ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΕ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ ΟΡΥΚΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΑΣ
Οι πλουσιότερες κυβερνήσεις του κόσμου στην πραγματικότητα καταδικάζουν εκατομμύρια ανθρώπους στη λιμοκτονία, την ξηρασία και τον εκτοπισμό μέσω της συνεχούς υποστήριξής τους προς τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, δήλωσε σήμερα η Διεθνής Αμνηστία. Η νέα έκθεση της οργάνωσης προσφέρει μια καταδικαστική αξιολόγηση των παγκόσμιων αποτυχιών να προστατευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα από την κλιματική αλλαγή, ενώ περιγράφει πώς ο νόμος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να συμβάλει στην υποχρέωση των κυβερνήσεων και των εταιρειών να λογοδοτούν.
Ενόψει της συνόδου κορυφής των G7 ηγετών (11-13 Ιουνίου), η Διεθνής Αμνηστία τονίζει πώς τα G7 μέλη εξακολουθούν να επιδοτούν τη βιομηχανία άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, χωρίς να διαθέτουν αξιόπιστα σχέδια την έναρξη της ουσιαστικής σταδιακής κατάργησης όλων των ορυκτών καυσίμων κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Όλα τα G7 μέλη έχουν δεσμευτεί για καθαρές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, αλλά κανένα δεν έχει υποβάλει μια κατάλληλη στρατηγική για τη μείωση των εκπομπών έως το 2030, έτος κατά το οποίο οι παγκόσμιες εκπομπές πρέπει να μειωθούν στο μισό προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα σενάρια όσον αφορά το κλίμα.
«Τα άνευ φιλοδοξίας σχέδια για το κλίμα που υποβάλλονται από τα G7 μέλη αποτυπώνουν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν πρόκειται για κάποια διοικητική αποτυχία: Είναι μια καταστροφική, μαζικής κλίμακας επίθεση στα ανθρώπινα δικαιώματα», δήλωσε η Chiara Liguori, σύμβουλος πολιτικής της Διεθνούς Αμνηστίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Περιβάλλον.
Οι G7 και άλλες πλούσιες βιομηχανικές χώρες έχουν ιστορικά εκπέμψει τον περισσότερο άνθρακα και φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την τρέχουσα κλιματική κρίση. Διαθέτουν επίσης τους περισσότερους πόρους για την αντιμετώπισή της, αλλά οι στρατηγικές τους μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει τραγικά ανεπαρκείς, και η υποστήριξή τους προς άλλες χώρες ελλιπέστατη.
Chiara Liguori, σύμβουλος πολιτικής της Διεθνούς Αμνηστίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Περιβάλλον
«Στη σύνοδο κορυφής των G7 ηγετών/ριών, οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμευτούν για την άνευ όρων σταδιακή κατάργηση όλων των ορυκτών καυσίμων, όσο πιο κοντά στο 2030 είναι τεχνικά εφικτό. Πρέπει όμως να θεσπίσουν αυστηρούς κανονισμούς που να απαιτούν από τις επιχειρήσεις να στραφούν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τους φόρους μας για να επιδοτήσουν τη θανατηφόρα βιομηχανία ορυκτών καυσίμων».
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί όλες τις κυβερνήσεις να ενστερνιστούν και να εφαρμόσουν φιλόδοξα εθνικά σχέδια για το κλίμα που να αντικατοπτρίζουν τα ξεχωριστά επίπεδα ευθύνης και ικανότητας καθεμιάς. Οι πλούσιες βιομηχανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των G7 μελών, πρέπει να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές άνθρακα όσο το δυνατόν πιο κοντά στο 2030. Οι χώρες μεσαίου εισοδήματος με μεγαλύτερη ικανότητα, όπως η Κίνα και η Νότια Αφρική, πρέπει να στοχεύσουν στο να ρίξουν τις εκπομπές στο μισό έως το 2030, ή το συντομότερο δυνατό έπειτα από αυτό, ώστε να φτάσουν στο μηδέν έως το 2050. Άλλες χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος πρέπει να επιδιώξουν να φτάσουν στο μηδέν το 2050.
Όλα τα κράτη πρέπει επίσης να διασφαλίσουν μια δίκαιη μετάβαση για τους/τις εργαζόμενους/ες και τις κοινότητες που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή και τη διαδικασία απομάκρυνσης από τον άνθρακα, λαμβάνοντας μέτρα για τη μείωση της φτώχειας και τη διόρθωση των υπαρκτών ανισοτήτων στην απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό περιλαμβάνει την απόδοση προτεραιότητας σε επενδύσεις υπεύθυνα παραγόμενων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην κοινωνική προστασία, ενώ παράλληλα περιλαμβάνει και την υποστήριξη της δημιουργίας νέων, πράσινων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας.
Τα δικαιώματά μας στην πυρά
Η νέα έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας «Σταματήστε να καίτε τα δικαιώματά μας!» παρέχει ένα εκτεταμένο νομικό και ηθικό σχέδιο για το τι πρέπει να κάνουν τα κράτη και οι εταιρείες ώστε να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση, να βοηθήσουν τους πληγέντες ανθρώπους να προσαρμοστούν, καθώς και να διασφαλίσουν την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν προκαλέσει. Δείχνει πώς ο νόμος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να καθοδηγεί κυβερνήσεις, εταιρείες και ακτιβιστές/ίστριες στη μάχη ενάντια στην κλιματική κρίση. Σε όλο τον κόσμο, ο νόμος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για να υποχρεώνει τις κυβερνήσεις και τις εταιρείες να λογοδοτούν για τις αποτυχίες τους στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα τα κράτη πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να μειώσουν τις εκπομπές το συντομότερο δυνατό, αλλά η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας περιέχει πολλά παραδείγματα κυβερνήσεων που δεν τηρούν αυτήν την υποχρέωση.
Για παράδειγμα, από τις G20 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν συλλογικά σχεδόν το 80% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μόλις εφτά έχουν υποβάλει στον ΟΗΕ στόχους για τη μείωση των εκπομπών έως το 2030. Όλα αυτά είναι επί του παρόντος ανεπαρκή για να διατηρήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από 1,5 βαθμό.
Στην πραγματικότητα, η υποστήριξη προς τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων συνεχίστηκε σχεδόν αμείωτη από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλές G20 χώρες παρείχαν άνευ όρων μέτρα οικονομικής τόνωσης στις εταιρείες ορυκτών καυσίμων και αερομεταφορών – παρότι γνώριζαν πολύ καλά ότι η επιδότηση αυτών των βιομηχανιών θα βλάψει εκατομμύρια ανθρώπους.
Τα πλουσιότερα κράτη έχουν την υποχρέωση να βοηθούν τις χαμηλότερου εισοδήματος χώρες, κάτι που συμπεριλαμβάνει και την παροχή επαρκούς χρηματοδότησης για την υποστήριξη της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη συμβολή στην προστασία των ανθρώπων από τις κλιματικές καταστροφές, και την αποκατάσταση των απωλειών και των ζημιών. Και εδώ έχουν αποτύχει επίσης. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της διεθνούς χρηματοδότησης για το κλίμα έχουν χορηγηθεί ως δάνεια παρά ως επιχορηγήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες χαμηλού εισοδήματος πρέπει να χρησιμοποιήσουν τους δικούς τους πόρους για να καλύψουν το σχετιζόμενο με το κλίμα κόστος το οποίο τους επιβάλλουν άλλοι, πράγμα που αντιβαίνει στις υποχρεώσεις διεθνούς βοήθειας.
Δίκαιη μετάβαση
Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας τονίζει επίσης τη σημασία μιας δίκαιης μετάβασης που θα προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προειδοποιεί ότι πάρα πολλές κυβερνήσεις προσπαθούν να κόψουν δρόμο, γεγονός που επιδεινώνει την ανισότητα, βασισμένες υπερβολικά σε τεχνολογίες για των οποίων τη λειτουργία δεν υπάρχουν αποδείξεις ή σε μηχανισμούς εμπορίου άνθρακα, ορισμένοι από τους οποίους μπορεί από μόνοι τους να έχουν καταστροφικές επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα, οι μεγάλης κλίμακας καλλιέργειες βιοκαυσίμων για την απομάκρυνση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και τα έργα συντήρησης σε χώρες του παγκόσμιου Νότου για την αντιστάθμιση των εκπομπών των πλουσιότερων χωρών μπορεί να επηρεάσουν την επισιτιστική ασφάλεια, τα προς το ζην και την πρόσβαση εκατομμυρίων ανθρώπων σε γη.
Η απομάκρυνση της οικονομίας από δραστηριότητες άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας αλλά, χωρίς την επαρκή διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα μέτρα μείωσης ενδέχεται να προκαλέσουν περαιτέρω βλάβες σε ομάδες που αντιμετωπίζουν ήδη διακρίσεις και περιθωριοποίηση. Επιπλέον, οι περισσότερες τεχνολογίες δεν είναι επί του παρόντος ικανές να παραγάγουν ουσιώδεις αρνητικές εκπομπές, και η εμπιστοσύνη στη μελλοντική ανάπτυξή τους είναι επικίνδυνο στοίχημα.
«Οι μη προνομιούχες ομάδες δεν πρέπει να πληρώσουν το τίμημα για την αδράνεια των πλούσιων κυβερνήσεων και τη συνέργειά τους με τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων», δήλωσε η Chiara Liguori.
«Δεν υπάρχουν παρακάμψεις για τη διάσωση του πλανήτη και της ανθρωπότητας. Η μόνη επιλογή είναι να τερματιστεί τάχιστα η εποχή των ορυκτών καυσίμων. Μπορούμε να έχουμε είτε ανθρώπινα δικαιώματα είτε ορυκτά καύσιμα – δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο».