2009-2018: Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
- Παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ έχει αυξηθεί κατά 8,6%, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία μειώθηκαν στην Ισπανία κατά 11,21% από το 2009.
- Μόνο οι Βαλεαρίδες Νήσοι έχουν ανακτήσει τις δημόσιες επενδύσεις του 2009, ενώ οι περιφέρειες που απέχουν περισσότερο από την επίτευξη αυτού του στόχου είναι οι Castilla La Mancha, Asturias, La Rioja, Γαλικία και Καταλονία.
- Η πρωτοβάθμια περίθαλψη, που είναι πιο απαραίτητη από ποτέ σε μια κρίση όπως αυτή του κορονοϊού, είναι η πιο παραμελημένη από τις δημόσιες επενδύσεις.
- Οι αρχές πρέπει να αντιστρέψουν επειγόντως την τάση μείωσης των επενδύσεων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και να αυξήσουν τους ανθρώπινους πόρους και τον εξοπλισμό.
Μαδρίτη - Η Διεθνής Αμνηστία παρουσίασε έναν χάρτη των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν από τις αυτόνομες κοινότητες της Ισπανίας, μέσω του οποίου καταγγέλλει πώς τα τελευταία χρόνια είναι μια χαμένη δεκαετία (από το 2009 έως το 2018, το τελευταίο έτος σύμφωνα με επίσημα στοιχεία) όσον αφορά τις επενδύσεις στην υγεία (λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό) στην Ισπανία. Η οργάνωση επισημαίνει ότι μετά τα μέτρα λιτότητας που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και που προκάλεσαν, μεταξύ 2009 και 2013, την κατάρρευση των δαπανών στην υγειονομική περίθαλψη και παρά την προοδευτική βελτίωση από τότε, οι δαπάνες για την υγεία που ίσχυαν πριν από δέκα χρόνια εξακολουθούν να μην έχουν ανακτηθεί. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα στην υγεία κινδυνεύει στην Ισπανία: αυτές οι πολιτικές έχουν προκαλέσει επιδείνωση της προσβασιμότητας, της προσιτής τιμής και της ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και πολλά δεινά, ειδικά σε άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα, και με χρόνιες ασθένειες, σε άτομα με αναπηρίες, σε άτομα που λαμβάνουν θεραπεία ψυχικής υγείας και σε ηλικιωμένους, όπως έχει αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία σε άλλες εκθέσεις της.
Η οργάνωση με λύπη διαπιστώνει ότι, παρόλο που τα τελευταία δέκα χρόνια η Ισπανία αύξησε τον πλούτο της (το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) κατά 8,6%, αυτό δεν επέφερε ισοδύναμη αύξηση των δαπανών για τη δημόσια υγεία, αλλά αντιθέτως αυτές μειώθηκαν κατά 11,21% σε σύγκριση με το 2009, έναντι των ιδιωτικών δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 16,28%. Οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία ανά κάτοικο έχουν επίσης μειωθεί κατά 10,5%. Από τις κοινότητες της Ισπανίας, μόνο οι Βαλεαρίδες Νήσοι ανέκτησαν τις επενδύσεις για τη δημόσια υγεία που ίσχυαν το 2009 ενώ εκείνες που απέχουν περισσότερο από την επίτευξη αυτού του στόχου είναι οι Castilla La Mancha, Asturias, La Rioja, Γαλικία και Καταλονία.
Το ποσοστό των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε, από 8,98% το 2009 σε 8,87% το 2017. Σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ισπανία βρίσκεται κάτω από χώρες όπως η Γερμανία, η οποία επένδυσε το 11,25% του ΑΕΠ της στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης το 2017, τη Γαλλία (11,3%), τη Σουηδία (11%), την Αυστρία (10,4%), το Βέλγιο (10,3%) και την Ολλανδία (10,10%), ενώ βρίσκεται πιο υψηλά στην κατάταξη σε σχέση με χώρες όπως η Εσθονία, η Κύπρος, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο ή η Ρουμανία, οι οποίες διαθέτουν ποσοστά κάτω του 6,5%.
«Η Ισπανία δεν συμμορφώνεται με τις διεθνείς υποχρεώσεις της για την υγεία, σύμφωνα με τις οποίες δεσμεύεται να προχωράει προοδευτικά προς την εκπλήρωση του δικαιώματος όλων να απολαμβάνουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας. Σε μια συνθήκη όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα, αυτό φαίνεται να είναι πιο σοβαρό από ποτέ: δεν θέλουμε άλλες χαμένες δεκαετίες,» λέει ο Esteban Beltrán, διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας της Ισπανίας. «Οι αρχές πρέπει να αντιστρέψουν επειγόντως την τάση της μείωσης των επενδύσεων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και να αυξήσουν τους ανθρώπινους πόρους και τον εξοπλισμό για να διασφαλίσουν την προοδευτική εκπλήρωση του δικαιώματος στην υγεία,» προσθέτει ο διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας.
Ένα άλλο ανησυχητικό στοιχείο που καταγγέλλει η οργάνωση είναι ότι μεταξύ 2009 και 2018 οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία ανά κάτοικο μειώθηκαν κατά 10,5%, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος, το 2018, δαπάνησε ένα ποσό μειωμένο κατά 147 ευρώ για κάθε άτομο σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν. Σύμφωνα με τις τρέχουσες δαπάνες, η Ισπανία δαπανά 2.221,11 ευρώ ανά κάτοικο. Συγκρίνοντας τις επενδύσεις στην υγεία ανά κάτοικο με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης το 2017, η Ισπανία βρισκόταν σε μια ενδιάμεση θέση, με ορισμένες χώρες να διαθέτουν περισσότερα από 5.000 ευρώ ανά κάτοικο, όπως η Σουηδία (5.206 ευρώ), η Δανία (5.134 ευρώ), το Λουξεμβούργο (5.082 ευρώ) και η Γερμανία (4.459 ευρώ) και με άλλες να διαθέτουν λιγότερα από 1.000 ευρώ ανά κάτοικο, όπως η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Κροατία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Κατά την ίδια περίοδο, η Σουηδία αύξησε τις επενδύσεις κατά 74,78%, η Εσθονία κατά 66,18%, η Λιθουανία κατά 53,78%, η Γερμανία κατά 33,26%, η Αυστρία κατά 23,82% και η Φινλανδία κατά 24,29%.
«Οι περικοπές προκάλεσαν ανισότητες, ασθένειες, ταλαιπωρία και θανάτους. Φαίνεται ότι τώρα δείχνουμε αυξημένη ενσυναίσθηση στους ασθενείς και τους νεκρούς λόγω του κορονοϊού. Ωστόσο, πρέπει να δείχνουμε ενσυναίσθησή μας και σε έναν/μία ασθενή που υποφέρει από ηπατίτιδα C, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί θεραπεία, ή σε έναν άρρωστο που πρέπει να περιμένει μήνες για να τον εξετάσει ένας ειδικός. Για να μην συμβεί αυτό ξανά, είναι σημαντικό να υπερασπιστούμε ένα καθολικό και ποιοτικό σύστημα δημόσιας υγείας,» λέει η Loly, νοσοκόμα στον τομέα πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη Μαδρίτη.
Η μεγάλη λήθη
Η οργάνωση επισημαίνει ότι η πρωτοβάθμια περίθαλψη, απαραίτητη σε ένα σύστημα υγείας και αναγκαία για την αντιμετώπιση μιας υγειονομικής κρίσης όπως η πανδημία του κορονοϊού, ήταν ένας από τους τομείς που κινδύνεψε περισσότερο. Οι επενδύσεις σε αυτή την υπηρεσία, που είναι η πύλη προς το σύστημα δημόσιας υγείας και η μοναδική στην οποία έχει πρόσβαση η πλειονότητα των ασθενών, έχει μειωθεί κατά 13,10% κατά μέσο όρο στις αυτόνομες κοινότητες την τελευταία δεκαετία. Το 2018 οι επενδύσεις ανέρχονταν μόνο στο 13,8% των συνολικών δαπανών για τη δημόσια υγεία, σε σύγκριση με το ήδη χαμηλό ποσοστό του 14,3% το 2009. Ο αριθμός του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στην πρωτοβάθμια περίθαλψη ανά 1.000 κατοίκους δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά: παραμένει ο ίδιος με το 2009.
Η Αραγονία και η Καταλονία έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Μόνο η Μούρθια αύξησε το ποσοστό της κατά 6,92% από το 2009.
«Η πρωτοβάθμια περίθαλψη θα πρέπει να ανταποκρίνεται στο 85% των προβλημάτων υγείας, εξοικονομώντας έτσι από την υγειονομική περίθαλψη. Ωστόσο οι περικοπές συνεχίζονται. Όταν άρχισα να εργάζομαι, πριν από 30 χρόνια, μπορούσαμε να διενεργήσουμε μια ολοκληρωμένη εξέταση σε έναν ασθενή. Μερικές φορές έρχεται κάποιος με ένα σωματικό πρόβλημα υγείας, ωστόσο εάν δεν αφιερώσουμε χρόνο για να τον εξετάσουμε ενδέχεται να μας διαφύγουν οι ψυχολογικές πτυχές του προβλήματος. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να εξυπηρετούμε 50 άτομα την ημέρα,» καταγγέλλει η Loly. Και ως παράδειγμα, αναφέρει: «Οι νοσοκόμοι/ες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γυναίκες, βιώνουν επιπτώσεις στην υγεία τους (ζάλη, πονοκέφαλος κ.λπ.). Μερικές φορές απλώς λένε «είμαι κουρασμένη, είμαι λυπημένη». Εάν αφιερώσει κανείς λίγο χρόνο συνειδητοποιεί ότι πίσω από το σωματικό πρόβλημα υπάρχει μια θλίψη που πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί,» εκφράζει με λύπη η νοσοκόμα.
Η υπερηφάνεια ενός συστήματος που δεν εξελίσσεται
Μέσα σε μια δεκαετία, ο αριθμός του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά. Η αναλογία του ιατρικού προσωπικού πρωτοβάθμιας περίθαλψης ανά κάτοικο, σε κρατικό επίπεδο, αυξήθηκε από 0,74% το 2009 σε 0,77% το 2018, αύξηση κατά μόλις 0,03 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι ανησυχητικό ότι οι κοινότητες των Βαλεαρίδων Νήσων και της Μαδρίτης έχουν μειώσει αυτόν τον αριθμό, παρά το γεγονός ότι η Ισπανία βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και απέχει πολύ από χώρες όπως η Πορτογαλία, η χώρα με την καλύτερη αναλογία με ποσοστό 2,6, η Ιρλανδία (1,82 ), η Ολλανδία (1,6), η Αυστρία (1,56) και η Γαλλία (1,42). Κατατάσσεται μόνο πάνω από χώρες όπως η Σλοβενία, η Πολωνία, η Λετονία, η Ουγγαρία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία.
Όσον αφορά την αναλογία του νοσηλευτικού προσωπικού, αυτό έχει αυξηθεί ελαφρώς, από 0,61% το 2009 σε 0,66% το 2018. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, οι Βαλεαρίδες Νήσοι και η Κοινότητα της Μαδρίτης έχουν προχωρήσει σε μείωση. Τα Κανάρια Νησιά και η κοινότητα La Rioja έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις πλησιάζοντας μια αναλογία ύψους 0,30%.
«Έχουμε ανεπαρκές προσωπικό - πολύ λιγότερο από αυτό που αναμένεται για μια χώρα όπως η Ισπανία - ανεπαρκή μέσα και συρρικνωμένο προϋπολογισμό. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο εμφανίστηκε η πανδημία,» λέει ο Pedro, γιατρός πρωτοβάθμιας περίθαλψης στη Μαδρίτη.
«Πριν από δέκα χρόνια μας αντικαταστούσαν όταν απουσιάζαμε για λόγους υγείας ή για διακοπές, ακόμη και στην παράκτια περιοχή. Πλέον αυτό δεν ισχύει. Για την κάλυψη ενός συνεργάτη μας δίνουν 20 με 30 ευρώ. Εάν κάνουμε δύο βάρδιες μας τις πληρώνουν, ωστόσο επειδή στον τομέα εργάζονται περισσότερες γυναίκες η ρύθμιση των απογευματινών ωραρίων είναι πιο περίπλοκη,» εξηγεί η Paula (δεν είναι το πραγματικό της όνομα), ιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας στη Γαλικία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Διεθνής Αμνηστία επισημαίνει ότι η Ισπανία πρέπει να υιοθετήσει μια στρατηγική για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και να το οικοδομήσει με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και να εγγυηθεί την παροχή προστασίας σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Για την επίτευξη αυτού, ζητά από τις κεντρικές και περιφερειακές αρχές υγείας:
Να δώσουν προτεραιότητα στην αύξηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ή τουλάχιστον στην ανάκτηση των συνολικών και κατά κεφαλήν δαπανών για την υγεία το συντομότερο δυνατό, στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από την επιβολή των μέτρων λιτότητας και ταυτόχρονα να αυξήσουν προοδευτικά τις επενδύσεις, με σταθερούς όρους. Να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα πριν από την εφαρμογή τυχόν μελλοντικών μέτρων για τη βελτίωση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας και της αποτελεσματικότητας των περιφερειακών συστημάτων υγείας και να εξασφαλίσουν την κατάλληλη συμμετοχή και διαβούλευση των επηρεαζόμενων ομάδων σχετικά με τον τρόπο που τα μέτρα αυτά αναπτύσσονται και εφαρμόζονται. Να συμμορφωθούν με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις στην πρωτοβάθμια περίθαλψη κατά την κατανομή των πόρων, ενισχύοντας έτσι τη δυνατότητα παροχής υγειονομικής περίθαλψης μέσω της εξασφάλισης περισσότερων ανθρώπινων και υλικών πόρων. Να εξασφαλίσουν τη διαβούλευση και τη συμμετοχή των επαγγελματιών στον τομέα της υγείας και του πληθυσμού που επηρεάζεται, για να ληφθούν υπόψη οι προτάσεις τους στο σχεδιασμό της στρατηγικής για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Να ενισχύσουν τους μηχανισμούς λογοδοσίας για πιθανά μέτρα για τον περιορισμό των δαπανών για την υγεία που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Περισσότερες πληροφορίες
Η Ισπανία, μέσω της υπογραφής και επικύρωσης των διεθνών και περιφερειακών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπόκειται σε υποχρεώσεις όσον αφορά τον σεβασμό, την προστασία και την εκπλήρωση του δικαιώματος στην υγεία, τις οποίες και πρέπει να εκπληρώσει. Μία από τις υποχρεώσεις που οι αρχές υγείας δεν εκπλήρωσαν, η οποία απορρέει από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα που επικυρώθηκε από την Ισπανία το 1977, είναι η λήψη μέτρων στο μέγιστο των διαθέσιμων πόρων, προκειμένου να επιτευχθεί σταδιακά η πλήρης εκπλήρωση του δικαιώματος στην υγεία. Αυτό σημαίνει ότι η Ισπανία δεν έχει απλά τη «φιλοδοξία» να βελτιώσει το δικαίωμα στην υγεία των κατοίκων της, αλλά ότι έχει την υποχρέωση να υιοθετήσει άμεσα και νομικά δεσμευτικά μέτρα.
Η Ισπανία αγνοεί επίσης τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την πρωτοβάθμια περίθαλψη, ο οποίος έχει παροτρύνει τα κράτη τα τελευταία χρόνια να «βασίσουν τα συστήματα υγείας τους στις αρχές μιας σταθερής πρωτοβάθμιας περίθαλψης και καθολικής κάλυψης [... ] για την αποφυγή δυσανάλογων επενδύσεων στην τριτοβάθμια περίθαλψη», με βάση το ότι εκτιμάται ότι καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου, η πρωτοβάθμια περίθαλψη μπορεί να ικανοποιήσει τις περισσότερες από τις ανάγκες που αφορούν την υγεία του. Το ίδιο υπογραμμίστηκε από τη Διακήρυξη της Αστάνα, η οποία υπεγράφη από τα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών το 2018, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, και στην οποία τα κράτη δεσμεύτηκαν να ενισχύσουν τα συστήματα υγείας τους μέσω επενδύσεων στην πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Η Διεθνής Αμνηστία διεξάγει μια εκστρατεία στην οποία έχει συγκεντρώσει περισσότερες από 85.000 υπογραφές για να απαιτήσει την προστασία του υγειονομικού προσωπικού και την διάθεση περισσότερων πόρων για τη δημόσια υγεία, όσο η κρίση του κορονοϊού βρίσκεται στο προσκήνιο.