ΥΕΜΕΝΗ: Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΤΙΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ
Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης (IRG) πρέπει να τερματίσει την παρενόχληση και τη δίωξη δημοσιογράφων στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, μεταξύ άλλων στις επαρχίες Taiz και Hadramout, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία.
Οι δικαστικές αρχές έχουν ασκήσει τους τελευταίους 7 μήνες διώξεις σε τουλάχιστον 3 δημοσιογράφους επειδή δημοσίευσαν περιεχόμενο που ήταν επικριτικό για αξιωματούχους και δημόσιους θεσμούς. Ένας τέταρτος δημοσιογράφος κλήθηκε από τη διεύθυνση ποινικών ερευνών για ανάκριση σχετικά με ανάρτηση στο Facebook στην οποία ασκούσε κριτική στις τιμές πώλησης του πετρελαίου και κρατήθηκε αυθαίρετα για περίπου 9 ώρες.
«Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες απλώς και μόνο επειδή ασκούν κριτική σε κυβερνητικούς θεσμούς και υπαλλήλους. Αυτές/-οί οι δημοσιογράφοι έκαναν απλώς τη δουλειά τους και ο λόγος τους προστατεύεται από το διεθνές δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης έχει την ευθύνη να σέβεται την ελευθερία της έκφρασης και θα πρέπει να αποσύρει όλες τις κατηγορίες εναντίον τους», δήλωσε η Diana Semaan, αναπληρώτρια διευθύντρια για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες απλώς και μόνο επειδή ασκούν κριτική σε κυβερνητικούς θεσμούς και υπαλλήλους.
Diana Semaan, Διεθνής Αμνηστία
«Η στοχοποίηση δημοσιογράφων και ακτιβιστριών/-ών επειδή ασκούν το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης έχει ανατριχιαστικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Ο πραγματικός της στόχος είναι να φιμώσει τη διαφωνία και να αποτρέψει τις κριτικές φωνές».
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, το Συνδικάτο Δημοσιογράφων της Υεμένης κατέγραψε 11 περιπτώσεις επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων απειλών και υποκίνησης βίας, κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης, 9 περιπτώσεις κράτησης και 6 περιπτώσεις δίωξης και κλήτευσης από τα μέρη της σύγκρουσης. Η έκθεση του Συνδικάτου διαπίστωσε ότι η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης ήταν υπεύθυνη για τη διάπραξη 23 από αυτές τις παραβιάσεις, ενώ οι ντε φάκτο αρχές των Χούθι ήταν υπεύθυνες για 16.
Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν περιλαμβάνουν την «προσβολή» δημόσιου υπαλλήλου, η οποία επισύρει ποινή φυλάκισης έως και δύο ετών σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα, τη διακωμώδηση αξιωματούχων του στρατού, την προσβολή συμβόλου του κράτους και τη διατάραξη της δημόσιας τάξης.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η «προσβολή» δεν αποτελεί αναγνωρίσιμο αδίκημα και δεν δικαιολογεί τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Επιπλέον, η Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει δηλώσει ότι «το γεγονός και μόνο ότι μορφές έκφρασης θεωρούνται προσβλητικές για ένα δημόσιο πρόσωπο δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την επιβολή ποινών».
Η Διεθνής Αμνηστία αντιτίθεται σε νόμους που απαγορεύουν την προσβολή ή την ασέβεια προς αρχηγούς κρατών ή δημόσια πρόσωπα, τον στρατό ή άλλους δημόσιους θεσμούς, σημαίες ή σύμβολα – εκτός αν αποτελεί υποκίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα ή βία.
Η κριτική που εκλαμβάνεται ως «προσβολή» ποινικοποιείται με νόμο
Η Διεθνής Αμνηστία πήρε συνέντευξη από 2 δικηγόρους και 10 δημοσιογράφους και ακτιβίστριες/-ιστές. Από αυτά τα άτομα, 6 κλήθηκαν για ανάκριση, από τη διεύθυνση ποινικών ερευνών ή τη στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, επειδή δημοσίευσαν περιεχόμενο επικριτικό για τις αρχές.
Οι δικαστικές αρχές άσκησαν δίωξη σε δύο από τους δημοσιογράφους βάσει του Ποινικού Κώδικα και ένα δικαστήριο τους επέβαλε ποινές φυλάκισης με αναστολή το 2022. Σε μία από τις περιπτώσεις, η εισαγγελία της Taiz είχε απαγγείλει κατηγορίες σε δημοσιογράφο το 2019 για «προσβολή» δημόσιων και στρατιωτικών αξιωματούχων, αφού δημοσίευσε διάφορες αναρτήσεις στο Facebook στις οποίες επέκρινε τις στρατιωτικές αρχές στην Taiz για την «τραμπούκικη» συμπεριφορά τους και τον εκφοβισμό δημοσιογράφων και ακτιβιστριών/-ών. Στις 17 Μαΐου 2022, το Πρωτοδικείο Sabir, τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή και πρόστιμο βάσει του άρθρου 292 του Ποινικού Κώδικα. Ο ίδιος δήλωσε: «Αυτή η δίωξη αποσκοπεί στην εξόφληση πολιτικών λογαριασμών. Η πλευρά που με διώκει είναι αυτή που ελέγχει τον στρατό, τον μηχανισμό ασφαλείας και το δικαστικό σώμα».
Ένας άλλος δημοσιογράφος καταδικάστηκε στις 21 Ιουνίου 2022 από τα δικαστήρια των δημόσιων ταμείων στο Hadramout σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών με αναστολή για «προσβολή δημόσιου υπαλλήλου» και «απειλή δημοσίευσης ιδιωτικών μυστικών» επικαλούμενος τα άρθρα 172 και 257 του Ποινικού Κώδικα, αντίστοιχα, αφού δημοσίευσε άρθρο που επέκρινε την ακαδημαϊκή υπόσταση του δημόσιου πανεπιστημίου στο Hadramout.
Διερωτήθηκε πώς αυτό θα μπορούσε να οριστεί ως αδίκημα για έναν δημόσιο υπάλληλο: «Τι κέρδισε η εισαγγελία από το να με σέρνει στο δικαστήριο για σχεδόν έναν χρόνο, μόνο και μόνο επειδή είπα την αλήθεια με την οποία συμφωνούν οι περισσότεροι άνθρωποι;», δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία.
Αυτολογοκρισία καθώς απειλείται η ελευθερία του τύπου
Ένας δημοσιογράφος εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με δίκη βάσει κατασκευασμένων κατηγοριών και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών εάν καταδικαστεί. Δικάζεται ενώπιον του Ειδικού Πρωτοβάθμιου Ποινικού Δικαστηρίου του Hadramout με βάση κατασκευασμένες κατηγορίες που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, επειδή δημοσίευσε άρθρα που καλούσαν τις τοπικές αρχές του Hadramout να σταματήσουν να χρησιμοποιούν πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών για τη δίωξη δημοσιογράφων και ζητούσαν την αλλαγή του κυβερνήτη. Ο ίδιος δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι πράκτορες ασφαλείας σταθμεύουν τακτικά έξω από το σπίτι και το γραφείο του ως απάντηση στο γεγονός ότι μίλησε εναντίον του κυβερνήτη το 2019.
Ούτε δημοσιογράφος, ούτε δικηγόρος δεν μπόρεσαν να έχουν πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης που περιέχει τα στοιχεία τα οποία έχουν κατατεθεί εναντίον του, κατά παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Δύο άλλοι δημοσιογράφοι δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι σταμάτησαν να δημοσιεύουν επικριτικές απόψεις για τις αρχές από φόβο δίωξης. Ο ένας από αυτούς δήλωσε: «Κατέφυγα στη σιωπή και σταμάτησα προσωρινά τη δημοσιογραφία, αλλά είναι μια απογοητευτική, πικρή και ταπεινωτική μοίρα».
Η χρήση των νόμων περί εθνικής ασφάλειας ή των νόμων περί δυσφήμισης με σκοπό ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της νόμιμης κριτικής της κυβέρνησης ή των δημόσιων αξιωματούχων παραβιάζει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη θα πρέπει να ορίζονται επακριβώς στον νόμο για να προφυλάσσονται από την υπερβολικά ευρεία ή καταχρηστική ερμηνεία και εφαρμογή.
«Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης πρέπει να τερματίσει αμέσως την παρενόχληση και τη δίωξη των δημοσιογράφων και να σεβαστεί το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης. Μπορεί να ξεκινήσει εγκαταλείποντας την πρακτική της κλήσης ακτιβιστριών/-ών και δημοσιογράφων στις υπηρεσίες ασφαλείας και τις στρατιωτικές υπηρεσίες και τερματίζοντας την κατάχρηση των νόμων περί ποινικής δυσφήμισης και εθνικής ασφάλειας για την καταστολή της διαφωνίας. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης πρέπει επίσης να ευθυγραμμίσει την εθνική νομοθεσία που περιορίζει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης με τα διεθνή πρότυπα», δήλωσε η Diana Semaan.