ΤΟΥΡΚΙΑ: ΚΑΤΑΠΝΙΓΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΙΟΥ
Ο κορονοϊός καταστρέφει ζωές παγκοσμίως, είτε λόγω της ίδιας της ασθένειας είτε λόγω του κοινωνικού και οικονομικού αντίκτυπου της καραντίνας και άλλων κυβερνητικών μέτρων. Παντού οι φτωχότεροι/ρες πλήττονται περισσότερο. Στην Τουρκία, οι αρχές επιδεινώνουν την κατάσταση χρησιμοποιώντας την πανδημία ως δικαιολογία για να καταπατήσουν περαιτέρω το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Καταδιώκουν χρήστες/ριες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, δημοσιογράφους, γιατρούς και άλλους και επικαλούνται νομικές διατάξεις που ποινικοποιούν τις αντίθετες απόψεις, σε μια προσπάθεια να αποσιωπήσουν την κριτική εναντίον τους.
Καταστολή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Περίπου 54 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην Τουρκία, σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Η χώρα κατατάσσεται έβδομη στη λίστα των ενεργών χρηστών/ριών στο Twitter (13,6 εκατομμύρια άτομα) και βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τα κράτη που υποβάλλουν νομικά αιτήματα για κατάργηση περιεχομένου.
Με το πρόσχημα της καταπολέμησης των «ψευδών ειδήσεων», της «υποκίνησης» ή της «διάδοσης φόβου και πανικού», οι τουρκικές αρχές χρησιμοποιούν διατάξεις ποινικού δικαίου για την στοχοποίηση ατόμων που συζητούν για την πανδημία στο διαδίκτυο. Από τις 11 Μαρτίου, όταν ανακοινώθηκε το πρώτο θετικό κρούσμα του ιού, έως την 21η Μαΐου, η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Υπουργείου Εσωτερικών ισχυρίστηκε ότι 1.105 χρήστες/ριες μέσων κοινωνικής δικτύωσης έκαναν προπαγάνδα υπέρ μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, κοινοποιώντας, μεταξύ άλλων, «προκλητικές δημοσιεύσεις σχετικά με τον κορονοϊό» . Από αυτούς/ες, 510 φέρεται να κρατούνται για ανάκριση. Τον Απρίλιο, η Διεθνής Αμνηστία υπέβαλε αίτημα στα Υπουργεία Εσωτερικών και το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την ελευθερία της πληροφόρησης, ζητώντας περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις κρατήσεις, τις έρευνες και τις διώξεις που σχετίζονται με τον κορονοϊό. Το αίτημα παραμένει αναπάντητο μέχρι τη στιγμή της παρούσας δημοσίευσης.
Όταν, στις 28 Μαρτίου, ο οδηγός φορτηγού Malik Yılmaz μοιράστηκε με τους 30 ακολούθους του ένα βίντεο στο TikTok, δεν πίστευε ότι αυτό θα γινόταν viral ούτε ότι θα κατέληγε να κρατείται από την αστυνομία. Στο βίντεο, εξέφρασε την απογοήτευσή του για το σύνθημα «Μένουμε σπίτι»:
Το υποτιθέμενο έγκλημά του ήταν ότι «παρακίνησε τον κόσμο να παραβιάσει τον νόμο». Τον ανέκριναν τρεις φορές, του απαγορεύτηκαν τα ταξίδια στο εξωτερικό και του ζητήθηκε να παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα μια φορά την εβδομάδα. Ως αποτέλεσμα, έχασε τη δουλειά του και φοβάται ότι θα διωχθεί σύμφωνα με το άρθρο 217 του Ποινικού Κώδικα, που επιβάλλει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη. Παραμένει αμετανόητος. «Στηρίζω τα όσα είπα στο βίντεο…γιατί ήταν αλήθεια».
Καταστολή των μέσων ενημέρωσης
Η Τουρκία είναι η πρώτη χώρα σε φυλακίσεις δημοσιογράφων και εργαζόμενων στα μέσα ενημέρωσης. Η μακροχρόνια καταστολή των μέσων ενημέρωσης εντατικοποιήθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, με τις εφημερίδες να κλείνουν και δεκάδες δημοσιογράφους να καταδικάζονται με βάση υπερβολικά ευρείς αντιτρομοκρατικούς νόμους. Τώρα, οι αρχές στοχοποιούν και πάλι τους δημοσιογράφους. Μόνο τις τελευταίες τρεις εβδομάδες του Μαρτίου, τουλάχιστον 12 δημοσιογράφοι που ασχολούνταν με την πανδημία συνελήφθησαν από την αστυνομία.
Στις 18 Μαρτίου, ο Güngör Arslan έμαθε ότι ο συνάδελφός του, Ismet Ciğit, συντάκτης της Kocaeli Ses - μιας τοπικής εφημερίδας στη δυτική επαρχία Kocaeli - συνελήφθη καθώς ένα άρθρο στην ιστοσελίδα της εφημερίδας ανέφερε δύο θανάτους από τον κορονοϊό σε τοπικό νοσοκομείο. Ο Arslan έσπευσε στο αστυνομικό τμήμα για να εξηγήσει ότι ως συντάκτης της ιστοσελίδας, ήταν εκείνος υπεύθυνος. Ο Ciğit αφέθηκε ελεύθερος και ο Arslan συνελήφθη. Μετά από ανάκριση από τον Εισαγγελέα, αφέθηκε και αυτός ελεύθερος. Μιλώντας στη Διεθνή Αμνηστία λίγες εβδομάδες αργότερα, είπε:
— Güngör Arslan
Στις 30 Μαρτίου, η αστυνομία ανέκρινε τη δημοσιογράφο και υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Nurcan Baysal, που εργάζεται στην πόλη Diyarbakır, για 10 περίπου δημοσιεύσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οκτώ εκ των οποίων αφορούσαν τον κορονοϊό, καθώς και για δύο άρθρα που αναφέρονταν στην κατάσταση στην Diyarbakır κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Την επόμενη μέρα, κλήθηκε να δώσει μια δεύτερη κατάθεση σχετικά με τις κατηγορίες για «υποκίνηση μίσους και εχθρότητας στο κοινό», ένα έγκλημα βάσει του άρθρου 216 που τιμωρείται με φυλάκιση από ένα έως τρία χρόνια. Τον Απρίλιο, κλήθηκε και πάλι για ανάκριση, αυτή τη φορά για ένα tweet που είχε κάνει το 2016 σχετικά με την περιοχή Sur. Από τον Ιανουάριο του 2018, η Baysal έχει τεθεί υπό κράτηση τρεις φορές και η ένοπλη αστυνομία έχει κάνει έφοδο στο σπίτι της δύο φορές.
Ο πρώην αρχισυντάκτης της Halk TV, Hakan Aygün, μεταφέρθηκε στη φυλακή στις 4 Απριλίου, αφού άσκησε εμμέσως κριτική στον Πρόεδρο Ερντογάν για τη δημοσιοποίηση ενός αριθμού τραπεζικού λογαριασμού για δημόσιες δωρεές για την αντιμετώπιση της πανδημίας, χωρίς ωστόσο να αναφέρει το όνομά του. Σε τέσσερις δημοσιεύσεις του, ο Aygün συνέκρινε τον IBAN (τον αριθμό λογαριασμού που κοινοποίησε ο Πρόεδρος) με το «iman» («πίστη» στα τουρκικά), υποδηλώνοντας ότι αυτοί που ισχυρίζονται ότι έχουν πίστη νοιάζονται μόνο για τα χρήματα. Ο Aygün κατηγορήθηκε για «υποκίνηση μίσους και εχθρότητας στο κοινό» και «προσβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός τμήματος της κοινωνίας». Και τα δύο τιμωρούνται με φυλάκιση. Απελευθερώθηκε στις 6 Μαΐου μετά την πρώτη ακρόαση. Η δίωξή του συνεχίζεται.
Γιατροί στο στόχαστρο
Ο Τουρκικός Ιατρικός Σύλλογος (TTB) έχει συνηθίσει να βρίσκεται στο στόχαστρο των αρχών. Τον Ιανουάριο του 2018, για παράδειγμα, 11 μέλη του εθνικού του συμβουλίου τέθηκαν υπό κράτηση επειδή ζήτησαν να τερματιστεί η στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στο Αφρίν. Από την αρχή της πανδημίας. οι αρχές έχουν στοχοποιήσει μεμονωμένους γιατρούς και τον TTB για αμφισβήτηση και κριτική κατά των κυβερνητικών πολιτικών για την υγεία.
Από την έναρξη της πανδημίας, η αστυνομία έχει καλέσει δύο φορές τον ψυχίατρο Δρ. Özgür Deniz Değer, πρόεδρο του TTB στην πόλη Van της ανατολικής Τουρκίας. Στις 24 Μαρτίου, ανακρίθηκε για «απειλή για τη δημιουργία φόβου και πανικού στους ανθρώπους», ένα έγκλημα βάσει του άρθρου 213 που τιμωρείται με φυλάκιση δύο έως τεσσάρων ετών. Αυτή αφορούσε μια συνέντευξη με το πρακτορείο ειδήσεων Mesopotamia στην οποία συζήτησε τους κινδύνους εξάπλωσης του κορονοϊού στις φυλακές και επέκρινε το Υπουργείο Υγείας για το ότι δεν συνεργάστηκε με τους ιατρικούς συλλόγους και δεν έλαβε σοβαρά υπόψη την απειλή του ιού. Στις 4 Μαΐου, ο Δρ Değer ρωτήθηκε για ένα tweet που αναφερόταν στους θανάτους των εργαζομένων στον τομέα της υγείας που δεν ταυτοποιήθηκαν ότι σχετίζονται με τον κοροναϊό. Στο tweet είχε μάλιστα προσθέσει με ετικέτες τον Υπουργό Υγείας και το Υπουργείο. Δήλωσε:
Ο Δρ Ömer Melik, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Urfa, κλήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές Απριλίου. «Η αστυνομία με ρώτησε: «Γιατί μοιράζεστε αριθμούς στον λογαριασμό σας στο Twitter; Ποιος σας έδωσε τους αριθμούς; Τους είπα, «οι εργαζόμενοι/ες που έρχονται αντιμέτωποι με την πανδημία». Ο Δρ Melik πρόσθεσε: «απ’ ότι φαίνεται, με αυτό τον τρόπο εξαπλώναμε τον φόβο και τον πανικό. Ρώτησα τον αστυνομικό πως ακριβώς αυτές οι δημοσιεύσεις το έκαναν αυτό».
Στη συνέχεια, από τον λογαριασμό του στο Twitter ο Ιατρικός Σύλλογος εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού, αναφέρθηκε στους θανάτους των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και κοινοποίησε ένα βίντεο σχετικά με την κατάσταση στις φυλακές της Urfa. Ο Δρ. Osman Yüksekyayla, γενικός γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου, και ο Δρ. Melik συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν στις 27 Απριλίου με αφορμή δεκάδες από αυτές τις δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση, τους απαγορεύτηκαν τα ταξίδια στο εξωτερικό και υποχρεούνται να παρουσιάζονται στο αστυνομικό τμήμα κάθε μήνα. Ο Δρ. Melik είπε:
Ένας άλλος τρόπος είναι δυνατός και απαραίτητος
Η εξάπλωση του θανατηφόρου κορονοϊού στην Τουρκία προκαλεί αδιαμφησβήτητα δημόσιο ενδιαφέρον, καθιστώντας πολύ σημαντική την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων και την προσωπική τους έκφραση και διαφωνία, χωρίς τον φόβο της τιμωρίας. Ωστόσο, αντί να σέβεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, η κυβέρνηση ακυρώνει κάθε κριτική και επιβάλλει το μήνυμά της ως το μόνο που μπορεί να ακουστεί. Το κύμα των κρατήσεων στις πρώτες μέρες της πανδημίας που έλαβε χώρα στην Τουρκία έστειλε ένα πολύ ισχυρό μήνυμα: το κράτος δεν θα επέτρεπε την αμφισβήτηση και την ανοιχτή συζήτηση σχετικά με τη στρατηγική του για την αντιμετώπιση του ιού, οδηγώντας σε φόβο και αυτό-λογοκρισία.
Ωστόσο, οι χρήστες/ριες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι δημοσιογράφοι, οι γιατροί και άλλοι που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις δεν υπονομεύουν την καταπολέμηση του ιού. Την ενισχύουν. Πράγματι, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών, του ελέγχου των δημόσιων αποφάσεων και της ανοιχτής συζήτησης μπορεί να αντιμετωπιστεί καλύτερα η πανδημία - και να σωθούν ζωές.