ΜΙΑΝΜΑΡ: ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΑΛΥΣΙΔΑ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί κράτη και εταιρείες να αναστείλουν τις εξαγωγές αεροπορικών καυσίμων στη Μιανμάρ
Μέσω της αλυσίδας εφοδιασμού η Puma Energy συνδέεται με εγκλήματα πολέμου που διαπράττει ο στρατός της Μιανμάρ
Αναγνωρίστηκαν οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ExxonMobil, Thai Oil, PetroChina και Rosneft
Η διεθνής κοινότητα πρέπει επειγόντως να αποτρέψει τις αποστολές αεροπορικών καυσίμων που φτάνουν στον στρατό της Μιανμάρ, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία με αφορμή τη δημοσίευση έρευνας για τις εταιρείες που εμπλέκονται στην αλυσίδα εφοδιασμού, όπως και νέων συγκλονιστικών μαρτυριών για τις θανατηφόρες αεροπορικές επιδρομές εναντίον αμάχων.
Η έκθεση «Θανατηφόρο φορτίο: Αποκαλύπτοντας την αλυσίδα εφοδιασμού που τροφοδοτεί τα εγκλήματα πολέμου στη Μιανμάρ» παρέχει την πιο λεπτομερή ματιά στα αεροπορικά καύσιμα από τότε που ο στρατός κατέλαβε την εξουσία με το πραξικόπημα του 2021, από το μακρινό λιμάνι απ' όπου αναχώρησαν αρχικά τα καύσιμα μέχρι τις παράνομες αεροπορικές επιδρομές που σκότωσαν αμάχους, και κάθε βήμα στο ενδιάμεσο.
«Αυτές οι αεροπορικές επιδρομές κατέστρεψαν οικογένειες, τρομοκράτησαν αμάχους, σκότωσαν και ακρωτηρίασαν θύματα. Αλλά, αν τα αεροπλάνα δεν μπορούν να ανεφοδιαστούν με καύσιμα, δεν μπορούν να πετάξουν και να σπείρουν τον όλεθρο. Σήμερα καλούμε τους προμηθευτές, τους ναυτιλιακούς πράκτορες, τους πλοιοκτήτες και τους ναυτασφαλιστές να αποσυρθούν από μια αλυσίδα εφοδιασμού που ωφελεί την Πολεμική Αεροπορία της Μιανμάρ», δήλωσε η γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας Agnès Callamard.
«Δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία για τη συμμετοχή στην προμήθεια αεροπορικών καυσίμων προς έναν στρατό που περιφρονεί κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και άλλων σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Αυτές οι αεροπορικές επιδρομές έχουν καταστρέψει οικογένειες, έχουν τρομοκρατήσει αμάχους, έχουν σκοτώσει και έχουν ακρωτηριάσει θύματα. Αλλά, αν τα αεροπλάνα δεν μπορούν να ανεφοδιαστούν με καύσιμα, δεν μπορούν να πετάξουν και να σπείρουν τον όλεθρο.
Agnès Callamard, γενική γραμματέας της Διεθνούς Αμνηστίας
Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τη Justice For Myanmar και με την υποστήριξη και άλλων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, όπως η Burma Campaign UK.
Η έκθεση βασίζεται σε ένα ευρύ φάσμα πηγών, όπως έγγραφα της εταιρείας που διέρρευσαν, εταιρικά αρχεία, δεδομένα παρακολούθησης πλοίων, δορυφορικές εικόνες, δημόσια αρχεία και αποκλειστικές συνεντεύξεις με αποστάτες της Πολεμικής Αεροπορίας της Μιανμάρ και πηγές προσκείμενες στην Puma Energy.
Περιλαμβάνει επίσης μαρτυρίες επιζωσών/-ώντων των αεροπορικών επιδρομών, οι οποίες/-οι μοιράστηκαν τις οδυνηρές εμπειρίες τους για να ρίξουν φως στον ανθρώπινο φόρο αίματος αυτών των παράνομων επιθέσεων. Τα θύματα των αεροπορικών επιδρομών συγκαταλέγονται μεταξύ των περισσότερων από 2.300 αμάχων που σκοτώθηκαν από τον στρατό μετά το πραξικόπημα.
Ο Ka Naw, ένας 73χρονος άντρας που έγινε μάρτυρας αεροπορικής επιδρομής σε κατοικημένο χωριό στην πολιτεία Kayah (Karenni), στην ανατολική Μιανμάρ, η οποία σκότωσε δύο αμάχους τον Φεβρουάριο του 2022, περιγράφει πώς ήταν.
«Ο ήχος ήταν τόσο δυνατός. Είδα [τα] αεροσκάφη να κατεβαίνουν, να βομβαρδίζουν και μετά να ανεβαίνουν ξανά», είπε. «Πετούσαν πολύ χαμηλά... Στο πρώτο [πέρασμα], βομβάρδισαν και μετά γύρισαν και πυροβόλησαν με πολυβόλο».
Η εφοδιαστική αλυσίδα αποκαλύπτεται
Οι επιχειρήσεις έχουν την ευθύνη να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα όπου κι αν αυτές δραστηριοποιούνται. Αλλά τα στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύονται σήμερα αποδεικνύουν ότι οι ενέργειες ορισμένων εταιρειών που εμπλέκονται στην προμήθεια αεροπορικών καυσίμων στη Μιανμάρ τις συνδέουν με τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου από τον στρατό της Μιανμάρ.
Από το 2015, η κύρια ξένη επιχείρηση που εμπλέκεται στη διακίνηση, στην αποθήκευση και στη διανομή αεροπορικών καυσίμων στη Μιανμάρ είναι η Puma Energy, η οποία ανήκει σε μεγάλο βαθμό στον παγκόσμιο γίγαντα εμπορίας εμπορευμάτων Trafigura. Έχει δραστηριοποιηθεί στη Μιανμάρ μέσω της θυγατρικής της Puma Energy Asia Sun (PEAS) και της κοινοπραξίας National Energy Puma Aviation Services (NEPAS). Σύμφωνα με την Puma Energy, από τον Φεβρουάριο του 2021 και μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 2022, περιόρισε τις δραστηριότητές της στην παροχή αεροπορικών καυσίμων για πολιτικούς σκοπούς. Ωστόσο, η παρούσα έκθεση δείχνει το αντίθετο.
Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα αεροπορικά καύσιμα (Jet A-1) εισέρχονται στη Μιανμάρ κυρίως μέσω ενός τερματικού σταθμού στο λιμάνι της Thilawa, τον οποίο διαχειρίζεται η PEAS. Η Διεθνής Αμνηστία εντόπισε οχτώ ξεχωριστά φορτία αεροπορικού καυσίμου που εκφορτώθηκαν στον τερματικό σταθμό μεταξύ Φεβρουαρίου 2021 και μέσων Σεπτεμβρίου 2022.
Στη συνέχεια, τα καύσιμα αποθηκεύτηκαν στον τερματικό σταθμό της PEAS μέχρι να μεταφερθούν με βυτιοφόρα στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης της NEPAS και σε στρατιωτικές αεροπορικές βάσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Με βάση τα δεδομένα που ελήφθησαν από τον Δεκέμβριο του 2021 έως τον Αύγουστο του 2022, ορισμένες εγκαταστάσεις αποθήκευσης NEPAS συνδέονται με στρατιωτικές αεροπορικές βάσεις, γεγονός που δείχνει ότι η πολιτική και η στρατιωτική χρήση των αεροπορικών καυσίμων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Διευκολύνοντας την πρόσβαση του στρατού της Μιανμάρ σε αεροπορικά καύσιμα, η Puma Energy συνέβαλε στην υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκάλεσε ο στρατός της Μιανμάρ.
Η ίδια η Puma Energy αναγνώρισε στη Διεθνή Αμνηστία ότι «είχε λάβει γνώση αναφορών ότι ο στρατός ζητούσε με τη βία καύσιμα σε επιλεγμένες εγκαταστάσεις αεροδρομίων της NEPAS. Αυτά τα αναφερόμενα περιστατικά υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη μας στην ικανότητα της NEPAS να διατηρήσει τους ελέγχους που είχαν τεθεί σε εφαρμογή» από την Puma Energy.
Στις 26 Σεπτεμβρίου, η Διεθνής Αμνηστία παρουσίασε στην Puma Energy στοιχεία από την εν λόγω έκθεση. Δέκα ημέρες αργότερα, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τη χώρα και πωλεί την επιχείρησή της στη Μιανμάρ.
«Αναγνωρίζουμε την απόφαση της Puma Energy να αποχωρήσει από τη Μιανμάρ, αλλά η ανακοίνωση των πωλήσεων σε μια αδιευκρίνιστη "ιδιωτική εταιρεία τοπικής ιδιοκτησίας" εγείρει εντελώς νέες ανησυχίες σχετικά με την ανάγκη να απεμπλακεί με υπευθυνότητα και διαφάνεια, και να αποφευχθεί η εγκατάλειψη υποδομών αεροπορικών καυσίμων στα χέρια του στρατού της Μιανμάρ», δήλωσε η Montse Ferrer, ερευνήτρια Επιχειρήσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Διεθνή Αμνηστία.
«Η Puma Energy πρέπει να αποσυρθεί υπεύθυνα και να συμβάλει στην αποκατάσταση οποιασδήποτε βλάβης. Αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει με διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των κοινοτήτων της Μιανμάρ που έχουν πληγεί από τις παράνομες αεροπορικές επιδρομές για την εξεύρεση κατάλληλων μέτρων αποζημίωσης», δήλωσε η Ferrer.
Αποκαλύφθηκαν οι αποστολές
Αλλά η Puma δεν είναι η μόνη. Και άλλες εταιρείες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού αεροπορικών καυσίμων στη Μιανμάρ, και συνδέονται με τις ίδιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μεταξύ Φεβρουαρίου 2021 και 17 Σεπτεμβρίου 2022, τουλάχιστον εφτά πετρελαιοφόρα ξεφόρτωσαν οχτώ φορτία αεροπορικού καυσίμου στον λιμενικό τερματικό σταθμό που διαχειρίζεται η θυγατρική της Puma Energy, η PEAS, στην Thilawa στην εμπορική πρωτεύουσα Yangon.
Η Διεθνής Αμνηστία επιβεβαίωσε τον προμηθευτή και την ημερομηνία τεσσάρων από τα φορτία: Η πλήρως ελεγχόμενη εταιρεία Singapore Petroleum Company (SPC) από την PetroChina (Δεκέμβριος 2021), η ρωσική Rosneft (Δεκέμβριος 2021), η Chevron Singapore (Φεβρουάριος 2022) και η Thai Oil (Ιούνιος 2022). Επίσης, η ExxonMobil συνδέεται με μια αποστολή τον Ιούνιο του 2022.
Έγγραφα που έχει λάβει η Διεθνής Αμνηστία δείχνουν ότι οι αποστολές από την Thai Oil και την SPC της PetroChina προορίζονταν για χρήση από την Πολεμική Αεροπορία της Μιανμάρ.
Εκπρόσωποι της Rosneft, της Chevron και της Thai Oil δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι είχαν λάβει διαβεβαιώσεις πως οι αποστολές θα ήταν μόνο για πολιτικούς σκοπούς. Η SPC της PetroChina δεν απάντησε σε αιτήματα για σχολιασμό. Σε απάντηση στις επιστολές της Διεθνούς Αμνηστίας, η Thai Oil δήλωσε ότι θα διακόψει τις πωλήσεις αεροπορικού καυσίμου Jet A-1 στη Μιανμάρ «μέχρι να μην υπάρχει τέτοιο ζήτημα».
«Οποιαδήποτε εταιρεία σέβεται δεόντως τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η πώληση αεροπορικών καυσίμων σε πελάτη που βρίσκεται σε μια χώρα η οποία κυβερνάται από στρατό με φρικτό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενέχει τουλάχιστον υψηλούς κινδύνους», δήλωσε η Ferrer.
Κάθε εταιρεία που σέβεται δεόντως τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η πώληση αεροπορικών καυσίμων σε πελάτη που βρίσκεται σε χώρα η οποία κυβερνάται από στρατό με φρικτό ιστορικό ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενέχει τουλάχιστον υψηλούς κινδύνους.
Montse Ferrer, ανώτερη ερευνήτρια Επιχειρήσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Διεθνή Αμνηστία
Η κορεατική πλοιοκτήτρια εταιρεία Pan Ocean και η νορβηγική ναυτιλιακή εταιρεία Wilhelmsen βρέθηκαν επίσης να εμπλέκονται σε ορισμένες αποστολές αεροπορικού καυσίμου. Η Pan Ocean δεν απάντησε στη Διεθνή Αμνηστία. Η Wilhelmsen δήλωσε ότι πίστευε πως οι αποστολές ήταν για πολιτικούς σκοπούς, αλλά δήλωσε επίσης ότι «θα σταματήσει αμέσως να παρέχει υπηρεσίες πρακτόρευσης οποιουδήποτε είδους για πλοιοκτήτες ή ιδιοκτήτες φορτίων που εκφορτώνουν αεροπορικό καύσιμο Jet A-1 σε λιμάνια της Μιανμάρ».
Τεκμηρίωση αεροπορικής επίθεσης
Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, η Διεθνής Αμνηστία τεκμηρίωσε 16 παράνομες αεροπορικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2021 και Αυγούστου 2022 στις πολιτείες Kayah, Kayin και Chin, καθώς και στην περιοχή Sagaing.
Σε μια ανησυχητική νέα εξέλιξη, σε δύο τέτοιες επιδρομές η Διεθνής Αμνηστία κατέγραψε τη χρήση από τον στρατό της Μιανμάρ πυρομαχικών διασποράς, τα οποία είναι διεθνώς απαγορευμένα, καθώς είναι εγγενώς αδιάκριτα.
Η Διεθνής Αμνηστία μπόρεσε να συνδέσει άμεσα τέσσερις αεροπορικές βάσεις, Hmawbi, Magway, Tada-U και Taungoo, με επιθέσεις που ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου.
Οι τεκμηριωμένες αεροπορικές επιθέσεις σκότωσαν συνολικά τουλάχιστον 15 αμάχους, τραυμάτισαν τουλάχιστον 36 άλλους αμάχους και κατέστρεψαν σπίτια, θρησκευτικά κτίρια, σχολεία, ιατρικές εγκαταστάσεις και έναν καταυλισμό για εκτοπισμένα άτομα.
Ο αριθμός των νεκρών από τις αεροπορικές επιδρομές βασίζεται σε όσα η Διεθνής Αμνηστία μπόρεσε να επαληθεύσει μέσω άμεσων αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων συνεπών μαρτυριών και των ονομάτων των θυμάτων, που συχνά επιβεβαιώνονται από φωτογραφικό και βιντεοσκοπημένο υλικό των επιθέσεων.
Με βάση αναφορές στα μέσα ενημέρωσης και ξεχωριστή τεκμηρίωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπήρξε ένα πολύ ευρύτερο μοτίβο παράνομων αεροπορικών επιδρομών που σκότωσαν και τραυμάτισαν αμάχους σε ολόκληρη τη Μιανμάρ, πράγμα που σημαίνει ότι ο πραγματικός αριθμός των νεκρών είναι πολύ υψηλότερος.
Στη συντριπτική πλειονότητα αυτών των τεκμηριωμένων περιπτώσεων, μόνο άμαχοι φαίνεται να ήταν παρόντες στο σημείο της επίθεσης κατά τη στιγμή της επίθεσης.
Οι έφηβες αδελφές Maria και Caroline, που ήταν περίπου 15 και 12 ετών, σκοτώθηκαν σε νυχτερινή αεροπορική επιδρομή στις 17 Ιανουαρίου 2022 στο Ree Khee Bu IDP στην πολιτεία Kayah, η οποία συνορεύει με την Ταϊλάνδη. Ο Νu Νu, ένας άντρας γύρω στα 50, σκοτώθηκε επίσης. Ο Kaw Reh, ο 50χρονος πατέρας των κοριτσιών, που είχε μείνει σε άλλο χωριό εκείνη τη νύχτα, έφτασε το επόμενο πρωί και βρήκε τα πτώματά τους καλυμμένα με ύφασμα.
«Τοποθέτησαν τα πτώματα των κοριτσιών μου και του άντρα στην εκκλησία. Ήθελα απλώς να δω τα πτώματα και να καθίσω εκεί», είπε, προσθέτοντας ότι τα υπάρχοντα της οικογένειας στο σημείο του βομβαρδισμού είτε καταστράφηκαν από θραύσματα είτε κάηκαν από άλλους κατοίκους, επειδή υπήρχαν «παντού όργανα και αίμα». Η κόρη του που επέζησε, κάποτε εξωστρεφής και δραστήρια, δεν παίζει πλέον με άλλα παιδιά.
Τον Ιούλιο του 2022, δύο ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας επισκέφθηκαν τον τόπο της επίθεσης και εξέτασαν τους κρατήρες από τις βόμβες και τις τυχόν υπόλοιπες ζημιές. Δεδομένης της έλλειψης μαχητικών ή άλλων στρατιωτικών στόχων στην περιοχή κατά τη στιγμή του πλήγματος, φαίνεται ότι πρόκειται για άμεση επίθεση κατά αμάχων και αποτελεί έγκλημα πολέμου.
«Το αεροπορικό καύσιμο που προμήθευσε, εισήγαγε, αποθήκευσε και διέθεσε μια σειρά εταιρειών ήταν απαραίτητο για τη διεξαγωγή τέτοιου είδους τρομακτικών αεροπορικών επιδρομών από τον στρατό της Μιανμάρ . Ήρθε η ώρα να σπάσει μια για πάντα η αλυσίδα προμήθειας αεροπορικών καυσίμων στην Πολεμική Αεροπορία της Μιανμάρ», δήλωσε η Ferrer.