ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Δημοσιεύθηκε στις 11 Μαΐου 2010, 09:47Εκτύπωση

Ένα σκάνδαλο παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | Οι ρίζες της βίας | Πολλαπλοί κίνδυνοι | Μακροπρόθεσμη βλάβη, εκτεταμένη ζημιά | Ανεξέλεγκτη βία | Λογοδοσία | Το πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Ένα από τα επιτεύγματα των ακτιβιστών για τα δικαιώματα των γυναικών ήταν ότι απέδειξαν πως η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βήμα αυτό μεταβάλλει την αντίληψη της βίας κατά των γυναικών, από ιδιωτικό ζήτημα σε θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, και σημαίνει ότι οι δημόσιες αρχές είναι υποχρεωμένες να προβούν σε ενέργειες. Η παράλληλη ανάπτυξη προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο ενισχύει αυτή την υποχρέωση λογοδοσίας.

Από τη στιγμή που η βία κατά των γυναικών τοποθετείται στο πλαίσιο των ανθρω-πίνων δικαιωμάτων, δημιουργείται μία κοινή γλώσσα εργασίας για τους ακτιβιστές κατά της βίας και διευκολύνεται η ανάπτυξη παγκόσμιων και περιφερειακών δικτύων. Αυτά τα δίκτυα επιπλήττουν τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις και υποκινούν την καθιέρωση νέων διεθνών νομικών προτύπων και πρακτικών. Η ρητή κατάταξη του βιασμού στα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στα καταστατικά των διεθνών ποινικών δικαστηρίων, αποτελεί παράδειγμα αυτών των νέων προτύπων.

Tο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξειδικεύει επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι κυβερνήσεις, με βάση το διεθνές δίκαιο, να προάγουν και να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών. Παρέχει μηχανισμούς για να καθίστανται οι κυβερνήσεις υπόλογες εάν παραλείψουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις υποχρεώσεις.

Ένα από τα πιο ισχυρά χαρακτηριστικά του πλαισίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η βασική αρχή ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι οικουμενικά: όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα επειδή είναι άνθρωποι. Η επίκληση της οικουμενικότητας αντικρούει μία από τις συνηθέστερες δικαιολογίες για τη χρήση βίας κατά των γυναικών: ότι είναι αποδεκτή επειδή αποτελεί μέρος της κουλτούρας της κοινωνίας. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κουλτούρα ή η παράδοση δεν δικαιολογούν την παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών.

Ο αγώνας για να καθιερωθούν τα δικαιώματα των γυναικών ως ανθρώπινα δικαιώματα δεν ήταν εύκολος. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών και οι πολιτικές παρατάξεις δεν είναι απρόσβλητες από τις κυρίαρχες κοινωνικές συμπεριφορές, και κάποιες συνεχίζουν να μην αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των γυναικών ως ανθρώπινα δικαιώματα. Αναμφίβολα, κάποιες περιλαμβάνουν στους κόλπους τους άνδρες που είναι και οι ίδιοι δράστες πράξεων βίας κατά των γυναικών.

Σε κοινότητες ή κοινωνίες που θεωρούν ότι ο ρόλος της γυναίκας περιορίζεται στις οικογενειακές υποχρεώσεις, οι ακτιβίστριες και οι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών έχουν να ξεπεράσουν την προκατάληψη που θέλει τις γυναίκες να μην αναλαμβάνουν ηγετικό ρόλο. Οι γυναίκες που διαμαρτύρονται για μεροληπτικούς νόμους και πρακτικές, κατηγορούνται συχνά ως προδότες της πίστης ή της κουλτούρας τους ή ως εχθροί του κράτους. Οι ακτιβίστριες και οι ακτιβιστές που προωθούν δικαιώματα με κεντρική σημασία για την ταυτότητα και την αυτονομία της γυναίκας, όπως τα γενετήσια και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, αντιμετωπίζουν ιδιαίτερη εχθρότητα.

Παρά τους κινδύνους, τα προγράμματα και τα σχέδια για την αντιμετώπιση, την καταπολέμηση και την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών έχουν σημειώσει άνθηση τις τελευταίες δεκαετίες. Λειτουργεί πλέον σε όλα τα μέρη του κόσμου ένα τεράστιο φάσμα πρωτοβουλιών κατά της βίας. Κάποιες διευθύνονται από μικρές ομάδες απλών γυναικών, άλλες από μεγάλες διεθνείς οργανώσεις, κάποιες άλλες από κυβερνήσεις. Επιπλέον, οι αυξανόμενες ερευνητικές προσπάθειες έχουν οδηγήσει σε μία όλο και πιο λεπτομερή και εμπεριστατωμένη γνώση και κατανόηση των αιτίων και των συνεπειών της βίας κατά των γυναικών. Όμως η βία συνεχίζεται.

Μερικές φορές, οι κυβερνητικοί φορείς όπως η αστυνομία ή οι δυνάμεις ασφαλείας ευθύνονται άμεσα για πράξεις βίας κατά των γυναικών. Παρ' όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, ο δράστης δεν είναι ένας εκπρόσωπος της πολιτείας αλλά ένας ιδιώτης, μια ομάδα ατόμων ή μια οργάνωση. Σύζυγοι, συγγενείς, γιατροί, θρησκευτικοί ηγέτες, μέσα ενημέρωσης, προϊστάμενοι και επιχειρήσεις, όλοι αυτοί μπορεί να φέρουν ευθύνες για πράξεις βίας κατά των γυναικών. Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει πως αυτοί οι ιδιώτες (μη κρατικά όργανα) πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλοι έχουμε κάποια βασικά καθήκοντα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η κοινότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά παράδοση, θεωρεί τις κυβερνήσεις υπεύθυνες για την αποτυχία τους να αποτρέψουν τη βία κατά των γυναικών, και προσβλέπει σε αυτές για τη λήψη μέτρων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Πολλές άλλες ομάδες ανθρώπων έχουν εξουσία πάνω στις ζωές των γυναικών και πρέπει να λογοδοτούν όταν διαπράττουν ή παραβλέπουν πράξεις βίας κατά των γυναικών, ή όταν αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους για την προστασία των γυναικών από τη βία.

Σε πολλές χώρες υπάρχουν παράλληλες αρχές, που διοικούνται από τους πρεσβύτερους του γένους, από τους αρχηγούς της φυλής ή από θρησκευτικούς ηγέτες και ασκούν επίσημο ή ανεπίσημο έλεγχο στις ζωές των γυναικών. Μερικές φορές διαπράττουν πράξεις βίας κατά των γυναικών. Άλλοτε ενθαρρύνουν ή επιτρέπουν τέτοιες πράξεις. Παρ' όλα αυτά, σε χώρες όπου το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι αναποτελεσματικό, οι αρχές αυτού του είδους μπορούν να είναι -σε μερικές περιπτώσεις- το μόνο αποτελεσματικό μέσο επανόρθωσης για τις γυναίκες που διεκδικούν τα δικαιώματά τους.

Η εξουσία πάνω σε καίρια δικαιώματα των γυναικών, όπως η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υπηρεσίες, εναπόκειται συχνά στις τοπικές ή δημοτικές αρχές και όχι στις εθνικές κυβερνήσεις. Αυτές οι αρχές έχουν επίσης τη δύναμη να προστατεύσουν τις γυναίκες από τη βία, μέσω της αστυνομίας, των δικαστηρίων και των καταφυγίων για τα θύματα της βίας.

Κάποιες από τις πιο φρικτές περιπτώσεις βιασμού, ακρωτηριασμού και φόνου γυναικών και κοριτσιών, που διαπράχθηκαν τόσο από κυβερνητικές δυνάμεις όσο και από ένοπλες ομάδες, ανέκυψαν από τις πρόσφατες συγκρούσεις ανά τον κόσμο. Οι ένοπλες ομάδες πρέπει να λογοδοτούν για τις πράξεις βίας κατά των γυναικών που διαπράττουν οι δυνάμεις τους.

Η λογοδοσία μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί όταν η μορφή της κακοποίησης διασχίζει εθνικά σύνορα. Η σωματεμπορία γυναικών και κοριτσιών, η κακομεταχείριση των μεταναστών εργαζομένων ή των προσφύγων και τα βάσανα των αντικανονικών ή χωρίς έγγραφα μεταναστών, θέτουν ιδιαίτερες προκλήσεις για το πώς μπορεί να διασφαλιστεί η προστασία και η δυνατότητα επανόρθωσης για τις γυναίκες εκείνες, για τις οποίες καμία χώρα δεν παραδέχεται τις ευθύνες της.

Όσο οι δράστες της βίας κατά των γυναικών μπορούν να διαπράττουν τα εγκλήματά τους χωρίς το φόβο της ποινικής δίωξης ή της τιμωρίας, ο κύκλος της βίας δεν θα σπάσει ποτέ.

Σε μερικές χώρες, οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών είναι ενσωματωμένες στη νομοθεσία. Ακόμα και όπου η νομοθεσία δεν κάνει διακρίσεις, οι πραγματικές πρακτικές των κυβερνητικών υπηρεσιών, της αστυνομίας και των εισαγγελέων συχνά υποθάλπουν τις διακρίσεις και τη βία κατά των γυναικών. Σε πολλές χώρες, οι νόμοι είναι ανεπαρκείς, η αστυνομία αδιαφορεί και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι δυσπρόσιτο, δαπανηρό και προκατειλημμένο κατά των γυναικών. Εάν μία γυναίκα δεν μπορεί να παρουσιάσει απτές αποδείξεις -πάνω στο σώμα της- της βίας που της ασκήθηκε, η αστυνομία και οι λοιπές αρχές επιβολής του νόμου είναι συχνά απρόθυμες να την πιστέψουν και να τη βοηθήσουν. Πολλές τοπικές κοινωνίες συνεργούν στη δικαιολόγηση και την παράβλεψη της βίας κατά των γυναικών και επιδοκιμάζουν σιωπηλά τις παραλείψεις της πολιτείας να οδηγήσει τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης.

Το ζήτημα της ατιμωρησίας για τη βία κατά των γυναικών είναι σύνθετο. Πολλές γυναίκες είναι απρόθυμες να στραφούν εναντίον συγγενών τους μέσω του νομικού συστήματος, εξαιτίας συναισθηματικών δεσμών και του φόβου μήπως χάσουν την κηδεμονία των παιδιών τους. Οι γυναίκες αποθαρρύνονται, επίσης, από την αναζήτηση δικαιοσύνης μέσω των δικαστηρίων επειδή τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης, πάρα πολύ συχνά, τις καθιστούν υπεύθυνες για τη βία, υποστηρίζοντας ότι αυτή «ενθαρρύνθηκε» ή «υποκινήθηκε» από τη συμπεριφορά της ίδιας της γυναίκας. Από τη στιγμή που οι γυναίκες συχνά στερούνται την ίση πρόσβαση στα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, πολλές δεν έχουν την οικονομική ή άλλη δυνατότητα να προσφύγουν στο νομικό σύστημα.

Οι συνέπειες της βίας κατά των γυναικών ξεπερνούν κατά πολύ την άμεση σωματική βλάβη του θύματος. Η ψυχολογική βλάβη και η απειλή νέας βίας διαβρώνουν την αυτοπεποίθηση της γυναίκας, αναστέλλοντας την ικανότητά της να υπερασπιστεί τον εαυτό της ή να προβεί σε ενέργειες κατά του θύτη. Όταν η βία δεν αναγνωρίζεται και δεν γίνεται παραδεκτή, υπάρχουν πρόσθετες ψυχολογικές επιπτώσεις και η γυναίκα είναι λιγότερο πιθανό να αναζητήσει βοήθεια. Κάποιες από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της βίας κατά των γυναικών είναι η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η κατάθλιψη, άλλες διαταραχές της ψυχικής υγείας και η αυτοκτονία.

Οι επιπτώσεις της βίας κατά των γυναικών έχουν αντίκτυπο στην οικογένεια και την τοπική κοινωνία. Τα παιδιά που εκτίθενται στη βία έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να γίνουν θύματα ή θύτες.

Η βία ως πραγματικότητα ή ως απειλή δημιουργεί μία διάχυτη ατμόσφαιρα φόβου που βάζει φραγμό στη ζωή των γυναικών, περιορίζοντας την ελευθερία κίνησης και την ικανότητά τους να συμμετέχουν στη δημόσια λήψη αποφάσεων, αλλά και πλήττοντας το βιοτικό τους επίπεδο.

Η βία κατά των γυναικών αποδυναμώνει την κοινωνία οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά. Το άμεσο οικονομικό κόστος της βίας κατά των γυναικών είναι τεράστιο, από πλευράς απώλειας εργατοωρών, απώλειας εσόδων και ιατρικής δαπάνης. Το έμμεσο κόστος από τον περιορισμό του ενεργητικού ρόλου, που μπορούν να αναλάβουν οι γυναίκες στην ανάπτυξη της τοπικής τους κοινωνίας, είναι ανυπολόγιστο.

Πολλαπλοί κίνδυνοι

 

Η βία κατά των γυναικών δεν είναι ούτε «φυσιολογική», ούτε «αναπόφευκτη». Αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων, ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένων, αξιών και προτύπων. Οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί καλλιεργούν την υποταγή των γυναικών και τη βία κατά των γυναικών. Ορισμένες πολιτισμικές πρακτικές και παραδόσεις -ιδίως εκείνες που σχετίζονται με τις έννοιες της καθαρότητας και της αγνότητας-χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν τη βία αυτού του είδους.

Παρ’ όλο που η βία κατά των γυναικών είναι οικουμενικό φαινόμενο, πολλές γυναίκες γίνονται στόχοι λόγω της φυλής τους, της κοινωνικής τους τάξης, της πολιτισμικής τους προέλευσης, της σεξουαλικής τους ταυτότητας ή του στίγματος του HIV/AIDS (οροθετικότητα).

Η φτώχεια και η περιθωριοποίηση τροφοδοτούν τη βία κατά των γυναικών και παράλληλα προκύπτουν από αυτήν. Παγκοσμίως, οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας απ' ό,τι οι άνδρες, η φτώχεια τους είναι πιο έντονη απ' ό,τι των ανδρών, και οι αριθμοί των φτωχών γυναικών αυξάνονται συνεχώς. Τη στιγμή που οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης αφήνουν όλο και περισσότερες γυναίκες παγιδευμένες στο περιθώριο της κοινωνίας, είναι εξαιρετικά δύσκολο γι' αυτές τις γυναίκες να ξεφύγουν από καταστάσεις κακοποίησης και να επιτύχουν προστασία και επανόρθωση. Ο αναλφαβητισμός και η φτώχεια περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητες των γυναικών να οργανωθούν για να αγωνιστούν για αλλαγή της κατάστασης.
Οι νεαρές γυναίκες υπόκεινται συχνά σε σεξουαλική κακοποίηση όχι μόνο επειδή είναι γυναίκες, αλλά και επειδή είναι νέες και ευάλωτες. Σε μερικές κοινωνίες, τα κορίτσια υποβάλλονται σε καταναγκαστική σεξουαλική επαφή, εξαιτίας της πλάνης ότι η σεξουαλική επαφή με μία παρθένα θα θεραπεύσει τον άνδρα από το HIV/AIDS. Όμως, η ηλικία δεν προσφέρει καμία προστασία. Ενώ κάποιες κοινωνίες σέβονται τη σοφία των ηλικιωμένων γυναικών και τους προσφέρουν υψηλότερη κοινωνική θέση και μεγαλύτερη αυτονομία, άλλες κακομεταχειρίζονται αυτές που είναι εύθραυστες και μόνες, ιδίως τις χήρες.

Ο έλεγχος της γυναικείας σεξουαλικότητας είναι ένα ισχυρό μέσο, με το οποίο οι άνδρες ασκούν την κυριαρχία τους πάνω στις γυναίκες. Οι γυναίκες που δεν συμμορφώνονται με τα καθιερωμένα πρότυπα θηλυκότητας, συχνά αντιμετωπίζουν αυστηρές τιμωρίες. Η ικανότητα των ανδρών να ελέγχουν την εκδήλωση της σεξουαλικότητας των γυναικών και τις αναπαραγωγικές τους δραστηριότητες ενισχύεται από τις ενέργειες ή την αδράνεια της πολιτείας.

Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα -το δικαίωμα στην αναπαραγωγική υγειονομική μέριμνα και το δικαίωμα στην αναπαραγωγική αυτονομία- έχουν κεντρική σημασία προκειμένου να μπορούν οι γυναίκες να ελέγχουν την ίδια τους τη ζωή. Οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα για τον αριθμό των παιδιών, τον κατάλληλο χρόνο τεκνοποίησης και το μεσοδιάστημα μεταξύ των γεννήσεων. Έχουν το δικαίωμα να επιτύχουν τα υψηλότερα επίπεδα σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας. Αυτό προϋποθέτει πρόσβαση στην υγειονομική μέριμνα, την πληροφόρηση και την επιμόρφωση σχετικά με την αντισύλληψη. Οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις ελεύθερα, απαλλαγμένες από διακρίσεις, εξαναγκασμό και βία.

Η βία κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων καταστρέφει τις ζωές ανδρών και γυναικών, αλλά ο συστηματικός βιασμός, όπως παρατηρήθηκε σε πολλές πρόσφατες συγκρούσεις, στρέφεται πρωταρχικά εναντίον των κοριτσιών και των γυναικών. Οι βιασμοί, οι ακρωτηριασμοί και οι δολοφονίες κοριτσιών και γυναικών αποτελούν συνηθισμένες πολεμικές πρακτικές και διαπράττονται τόσο από τις κυβερνητικές δυνάμεις όσο και από ένοπλες ομάδες.

Οι μορφές βίας που συνδέονται στενά με το φύλο είναι επίσης ενδημικές σε κοινωνίες στρατιωτικοποιημένες ή σπαρασσόμενες από τον πόλεμο. Σε κοινωνίες που επηρεάζονται σημαντικά από την «κουλτούρα των όπλων», η ιδιοκτησία και η χρήση όπλων μεγεθύνει τις υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των φύλων, ενισχύοντας την κυριαρχική θέση των ανδρών και συντηρώντας την υποταγή των γυναικών. Οι βίαιες διενέξεις μέσα στο σπίτι συχνά γίνονται πιο θανάσιμες για τα κορίτσια και τις γυναίκες όταν οι άνδρες έχουν όπλα.

Οι ρίζες της βίας

Το βαθύτερο αίτιο της βίας κατά των γυναικών βρίσκεται στις δυσμενείς διακρίσεις, οι οποίες αρνούνται στις γυναίκες την ισότητα με τους άνδρες σε όλους τους τομείς της ζωής. Η βία είναι ριζωμένη στις διακρίσεις και ταυτόχρονα εξυπηρετεί την ενίσχυση των διακρίσεων.

Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών αναφέρει ότι η βία κατά των γυναικών αποτελεί «εκδήλωση των ιστορικά άνισων συσχετισμών ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, που έχουν οδηγήσει στην επικυριαρχία των ανδρών στις γυναίκες και στις διακρίσεις σε βάρος των τελευταίων» και ότι «η βία κατά των γυναικών είναι ένας από τους νευραλγικούς κοινωνικούς μηχανισμούς, μέσω των οποίων οι γυναίκες οδηγούνται σε υποδεέστερη θέση συγκριτικά με τους άνδρες».

Τα στατιστικά στοιχεία για τη βία κατά των γυναικών αποκαλύπτουν μία παγκόσμια κατάσταση, καταστροφική για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τουλάχιστον μία στις τρεις γυναίκες έχει ξυλοκοπηθεί, έχει εξαναγκαστεί να κάνει σεξ ή έχει κακοποιηθεί με άλλο τρόπο κατά τη διάρκεια της ζωής της. Συνήθως ο δράστης είναι μέλος της οικογένειάς της ή γνωστός της.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δηλώσει ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί τη βασική αιτία θανάτου και αναπηρίας για τις γυναίκες ηλικίας 16 έως 44 ετών και ευθύνεται για περισσότερους θανάτους και προβλήματα υγείας απ' ό,τι ο καρκίνος ή τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα.
Περισσότερα από 60 εκατομμύρια γυναίκες «λείπουν» σήμερα από τον κόσμο ως αποτέλεσμα των αμβλώσεων με επιλογή φύλου και των βρεφοκτονιών κοριτσιών. Η τελευταία απογραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε το 2000 στην Κίνα αποκάλυψε ότι η αναλογία των νεογέννητων κοριτσιών σε σχέση με τα αγόρια είναι 100:119. Ο βιολογικός κανόνας προβλέπει αναλογία 100:103.
Στις Η.Π.Α., το 1999 οι γυναίκες αποτελούσαν το 85% των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με τον Ειδικό Εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για θέματα βίας κατά των γυναικών.
Η ρωσική κυβέρνηση υπολογίζει ότι 14.000 γυναίκες σκοτώθηκαν από τους συντρόφους τους ή από συγγενείς το 1999, κι όμως η χώρα συνεχίζει να μην διαθέτει νόμο που να αντιμετωπίζει συγκεκριμένα την ενδοοικογενειακή βία.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι σε ποσοστό μέχρι και 70% των περιπτώσεων δολοφονιών γυναικών, τα θύματα σκοτώθηκαν από τους άρρενες συντρόφους τους.
Αυτού του είδους τα στατιστικά στοιχεία αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου.

Η βία κατά των γυναικών συχνά δεν καταγγέλλεται, επειδή οι γυναίκες ντρέπονται ή φοβούνται τη δυσπιστία, την εχθρική αντιμετώπιση ή νέα άσκηση βίας.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.