ΙΡΛΑΝΔΙΑ: ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΠΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗ ΣΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΟΥΝ ΤΗ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΕΞ
Ο νόμος του 2017 που υποτίθεται ότι σχεδιάστηκε για την προστασία των θυμάτων trafficking και των εργαζομένων στο σεξ από την εκμετάλλευση, αντίθετα, διευκολύνει τη στοχοποίηση και την κακοποίηση των εργαζομένων στο σεξ. Το κράτος αποτυγχάνει να τις/τους προστατεύσει από τη βία, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε νέα της έρευνα.
Η έκθεση με τίτλο «“Ζούμε μέσα σε ένα βίαιο σύστημα”: Δομική βία κατά των εργαζομένων στο σεξ στην Ιρλανδία» αποκαλύπτει πώς η ποινικοποίηση των πτυχών της σεξεργασίας αναγκάζει τις/τους εργαζόμενες/-ους στο σεξ να έρχονται αντιμέτωπες/-οι με περισσότερους κινδύνους, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν την αστυνομία, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλειά τους.
«Οι νόμοι που αποσκοπούν στην προστασία των εργαζομένων στη βιομηχανία σεξ τις/τους θέτουν σε υψηλότερο κίνδυνο κακοποίησης και βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού και των σωματικών επιθέσεων. Αυτό μας λένε οι εργαζόμενες/οι στο σεξ για τον πραγματικό αντίκτυπο του νόμου του 2017 και η ιρλανδική κυβέρνηση πρέπει να αρχίσει να τις/τους ακούει», δήλωσε ο Colm O’Gorman, εκτελεστικός διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας Ιρλανδίας.
Η έρευνά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι η ποινικοποίηση της αγοράς του σεξ αναγκάζει τις/τους εργαζόμενες/ους στο σεξ να έρχονται αντιμέτωπες/-οι περισσότερους κινδύνους, ενώ η ποινικοποίηση της διατήρησης χώρων παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών εμποδίζει τις/τους εργαζόμενες/ους στο σεξ να συνεργάζονται για να διασφαλίζουν την ασφάλειά τους.
Η πλειονότητα των εργαζομένων στη βιομηχανία του σεξ που ερωτήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας επιθυμεί την πλήρη αποποινικοποίηση της σεξεργασίας στην Ιρλανδία, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς σεξ. Είπαν επίσης ότι η κοινή χρήση χώρων με άλλες/ους εργαζόμενες/ους στο σεξ συμβάλλει στην αύξηση της ασφάλειάς τους και περιορίζει τον πιθανό κίνδυνο βίας.
Μια εργαζόμενη στο σεξ δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Με δυο άτομα μόνο, μια γυναίκα με έναν άντρα, δεν έχουμε καμία πιθανότητα. Χρειαζόμαστε άλλο ένα κορίτσι. Μπορεί να ακούσει τι συμβαίνει... Το να είσαι μόνη, είναι πολύ επικίνδυνο».
Μια άλλη εργαζόμενη στο σεξ δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Μια νύχτα πήγα σε ένα αδιέξοδο που ήταν διακριτικό, ώστε να μη με βρει η αστυνομία... Δεν μπορούσε να περάσει με το περιπολικό από το σημείο. Αλλά την ίδια στιγμή, δεν είχα καμία οδό διαφυγής αν κάτι πήγαινε στραβά... Και αυτό ήταν ένα πολύ άμεσο αποτέλεσμα της παρουσίας της αστυνομίας εκεί, που στοχοποιεί τους πελάτες».
Αστυνομία: «Απειλή, όχι ασπίδα»
Η έρευνα δείχνει επίσης πώς η έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αστυνομία και το κοινωνικό στίγμα που ενισχύεται από τον ποινικό νόμο αποτελούν βασικές ανησυχίες για τις/τους εργαζόμενες/ους στο σεξ.
Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων εργαζομένων στο σεξ ανέφεραν ότι βίωσαν βία κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής τους με τη σεξεργασία. Ωστόσο, οι εργαζόμενες/-οι στη βιομηχανία του σεξ ανέφεραν επίσης ότι φοβούνται την αστυνομία. Μεταξύ των λόγων που αναφέρθηκαν για την προτίμηση να μην εμπλακούν με την αστυνομία σε περιστατικά βίας ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης και η πεποίθηση ότι δεν θα ληφθούν μέτρα. Επιπλέον, οι εργαζόμενες/-οι στο σεξ εξέφρασαν τον φόβο της παρενόχλησης ή της βίας από την αστυνομία, καθώς και της ειδοποίησης ή της στοχοποίησης των σπιτονοικοκύρηδών τους, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έξωση και έλλειψη στέγης.
Μια εργαζόμενη στο σεξ δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Βλέπω την αστυνομία ως απειλή και όχι ως ασπίδα». Ένας άλλος εργαζόμενος στο σεξ δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Πρέπει να αποποινικοποιηθεί 100%. Όσο δεν είναι αποποινικοποιημένη, φοβάμαι να το καταγγείλω στους αστυνομικούς ή σε άλλους. Σε κάθε άλλη επιχείρηση, αν υπάρχουν κακοί πελάτες, αν σου συμβεί κάτι, μπορείς να καλέσεις την αστυνομία... Το θέμα είναι να δημιουργήσουμε ένα ασφαλέστερο περιβάλλον για εμάς».
Οι φόβοι των μεταναστριών/ών εργαζομένων στο σεξ να επικοινωνήσουν με την αστυνομία πηγάζουν από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν λόγω του μεταναστευτικού τους καθεστώτος ή των σχεδίων τους να υποβάλουν αίτηση για ιρλανδική υπηκοότητα. Μια μετανάστρια εργαζόμενη στο σεξ δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία:
Η μόνη φορά που θα καλούσα την αστυνομία θα ήταν αν πέθαινα στο πάτωμα... Προσωπικά θα προτιμούσα να διακινδυνεύσω με έναν πελάτη παρά με έναν αστυνομικό.
Για πολλά από τα άτομα που ερωτήθηκαν, η ποινικοποίηση του να πληρώνει κανείς για σεξ προστίθεται στα ήδη υψηλά επίπεδα κοινωνικού στιγματισμού και διακρίσεων που βιώνουν για άλλους λόγους, όπως η φυλή, η εθνικότητα, το φύλο, η ταυτότητα φύλου, η αναπηρία, η χρήση ναρκωτικών, η έλλειψη στέγης ή η μεταναστευτική ιδιότητα.
Η έρευνα υπογραμμίζει την έλλειψη δεδομένων σχετικά με τις εμπειρίες των εργαζομένων στο σεξ και την εξάρτηση της κυβέρνησης από παρωχημένες και εσφαλμένες έρευνες που συγχέουν την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση με τη σεξεργασία. Επισημαίνει επίσης ότι το κράτος απέτυχε να συμβουλευτεί επαρκώς τις/τους εργαζόμενες/νους στο σεξ κατά τη σύνταξη του νόμου του 2017.
Η ιρλανδική κυβέρνηση διεξάγει σήμερα αναθεώρηση του ποινικού νόμου για τα σεξουαλικά αδικήματα του 2017, και αυτή τη φορά οι εργαζόμενες/οι στη βιομηχανία του σεξ θέλουν να ακουστεί η φωνή τους.
«Η αναθεώρηση του νόμου αποτελεί ζωτική ευκαιρία να διασφαλιστεί ότι θα προστατεύει πράγματι τις/τους εργαζόμενες/-ους στο σεξ», δήλωσε ο Colm O'Gorman.
«Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να ζητηθεί από τις/τους ίδιες/-ους τις/τους εργαζόμενες/-ους στο σεξ ουσιαστική γνώμη, ώστε οι βιωμένες εμπειρίες τους να μπορούν να επικαιροποιήσουν τους νόμους και τις πολιτικές που προορίζονται να τις/τους προστατεύουν».
Ιστορικό
Δημοσκόπηση που διεξήχθη από τη Διεθνή Αμνηστία τον Δεκέμβριο του 2021 αποκάλυψε ότι το 70% των ανθρώπων στην Ιρλανδία πιστεύει ότι οι εργαζόμενες/-οι στη βιοηχανία του σεξ πρέπει να ερωτώνται για κάθε νόμο που τις/τους επηρεάζει άμεσα, ενώ το 73% πιστεύει ότι οι εργαζόμενες/-οι στο σεξ έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με το σώμα και τη ζωή τους.
Το 2017, το μέρος 4 του ποινικού νόμου για τα σεξουαλικά αδικήματα ποινικοποίησε την αγορά σεξ και αύξησε σημαντικά τις ποινές για τη διατήρηση χώρων παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών –δύο ή περισσότερες εργαζόμενες/-οι στο σεξ που πωλούν σεξουαλικές υπηρεσίες στον ίδιο χώρο– σε πρόστιμο 5.000 ευρώ ή φυλάκιση έως 12 μήνες.