ΜΑΡΟΚΟ: ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΚΑΚΟΒΟΥΛΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΥ ΟΜΙΛΟΥ NSO
Δύο εξέχοντες υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Μαρόκο έχουν βρεθεί στο στόχαστρο μέσω της χρήσης τεχνολογίας επιτήρησης που αναπτύχθηκε από τον ισραηλινό Όμιλο NSO, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύεται σήμερα από την Amnesty Tech.
Ο Maati Monjib, ακαδημαϊκός και ακτιβιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, και ο Abdessadak El Bouchattaoui, δικηγόρος ανθρώπινων δικαιωμάτων που εκπροσώπησε διαδηλωτές/ριες του κινήματος κοινωνικής δικαιοσύνης Hirak El-Rif, έχουν επανειλημμένως στοχοποιηθεί από το 2017. Και οι δύο έλαβαν μηνύματα στο κινητό που περιείχαν κακόβουλους συνδέσμους, και αν τους άνοιγαν, θα εγκαθίστατο κρυφά το λογισμικό Pegasus, επιτρέποντας στον αποστολέα να αποκτήσει σχεδόν πλήρη έλεγχο του τηλεφώνου. Η ίδια τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε για να στοχοποιήσει ένα μέλος του προσωπικού της Διεθνούς Αμνηστίας και έναν ακτιβιστή ανθρώπινων δικαιωμάτων από τη Σαουδική Αραβία τον Ιούνιο του 2018.
Ο Όμιλος NSO προωθεί, όπως είναι γνωστό, το λογισμικό κατασκοπείας μόνο σε κυβερνητικές υπηρεσίες πληροφοριών και αρχές επιβολής του νόμου, προκαλώντας σοβαρές ανησυχίες ότι οι μαροκινές υπηρεσίες ασφαλείας βρίσκονται πίσω από την επιτήρηση.
«Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας έχει αποκαλύψει νέα αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν περαιτέρω πώς το κακόβουλο λογισμικό κατασκοπείας του Ομίλου NSO επιφέρει την καταστολή των υπερασπιστών/ριων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, με χρηματοδότηση από το κράτος», όπως δήλωσε η Danna Ingleton, Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Amnesty Tech.
Τον Μάιο του 2019, η Διεθνής Αμνηστία υποστήριξε μία νομική ενέργεια προκειμένου να οδηγήσει στα δικαστήρια το ισραηλινό Υπουργείο Άμυνας (MOD) ώστε να απαιτήσει την ανάκληση της άδειας εξαγωγών του Ομίλου NSO. Η οργάνωση ισχυρίστηκε ότι το ισραηλινό υπουργείο άμυνας θέτει σε κίνδυνο τα ανθρώπινα δικαιώματα επιτρέποντας στην NSO να συνεχίζει να εξάγει τα προϊόντα της σε κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Οι επιθέσεις αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου αντίποινων εναντίον των υπερασπιστών/ριων των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τις μαροκινές αρχές τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την αυξανόμενη καταστολή των διαδηλωτών/ριων στη βόρεια περιοχή Rif από το 2016. Οι μαροκινοί/ες υπερασπιστές/ριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζουν σήμερα κίνδυνο παρενόχλησης, εκφοβισμού και φυλάκισης, και οι αρχές έχουν καταφύγει όλο και περισσότερο στη χρήση κατασταλτικών νόμων για τον σκληρό περιορισμό των υπερασπιστών/ριων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μόνο και μόνο εξαιτίας της άσκησης των δικαιωμάτων τους στην ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία της συνάθροισης και του συνεταιρίζεσθαι ειρηνικά, στο Μαρόκο και τη Δυτική Σαχάρα.
Ένας από τους ακτιβιστές που στοχοποιήθηκε από το λογισμικό της NSO, ο Abdessadak El Bouchattaoui, έλαβε δύο ετών ποινή φυλάκισης τον Απρίλιο του 2018 από ένα μαροκινό ποινικό δικαστήριο, για σχόλιά του που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο, στα οποία κατέκρινε τη χρήση υπερβολικής βίας από τις αρχές κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του Hirak Al- Rif. Ο ίδιος δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία ότι έχει υποστεί παρακολούθηση, έχει επανειλημμένα αντιμετωπίσει απειλές θανάτου, και η οικογένειά του και οι πελάτες του έχουν παρενοχληθεί. Έχει τώρα ζητήσει άσυλο στη Γαλλία.
Περιέγραψε στην Διεθνή Αμνηστία τις ψυχολογικές επιπτώσεις της αίσθησης ότι παρακολουθείται όλη την ώρα: «Η επιτήρηση είναι ένας τύπος τιμωρίας. Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι ελεύθερα. Είναι μέρος της στρατηγικής τους [των αρχών], το να σε κάνει να υποψιάζεσαι ότι παρακολουθείσαι, ώστε να αισθάνεσαι σαν να είσαι υπό πίεση όλη την ώρα».
Το 2015, οι μαροκινές αρχές κατηγόρησαν τον Maati Monjib και τέσσερις άλλους/ες ότι «απειλούν την εσωτερική ασφάλεια του κράτους» μέσω «προπαγάνδας» που μπορεί να απειλήσει «την πίστη που οι πολίτες οφείλουν στο κράτος και τα θεσμικά όργανα του μαροκινού λαού» σύμφωνα με το άρθρο 206 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τα επίσημα δικαστικά έγγραφα. Θα μπορούσε να φυλακιστεί για μέχρι πέντε χρόνια εάν κρινόταν ένοχος. Αυτή η κατηγορία εξαπολύθηκε εναντίον του, απλώς επειδή προωθούσε μια κινητή εφαρμογή για τη δημοσιογραφία πολιτών που προστατεύει το απόρρητο των χρηστών.
Ενώ η δίκη σε αυτή την περίπτωση είναι σε εξέλιξη, ο Maati Monjib πιστεύεται επίσης ότι έχει στοχοποιηθεί μέσω επιθέσεων με προσθήκη κακόβουλου κώδικα, δικτύων κινητής τηλεφωνίας που επιτρέπουν στον εισβολέα να αποκτήσει πρόσβαση στη δικτυακή σύνδεση ενός στόχου για να παρακολουθεί και να επαναδρομολογεί αιτήσεις ιστού για κακόβουλη λήψη. Τέτοιες επιθέσεις εκτελούνται «αόρατα» μέσω του δικτύου και δεν αφήνουν σχεδόν κανένα ίχνος.
Ο Όμιλος NSO ισχυρίζεται ότι η τεχνολογία του χρησιμοποιείται μόνο για νόμιμους σκοπούς, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η καταπολέμηση του εγκλήματος. Η εταιρεία δημοσίευσε πρόσφατα μια πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ισχυρίζεται ότι έχει θεσπίσει μηχανισμούς επιτήρησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων για να ερευνήσει και να αποτρέψει τις καταχρήσεις από τις κυβερνήσεις. Ωστόσο, η έλλειψη διαφάνειας σε σχέση με τις έρευνες για κατάχρηση της τεχνολογίας της εγείρει σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με αυτούς τους ισχυρισμούς.
«Τα τελευταία στοιχεία καθιστούν σαφές ότι η NSO δεν είναι σε θέση να εμποδίσει τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν παράνομα την τεχνολογία επιτήρησής της ως εργαλείο για καταχρήσεις που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα», όπως δήλωσε η Danna Ingleton.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο Όμιλος NSO και ο κύριος επενδυτής τους, η ιδιωτική εταιρεία Novalpina Capital με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν σαφή υποχρέωση να λάβουν επείγοντα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι δεν προκαλούν ή δε συμβάλλουν σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως.