ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ: Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δημοσιεύθηκε στις 1 Ιουλίου 2021, 12:41Εκτύπωση

Ο νόμος περί εθνικής ασφάλειας του Χονγκ Κονγκ (NSL) έχει αποδεκατίσει τις ελευθερίες της πόλης, δημιουργώντας ένα τοπίο που στερείται ολοένα και περισσότερο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία σε νέα έρευνά της, έναν χρόνο μετά την έναρξη ισχύος της επιβεβλημένης από το Πεκίνο νομοθεσίας.

Η έκθεση «Εις το όνομα της εθνικής ασφάλειας» περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο ο νόμος, που θεσπίστηκε στις 30 Ιουνίου 2020, έδωσε στις αρχές την ελευθερία να ποινικοποιούν παράνομα τη διαφωνία αφαιρώντας τα δικαιώματα από όσες/ους στοχοποιεί.

«Μέσα σε έναν χρόνο, ο νόμος περί εθνικής ασφάλειας έχει θέσει το Χονγκ Κονγκ σε μια ραγδαία πορεία μετατροπής του σε αστυνομικό κράτος, δημιουργώντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων ζουν εκεί», δήλωσε η Yamini Mishra, περιφερειακή διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ασία και τον Ειρηνικό.

Από την πολιτική στον πολιτισμό, και από την εκπαίδευση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο νόμος έχει μολύνει κάθε τμήμα της κοινωνίας του Χονγκ Κονγκ, προκαλώντας κλίμα φόβου που αναγκάζει τους κατοίκους να σκεφτούν δύο φορές τι θα πουν, τι θα αναρτήσουν και πώς θα ζήσουν τη ζωή τους.

 

«Τελικά, αυτή η εκτεταμένη και κατασταλτική νομοθεσία απειλεί να καταστήσει την πόλη μια άγονη γη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που μοιάζει όλο και περισσότερο με την ηπειρωτική Κίνα».

Με βάση την ανάλυση δικαστικών αποφάσεων, σημειώσεων ακροαματικών διαδικασιών και συνεντεύξεων με ακτιβιστές/ιστριες στοχοποιημένων από το NSL, η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας δείχνει πώς χρησιμοποιήθηκε η νομοθεσία για να φέρει εις πέρας ένα ευρύ φάσμα παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους τελευταίους δώδεκα μήνες.

Αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει την «εθνική ασφάλεια» ως πρόσχημα για να δικαιολογήσει τη λογοκρισία, την παρενόχληση, τις συλλήψεις και τις διώξεις. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις που δείχνουν ότι οι λεγόμενες διασφαλίσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που ορίζονται στο NSL είναι ουσιαστικά άχρηστες, ενώ οι προστασίες που υπάρχουν στον συμβατικό νόμο του Χονγκ Κονγκ απορρίπτονται επίσης από το NSL.

 

Η αναίρεση της εγγύησης παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

Την 1η Ιουλίου 2020, την πρώτη πλήρη ημέρα ισχύος του νόμου, η αστυνομία συνέλαβε περισσότερους από 300 διαδηλωτές/ώτριες, εκ των οποίων 10 με υπόνοιες για παραβίαση του NSL. Έκτοτε, η κυβέρνηση συνέχισε να συλλαμβάνει και να κατηγορεί άτομα βάσει του NSL μόνο και μόνο επειδή ασκούσαν τα δικαιώματά τους στην ελευθερία της έκφρασης, στην ειρηνική συνάθροιση και συνεταιρισμό.

Ακόμη χειρότερα, τα άτομα που κατηγορούνται βάσει του νόμου θεωρούνται ουσιαστικά ένοχα και όχι αθώα, πράγμα που σημαίνει ότι στερούνται εγγύησης εκτός εάν μπορούν να αποδείξουν ότι δεν θα «συνεχίσουν να διαπράττουν πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια».

 

Η έκθεση περιγράφει επίσης πώς οι αρχές έχουν χρησιμοποιήσει το NSL για:

- Να περιορίσουν πλήρως τη διεθνή πολιτική συνηγορία, συλλαμβάνοντας ή διατάσσοντας τη σύλληψη 12 ατόμων για «σκευωρία» ή «συνωμοσία με σκοπό τη σκευωρία» με «ξένες δυνάμεις» επειδή ήταν σε επαφή με ξένους διπλωμάτες, που είχαν κληθεί από άλλες χώρες για κυρώσεις ή είχαν ζητήσει από άλλες χώρες να παράσχουν άσυλο σε όσες/ους προσπαθούσαν να ξεφύγουν από διώξεις. Άλλα άτομα στοχοποιήθηκαν για τις δημοσιεύσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή γιατί έδωσαν συνέντευξη σε ξένα μέσα

- Να επεκτείνουν τις αρμοδιότητες των αξιωματικών επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στην εθνική μονάδα ασφαλείας του Χονγκ Κονγκ της δυνατότητας να ερευνά περιουσιακά στοιχεία, να παγώνει ή να κατάσχει περιουσιακά στοιχεία και να κατάσχει δημοσιογραφικό υλικό, όπως έγινε στις δύο επιδρομές στη δημοκρατική εφημερίδα «Apple Daily» φέτος. Τέτοιες ανεξέλεγκτες εξουσίες αφήνουν λίγο χώρο στην αποτροπή πιθανών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της διερευνητικής διαδικασίας.

Η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί τον υπερβολικά ευρύ ορισμό περί «διακινδύνευσης της εθνικής ασφάλειας» με σκοπό τον γενικό περιορισμό των ελευθεριών. Για αρχή, πρέπει να αποσύρει όλες τις ποινικές κατηγορίες εναντίον όσων αντιμετωπίζουν σήμερα δίωξη για την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.

Yamini Mishra

«Η ευθύνη πέφτει επίσης και στα Ηνωμένα Έθνη να ξεκινήσουν μια επείγουσα συζήτηση για την επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής της NSL στο Χονγκ Κονγκ».

 

Ιστορικό

Το NSL ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Μόνιμη Επιτροπή Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου της Κίνας και εκδόθηκε στο Χονγκ Κονγκ στις 30 Ιουνίου 2020 χωρίς καμία επίσημη, ουσιαστική δημόσια ή άλλη τοπική διαβούλευση.

Ο νόμος στοχεύει σε εικαζόμενες πράξεις «απόσχισης», «ανατροπής της κρατικής εξουσίας», «τρομοκρατικών δραστηριοτήτων» και «σκευωρίας με ξένες ή εξωτερικές δυνάμεις για να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια».

Αυτός ο σαρωτικός ορισμός της «εθνικής ασφάλειας», που ακολουθεί αυτόν των κινεζικών κεντρικών αρχών, στερείται σαφήνειας και νομικής προβλεψιμότητας και έχει χρησιμοποιηθεί αυθαίρετα ως πρόσχημα για τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ελευθερία της έκφρασης, στην ειρηνική συνάθροιση, στην ένωση και στην ελευθερία, όπως επίσης για την καταστολή της διαφωνίας και της πολιτικής αντιπολίτευσης.

Η αυθαίρετη εφαρμογή του NSL και οι ανακριβείς ποινικοί ορισμοί καθιστούν πραγματικά αδύνατο να γνωρίζουμε πώς και πότε θα μπορούσε κάτι να θεωρηθεί παραβίαση, με αποτέλεσμα το Χονγκ Κονγκ από την πρώτη ημέρα να έχει παγώσει απ’ άκρη σ’ άκρη.

Μεταξύ 1ης Ιουλίου 2020 και 29 Ιουνίου 2021, η αστυνομία συνέλαβε ή διέταξε τη σύλληψη τουλάχιστον 118 ατόμων βάσει του NSL. Από τις 29 Ιουνίου 2021, 64 άτομα έχουν κατηγορηθεί επίσημα, εκ των οποίων 47 βρίσκονται σήμερα σε προδικαστική κράτηση.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.