ΙΣΡΑΗΛ/ΚΠΕ: ΑΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ HUMAN RIGHTS WATCH ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Σχολιάζοντας την είδηση ότι το Ισραηλινό Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τη διαταγή απέλασης του Omar Shakir, Διευθυντή του Human Rights Watch (HRW) για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική, Saleh Higazi δήλωσε:
«Η απόφαση του Ισραηλινού Ανώτατου Δικαστηρίου να επικυρώσει την απέλαση του Omar Shakir καταδεικνύει ακόμα περισσότερο τον κομβικό ρόλο αυτού του θεσμού στην στήριξη της ατζέντας της χώρας κατά των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με αυτήν την απόφαση το δικαστήριο κατέστησε σαφές με κατηγορηματικό τρόπο ότι εκείνοι που τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά για τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις ισραηλινές αρχές θα αντιμετωπίζονται ως εχθροί του κράτους.
Οι υπερασπιστές/ριες των ανθρώπινων δικαιωμάτων διαδραματίζουν έναν βασικό ρόλο στην έκθεση των επιλήψιμων πράξεων της κυβέρνησης και την προώθηση του δημόσιου διαλόγου. Η απόφαση είναι μια δειλή κίνηση που επιβεβαιώνει την καταπιεστική πρόθεση του Ισραήλ όσον αφορά τη φίμωση των ανεξάρτητων οργανώσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων με κάθε κόστος.
Είτε μια οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνηγορεί υπέρ του μποϊκοτάζ είτε απλώς ζητά από εταιρίες να τηρήσουν το διεθνές δίκαιο, και τα δύο είναι μορφές ειρηνικής έκφρασης τις οποίες τα δικαστήρια θα πρέπει να προστατεύουν. Αντιθέτως, το Ισραηλινό Ανώτατο Δικαστήριο έπραξε το ακριβώς αντίθετο και συμμετείχε στην επίθεση κατά του HRW και της κοινότητας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η ανθρωπότητα δεν θα πρέπει να παραμείνει σιωπηλή μπροστά σε αυτή την παρωδία δικαιοσύνης. Η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των συμμάχων του Ισραήλ όπως οι ΗΠΑ, έχει ευθύνη να πιέσει το Ισραήλ να ανατρέψει αυτήν την κατακριτέα απόφαση και να τους καταστήσει σαφές ότι τέτοιου είδους κατάφωρη καταστολή είναι απολύτως απαράδεκτη και θα έχει συνέπειες.»
Υπόβαθρο:
Στις 7 Μαΐου 2018, το Ισραηλινό Υπουργείο Εσωτερικών ανακάλεσε την άδεια εργασίας του Omar Shakir, πολίτη των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι είχε παραβιάσει τον νόμο του 2011 «κατά του μποϊκοτάζ». Ο τροποποιημένος το 2017 Νόμος Εισόδου στο Ισραήλ αρνείται την είσοδο στο Ισραήλ και στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (ΚΠΕ) σε οποιονδήποτε υποστηρίζει ή καλεί σε μποϊκοτάζ του Ισραήλ. Στις 16 Απριλίου 2019, το Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ επικύρωσε την απόφαση απέλασης.
Ο Omar Shakir και το HRW άσκησαν έφεση κατά της απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ. Η Διεθνής Αμνηστία συμμετείχε στην νομική προσφυγή υποβάλλοντας ένα υπόμνημα amicus curiae προς το Ισραηλινό Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτή η έφεση απορρίφθηκε και η διαταγή απέλασής του επικυρώθηκε σήμερα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η απόφαση εφαρμογής της διαταγής εναπόκειται πλέον στην ισραηλινή κυβέρνηση. Εάν προχωρήσει σε αυτήν, ο Omar Shakir θα έχει στη διάθεσή του 20 ημέρες για να εγκαταλείψει τη χώρα.
Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι εκκλήσεις όπως αυτές που κάνει το HRW και ο Omar Shakir ζητώντας από εταιρίες να σεβαστούν το διεθνές δίκαιο προστατεύονται από το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Δεν είναι και δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως κάλεσμα σε μποϊκοτάζ. Παρόλα αυτά, εάν οι ισραηλινές αρχές υιοθετούν την άποψη ότι τέτοιες δραστηριότητες ανέρχονται σε εκκλήσεις για μποϊκοτάζ, η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι όσοι υποστηρίζουν τέτοια εκκλήσεις θα πρέπει να επιτρέπεται να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους.
Τα τελευταία χρόνια, οι ισραηλινές αρχές έχουν εντείνει τις παρενοχλήσεις και τον εκφοβισμό των υπερασπιστών ανθρώπινων δικαιωμάτων και της κοινωνίας των πολιτών στο Ισραήλ και τα ΚΠΕ. Οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων αντιμετωπίζουν συνεχείς επιθέσεις, μέσα από περιοριστική νομοθεσία και κυβερνητικές πολιτικές που συνδυάζονται με συκοφαντικές εκστρατείες που αποσκοπούν στο να απονομιμοποιήσουν τη δουλειά για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόσφατα, ο Laith Abu Zeyad, Υπεύθυνος Εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας για το Ισραήλ και τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη (ΚΠΕ), απαγορεύθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για «λόγους ασφαλείας», προφανώς ως ένα τιμωρητικό μέτρο εναντίον της δουλειάς της οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα.