ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ/ΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ
Παρά τις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις λόγω της κρίσης του κορονοϊού, πρέπει να διασφαλίσουν τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ανάγκη για οικονομική κινητικότητα και ο σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν αντισταθμίζονται, ακόμη και σε περιόδους κρίσης. Όπως διατυπώνεται στις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ευθύνη του σεβασμού των δικαιωμάτων επεκτείνεται σε όλες τις εταιρείες, όπου και αν λειτουργούν, «ανεξάρτητα από το μέγεθος, τον τομέα, το επιχειρησιακό πλαίσιο, την ιδιοκτησία και τη δομή τους».
Αυτό σημαίνει ότι καθώς οι επιχειρήσεις ξεκινούν τις εργασίες τους μετά την άρση των μέτρων αποκλεισμού, πρέπει να διασφαλίσουν την προστασία όλων των εργαζομένων τους.
Στους εργαζόμενους/ες περιλαμβάνονται και εκείνοι/ες που δεν απασχολούνται άμεσα από την επιχείρηση αλλά εργάζονται ως αντιπρόσωποί της ή για λογαριασμό της, για παράδειγμα εργαζόμενοι/ες «περιστασιακής απασχόλησης» που κατηγοριοποιούνται ως αυτοαπασχολούμενοι/ες με ορισμένες αρμοδιότητες.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες/ριες πρέπει να εφαρμόσουν, στο μέτρο που είναι εύλογα εφικτό, κατάλληλα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου έκθεσης στον κορονοϊό. Αυτό περιλαμβάνει την παροχή κατάλληλου ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού χωρίς κόστος στους εργαζόμενους/ες, μέτρα για τη διασφάλιση της φυσικής απόστασης, την απολύμανση και άλλες μορφές προστασίας, επαρκείς πληροφορίες και κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με τους κινδύνους έκθεσης.
Οι εργοδότες/τριες πρέπει επίσης να θεσπίσουν ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους εργαζόμενους/ες να αναφέρουν τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια. Οι ανησυχίες για την ασφάλεια των εργαζομένων πρέπει να ακουστούν και να αντιμετωπιστούν. Δεν πρέπει να υπάρξουν αντίποινα εναντίον των εργαζομένων για τις ανησυχίες τους ή την υποβολή συμμόρφωσης σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια.
Οι εργαζόμενοι/ες έχουν το δικαίωμα να απομακρυνθούν από μια εργασιακή κατάσταση που μπορεί λογικά να θεωρηθεί ότι ενέχει σοβαρό κίνδυνο για την υγεία τους. Μέχρι να ληφθούν επαρκή μέτρα και να αντιμετωπιστεί ο επικείμενος κίνδυνος για τη ζωή και την υγεία, οι εργοδότες/ριες δεν μπορούν να υποχρεώσουν τους εργαζόμενους/ες να εργαστούν σε τέτοιες συνθήκες. Αυτό περιλαμβάνει και την κατάσταση στην οποία οι εργαζόμενοι/ες στον τομέα της υγείας έχουν σοβαρό λόγο να πιστεύουν ότι εκτίθενται σε επικείμενο και σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία τους στην εργασία. Οι εργαζόμενοι/ες μπορεί να είναι άρρωστοι/ες, υποχρεωμένοι/ες να απομονωθούν, να φροντίσουν άτομα που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες και να εργαστούν από το σπίτι. Οι επιχειρήσεις πρέπει να εφαρμόζουν πολιτικές που υποστηρίζουν αυτές τις ανάγκες, όπως η παροχή όσο το δυνατόν πιο γενναιόδωρης και ευέλικτης εργασίας, άδειας, αναρρωτικής άδειας και πακέτων αποδοχών ασθενών σε αυτές τις περιστάσεις. Ομοίως, οι επιχειρήσεις πρέπει να προσπαθήσουν να παρέχουν στους εργαζόμενους/ες όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φάσμα παροχών, συμπεριλαμβανομένης της γονικής άδειας και της ασφάλισης υγείας. Η προσωρινή απουσία λόγω ασθένειας δεν αποτελεί έγκυρο λόγο για τον τερματισμό της εργασίας.
Όταν οι επιχειρήσεις είναι υπεύθυνες για άλλες πτυχές της ζωής των εργαζομένων (π.χ. επιχειρήσεις που παρέχουν στέγαση μεταναστών/ριών εργαζομένων, ασφάλιση υγείας και χορήγηση αδειών διαμονής τους), πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι/ες προστατεύονται από την έκθεση στον κορονοϊό και δεν εμποδίζονται από την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτές οι εταιρείες θα πρέπει επίσης να συνεχίσουν να παρέχουν στους εργαζόμενους/ες επαρκή διαμονή, νερό και υγειονομική προστασία.
Όπου αποδεικνύεται ότι οι επιχειρήσεις δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους για διασφάλιση κατάλληλων συνθηκών εργασίας, και συνεπώς συνέβαλαν στην έκθεση των εργαζομένων στον κορονοϊό, πρέπει να παρέχουν την κατάλληλη φροντίδα, σύμφωνα με τις ευθύνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η φροντίδα μπορεί να περιλαμβάνει -αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε- οικονομική ή μη οικονομική αποζημίωση, επανένταξη, συμβολή στην έρευνα καθώς και την πρόληψη πρόσθετων βλαβών.
Επιπλέον, οι επιχειρήσεις πρέπει να γνωρίζουν τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχουν οι δραστηριότητές τους στην υγεία άλλων. Αυτό περιλαμβάνει πελάτες και άτομα που βρίσκονται σε μια επιχειρηματική σχέση με την εταιρεία, αλλά και εκείνους/ες που επηρεάζονται με ποικίλους τρόπους από τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες. Για παράδειγμα, οι εταιρείες εξόρυξης πρέπει να λάβουν υπόψη τον κίνδυνο για την υγεία σε κοινότητες που βρίσκονται κοντά στις δραστηριότητές τους, ιδίως όταν οι υποδομές θέσεων εργασίας και στέγασης διευκολύνουν την εξάπλωση του ιού ή οι υγειονομικές υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις υγιεινής δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του ιού. Όταν οι επιχειρήσεις αποφασίζουν ότι δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν επαρκώς τους εργαζόμενους/ες, τους εργολάβους και τις κοινότητες από τους κινδύνους για την υγεία ή άλλους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα που συνδέονται με τις δραστηριότητές τους, θα πρέπει να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους, σε συνεννόηση με τις πληγείσες κοινότητες, έως την λήψη των κατάλληλων μέτρων.