ΛΙΒΑΝΟΣ: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΙΣ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕΝΕΣ «ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΕΣ» ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΥΡΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Απαντώντας στην είδηση ότι η Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Λιβάνου θα αρχίσει να στέλνει Σύρους πρόσφυγες και προσφύγισσες πίσω στη χώρα τους τις επόμενες ημέρες σε μια αποκαλούμενη «εθελοντική διαδικασία», η Diana Semaan, αναπληρώτρια διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, δήλωσε:
«Οι αρχές του Λιβάνου κλιμακώνουν τις αποκαλούμενες "εθελοντικές επιστροφές", ένα σχέδιο που έχει τεθεί σε εφαρμογή εδώ και τέσσερα χρόνια, ενώ είναι καλά διαπιστωμένο ότι οι Σύροι πρόσφυγες και προσφύγισσες στον Λίβανο δεν είναι σε θέση να λάβουν ελεύθερη και ενήμερη απόφαση για την επιστροφή τους, λόγω των περιοριστικών κυβερνητικών πολιτικών σχετικά με τη μετακίνηση και τη διαμονή, των ανεξέλεγκτων διακρίσεων, της έλλειψης πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες, καθώς και της μη διαθεσιμότητας αντικειμενικών και επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Συρία.
Διευκολύνοντας με τέτοια ένταση αυτές τις επιστροφές, οι αρχές του Λιβάνου θέτουν εν γνώσει τους Σύρους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες σε κίνδυνο να υποστούν ειδεχθή κακοποίηση και διώξεις κατά την επιστροφή τους στη Συρία.
Diana Semaan, Διεθνής Αμνηστία
«Διευκολύνοντας με τέτοια ένταση αυτές τις επιστροφές, οι αρχές του Λιβάνου θέτουν εν γνώσει τους Σύρους πρόσφυγες και προσφύγισσες σε κίνδυνο να υποστούν ειδεχθείς κακοποιήσεις και διώξεις κατά την επιστροφή τους στη Συρία. Ο Λίβανος θα πρέπει να σεβαστεί τις υποχρεώσεις του βάσει του διεθνούς δικαίου και να σταματήσει τα σχέδιά του για μαζική επιστροφή Σύρων προσφύγων και προσφυγισσών.
«Εν μέσω της κλιμακούμενης οικονομικής κρίσης της χώρας, η διεθνής κοινότητα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει τους πάνω από ένα εκατομμύριο Σύρους πρόσφυγες και προσφύγισσες στον Λίβανο ώστε να αποτρέψει την περαιτέρω αύξηση των επιστροφών που δεν είναι ασφαλείς».
Ιστορικό
Στις 12 Οκτωβρίου, ο πρόεδρος του Λιβάνου Michel Aoun δήλωσε ότι η Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Λιβάνου θα αρχίσει να στέλνει Σύρους πρόσφυγες και προσφύγισσες πίσω στην πατρίδα τους «κατά ομάδες» από τις επόμενες ημέρες. Στις 13 Οκτωβρίου, ο υποστράτηγος Abbas Ibrahim, επικεφαλής της Γενικής Ασφάλειας του Λιβάνου, δήλωσε ότι 1.600 Σύροι πρόσφυγες και προσφύγισσες θα επιστραφούν μετά από έγκριση της συριακής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας, οι προσφύγισσες/-όσφυγες υποβάλλουν αίτηση επιστροφής στα γραφεία καταγραφής που λειτουργούν σε ολόκληρο τον Λίβανο. Στη συνέχεια η υπηρεσία προχωρά στη συγκέντρωση όλων των ονομάτων των καταγεγραμμένων προσφύγων και οργανώνει τη μεταφορά τους με λεωφορεία στα συριακά σύνορα. Σύμφωνα με τη διμερή συμφωνία, η Γενική Ασφάλεια του Λιβάνου αποστέλλει επίσης καταλόγους με τα ονόματα των καταγεγραμμένων προσφύγων στη συριακή κυβέρνηση για προέγκριση πριν από την επιστροφή τους στη Συρία.
Για να είναι πραγματικά εθελοντική η επιστροφή των προσφύγων στη χώρα καταγωγής τους, πρέπει να βασίζεται στην ελεύθερη και συγκατάθεσή τους έπειτα από ενημέρωση. Ωστόσο, οι άσχημες συνθήκες στον Λίβανο εγείρουν αμφιβολίες για την ικανότητα των Σύρων προσφύγων να παρέχουν πραγματικά ελεύθερη συγκατάθεση.
Το διεθνές δίκαιο απαγορεύει την επαναπροώθηση κατ' εξαναγκασμό, η οποία συμβαίνει όταν τα κράτη χρησιμοποιούν έμμεσα μέσα για να εξαναγκάσουν τα άτομα να επιστρέψουν σε έναν τόπο όπου διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι άδικες πολιτικές της κυβέρνησης του Λιβάνου αποτελούν θεμελιώδη παράγοντα στην απόφαση να εγκαταλείψουν τη χώρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η συγκατάθεση των προσφύγων για τον επαναπατρισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερη.
Η Διεθνής Αμνηστία έχει καταγράψει στο παρελθόν πώς Σύροι πρόσφυγες και προσφύγισσες έχουν αντιμετωπίσει βασανιστήρια, σεξουαλική βία, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και αυθαίρετη κράτηση κατά την επιστροφή τους στην πατρίδα τους. Όσες/-οι εγκατέλειψαν τη Συρία στην αρχή της σύγκρουσης διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να αντιμετωπίσουν αντίποινα κατά την επιστροφή τους, λόγω των εικαζόμενων πολιτικών τους απόψεων ή ως τιμωρία για τη φυγή τους από τη χώρα.