ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
της Γλυκερίας Αράπη, διευθύντριας του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας
Οι αποκαλύψεις για τη στοχοποίηση δημοσιογράφων και πολιτικών με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ενέτειναν τη συζήτηση για τη συρρίκνωση του χώρου της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα. Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι, ενώ έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που η χώρα ενεπλάκη στο σκάνδαλο των ψηφιακών παρακολουθήσεων με αφετηρία την υπόθεση του Θανάση Κουκάκη, η κοινωνία των πολιτών ακόμη περιμένει το αποτέλεσμα των εν εξελίξει ερευνών αλλά και επαρκή μέτρα για την προστασία του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα.
Οι συνεχιζόμενες καταγγελίες και η πολιτική αναταραχή που δημιουργήθηκε γύρω από τις ψηφιακές παρακολουθήσεις στην Ελλάδα συσχετίζονται με τη συρρίκνωση του χώρου της κοινωνίας των πολιτών, η οποία και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους: δυσανάλογες παρεμβάσεις στο δικαίωμα της ελευθερίας στην ελευθερία του συνέρχεσαι ειρηνικώς, συχνές καταγγελίες για υπερβολική χρήση βίας κατά ειρηνικών διαδηλωτριών/-ών, διώξεις υπερασπιστριών/-ών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταστολή των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών από τις αρχές και ποινικοποίηση της αλληλεγγύης.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα κινδυνεύουν στη χώρα μας: ως πολίτες, αναμένουμε άμεσες και διεξοδικές έρευνες για τις καταγγελλόμενες παραβιάσεις των δικαιωμάτων αυτών, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά και να υπάρξει μια νέα νομοθεσία που θα παρέχει πρόσθετες εγγυήσεις στους πολίτες.
Αντιθέτως, γινόμαστε μάρτυρες μιας επίμονης άρνησης των αποκαλύψεων και των καταγγελιών, καθώς και μιας κανονικοποίησης πολιτικών θέσεων που αδικαιολόγητα και αναίτια θέτουν σε κίνδυνο συγκεκριμένα ανθρώπινα δικαιώματα: το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα έναντι ενός διευρυμένου ορισμού της εθνικής ασφάλειας, τα δικαιώματα των προσφύγων έναντι της προστασίας των συνόρων, το δικαίωμα στην ειρηνική συνάθροιση έναντι της προστασίας της δημόσιας υγείας. Ο ρόλος των αρχών όμως είναι να προστατεύουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους βάσει του διεθνούς και του εθνικού δικαίου. Σε περιόδους κρίσεων, η δέσμευση αυτή γίνεται ακόμη πιο αποφασιστικής σημασίας.
Μετά την αποκάλυψη ότι το τηλέφωνο του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη είχε μολυνθεί από κατασκοπευτικό λογισμικό, καθώς και ότι είχε υποκλαπεί από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), ακολούθησαν και άλλες αποκαλύψεις, συμπεριλαμβανομένης της στοχοποίησης του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη. Η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης βρισκόταν υπό νόμιμη, όπως υποστήριξε, κρατική παρακολούθηση· ο Νίκος Ανδρουλάκης αμφισβήτησε τη νομιμότητά της, αλλά η κυβέρνηση αρνήθηκε ότι χρησιμοποίησε το Predator.
Από τον Απρίλιο του 2022 ξεκίνησαν τρεις γνωστές ποινικές έρευνες για καταγγελίες περί κατασκοπευτικού λογισμικού, με την τρίτη να πραγματοποιείται μετά τη δημοσίευση από την εφημερίδα «Documento» ενός καταλόγου ατόμων υψηλού προφίλ που φέρονται να βρίσκονται υπό κρατική παρακολούθηση και/ή να έχουν στοχοποιηθεί με το Predator.
Τον Δεκέμβριο του 2022, η «Euractiv» ανέφερε ότι ο δημοσιογράφος-ερευνητής Τάσος Τέλλογλου, ο οποίος διεξάγει έρευνες για τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού στην Ελλάδα, βρισκόταν υπό κρατική παρακολούθηση για άγνωστους λόγους εθνικής ασφάλειας. Παρά τις αυξανόμενες καταγγελίες, η ελληνική κυβέρνηση αρνείται ότι έχει χρησιμοποιήσει, ότι έχει αγοράσει ή ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με κάποια λειτουργία του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator.
Τον Δεκέμβριο του 2022, οι «New York Times» ανέφεραν ότι η ελληνική κυβέρνηση έδωσε στην Intellexa άδειες εξαγωγής για το Predator. Μέσα ενημέρωσης διερεύνησαν επίσης τις φερόμενες διασυνδέσεις κρατικών αξιωματούχων με τις εταιρείες που εμπλέκονται στην κυκλοφορία του Predator.
Ελλείψει ουσιαστικής κυβερνητικής διαφάνειας, μια τέτοια διευρυμένη παρακολούθηση έχει επίσης εκτεταμένες επιπτώσεις στους δημοσιογράφους και στην κοινωνία των πολιτών πολύ πέρα και από εκείνες και εκείνους που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν στοχοποιηθεί – έτσι, συνεχίζουν το έργο τους με τον φόβο ότι παρακολουθούνται διαρκώς.
Σε πολλές περιπτώσεις, ένα πέπλο φόβου περιβάλλει και τις υπερασπίστριες και τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να αυτολογοκρίνονται. Για τον Θανάση Κουκάκη, το γεγονός ότι στοχοποιήθηκε δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο τη συνέχιση του έργου του. «Ενίσχυσα πάρα πολύ τον τρόπο της ηλεκτρονικής μου επικοινωνίας. Aπό εκεί και πέρα... όλη αυτή η ιστορία έχει κάνει τους ανθρώπους να αναγκάζονται να κάνουν μόνο ραντεβού σε φυσική μορφή πια» δήλωσε.
Αναφορικά με την πρόοδο της έρευνας σχετικά με την υπόθεσή του, ο ίδιος σημείωσε: «Δεδομένου ότι έχουν περάσει δέκα μήνες από την αποκάλυψη του σκανδάλου των παρακολουθήσεων τον Απρίλιο του 2022, οι Έλληνες εισαγγελείς έχουν χάσει πολύτιμο χρόνο».
Υπό την πίεση, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Νοέμβριο του 2022 νόμο που θα «απαγορεύει την πώληση κατασκοπευτικού λογισμικού». Ωστόσο, το νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις που παρουσιάστηκε στο τέλος του Νοεμβρίου του 2022 και ψηφίστηκε εσπευσμένα στη Βουλή δεν απαγορεύει το κατασκοπευτικό λογισμικό, αλλά αντίθετα νομιμοποιεί την προμήθεια τεχνολογίας παρακολούθησης από τις αρχές, καθιστώντας δυνατή την πραγματοποίηση εκείνης ακριβώς της κατάχρησης που αποτέλεσε τον πυρήνα του περσινού σκανδάλου παρακολουθήσεων.
Ο νόμος, ο οποίος έχει επικριθεί από την κοινωνία των πολιτών, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, δεν παρέχει αποτελεσματικά ένδικα μέσα στα άτομα που υπόκεινται σε παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Ένας ιδιώτης πρέπει να περιμένει τρία χρόνια για να μάθει αν έχει αποτελέσει αντικείμενο παρακολούθησης και μπορεί να ενημερωθεί μόνο για την επιβολή του μέτρου της παρακολούθησης και για τη διάρκειά του αλλά όχι για τους λόγους αυτής της παρακολούθησης και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι με την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε το μέτρο της παρακολούθησης.
Το νομοθετικό πλαίσιο αποτυγχάνει επίσης παταγωδώς ως προς τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας, καθώς δύο από τα τρία μέλη του ανήκουν στις εισαγγελικές αρχές που είχαν αρχικά εγκρίνει την παρακολούθηση των επικοινωνιών.
Η πρόσφατη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών της χώρας δεν μπορεί να ερευνά τους παρόχους κινητής τηλεφωνίας όταν λαμβάνει αίτημα από ιδιώτες που ζητούν να μάθουν αν έχουν υποστεί παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς και η προειδοποίησή του ότι τέτοιες έρευνες θα μπορούσαν να επισύρουν ποινικές κυρώσεις, έχουν επίσης δεχτεί κριτική και φαίνεται να αποσκοπούν στην υπονόμευση της ανεξάρτητης εποπτείας των κρατικών παρακολουθήσεων. Η γνωμοδότηση επιτείνει επίσης τις ανησυχίες σχετικά με το πόσο αποτελεσματική θα είναι η πρόσβαση σε πληροφορίες και η αποκατάσταση για τα άτομα που παρακολουθούνται από το κράτος.
Το ζήτημα έχει επίσης προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον. Τον Νοέμβριο του 2022, η PEGA, η επιτροπή του κοινοβουλίου της Ε.Ε. που είναι αρμόδια για τη διερεύνηση των καταχρήσεων που σχετίζονται με κατασκοπευτικό λογισμικό, επισκέφθηκε την Ελλάδα και κάλεσε τις ελληνικές αρχές να παράσχουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με τη χρήση οποιουδήποτε κατασκοπευτικού λογισμικού πριν από τις φετινές εκλογές.
Στις συστάσεις που εκδόθηκαν στα μέσα Ιανουαρίου, η Sophie In t'Veld, εισηγήτρια της επιτροπής PEGA, σημείωσε ότι ο πρόσφατος νόμος συρρικνώνει περαιτέρω τη δυνατότητα ενημέρωσης των ατόμων που παρακολουθούνται, και κάλεσε την Ελλάδα να διασφαλίσει ότι οι αρχές θα μπορούν να διερευνούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα όλες τις καταγγελίες για χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.
Το σκάνδαλο ψηφιακών παρακολουθήσεων έρχεται μετά από σχεδόν μία δεκαετία αποκαλύψεων αναφορικά με την κατάχρηση των τεχνολογιών κατασκοπευτικού λογισμικού διεθνώς. Το πρόγραμμα Pegasus που αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο του 2021 και οι πολλές αποκαλύψεις που ακολούθησαν έδειξαν ότι το λογισμικό κατασκοπείας χρησιμοποιήθηκε για τη στοχοποίηση υπερασπιστριών/-ών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφων στην Ινδία, τη Γαλλία, το Μαρόκο, το Μεξικό, την Ταϊλάνδη, την Ουγγαρία, την Ισπανία και το Ελ Σαλβαδόρ μεταξύ άλλων χωρών.
Οι καταχρήσεις που σχετίζονται με τη βιομηχανία κατασκοπευτικού λογισμικού είναι ανεξέλεγκτες και χρειαζόμαστε επειγόντως ένα διεθνές μορατόριουμ για την ανάπτυξη, τη χρήση, τη μεταφορά και την πώληση τεχνολογιών κατασκοπευτικού λογισμικού μέχρι να υπάρξει ένα παγκόσμιο νομικό πλαίσιο για την αποτροπή αυτών των καταχρήσεων.
Έχουμε δει επιθέσεις κατά της ιδιωτικότητας και της ελευθερίας της έκφρασης σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια: Αυτό το σκάνδαλο ψηφιακών παρακολουθήσεων είναι άλλο ένα παράδειγμα του πόσο εύθραυστα είναι τα δικαιώματά μας στην ιδιωτικότητα και στην ελευθερία της έκφρασης σε αυτή τη χώρα.
Στην Ελλάδα, ήρθε η ώρα να παρασχεθούν αποτελεσματικές εγγυήσεις στα άτομα τα οποία στοχοποιούνται με κατασκοπευτικό λογισμικό και υπόκεινται σε κρατική παρακολούθηση. Ήρθε η ώρα τέτοιες σοβαρές καταγγελίες για παράνομη ψηφιακή παρακολούθηση να διερευνώνται αμερόληπτα, άμεσα και διεξοδικά και χωρίς κανένα εμπόδιο.
Είναι επιτακτική ανάγκη αυτές οι έρευνες να είναι αποτελεσματικές και άμεσες ώστε να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και το κράτος και άλλοι φορείς να λογοδοτούν για τις παραβιάσεις του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα.
* το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο News 24/7