, σε περιοχές που κατοικούνται από Θιβετανούς και στην κυρίως Μουσουλμανική επαρχία της Αυτόνομης Περιφέρειας Ξιντζιάνγκ Ουιγούρ, εξακολούθησαν να υφίστανται συστηματικές διακρίσεις. Και οι δύο αυτές περιοχές έζησαν το 2008 μερικές από τις χειρότερες ταραχές των τελευταίων ετών. Οι διαμαρτυρίες Θιβετανών μοναχών στις 10 Μαρτίου και οι διαμαρτυρίες άλλων μοναχών που ακολούθησαν, ζητούσαν να σταματήσουν οι εκστρατείες πολιτικής εκπαίδευσης που επιβάλλει η κυβέρνηση και να χαλαρώσουν οι περιορισμοί στην άσκηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Βία ξέσπασε όταν στις διαμαρτυρίες προστέθηκαν Θιβετανοί λαϊκοί, εκφράζοντας μακροχρόνια παράπονα, μεταξύ άλλων για τον, όπως θεωρούν, αποκλεισμό τους από τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης και για την εξασθένηση της θιβετανικής κουλτούρας και εθνοτικής ταυτότητας μέσω κυβερνητικών πολιτικών. Μερικοί διαδηλωτές επιτέθηκαν εναντίον μεταναστών Χαν και των επιχειρήσεών τους στη Λάσα, όμως οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν εν πολλοίς ειρηνικά σε όλες τις περιοχές του Θιβέτ. Οι κινεζικές αρχές ανέφεραν τελικά ότι 21 άνθρωποι είχαν φονευθεί από βίαιους διαδηλωτές και ότι περισσότερα από 1.000 άτομα, που είχαν τεθεί υπό κράτηση κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, αφέθηκαν ελεύθερα. Θιβετανικές οργανώσεις στο εξωτερικό ανέφεραν ότι είχαν φονευθεί περισσότεροι από 100 Θιβετανοί και εκτιμούσαν ότι τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες παρέμεναν υπό κράτηση στο τέλος του έτους. Οι ακριβείς αριθμοί είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, διότι οι αρχές αρνήθηκαν την πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης και τους ανεξάρτητους παρατηρητές.

Στο Ξιντζιάνγκ, στις 14 Αυγούστου, ο Γουάνγκ Λετσουάν, Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ξιντζιάνγκ, κήρυξε μάχη «ζωής και θανάτου» εναντίον της «αποσχιστικής τάσης» των Μουσουλμάνων Ουιγούρων. Οι αρχές επικαλέστηκαν μια σειρά βίαιων περιστατικών από φερόμενους ως τρομοκράτες για να δικαιολογήσουν ένα κύμα σαρωτικής καταστολής συνέχισαν τον στενό τους έλεγχο στις θρησκευτικές πρακτικές, που περιλαμβάνει την απαγόρευση σε όλους τους κυβερνητικούς υπαλλήλους και τα παιδιά να τελούν λατρευτικές εκδηλώσεις στα Μουσουλμανικά τεμένη. Οι κινεζικές αρχές ανέφεραν ότι περισσότεροι από 1.300 άνθρωποι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια του έτους με κατηγορίες τρομοκρατίας, θρησκευτικού εξτρεμισμού ή άλλων παραβάσεων των νόμων περί κρατικής ασφάλειας, και σε 1.154 απαγγέλθηκαν επίσημα κατηγορίες ή αντιμετώπισαν δίκες ή διοικητικές κυρώσεις.

ΦΩΝΗ

Καθώς το τέλος του έτους πλησίαζε και οι επιπτώσεις της κρίσης στην παγκόσμια οικονομία εκδηλώνονταν με απώλεια θέσεων εργασίας, λιγότερη τροφή στο τραπέζι, και μικρότερο εισόδημα για ανάγκες όπως η στέγη, η παιδεία και η υγειονομική περίθαλψη, περισσότεροι άνθρωποι σε ολόκληρη την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού απαίτησαν λογοδοσία από τις κυβερνήσεις τους. Αντί να ανταποκριθούν στις ανάγκες των πολιτών, οι κυβερνήσεις τους προσπάθησαν να τους φιμώσουν. Αυτή η τακτική επιδείνωσε τη μακρόχρονη, επικρατούσα έλλειψη ανεκτικότητας για την ελεύθερη έκφραση από πολλές κυβερνήσεις στην περιοχή, που δεν είναι πουθενά σαφέστερη απ’ ότι στη Βόρεια Κορέα και τη Μιανμάρ, οι οποίες ουσιαστικά απαγορεύουν απολύτως επί χρόνια την ελευθερία του λόγου.

Οι κινεζικές αρχές προσωρινά χαλάρωσαν τους περιορισμούς στην ελευθερία του Τύπου κατά την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επέτρεψαν σε ξένους δημοσιογράφους μια άνευ προηγουμένου ελευθερία να κάνουν ρεπορτάζ και κατέστησαν προσωρινά δυνατή την πρόσβαση σε ιστοτόπους όπως της Διεθνούς Αμνηστίας και του BBC. Όμως μέχρι το τέλος του χρόνου, με τη λαϊκή δυσαρέσκεια να αυξάνεται, οι κινεζικές αρχές επέστρεψαν στη φίμωση και τον εκφοβισμό των επικριτών τους. Όσοι υπέγραψαν τη Χάρτα 08, που ζητούσε θεμελιώδεις νομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, υποβλήθηκαν σε έντονο εξονυχιστικό έλεγχο από την κυβέρνηση και αρκετά μέλη της ομάδας δέχθηκαν παρενοχλήσεις και υπέστησαν κακομεταχείριση. Τουλάχιστον ένας από αυτούς, ο Λιου Ξιαομπό, εξακολούθησε να βρίσκεται υπό αυθαίρετη κράτηση στο τέλος του χρόνου. Στις αρχές του 2009, ο ιστότοπος της Διεθνούς Αμνηστίας ήταν ένας από τους πολλούς που είχαν ξανά απαγορευτεί.

Παρόμοια, το Βιετνάμ συνέχισε την καταστολή των υποστηρικτών του Bloc 8406, ενός που στηριζόμενου στο Διαδίκτυο κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, όπως και άλλων ανεπίσημων ομάδων που ζητούν δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Σε πολλούς από αυτούς απαγγέλθηκαν κατηγορίες με βάση το Άρθρο 88 του Ποινικού Κώδικα για «διενέργεια προπαγάνδας κατά της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Βιετνάμ», ή νόμους που ποινικοποιούν την «κατάχρηση δημοκρατικών ελευθεριών για να θιγούν τα συμφέροντα του Κράτους».

Οι επιθέσεις κατά της ελευθερίας του λόγου δεν περιορίστηκαν σε σοσιαλιστικά κράτη. Η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης συνέχισε να εφαρμόζει καταχρηστικά νόμους περί δυσφήμησης για να φιμώσει την κριτική: Η FarEasternEconomicReview (Οικονομική Επιθεώρηση της Άπω Ανατολής) καταδικάστηκε για δυσφήμηση του Πρωθυπουργού Λι Χσιενγκ Λι, ενώ η WallStreetJournalAsia (Εφημερίδα της Γουόλ Στριτ Ασίας) αντιμετώπισε νομικές ενέργειες τον Σεπτέμβριο επειδή αμφισβήτησε την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος. Περίπου 19 αγωνιστές κατά της φτώχειας αντιμετώπισαν κατηγορίες για πραγματοποίηση μη εξουσιοδοτημένων δημόσιων συγκεντρώσεων στον δρόμο.

Στην Ταϊλάνδη υπήρξε έντονη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που αντιμετώπισαν κατηγορίες με βάση τον νόμο για προσβολή του προσώπου του Βασιλιά (lesemajestè), που απαγορεύει κάθε λέξη ή ενέργεια που δυσφημεί, προσβάλλει ή απειλεί τη βασιλική οικογένεια. Η προσωρινή κυβέρνηση των Νησιών Φίτζι ανακοίνωσε τον Αύγουστο ότι θα ιδρύσει ελεγκτική επιτροπή για «ισχυρότερο ρυθμιστικό έλεγχο» των μέσων ενημέρωσης.

Στη Σρι Λάνκα, το άλλοτε πολύ ζωντανό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης υπέστη τρομακτικά πλήγματα καθώς συνεχίστηκε το κύμα επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων και εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης. Τουλάχιστον 14 εργαζόμενοι στον Τύπο έχουν φονευθεί έκνομα στη Σρι Λάνκα από τις αρχές του 2006. Άλλοι τέθηκαν αυθαίρετα υπό κράτηση, βασανίστηκαν, ή αναφέρθηκε ότι έπεσαν θύματα εξαναγκασμένης εξαφάνισης, ενόσω βρίσκονταν στα χέρια των δυνάμεων ασφαλείας. Περισσότεροι από 20 δημοσιογράφοι έχουν εγκαταλείψει την χώρα μετά από απειλές κατά της ζωής τους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κάτω από αυξανόμενη πολιτική και οικονομική πίεση, πολλοί άνθρωποι στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού στράφηκαν στο διεθνές πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους να διασφαλίσουν μεγαλύτερη αξιοπρέπεια για τους εαυτούς τους και για τους συνανθρώπους τους.

Παραμερίζοντας την ιστορική του επιφυλακτικότητα να μιλήσει τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Σύνδεσμος Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) κατέβαλε πολύτιμες προσπάθειες μετά τον κυκλώνα Ναργκίς, οι οποίες συνέβαλαν ώστε οι άνθρωποι που επλήγησαν να λάβουν ζωτικής σημασίας βοήθεια. Με πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες, ο Καταστατικός Χάρτης του ASEAN τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο, όταν επικυρώθηκε και από τα 10 κράτη-μέλη του Συνδέσμου. Ο Καταστατικός Χάρτης βεβαιώνει τη δέσμευση των κρατών-μελών στα ανθρώπινα δικαιώματα και παρέχει στον ASEAN την πρωτοφανή ευκαιρία να δημιουργήσει ένα ισχυρό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι βουλευτές στη Διακοινοβουλευτική Διάσκεψη του Ειρηνικού τον Δεκέμβριο στήριξαν ομόφωνα ενέργειες για την εγκαθίδρυση ενός περιφερειακού μηχανισμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Ειρηνικό – ένα σοβαρό βήμα μπροστά για τα νησιά του Ειρηνικού και για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού συνολικά.
Και οι δύο αυτές πρωτοβουλίες οφείλονται στους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ασία και τον Ειρηνικό, οι οποίοι στάθηκαν στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων για αυτές τις αλλαγές. Και παρά τις αδιάλλακτες αντιδράσεις κυβερνήσεων, που έθεσαν τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, αυτοί οι άνθρωποι συνέχισαν να εργάζονται για να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα των ανθρώπων που υποφέρουν από στερήσεις και καταπατήσεις.

Σε πολλά μέρη, ολοένα περισσότεροι ακτιβιστές και επικριτές της κυβέρνησης άρχισαν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο ως εργαλείο για να εκφράσουν τη διαφωνία τους και να κινητοποιήσουν υποστηρικτές. Στην Κίνα, η χρήση του Διαδικτύου έχει αυξηθεί ραγδαία, δίνοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να μοιράζονται πληροφορίες για τις ενέργειες των κυβερνήσεών τους και, στην περίπτωση λίγων, θαρραλέων ανθρώπων, να ζητούν αλλαγές. Παρόμοια, στο Βιετνάμ γενναίοι ακτιβιστές στρέφονταν ολοένα περισσότερο στα ιστολόγια (blogs) για να ζητήσουν αλλαγές και να εκφράσουν τη διαφωνία τους. Στη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη, χώρες στις οποίες η καταπίεση της ελευθερίας του λόγου συνεχίζεται αμείωτη, οι μπλόγκερς είναι η κύρια πηγή ανεξάρτητης πληροφόρησης, ανάλυσης και άσκησης κριτικής – και πληρώνουν το τίμημα.

Στη ρίζα όλων αυτών των προσπαθειών βρίσκεται η πεποίθηση ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους. Αν και αυτή η πεποίθηση συνήθως τιμάται με την παραβίασή της, τα γεγονότα του 2008 κατέδειξαν έντονα ότι έχει πλέον ριζώσει για τα καλά σε πολλές κοινότητες στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Παγκόσμια Επισκόπηση: τα κυριότερα σημεία της Ετήσιας Έκθεσης 2009 της Διεθνούς Αμνηστίας

Στρατιώτες με κόκκινους μπερέδες ταξίδεψαν 300 χιλιόμετρα βόρεια από την πρωτεύουσα της Γουινέας, Κόνακρι, μέχρι την πόλη Κορέρα βορειότερα, κοντά στο Μποκέ. Οι στρατιώτες αναζητούσαν τον Καραμπά Ντραμέ, ηγέτη της νεολαίας στην πόλη. Όταν τον εντόπισαν, ένας από τους στρατιώτες τον πυροβόλησε. Ο Καραμπά Ντραμέ πέθανε πριν φτάσει στο νοσοκομείο στις 31 Οκτωβρίου 2008.

Όπως και σε πολλές άλλες χώρες της αφρικανικής ηπείρου, ο πληθυσμός της Γουινέας επλήγη σκληρά από τις αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και των αγαθών ευρείας χρήσης κατά τη διάρκεια του έτους. Ξέσπασαν διαδηλώσεις και οι αρχές πίστευαν ότι ο Καραμπά Ντραμέ ήταν ένας από τους διοργανωτές των διαμαρτυριών. Έτσι, τον σκότωσαν.

Η επισιτιστική κρίση, η οποία σημάδεψε το 2008 στην Αφρική, είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, ιδίως σε όσους ήδη ζούσαν στην φτώχεια. Σε όλη την ήπειρο, άνθρωποι διαδήλωσαν κατά της απελπιστικής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και της κατακόρυφης αύξησης του κόστους ζωής. Μολονότι ορισμένες διαδηλώσεις μετατράπηκαν σε βίαιες, οδηγώντας στην καταστροφή δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, οι αρχές συχνά κατέστειλαν τις διαμαρτυρίες χρησιμοποιώντας υπέρμετρη βία. Οι δυνάμεις ασφαλείας τραυμάτισαν και σκότωσαν πολυάριθμους ανθρώπους που διεκδικούσαν το δικαίωμα σε επαρκές βιοτικό επίπεδο, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην τροφή. Διαδηλωτές συνελήφθησαν αυθαίρετα και τέθηκαν υπό κράτηση. Κάποιοι υποβλήθηκαν σε κακομεταχείριση ή καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης μετά από άδικες δίκες. Τις περισσότερες φορές, δεν διεξήχθησαν έρευνες για να εντοπιστούν εκείνοι, ανάμεσα στα σώματα ασφαλείας, που ευθύνονταν για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν κατά την απόκριση στις διαμαρτυρίες.

ΣΤΕΡΗΣΗ

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την αφρικανική ήπειρο εξακολούθησαν να στερούνται τα στοιχειώδη παρά τη συνεχή οικονομική ανάπτυξη σε πολλές χώρες της Αφρικής τα προηγούμενα χρόνια. Άνθρωποι αντιμετώπιζαν τεράστιες προκλήσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν τον επιούσιο, οι οποίες συχνά επιδεινώνονταν από την περιθωριοποίηση ή την πολιτική καταπίεση, απόπειρες να φιμωθούν οι φωνές τους και να στερηθούν κάθε δύναμη.

Παρά την καταπίεση αυτή, διαδηλωτές κατά της δεινής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και της κατακόρυφης αύξησης του κόστους ζωής βγήκαν στους δρόμους σε πολυάριθμες χώρες, μεταξύ αυτών στην Ακτή Ελεφαντοστού, τη Δημοκρατία της Γουινέας, τη Ζιμπάμπουε, το Καμερούν, το Μάλι, τη Μοζαμβίκη, το Μπενίν, τη Μπουρκίνα Φάσο, τη Σενεγάλη και τη Σομαλία. Οι διαδηλώσεις, ορισμένες φορές βίαιες και οι ίδιες, συνήθως συνάντησαν ακόμη μεγαλύτερη βία από το κράτος. Στα τέλη Φεβρουαρίου, τα σώματα ασφαλείας στο Καμερούν σκότωσαν μέχρι και 100 ανθρώπους σε απόκριση στις βίαιες διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις κατά του κλιμακούμενου κόστους διαβίωσης και των χαμηλών αμοιβών. Ορισμένοι από τους νεκρούς φαίνεται ότι πυροβολήθηκαν στο κεφάλι εξ επαφής. Στη Μοζαμβίκη, η αστυνομία σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε 30 άλλους τον Φεβρουάριο όταν χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά πυρά εναντίον ανθρώπων που διαδήλωναν κατά της αύξησης των κομίστρων στα μέσα μεταφοράς.

Στο Μάλι οργανώθηκαν πορείες κατά της αύξησης της τιμής βασικών αγαθών και εναντίον των σχεδίων ιδιωτικοποίησης της υδροδότησης στην πόλη Λερέ, στα βορειοδυτικά της χώρας. Τον Νοέμβριο τραυματίστηκαν τουλάχιστον έξι άνθρωποι, ένας εκ των οποίων υπέκυψε στα τραύματά του αργότερα στο νοσοκομείο, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν εναντίον των διαδηλωτών. Στη Μπουρκίνα Φάσο οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν αρκετές εκατοντάδες ανθρώπους, όταν οι διαδηλώσεις κατά του αυξανόμενου κόστους διαβίωσης στις πόλεις Ουαγκαντούγκου και Μπόμπο-Ντιουλάσο ξέσπασαν σε βία. Τουλάχιστον 80 από τους συλληφθέντες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης χωρίς να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο.

Στη Ζιμπάμπουε, εκατοντάδες ακτιβιστές, που διαμαρτύρονταν κατά της δραματικής επιδείνωσης της οικονομίας και των κοινωνικών υποδομών, συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Πολλές διαμαρτυρίες διαλύθηκαν από την αστυνομία, πολλές φορές με τη χρήση υπερβολικής βίας. Η κυβέρνηση συνέχισε να χειραγωγεί την πρόσβαση στα τρόφιμα εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες, μολονότι μέχρι το τέλος του έτους ο ΟΗΕ υπολόγιζε ότι περίπου πέντε εκατομμύρια άνθρωποι είχαν ανάγκη επισιτιστικής βοήθειας. Χιλιάδες άνθρωποι, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, εκτοπίστηκαν εξαιτίας της υποκινούμενης από την κυβέρνηση πολιτικής βίας και δεν είχαν πλέον πρόσβαση στα αποθέματα τροφίμων που διατηρούσαν, στη γη τους ή σε άλλα μέσα διαβίωσης.

Χιλιάδες άνθρωποι εξακολούθησαν να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες ελπίζοντας να βελτιώσουν τη ζωή των οικογενειών τους. Πολλοί, σε απόγνωση, στράφηκαν στη θάλασσα θέτοντας τις ζωές τους στα χέρια αδίστακτων διακινητών. Εκατοντάδες άνθρωποι, που εγκατέλειψαν το Κέρας της Αφρικής για να διασχίσουν τον Κόλπο του Άντεν, σε μια απόπειρα να φτάσουν στην Υεμένη, πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Στη Μαυριτανία, εκατοντάδες μετανάστες, που πιστεύεται ότι κατευθύνονταν στην Ευρώπη, συνελήφθησαν αυθαίρετα και τέθηκαν υπό κράτηση στη χώρα. Πολλοί κρατήθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες και υποβλήθηκαν σε κακομεταχείριση πριν απελαθούν, συχνά όχι στις χώρες προέλευσής τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση απέλασης.

Η ραγδαία αστικοποίηση και η επικρατούσα φτώχεια σε πολλές Αφρικανικές χώρες σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι βρίσκονται να μην έχουν κατάλληλη στέγη και συχνά να διαμένουν σε παραγκουπόλεις. Διατρέχουν τον κίνδυνο να εκδιωχθούν με τη βία από τις αρχές και ενόσω ζουν στις παραγκουπόλεις συχνά δεν έχουν καμία πρόσβαση σε στοιχειώδεις ευκολίες, μεταξύ αυτών σε ύδρευση και αποχέτευση. Στο Λάγος της Νιγηρίας, πολυάριθμοι άνθρωποι εκδιώχθηκαν με τη βία χωρίς να τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία και συνακόλουθα δεν έλαβαν αποζημίωση ή εναλλακτική στέγη. Στο Τσαντ, ένα προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, στις αρχές του 2008, διέταξε την κατεδάφιση χιλιάδων κατοικιών στην πόλη Ν’Τζαμένα καθώς οι αρχές θεωρούσαν ότι είχαν αναγερθεί σε κυβερνητική γη χωρίς εξουσιοδότηση. Δεκάδες χιλιάδες έμειναν άστεγοι και αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εναλλακτικά καταλύματα. Στην Κένυα, εκατοντάδες οικογένειες που ζούσαν κοντά στον Ποταμό Ναϊρόμπι, αντιμετώπισαν την απειλή αναγκαστικών εξώσεων μετά από την ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι όσοι κατοικούν σε ανεπίσημους οικισμούς κοντά στο ποτάμι πρέπει να εγκαταλείψουν αυτές τις περιοχές.

Οι συνθήκες στις φυλακές σε πολλές χώρες εξακολουθούσαν να υπολείπονται κατά πολύ των διεθνών προτύπων, συνδεδεμένες συχνά με τον υπερβολικό συνωστισμό. Όπως πάντα, οι φυλακισμένοι από φτωχές οικογένειες πλήττονταν περισσότερο καθώς συχνά δεν είχαν τους πόρους να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες κατά τη διάρκεια της κράτησής τους.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Οι ένοπλες συγκρούσεις και η ανασφάλεια σε διάφορες αφρικανικές χώρες ανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, προσπαθώντας να βρουν διεθνή προστασία εκτός συνόρων ή κάποιας μορφής ασφάλεια μέσα στη χώρα τους. Σε ορισμένες από τις χειρότερες ένοπλες συγκρούσεις που ταλανίζουν ακόμη την ήπειρο, οι κυβερνητικές δυνάμεις και οι ένοπλες ομάδες περιφρόνησαν τελείως την αξιοπρέπεια και τη σωματική ακεραιότητα του πληθυσμού. Ο άμαχος πληθυσμός γινόταν συστηματικά  αντικείμενο επιθέσεων από τις αντιμαχόμενες πλευρές: ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται ευρέως· παιδιά συχνά στρατολογήθηκαν για να συμμετάσχουν στις εχθροπραξίες· και προσωπικό ανθρωπιστικών οργανισμών μπήκε στο στόχαστρο. Οι υπαίτιοι εγκλημάτων του διεθνούς δικαίου, που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο αυτών των ενόπλων συγκρούσεων, σχεδόν ποτέ δεν αναγκάστηκαν να λογοδοτήσουν.

Ο ρόλος των ειρηνευτικών αποστολών του ΟΗΕ και περιφερειακών οργάνων στην Αφρική αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του 2008, αλλά απέτυχε να σημειώσει αξιόλογα αποτελέσματα όσον αφορά στη διασφάλιση της προστασίας του άμαχου πληθυσμού. Αυτό οφείλεται εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, στους ανεπαρκείς πόρους. Ο ΟΗΕ και περιφερειακά όργανα, όπως η Αφρικανική Ένωση, σημείωσαν ελάχιστη πρόοδο στην επίλυση των ενόπλων συγκρούσεων στο Σουδάν (Νταρφούρ), το Τσαντ, τη Σομαλία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Βόρειο Κιβού).

Η διάδοση των όπλων μικρού διαμετρήματος εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στη συνέχιση των ένοπλων συγκρούσεων και σε εκτεταμένες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ δεν έχουν υπάρξει αποτελεσματικά. Η διεθνής κοινότητα κινητοποίησε πρωτοφανείς πόρους για να καταπολεμήσει την πειρατεία στα ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας και να προστατεύσει τα εμπορικά της συμφέροντα. Όμως δεν κατέβαλε καμία τέτοια προσπάθεια για να σταματήσει την εισροή όπλων στη Σομαλία – παρά το εμπάργκο του ΟΗΕ. Ούτε και έδρασε αποτελεσματικά για να σταματήσει τις εκτεταμένες παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου από όλα τα αντιμαχόμενα μέρη. Ούτε για να καταστήσει υπόλογους τους υπαιτίους εγκλημάτων του διεθνούς δικαίου.

Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίστηκαν επίσης μέσα στο έτος ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης στη Σομαλία. Μάχες στο εσωτερικό και τα περίχωρα της πρωτεύουσας Μογκαντίσου οδήγησαν σε 16.000 θανάτους και άγνωστο αριθμό τραυματιών μεταξύ των αμάχων από τον Ιανουάριο του 2007. Η Μεταβατική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να εδραιώσει την εξουσία της στην κεντρική και νότια Σομαλία και έχασε έδαφος απέναντι σε ένοπλες αντικυβερνητικές δυνάμεις. Οι ανθρωπιστικοί οργανισμοί είχαν μόνο περιορισμένη πρόσβαση για να παράσχουν επείγουσα βοήθεια σε 3,2 εκατομμύρια ανθρώπους, σύμφωνα με υπολογισμούς, που την έχουν ανάγκη. Το προσωπικό των οργανισμών βοήθειας, καθώς και δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτέλεσαν συχνά αποτελούν στόχους για πολιτικούς και εγκληματικούς λόγους.

Η ένοπλη σύρραξη στην ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κλιμακώθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2008. Πολυάριθμες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπράχθηκαν από όλα τα αντιμαχόμενα μέρη, μεταξύ αυτών φόνοι και απαγωγές αμάχων, βιασμοί και άλλης μορφής σεξουαλική βία, και στρατολόγηση και χρήση παιδιών ως ενόπλων μαχητών. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίστηκαν για να γλιτώσουν από τις μάχες.

Η ένοπλη σύγκρουση στο Νταρφούρ εντάθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους χωρίς να διαφαίνεται πολιτική λύση. Οι επιθέσεις εναντίον αμάχων συνεχίστηκαν, το ίδιο και οι βιασμοί, οι λεηλασίες και η καταστροφή χωριών. Εκατομμύρια άνθρωποι παρέμεναν εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας, ενώ οι ανθρωπιστικοί οργανισμοί δεν είχαν καμία πρόσβαση σε όσους είχαν ανάγκη, εξαιτίας της συνολικής έλλειψης ασφάλειας και των επιθέσεων εναντίον ανθρωπιστικών εφοδιοπομπών. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες άνθρωποι παρέμεναν απρόσιτοι για την ανθρωπιστική βοήθεια. Οι άνθρωποι στερούνταν προστασία από τη βία, ακόμη και σε καταυλισμούς εκτοπισμένων. Σε ένα μόνο παράδειγμα τον Αύγουστο, οι αρχές περικύκλωσαν τον καταυλισμό Κάλμα στο νότιο Νταρφούρ, άνοιξαν πυρ και αναφέρεται ότι τον κανονιοβόλησαν, σκοτώνοντας 47 ανθρώπους.

Η ένοπλη αντικυβερνητική ομάδα, το Κίνημα για Δικαιοσύνη και Ισότητα (JEM), εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του Ομντουρμάν στα περίχωρα της πρωτεύουσας Χαρτούμ τον Μάιο. Μετά την επίθεση, οι αρχές του Σουδάν επιδόθηκαν σε διωγμό ανθρώπων που πιστευόταν ότι κατάγονταν από το Νταρφούρ. Εκατοντάδες άνθρωποι συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση αυθαίρετα – πολλοί βασανίστηκαν ή υπέστησαν άλλης μορφής κακομεταχείριση. Υπήρξαν επίσης αναφορές για εξωδικαστικές εκτελέσεις.

Μάχες ξέσπασαν επίσης στην Αμπγέι, στο νότιο Σουδάν, μεταξύ των Σουδανικών Ενόπλων Δυνάμεων και δυνάμεων του Κινήματος Απελευθέρωσης του Σουδανικού Λαού (SPLM), με αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης, τον εκτοπισμό 50.000 ανθρώπων, και την πρόκληση πρόσθετων εντάσεων στη Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία μεταξύ Βόρειου και Νότιου Σουδάν.

Η ένταση μεταξύ Τσαντ και Σουδάν αναζωπυρώθηκε κατά τη διάρκεια του 2008, ιδίως μετά από μία επίθεση στις αρχές Φεβρουαρίου εναντίον της πρωτεύουσας Ν’Τζαμένα από ένοπλες αντικυβερνητικές ομάδες του Τσαντ. Μετά από δύο ημέρες σφοδρών μαχών, οι δυνάμεις της κυβέρνησης του Τσαντ απέκρουσαν την επίθεση. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση κήρυξε το κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και συνέλαβε διάφορα μέλη της αντιπολίτευσης, ένα από τα οποία έχει πέσει θύμα εξαναγκασμένης εξαφάνισης. Υπήρξαν επίσης αναφορές για εξωδικαστικές εκτελέσεις αμέσως μετά την επίθεση. Εκτιμάται ότι 50.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Ν’Τζαμένα λόγω της βίας και αναζήτησαν καταφύγιο στο γειτονικό Καμερούν.

Οι ένοπλες συγκρούσεις δεν ήταν ο μόνος λόγος της εκτεταμένης ανασφάλειας στην Αφρική κατά το 2008. Η πολιτική βία μετά τις εκλογές έπαιξε επίσης τον ρόλο της σε διάφορες χώρες. Στην Κένυα, περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα της εθνοτικής βίας με πολιτικά κίνητρα και των σχετικών φόνων από αστυνομικούς μετά τις εκλογές της 30ης Δεκεμβρίου 2007. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειψαν τον τόπο καταγωγής τους και ορισμένοι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες, όπως στην Ουγκάντα. Στη Ζιμπάμπουε, τουλάχιστον 180 άνθρωποι σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν ως αποτέλεσμα της κρατικά υποκινούμενης πολιτικής βίας πριν και μετά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Πολλοί εξακολούθησαν να καταφεύγουν σε γειτονικές χώρες, κυρίως τη Νότια Αφρική. Τόσο στην Κένυα, όσο και στη Ζιμπάμπουε, η βία και η ανασφάλεια έπληξαν όχι μόνο τη σωματική ασφάλεια των ανθρώπων, αλλά και την ικανότητά τους να βγάλουν τα προς το ζην καθώς χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, τα αποθέματά τροφίμων, την πρόσβαση στη γη τους και σε άλλες πηγές εισοδήματος. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέληξαν να εξαρτώνται από την ανθρωπιστική βοήθεια για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους ως αποτέλεσμα της πολιτικής βίας.

Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, που τράπηκαν σε φυγή από τις ξενοφοβικές επιθέσεις στη Νότιο Αφρική τον Μάιο κατέληξαν επίσης να εξαρτώνται από την ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και έχασαν όλα τα υπάρχοντά τους. Περισσότεροι από 60 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 600 τραυματίστηκαν από τους ξυλοδαρμούς, τις σεξουαλικές επιθέσεις και τους φόνους ανθρώπων σε διάφορες επαρχίες, συχνά από ανθρώπους που ζούσαν στην ίδια κοινότητα. Αυτές οι ξενοφοβικές επιθέσεις εναντίον ατόμων, που έγιναν στόχοι λόγω της υποτιθέμενης εθνικότητας, εθνότητας ή μεταναστευτικής κατάστασής τους, τροφοδοτήθηκαν εν μέρει από τις συνθήκες στέρησης στις οποίες εξακολουθούν να ζουν πολλοί Νοτιοαφρικανοί. Οι επίσημες έρευνες απέτυχαν να οδηγήσουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης ή να διαλευκάνουν τα αίτια των κρουσμάτων βίας.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

Πολλές ομάδες στις αφρικανικές κοινωνίες εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις και αποκλεισμό από τους μηχανισμούς προστασίας ή από τα μέσα για να επιτύχουν επανόρθωση για τις καταπατήσεις που υπέστησαν. Στην Ουγκάντα, για παράδειγμα, τα θύματα πολυάριθμων καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης στο βόρειο τμήμα της χώρας παρέμεναν άποροι, τραυματισμένοι, συχνά αποκλεισμένοι από οποιοδήποτε μέσο αποκατάστασης.

Σε όλη την Αφρική, άνθρωποι υπέφεραν από διακρίσεις μέσα στις οικογένειες και τις κοινότητές τους λόγω του φύλου της ή της οροθετικής τους κατάστασης, διακρίσεις τις οποίες επιδείνωνε η φτώχεια τους. Στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, όπου 5.700.000 άνθρωποι ζούσαν με τον ιό HIV, οι φτωχές γυναίκες της υπαίθρου εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας για τον ιό HIV και το AIDS λόγω των ανυπέρβλητων αποστάσεων από τις εγκαταστάσεις υγείας και του κόστους μετακίνησης. Ο στιγματισμός και οι διακρίσεις με βάση το φύλο, περιλαμβανομένης της βίας, έπλητταν επίσης την ικανότητα των γυναικών να προστατευτούν από τη μόλυνση από τον ιό HIV και να επιδιώξουν υγειονομική περίθαλψη και υποστήριξη.

Γυναίκες αντιμετώπιζαν επίσης διακρίσεις σε διάφορες κοινωνίες λόγω εθιμικών νόμων και παραδοσιακών πρακτικών. Οι εθιμικοί νόμοι σε ορισμένες εθνότητες στη Ναμίμπια, για παράδειγμα, κάνουν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και των κοριτσιών, ειδικά οι νόμοι περί γάμου και κληρονομιάς.

Σε διάφορες χώρες, με αξιοσημείωτο παράδειγμα την Τανζανία, άνθρωποι με αλμπινισμό δολοφονήθηκαν με τρόπο που πιστεύεται ότι ήταν τελετουργικός. Αν και η κυβέρνηση της Τανζανίας καταδίκασε τους φόνους, ουδείς διώχθηκε ποινικά για αυτούς κατά το 2008, παρ’ όλο που συνελήφθησαν αρκετοί άνθρωποι.

Άνθρωποι αντιμετώπισαν διωγμό για τον (υποτιθέμενο) σεξουαλικό τους προσανατολισμό σε χώρες όπως η Γκάμπια, το Καμερούν, η Νιγηρία, η Ουγκάντα, η Ρουάντα και η Σενεγάλη. Σε διάφορες χώρες οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου αποτελούσαν ποινικό αδίκημα.

Σε πολλές αφρικανικές χώρες το δικαστικό σύστημα στερείται ανεξαρτησίας. Επιπλέον, συχνά δεν διαθέτει επαρκείς πόρους, εξοπλισμό και προσωπικό, με αποτέλεσμα υπερβολικά μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων. Για όσους διαθέτουν ελάχιστη πρόσβαση σε χρηματικούς πόρους, η συναλλαγή με το δικαστικό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί εφιαλτική εμπειρία.

Στη Νιγηρία, για παράδειγμα, όσοι είναι φτωχοί αντιμετωπίζουν πολυάριθμα εμπόδια προκειμένου να επιτύχουν δίκαιη δίκη σε αποδεκτό χρονικό διάστημα. Αν και έχουν γίνει ορισμένες προσπάθειες για να παρέχεται νομική συνδρομή, αυτή καθόλου δεν επαρκεί ώστε να παρέχεται νομική εκπροσώπηση για όλους όσους τη χρειάζονται αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν δικηγόρο – ακόμη και σε υποθέσεις που επισύρουν τη θανατική ποινή. Οι περισσότεροι από 700 θανατοποινίτες στη Νιγηρία το 2008 είχαν ένα κοινό στοιχείο: ήταν όλοι φτωχοί.

Εντούτοις, σε μία απόφαση-ορόσημο, το Κοινοτικό Δικαστήριο της Οικονομικής Κοινότητας Δυτικοαφρικανικών Κρατών (ECOWAS) διέταξε την κυβέρνηση του Νίγηρα να καταβάλει αποζημίωση σε μία γυναίκα που είχε κρατηθεί σε οικιακή και σεξουαλική δουλεία επί μία δεκαετία, με το σκεπτικό ότι οι αρχές του είχαν παραλείψει να εφαρμόσουν την κείμενη νομοθεσία κατά της δουλείας.

ΣΤΕΡΗΣΗ ΦΩΝΗΣ

Κυβερνήσεις συνέχισαν να περιορίζουν, χωρίς να δικαιολογείται, τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, του συνεταιρισμού και της ειρηνικής συνάθροισης. Ωστόσο, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων να ελέγξουν την πληροφόρηση αντικρούστηκαν επίσης από όλο και πιο ζωντανές κοινωνίες των πολιτών, οι οποίες συχνά συνεργάστηκαν μεταξύ τους, και από ισχυρότερα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης.

Νόμοι ή άλλες μορφές κανονισμών χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να περιορίσουν το έργο της κοινωνίας των πολιτών και των μέσων ενημέρωσης. Στην Αιθιοπία οι αρχές ετοίμασαν σχέδιο νόμου που ποινικοποιεί τις δραστηριότητες για τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρέχει στις αρχές υπέρμετρο επίπεδο ελέγχου επί των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Στη Σουαζιλάνδη ο νέος Νόμος περί Καταστολής της Τρομοκρατίας, με τους ανεπίτρεπτα ευρείς ορισμούς της τρομοκρατίας, αποτέλεσε ψυχρολουσία για τις δραστηριότητες των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και παραβίασε τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρισμού. Στο Τσαντ ένα προεδρικό διάταγμα για τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου παρέμεινε σε ισχύ ακόμη και μετά την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στο Σουδάν ενισχύθηκε η λογοκρισία στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης. Στη Ρουάντα τα περιθώρια για τους εργαζομένους σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ αυτών και για τους ξένους δημοσιογράφους, παρέμειναν περιορισμένα. Στο Λεσότο οι περιοριστικοί κανονισμοί περί ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης, και η χρήση ποινικών κατηγοριών για δυσφήμηση, ανατρεπτικές ενέργειες και άλλων παρόμοιων, συνέχισαν να πλήττουν μεμονωμένους εργαζομένους του Τύπου και να παραβιάζουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Στη Κένυα η βουλή ενέκρινε νομοσχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης και στην Ουγκάντα οι αρχές ετοίμαζαν νομοσχέδιο: και στις δύο περιπτώσεις αυτοί οι νόμοι θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο την ελευθερία του Τύπου. Στον Νίγηρα η κυβέρνηση επέβαλε στα μέσα ενημέρωσης απαγόρευση μετάδοσης πληροφοριών για τη σύγκρουση στον βορρά της χώρας και απαγόρευσε στους δημοσιογράφους να μεταβαίνουν εκεί.

Σε πολυάριθμες χώρες, μεταξύ αυτών στην Αγκόλα, τη Γκάμπια, την Ισημερινή Γουινέα, το Καμερούν, τον Νίγηρα, τη Νιγηρία, τη Σενεγάλη, το Σουδάν, την Τανζανία, το Τόγκο και το Τσαντ, ανεστάλη η λειτουργία μέσων ενημέρωσης επειδή οι αρχές δεν ενέκριναν τα δημοσιεύματά τους. Δημοσιογράφοι συλλαμβάνονταν συνηθέστατα και μερικές φορές τους απαγγέλλονταν κατηγορίες για ποινικά αδικήματα, καθαρά και μόνο επειδή έκαναν τη δουλειά τους.

Πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση αυθαίρετα στην Αιθιοπία, τη Γκάμπια, τη Ζιμπάμπουε, την Ισημερινή Γουινέα, το Καμερούν, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Μαυριτανία, τη Μπουρκίνα-Φάσο, το Μπουρούντι, τη Σουαζιλάνδη και το Τσαντ. Σε ορισμένες περιπτώσεις μέλη της αντιπολίτευσης υποβλήθηκαν σε εξαναγκασμένη εξαφάνιση ή φονεύθηκαν έκνομα. Σε άλλες χώρες τα περιθώρια για αντιπολίτευση, ελευθερία του λόγου και κοινωνία των πολιτών ήταν ανύπαρκτα, όπως στην Ερυθραία.

Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολούθησαν να διατρέχουν κίνδυνο σε διάφορες χώρες, ενώ συχνά δέχτηκαν παρενοχλήσεις και μερικές φορές συνελήφθησαν επειδή υπερασπίστηκαν τα δικαιώματά τους και τα δικαιώματα άλλων. Δημοσιογράφοι και ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρεώθηκαν συνηθέστατα να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω κινδύνων για την ασφάλειά τους.

Στη Ζιμπάμπουε συνελήφθησαν πολυάριθμοι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων και μέλη της αντιπολίτευσης. Ορισμένοι απήχθησαν και φονεύθηκαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας καθώς και από μη κρατικούς παράγοντες που εργάζονταν για λογαριασμό των αρχών. Στο Καμερούν, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, το Σουδάν και το Τσαντ συνελήφθησαν επίσης υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κρατούμενοι υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Σε διάφορες χώρες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έκλεισαν ή απειλήθηκαν με κλείσιμο από τις αρχές.

ΛΟΓΟΔΟΣΙΑ

Αν οι κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα την ατιμωρησία, οι εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την ήπειρο θα συνεχιστούν. Προς το παρόν, όσοι καταπατούν τα δικαιώματα των άλλων μπορούν να συνεχίσουν να το πράττουν ελεύθερα. Κατά καιρούς, μετά από μεγάλης κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδρύονται εξεταστικές επιτροπές ή άλλου τύπου ερευνητικά όργανα, αλλά συχνά υπάρχουν περισσότερο για να κατευνάσουν την κοινή γνώμη παρά για να διαπιστώσουν την αλήθεια και να εντοπίσουν τους υπαιτίους.

Στο Τσαντ η εθνική εξεταστική επιτροπή για τους εκατοντάδες φόνους και άλλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Φεβρουάριο του 2008 εξέδωσε την έκθεσή της το Σεπτέμβριο – καμία ενέργεια δεν έκανε η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις συστάσεις της. Η εξεταστική επιτροπή που συστήθηκε στη Δημοκρατία της Γουινέας για να ερευνήσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχθηκαν το 2006 και το 2007 δεν διενήργησε καμία έρευνα. Στη Λιβερία η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης ολοκλήρωσε τις δημόσιες ακροάσεις της και τα πορίσματά της εκκρεμούσαν μέχρι το τέλος του έτους. Η εξεταστική επιτροπή στην Κένυα, που δημιουργήθηκε για να διερευνήσει τη μετεκλογική βία, έδωσε στη δημοσιότητα τα πορίσματά της τον Οκτώβριο. Παρ’ όλο που η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εφαρμόσει τις συστάσεις που περιείχε η έκθεση της επιτροπής, μέχρι το τέλος του έτους δεν είχε καταρτίσει συνολικό σχέδιο δράσης για να το πράξει.

Δυστυχώς συχνά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις εξεταστικές επιτροπές, ή τις επιτροπές αλήθειας και συμφιλίωσης, ως υποκατάστατο των δικαστικών ανακρίσεων, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για να διαπιστωθεί η ατομική ποινική ευθύνη.

Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) συνέχισε να ερευνά διάφορες υποθέσεις από την αφρικανική ήπειρο. Η αίτηση του Εισαγγελέα του ΔΠΔ να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του Προέδρου του Σουδάν Ομάρ Αλ Μπασίρ για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία προκάλεσε προσπάθειες να υπονομευθεί το έργο του ΔΠΔ από διάφορα κράτη και περιφερειακά θεσμικά όργανα, μεταξύ των οποίων από την Αφρικανική Ένωση. Η Αφρικανική Ένωση, ο Σύνδεσμος Αραβικών Κρατών και ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης κάλεσαν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να αναβάλει την υπόθεση. Με πρωτοβουλία της Ρουάντα, η Αφρικανική Ένωση υιοθέτησε μία απόφαση που επέκρινε αυτό που αποκάλεσε κατάχρηση της οικουμενικής δικαιοδοσίας.

Ενώ το ΔΠΔ συνέχισε να ερευνά διάφορες υποθέσεις από την Αφρική, μπορεί να διώξει ποινικά περιορισμένο μόνο αριθμό ατόμων. Είναι ζωτικής σημασίας οι εθνικές δικαιοδοσίες να διερευνήσουν και αυτές και να διώξουν ποινικά όσους βαρύνονται με την υποψία ότι ευθύνονται για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου, ασκώντας μεταξύ άλλων οικουμενική δικαιοδοσία. Δυστυχώς η Σενεγάλη έχει σημειώσει περιορισμένη μόνο πρόοδο στην υπόθεση του πρώην Προέδρου του Τσαντ Ισέν Αμπρέ, γεγονός που υποδηλώνει έλλειψη πολιτικής βούλησης να διεξαγάγει σοβαρές έρευνες.

Σε θετικότερο τόνο, η Αφρικανική Ένωση υιοθέτησε το Πρωτόκολλο για το Καταστατικό του Αφρικανικού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Λαών τον Ιούλιο. Από τη στιγμή που θα τεθεί σε λειτουργία, το Δικαστήριο θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στον τερματισμό της ατιμωρησίας στην Αφρική, αν τα μέλη της Αφρικανικής Ένωσης συμφωνήσουν να επιτρέπουν στα θύματα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων να απευθύνονται κατευθείαν στο Δικαστήριο για αποτελεσματική επανόρθωση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εξακολουθεί να υπάρχει τεράστιο χάσμα ανάμεσα στη ρητορική των αφρικανικών κυβερνήσεων, οι οποίες ισχυρίζονται ότι προστατεύουν και σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την καθημερινή πραγματικότητα, όπου οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να αποτελούν τον κανόνα.

Το 2008, οι Αφρικανοί που έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους βγήκαν στους δρόμους. Οι διαμαρτυρίες συχνά έγιναν βίαιες, καθώς η απέχθεια τροφοδοτήθηκε από την καταπιεστική στάση των κυβερνήσεων απέναντι στη διαφωνία και τη διαμαρτυρία. Αυτές οι διαμαρτυρίες πιθανότατα θα συνεχιστούν. Πάρα πολλοί άνθρωποι ζουν σε άκρα εξαθλίωση· πάρα πολύ λίγοι από αυτούς έχουν την παραμικρή ευκαιρία να αποτινάξουν τη φτώχεια. Η δεινή τους κατάσταση εντείνεται από την παράλειψη των κυβερνήσεων της περιοχής να παράσχουν στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες, να διασφαλίσουν τον σεβασμό για το κράτος δικαίου, να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά και να είναι υπόλογες στους πολίτες τους. Καθώς η διεθνής οικονομική προοπτική μοιάζει όλο και πιο ζοφερή, η ελπίδα έγκειται στη συνεχιζόμενη ζωτικότητα των κοινωνιών των πολιτών σε όλη την ήπειρο, και στην αποφασιστικότητα των ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν παγιωμένα συμφέροντα παρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.