
ΠΡΟΣΙΤΗ ΣΤΕΓΑΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ: ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΟΡΟΝΟΙΟ
Καθώς η ένταση της πανδημίας κορονοϊού υποχωρεί, το φετινό θέμα για την Παγκόσμια Ημέρα Κατοικίας - «Στέγαση για όλους - Ένα καλύτερο αστικό μέλλον» - δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο. Με σχεδόν το 90% όλων των αναφερθέντων κρουσμάτων κορονοϊού σε αστικές περιοχές και τη στενή σχέση ανάμεσα στα ποσοστά στέρησης και μόλυνσης, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να εξετάσουμε κριτικά τις αιτίες μόλυνσης στις πόλεις και τις κοινότητές μας.
Όπως σημείωσε ο πρώην ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την επαρκή στέγαση, η πρόσβαση σε επαρκή στέγαση είναι πλέον ζήτημα ζωής και θανάτου. Η στέγαση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία και που καθορίζουν το επίπεδο ευπάθειας ενός ατόμου απέναντι στον κορονοϊό. Είναι επίσης σχεδόν αδύνατο να προστατευθεί ο ίδιος/ίδια και η οικογένειά του από τον ιό απουσία σταθερού και ασφαλούς τόπου διαμονής. Περίπου 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο δεν έχουν στέγη ή ζουν σε κατοικίες που είναι «εξαιρετικά ανεπαρκείς». Για όσους/ες ζουν σε καθεστώς ανεπαρκούς στέγασης, ο κίνδυνος μόλυνσης δεν μειώνεται σημαντικά, καθώς πολλοί/ες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ζήσουν ή να εργαστούν σε κοντινή απόσταση με άλλους, να μοιραστούν ήδη πολυσύχναστους χώρους, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ύδρευσης και αποχέτευσης.
Οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σε τέτοιες συνθήκες ανήκουν ήδη σε μερικές από τις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες στις κοινωνίες μας, που συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις για έναν ή περισσότερους λόγους. Σε αυτές τις ομάδες περιλαμβάνονται άτομα ΛΟΑΤΚΙ+, παιδιά που ζουν στον δρόμο, ηλικιωμένοι, αυτόχθονες, πρόσφυγες και μετανάστες/ριες, εκείνοι και εκείνε που δέχονται διακρίσεις βάσει του φύλου, της καταγωγής και της εργασίας τους, άτομα με αναπηρίες, γυναίκες και κορίτσια.
Από τις πρώτες μέρες της πανδημίας, ακτιβιστές/ριες και εμπειρογνώμονες έχουν επισημάνει τη σημασία υιοθέτησης μέτρων ανταπόκρισης και αποκατάστασης στον κορονοϊό που είναι σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήδη από τον Μάρτιο του 2020, ο τότε ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την επαρκή στέγαση κάλεσε τα κράτη να λάβουν έκτακτα μέτρα για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα στέγασης για όλους προκειμένου να προστατευθούν από την πανδημία. Ωστόσο, οι ενέργειες των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο σχετικά με το δικαίωμα σε επαρκή στέγαση μπορούν, στην καλύτερη περίπτωση, να περιγραφούν ως άνισες και βραχυπρόθεσμες και, σε πολλές περιπτώσεις, απλώς σκληρές και απερίσκεπτες.
Τον Ιούνιο του 2020, η Διεθνής Αμνηστία, σε μια υποβολή στον Ειδικό Εισηγητή του ΟΗΕ για την επαρκή στέγαση, τόνισε τις ενέργειες ορισμένων κρατών όσον αφορά τη στέγαση και την έλλειψη στέγης στο πλαίσιο της πανδημίας. Αυτές κυμαίνονταν από βραχυπρόθεσμα μέτρα για την παροχή στέγης σε άτομα που βιώνουν έλλειψη στέγης, μορατόριουμ για εξώσεις, κυρώσεις που επιβάλλονται σε άτομα που είναι άστεγα για μη συμμόρφωση με τα μέτρα καραντίνας, καθώς και αναγκαστικές εξώσεις.
Σχεδόν επτά μήνες μετά την πανδημία, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Οι αναγκαστικές εξώσεις συνεχίζονται, ενώ μερικές από τις πιο περιθωριοποιημένες ομάδες συνεχίζουν να ζουν σε όλο και πιο επισφαλείς συνθήκες και ωθούνται προς την έλλειψη στέγης.
Αναγκαστικές εξώσεις
Κατεδαφίσεις σπιτιών στον οικισμό Dagoretti Corner, Ναϊρόμπι, Κένυα
Στις 11 Μαΐου, πέντε ημέρες μετά την αναγκαστικές εξώσεις στο βόρειο Kariobangi, ο Πρόεδρος της Κένυας, μέσω του Υπουργού Εσωτερικών και του Συντονισμού της Εθνικής Κυβέρνησης του Υπουργικού Συμβουλίου, ανακοίνωσε ότι «έως ότου αντιμετωπίσει η χώρα της πρόκληση του κορονοϊού δεν θα πραγματοποιηθεί καμία έξωση».
Επίσης, ανακοίνωσε ότι η αστυνομία είχε λάβει εντολή να σταματήσει όλες τις εξώσεις και ότι οι αστυνομικοί υποχρεώθηκαν να επιβεβαιώσουν δικαστικές εντολές για εξώσεις μέσω του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα. Ωστόσο, αυτό το μορατόριουμ για τις εξώσεις έχει παραβιαστεί ξανά και ξανά με ελάχιστο σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα για όσους έχουν πληγεί ή εκτεθεί στην πανδημία.
Πιο πρόσφατα, την 1η Οκτωβρίου οι κάτοικοι του οικισμού Dagoretti Corner υποβλήθηκαν σε αδίστακτες αναγκαστικές εξώσεις που κατέστησαν περίπου 3.000 ανθρώπου άστεγους. Οι κατεδαφίσεις σπιτιών και εγκαταστάσεων που περιελάμβαναν περίπου 200 μικρές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν κατόπιν εντολής της Εταιρείας Ενέργειας και Φωτισμού της Κένυας και της Εταιρείας Σιδηροδρόμων της Κένυας, και οι δύο κρατικές υπηρεσίες, σε μια προσπάθεια να διεκδικήσουν τη γη που καταλαμβάνεται από τον οικισμό. Εκείνοι που έχασαν τα σπίτια τους και τους πόρους διαβίωσης τους δήλωσαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι δεν ειδοποιήθηκαν για την έξωση ούτε τους δόθηκε εναλλακτική στέγαση ή αποζημίωση.
Κάτοικοι του άτυπου καταυλισμού Kaloleni στο Ναϊρόμπι, έξω από τα γκρεμισμένα σπίτια τους © Sheila Wairimu
«Ζούσα εδώ για περίπου 20 χρόνια και είδα το σπίτι και την επιχείρησή μου να καταρρέουν μέσα σε λίγα λεπτά. Δεν είχα καν χρόνο να σώσω τα υπάρχοντά μου καθώς δεν είχα καμία ειδοποίηση.» - Joyce Wangari, κάτοικος και ιδιοκτήτρια επιχείρησης στο Dagoretti Corner.
Ομοίως, στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου, περίπου χιλιάδες κάτοικοι του άτυπου οικισμού Kaloleni στο Ναϊρόμπι υπέστησαν αναγκαστικές εξώσεις από την Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Κένυας. Τα μέλη της κοινότητας σε αυτήν την περιοχή αντιμετώπισαν βάναυσες κατεδαφίσεις σπιτιών τον Αύγουστο του 2018 από εταιρεία αυτή. Χωρίς την παροχή εναλλακτικών κατοικιών, πολλοί από αυτούς δεν είχαν άλλη επιλογή από το να επιστρέψουν στην περιοχή όπου ζούσαν και να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους από το μηδέν. Μιλώντας στη Διεθνή Αμνηστία, η Magdaline Njeri, κάτοικος του Kaloleni είπε:
«Μετά από τις κατεδαφίσεις του 2018 στο Kaloleni, δεν ζούμε ειρηνικά. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να ξαναχτίσουμε τα σπίτια μας στην ίδια περιοχή. Δεν είχαμε πουθενά αλλού να πάμε! Δεν είχαμε ούτε χρόνο να σώσουμε τα υπάρχοντά μας. Οι κατεδαφίσεις στις 23 και 24 Σεπτεμβρίου 2020, στις 9:30 π.μ, μας εξέπληξαν. Δεν εκδόθηκε ειδοποίηση. Εργάζομαι περιστασιακά και ο κορονοϊός επηρέασε τα περισσότερα μέρη όπου δουλεύω. Η έλλειψη στέγης έχει γίνει μια σκληρή πραγματικότητα για μένα. Έχω επίσης ένα παιδί με ειδικές ανάγκες και δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα. Δεν έχω γονείς και πουθενά να πάω.
Ωστόσο, οι μαζικές εξώσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν περιορίζονται σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή. Η Διεθνής Αμνηστία μαζί με αρκετούς άλλους οργανισμούς τεκμηριώνουν και υψώνουν τη φωνή τους κατά των εξώσεων σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Στην Ιταλία, παρά τις νομικές και πολιτικές αλλαγές που οδήγησαν στην αναστολή των εξώσεων μέσω της πανδημίας και πιο πρόσφατα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οι τοπικές αρχές προχώρησαν αναγκαστικές εξώσεις Ρομά. Στις 11 Αυγούστου, οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν βίαια από τον άτυπο οικισμό των Ρομά στη via del Foro Italiaco 531 στη Ρώμη. Στο Τορίνο οικογένειες Ρομά εκδιώχθηκαν βίαια από τα σπίτια τους και τοποθετήθηκαν σε χωριστούς καταυλισμούς σε τρεις περιπτώσεις μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2020. Αυτές οι τελευταίες αναγκαστικές εξώσεις προσθέτουν ένα μακροχρόνιο μοτίβο παραβιάσεων των δικαιωμάτων στέγασης που έχουν υποστεί οι Ρομά στα χέρια των ιταλικών αρχών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, αρκετές άλλες εξώσεις σε καταυλισμούς ή άτυπους οικισμούς έχουν ανακοινωθεί από τις τοπικές αρχές τις τελευταίες εβδομάδες, προκαλώντας ανησυχίες για τις μελλοντικές συνθήκες στέγασης εκατοντάδων παιδιών και ενηλίκων Ρομά.
Είναι επίσης σημαντικό ότι ενώ η Surabaya στην Ινδονησία έχει επιλεγεί ως η φετινή πόλη για τη διοργάνωση για της Παγκόσμιας Ημέρας Κατοικίας, μαζικές εξώσεις έχουν πραγματοποιηθεί αλλού στην Ινδονησία, συμπεριλαμβανομένου του χωριού Ancol στη Βόρεια Τζακάρτα και στο Tangerang.
Πρόσφυγες στη Μόρια
Παρόλο που οι πρόσφυγες και αιτούντες/ούσες άσυλο στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζουν μαζικές εξώσεις, ο κορονοϊός έχει φέρει μαζί του ένα νέο σύνολο προκλήσεων που σχετίζονται με τη στέγαση. Ως αποτέλεσμα του νόμου του Μαρτίου 2020, οι πρόσφυγες και οι δικαιούχοι επικουρικής προστασίας στην Ελλάδα έχουν περιθώριο μόνο 30 ημέρες μετά από τη νόμιμη αναγνώρισή τους, να εγκαταλείψουν το κατάλυμα που τους έχει παρασχεθεί και να αναζητήσουν στέγαση στην ιδιωτική αγορά ενοικίασης. Πριν από τον Μάρτιο του 2020, τους δίνονταν περίοδο έξι μηνών για να εξασφαλίσουν εναλλακτική στέγαση. Η κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει αυτό το σχέδιο από τις αρχές Ιουνίου 2020 και χιλιάδες πρόσφυγες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη διαμονή τους, ακόμη και σε καταυλισμούς, παρόλο που εξακολουθούν να ισχύουν περιορισμοί κυκλοφορίας σε πολλές από αυτές τις εγκαταστάσεις λόγω του κορονοϊού. Η Ύπατη Αρμοστεία σημείωσε ότι « εξέφρασε ανησυχίες ότι η βοήθεια για πολλούς αναγνωρισμένους πρόσφυγες λήγει πρόωρα, προτού αποκτήσουν αποτελεσματική πρόσβαση σε προγράμματα απασχόλησης και κοινωνικής πρόνοιας, όπως προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία».
Η υπηρεσία έχει επίσης επισημάνει πώς οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν «εμπόδια στην πρόσβαση στη στήριξη». Η υπηρεσία σημείωσε περαιτέρω τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν πολλοί πρόσφυγες στην εύρεση εργασίας και στέγασης στο πλαίσιο των περιορισμών λόγω του κορονοϊού. Σύμφωνα με οργανώσεις που εργάζονται στην Ελλάδα, η κυβερνητική επιχείρηση δημιούργησε κινδύνους έλλειψης στέγης ή στέρησης για πολλούς. Όπως διατυπώνεται από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, «έχουμε ασθενείς με καρκίνο, επιζώντες βασανιστηρίων, ανύπαντρες μητέρες με χρόνιες παθήσεις και βαριά έγκυες γυναίκες που αναγκάζονται να κοιμούνται στο πάτωμα, χωρίς καμία υποστήριξη».
Η φωτιά της 9η Σεπτεμβρίου στη Μόρια © AFP via Getty Images
Τα πράγματα επιδεινώθηκαν στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου, όταν ξέσπασαν καταστροφικές πυρκαγιές στον γεμάτο προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας στο νησί της Λέσβου στην Ελλάδα. Ενώ δεν καταγράφηκαν θύματα, μέσα σε μία νύχτα σχεδόν 13.000 άνθρωποι έχασαν το λιγοστό καταφύγιο και τις υπηρεσίες υγιεινής που διέθεταν, καθώς και πολλά έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα και φάρμακα.
«Καταφέραμε να σώσουμε τις ζωές μας και πήραμε μερικές κουβέρτες από τη σκηνή ... Έχασα την κάρτα ασύλου και την τραπεζική μου κάρτα. Έχω μόνο το έγγραφο της αστυνομίας», δήλωσε ο Μ, ένας Αφγανός αιτών άσυλο που ζούσε στη Μοριά με την οικογένειά του πριν από την καταστροφή του.
«Αυτή τη στιγμή είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο αστυνομικές ομάδες που προσπάθησαν να απωθήσουν, καθώς εδώ και δύο ημέρες δεν έχουμε πρόσβαση σε φαγητό ή υπηρεσίες υγιεινής», είπε ο P *, ένας άντρας αιτών άσυλο.
Παρόλο που από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά, οι κάτοικοι της Μοριάς που επλήγησαν από την πυρκαγιά μεταφέρθηκαν σταδιακά σε έναν νέο προσωρινό καταυλισμό στη Λέσβο, για αρκετές ημέρες μετά την τραγωδία χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να κοιμηθούν στον δρόμο, περικυκλωμένοι από αστυνομικές δυνάμεις, χωρίς κατάλληλο καταφύγιο ή υπηρεσίες υγιεινής και περιορισμένη διανομή τροφίμων. Τη στιγμή της πυρκαγιάς, τουλάχιστον 35 αιτούντες/ούσες άσυλο είχαν διαγνωστεί θετικοί στον κορονοϊό. Καθώς οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στον νέο καταυλισμό, υποβλήθηκαν σε τεστ στο σημείο εισόδου και περίπου 240 άτομα ήταν θετικά.
Άνθρωποι χωρίς στέγη
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς ένα κατάλληλο μέρος για να ζήσει κανείς, είναι σχεδόν αδύνατο να εφαρμοστεί κάποιο από τα προστατευτικά μέτρα κατά του κορονοϊού που θεσπίζονται από κυβερνήσεις και ειδικούς στη δημόσια υγεία. Για τους ανθρώπους που βιώνουν έλλειψη στέγης, ο κορονοϊός αποτελεί σοβαρή και άμεση απειλή για την υγεία και τη ζωή τους και παρά τα προσωρινά μέτρα ορισμένων κυβερνήσεων για την προστασία εκείνων που αντιμετωπίζουν ακραίες μορφές έλλειψης στέγης, όπως οι άστεγοι/ες, το παρόν και το μέλλον τους διακυβεύεται
Για παράδειγμα, τον Μάρτιο, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, υπεύθυνη για τη στέγαση στην Αγγλία και την Ουαλία, ανακοίνωσε χρηματοδότηση για να δώσει τη δυνατότητα στις τοπικές αρχές να προσφέρουν καταλύματα έκτακτης ανάγκης και άλλη υποστήριξη σε άστεγα άτομα. Σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία, μέχρι τα μέσα Απριλίου σε πάνω από το 90% των άστεγων ατόμων στην Αγγλία είχαν προσφερθεί καταλύματα έκτακτης ανάγκης και μέχρι τον Μάιο σχεδόν σε 15.000 άτομα είχαν παρασχεθεί καταλύματα έκτακτης ανάγκης από τις τοπικές αρχές. Οι περισσότεροι από εκείνους που ζουν στον δρόμο στη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, επίσης, έλαβαν καταλύματα έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο, μέχρι τον Αύγουστο, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν σημαντική αύξηση του αριθμού των ατόμων που κοιμούνται στον δρόμο λόγω ορισμένων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ορισμένων από αυτούς που ζητήθηκαν να εγκαταλείψουν καταλύματα έκτακτης ανάγκης για αντικοινωνική συμπεριφορά και τη δημιουργία μιας νέας ομάδας των αστέγων λόγω του κλεισίματος των υπηρεσιών υποστήριξης στις οποίες συνήθως βασίζονταν. Οι ειδικοί είχαν επίσης την άποψη ότι η αύξηση του αριθμού θα μπορούσε να αποδοθεί στην αύξηση της ανεργίας και στην αδυναμία των ατόμων που βρίσκονται σε επισφαλή εργασία να συμβαδίσουν με τα ενοίκια..
Ο Groundswell, ένας οργανισμός που συνεργάζεται με άτομα που βιώνουν έλλειψη στέγης, ανέφερε ότι η πανδημία οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στις λειτουργίες των υπηρεσιών υποστήριξης, όπως το κλείσιμο νυχτερινών ξενώνων, τη διακοπή βασικών υπηρεσιών, όπως οι εξετάσεις, τα οφέλη που σχετίζονται με την αναπηρία και τα ραντεβού στα γραφεία ευρέσεως εργασίας. Μερικές από τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εκείνοι που τοποθετήθηκαν σε ξενοδοχεία και άλλα καταλύματα έκτακτης ανάγκης ήταν η πρόσβαση σε επαρκή τρόφιμα, συχνά επειδή δεν είχαν εισόδημα, καθώς οι παροχές τους είχαν σταματήσει λόγω της αδυναμίας τους να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις ή επειδή έλαβαν τρόφιμα που απαιτείται να μαγειρευτούν και δεν είχαν τις απαραίτητες συσκευές για να το πράξουν στο κατάλυμα τους. Η οργάνωση ανέφερε επίσης ότι πολλοί άνθρωποι που ήταν άστεγοι ένιωσαν ότι η ψυχική και σωματική τους υγεία είχε επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Ενώ οι νομικές αλλαγές στη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία σημαίνουν ότι οι περίοδοι ειδοποίησης για έξωση από ενοικιαζόμενες κατοικίες έχουν παραταθεί έως τον Μάρτιο του 2021, η άρση της απαγόρευσης των εξώσεων στην Αγγλία και την Ουαλία τον Σεπτέμβριο έχει προκαλέσει ανησυχία ότι θα υπάρξει ένα άλλο κύμα εξώσεων όσων άργησαν να καταβάλουν το ενοίκιο τους, τους τελευταίους μήνες. Ελλείψει επαρκών προσιτών μονάδων στέγασης, είναι πιθανό ότι χιλιάδες οικογένειες θα μείνουν στον δρόμο.
Όπως σημείωσε ο Δρ Steven Platts, Διευθύνων Σύμβουλος του Groundswell, «ο καθένας έχει το δικαίωμα σε ένα ασφαλές σπίτι. Σε όλη τη Βρετανία τα εμπόδια στο σύστημα σημαίνει ότι για χιλιάδες ανθρώπους η έλλειψη στέγης είναι πραγματικότητα. Καθώς κατευθυνόμαστε προς το χειμώνα με την πρόσθετη πρόκληση του κορονοϊού να συνεχίζει να εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις και τα διδάγματα των τελευταίων έξι μηνών για να σχεδιάσουμε μια αποτελεσματική απάντηση που να προστατεύει το δικαίωμα των ανθρώπων στην κατοικία, την επαρκή υγεία και ευεξία και την πρόσβαση σε τρόφιμα».
Χτίζοντας ένα μέλλον μαζί
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι βιώσιμες και μακροπρόθεσμες λύσεις στέγασης είναι ένα από τα βασικά δομικά στοιχεία για την επίτευξη ενός «καλύτερου αστικού μέλλοντος». Η αποτυχία των κρατών να σχεδιάσουν επαρκώς και να παρέχουν προσιτή στέγαση συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό των εξαιρετικά ανεπαρκών κατοικιών, των ανεπίσημων οικισμών και των αστέγων, οδηγώντας έτσι σε μια εξαιρετικά άνιση και κατακερματισμένη κοινωνία.
Αυτό που χρειάζεται δεν είναι μόνο να τερματίζουμε τις αναγκαστικές εξώσεις και την ύπαρξη αστέγων, αν και η αντιμετώπιση τέτοιων ακραίων παραβιάσεων του δικαιώματος στέγασης θα ήταν ένα ευπρόσδεκτο πρώτο βήμα.
Μακροπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμεύσουν τους απαραίτητους πόρους για να αυξήσουν το απόθεμα κοινωνικής στέγασης και να καταστήσουν τη στέγαση προσιτή σε όλους και όλες χωρίς διακρίσεις. Τα σχέδια αποκατάστασης από τον κορονοϊό πρέπει να περιλαμβάνουν στρατηγικές στέγασης σε εθνικό επίπεδο που έχουν δημιουργηθεί με την ουσιαστική συμμετοχή όλων, συμπεριλαμβανομένων των πιο περιθωριοποιημένων τμημάτων, όπως οι κάτοικοι των άτυπων οικισμών, οι πρόσφυγες και οι αιτούντες/ούσες άσυλο και τα άτομα που βιώνουν έλλειψη στέγης.
Εάν θέλουμε να βγούμε από αυτήν την πανδημία ως ισχυρότερες και δικαιότερες κοινότητες, πιο ανθεκτικές σε μελλοντικές κρίσεις, τότε οι κυβερνήσεις σε όλα τα επίπεδα πρέπει να αξιολογήσουν τα μέτρα αντιμετώπισης του κορονοϊού μέσα από το πρίσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα μέτρα αποκατάστασης δεν θα οδηγήσουν σε περαιτέρω εδραίωση της φτώχειας και των διακρίσεων.