ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΡΙΣΙΜΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΜΟΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ

Δημοσιεύθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2019, 14:43Εκτύπωση

(Βρυξέλλες, 3 Οκτωβρίου 2019) - Οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να βελτιώσουν και στη συνέχεια να υπογράψουν ένα σχέδιο για την εξασφάλιση της έγκαιρης αποβίβασης και μετεγκατάστασης των ατόμων που διασώθηκαν στη Μεσόγειο Θάλασσα, όπως δήλωσαν σήμερα η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch, στην έκτη επέτειο από το «ναυάγιο Lampedusa», στο οποίο πέθαναν τουλάχιστον 368 άνθρωποι. Οι υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ, που συναντώνται στο Λουξεμβούργο, σήμερα στις 8 Οκτωβρίου 2019, αναμένεται να συζητήσουν μια κοινή διακήρυξη που συμφωνήθηκε από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Μάλτα στις 23 Σεπτεμβρίου στη Βαλέτα.

Η «Κοινή διακήρυξη πρόθεσης για μια ελεγχόμενη διαδικασία έκτακτης ανάγκης - εθελοντικές δεσμεύσεις των κρατών μελών για έναν προληπτικό μηχανισμό προσωρινής αλληλεγγύης» δεσμεύει τα συμμετέχοντα κράτη να δημιουργήσουν ένα προληπτικό και αποτελεσματικό σύστημα για την εξασφάλιση «αξιοπρεπούς αποβίβασης» σε χώρους ασφάλειας. Με βάση αυτή την καλή αρχή, οι υπουργοί της ΕΕ πρέπει τώρα να συμφωνήσουν σχετικά με τα στοιχεία ενός σχεδίου που θα εξασφαλίσει τη σιγουριά σχετικά με την αποβίβαση και ένα δίκαιο σύστημα μετεγκατάστασης. Από τον Ιούνιο του 2018, πολλά σκάφη έμεναν στη θάλασσα για εβδομάδες μετά τη διάσωση των προσφύγων και των μεταναστών/ριών, μέχρι να επιτευχθούν ad hoc συμφωνίες.

Αν θέλουμε να αποφύγουμε ακόμη ένα αισχρό αδιέξοδο στη θάλασσα, τα σχετικά παράκτια κράτη της ΕΕ πρέπει να εκπονήσουν σαφή σχέδια για να επιτρέψουν στα πλοία να αποβιβάζονται στα λιμάνια τους, ενώ άλλα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να δεσμευτούν να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης τους που τους αναλογεί, για τους αποβιβασθέντες και τις αποβιβασθείσες.
 Matteo de Bellis, Ερευνητής Μετανάστευσης στη Διεθνή Αμνηστία

«Μια ισχυρή συμφωνία θα βοηθήσει να σωθούν ζωές και να αποδειχθεί ότι οι χώρες της ΕΕ δεσμεύονται να συνεργαστούν για να υποστηρίξουν βασικές αξίες και διεθνείς υποχρεώσεις», δήλωσε ο Matteo de Bellis, Ερευνητής Μετανάστευσης στη Διεθνή Αμνηστία.

Η Διεθνής Αμνηστία και η Human Rights Watch υπογραμμίζουν ότι η κοινή διακήρυξη περιλαμβάνει ορισμένες προβληματικές δηλώσεις και καλεί τους υπουργούς της ΕΕ να τις λύσουν κατά τη σύναψη του σχεδίου. Ειδικότερα, οι υπουργοί της ΕΕ πρέπει να επιβεβαιώσουν με σαφήνεια ότι τα σκάφη διάσωσης δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν οδηγίες για αποβίβαση στη Λιβύη, καθώς η Λιβύη δεν αποτελεί ασφαλές μέρος, ούτε πρέπει κανείς να υπόκειται σε κυρώσεις για νόμιμη παραβίαση των εντολών αποβίβασης ανθρώπων οπουδήποτε στη Λιβύη. Η αρχή αυτή ισχύει ακόμη και όταν πραγματοποιούνται διασώσεις εντός της δηλωμένης περιοχής έρευνας και διάσωσης της Λιβύης.

«Η τρέχουσα απάντηση της ΕΕ στην κρίση διάσωσης στην κεντρική Μεσόγειο είναι θεμελιακά ελαττωματική», δήλωσε η Judith Sunderland, Συν-Διευθύντρια Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας στο Human Rights Watch. «Η υποστήριξη της Λιβυκής Ακτοφυλακής για ανάσχεση και επιστροφή ανθρώπων στη Λιβύη θέτει τους ανθρώπους στον κίνδυνο αυθαίρετης και καταχρηστικής κράτησης και κάνει τις κυβερνήσεις της ΕΕ συνεργούς στην καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων στη Λιβύη. Οι υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ έχουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν ότι οι άνθρωποι που διασώζονται από σκάφη μη κυβερνητικών οργανισμών καθώς και άλλα σκάφη θα καταφθάνουν γρήγορα και με ασφάλεια στην Ευρώπη».

Η κοινή διακήρυξη περιλαμβάνει την ανησυχητική πρόταση ότι τα κρατικά σκάφη θα πρέπει να μεταφέρουν τους διασωθέντες στο κράτος της σημαίας τους. Αυτή η απαίτηση θα μπορούσε να δημιουργήσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις αποβιβαστικές αποστολές και να αποθαρρύνει τις ενεργές περιπολίες διάσωσης και τη διάσωση από το ναυτικό της ΕΕ και τους φρουρούς της ακτογραμμής.

Επιπλέον, η διακήρυξη τονίζει την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση των αεροσκαφών για τον εντοπισμό προβληματικών πλοίων, αλλά δεν αναφέρεται στην αποκατάσταση των ναυτικών σκαφών. Παράλληλα με μια συμφωνία για την αποβίβαση και τη μετεγκατάσταση, οι υπουργοί της ΕΕ πρέπει να δεσμευτούν ότι θα αναπτύξουν επαρκή αριθμό σκαφών κατά μήκος των κύριων θαλάσσιων οδών και θα υποστηρίξουν και θα επιτρέψουν τις μη κυβερνητικές προσπάθειες διάσωσης στον τομέα αυτό.

Η δέσμευση στην κοινή διακήρυξη για τη μετεγκατάσταση των αιτούντων άσυλο στα συμμετέχοντα κράτη μέλη εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά την αποβίβαση, είναι ένα θετικό βήμα προς τον ευρύτερο καταμερισμό της ευθύνης σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία και την Human Rights Watch. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι δίκαιη, εξασφαλίζοντας ότι οι άνθρωποι δεν θα κινδυνεύουν από παρατεταμένη κράτηση και ότι ορισμένες ομάδες δεν θα υφίστανται διακρίσεις λόγω εθνικότητας, εθνότητας ή άλλων παραγόντων και θα βελτιστοποιείται η διαδικασία· αποφεύγοντας πρόσθετες επιβαρύνσεις στις χώρες όπου αποβιβάζονται οι άνθρωποι.

Προτείνοντας ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιστρέφουν μερικούς από τους ανθρώπους «αμέσως μετά την αποβίβαση», χωρίς αναφορά σε κάποια σχετική διαδικασία πέρα από μια βασική ασφάλεια και ιατρικό έλεγχο, η κοινή διακήρυξη δεν διασφαλίζει το σεβασμό των εγγυήσεων έναντι επισφαλών ή καταχρηστικών επιστροφών. Οι υπουργοί της ΕΕ που συγκεντρώθηκαν στο Λουξεμβούργο θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο που θα διασφαλίζει την πρόσβαση σε δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες ασύλου και την εξέταση των ατομικών αναγκών προστασίας ή ισχυρισμών περί παραμονής, όπως κατοχυρώνονται από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.

Η κοινή δήλωση σχεδιάστηκε, όπως φαίνεται, κατά κύριο λόγο για να αντιμετωπίσει την «κρίση αποβίβασης» στην κεντρική Μεσόγειο. Ωστόσο, απαιτούνται επειγόντως συλλογικές απαντήσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Κύπρο, όπου οι αφίξεις είναι πολλές, η υποδοχή είναι υπό πίεση και οι ανθρωπιστικές συνέπειες πρέπει να αντιμετωπιστούν.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.