ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΟΠΛΩΝ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δημοσιεύθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2019, 10:42Εκτύπωση

Καθώς οι μεγαλύτερες βιομηχανίες όπλων παγκοσμίως προετοιμάζονται να εγκαινιάσουν τα καταστήματα τους σε παγκόσμια έκθεση εξοπλισμών στο Λονδίνο, μια νέα έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας δείχνει πώς, σημαντικοί παράγοντες της βιομηχανίας, όπως η Airbus, η BAE Systems και η Raytheon, δεν δίνουν στα ανθρώπινα δικαιώματα τη δέουσα προσοχή, ώστε να αποτραπεί η χρήση των προϊόντων τους σε ενδεχόμενες παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων και σε εγκλήματα πολέμου.

Για  την έκθεση Outsourcing Responsibility [Εξωτερική Ανάθεση της Ευθύνης], η Διεθνής Αμνηστία επικοινώνησε με 22 εταιρείες όπλων και τους ζήτησε να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στις ευθύνες τους για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα κριτήρια. Πολλές από τις εταιρείες που διερευνήθηκαν, προμηθεύουν όπλα σε χώρες που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου και σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).

Καμία από τις βιομηχανίες που απάντησαν δεν μπόρεσε να εξηγήσει επαρκώς πώς υπηρετούν τις ευθύνες τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πώς επιδεικνύουν την απαιτούμενη δέουσα προσοχή στο θέμα και 14 απ’ αυτές δεν απάντησαν καθόλου.

Ο ρόλος των βιομηχανιών όπλων σε θανατηφόρες συγκρούσεις που προκαλούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο εδώ και πολύ καιρό. 

Patrick Wilcken, ερευνητής στον Έλεγχο Οπλικών Συστημάτων

 

«Ενώ κράτη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο δικαίως δέχονται μηνύσεις στα δικαστήρια για απερίσκεπτες συμφωνίες για όπλα, οι βιομηχανίες που επωφελούνται από την προμήθεια όπλων σε χώρες που εμπλέκονται σε αυτές τις συγκρούσεις απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο», δήλωσε ο Patrick Wilcken, Ερευνητής Ελέγχου Όπλων στη Διεθνή Αμνηστία.

«Καμία από τις βιομηχανίες με τις οποίες ήρθαμε σε επαφή δεν μπόρεσε να επιδείξει κατάλληλη και επισταμένη έρευνα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το γεγονός αυτό δε δείχνει μόνο μια ανησυχητική αδιαφορία για το ανθρώπινο κόστος της επιχείρησής τους, αλλά επιπλέον, θα μπορούσε να εκθέσει αυτές τις βιομηχανίες και τα αφεντικά τους σε ποινική δίωξη για συνενοχή σε εγκλήματα πολέμου».

Η Διεθνής Αμνηστία διερεύνησε 22 εταιρείες όπλων από 11 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Airbus (Ολλανδία), Arquus (Γαλλία), Boeing (ΗΠΑ), BAE Systems (Ηνωμένο Βασίλειο), Leonardo (Ιταλία), Lockheed Martin (Ηνωμένο Βασίλειο), Raytheon (ΗΠΑ), Thales (Γαλλία) και Zastava (Σερβία). Ένας πλήρης κατάλογος των απαντήσεων είναι διαθέσιμος εδώ.

Παρόλο που οι υποχρεώσεις των κρατών όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου όπλων είναι τώρα σαφώς καθορισμένες στο πλαίσιο της Συνθήκης για το Εμπόριο Όπλων και της περιφερειακής και εθνικής νομοθεσίας, ο κρίσιμος ρόλος των επιχειρήσεων στην προμήθεια στρατιωτικών αγαθών και υπηρεσιών συχνά παραβλέπεται, παρά τη συχνή επικινδυνότητα των δραστηριοτήτων και των προϊόντων τους.

Όπλα για χρήση στην Υεμένη

Η Defense & Security Equipment International (DSEI), μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις όπλων στον κόσμο, πραγματοποιείται μεταξύ 10-13 Σεπτεμβρίου στο Λονδίνο. Μεταξύ αυτών που συμμετέχουν στην έκθεση είναι εταιρείες που έχουν βγάλει εκατομμύρια από την προμήθεια όπλων και υπηρεσιών για την εκστρατεία της συμμαχίας υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας  και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Υεμένη.

Οι BAE Systems, Boeing, Lockheed Martin και Raytheon, μεταξύ άλλων, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της προσπάθειας Συνασπισμού, εξοπλίζοντας έναν στόλο πολεμικών αεροσκαφών που έχει επανειλημμένα χτυπήσει στόχους πολιτών και μη στρατιωτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων των σπιτιών, σχολείων, νοσοκομείων και αγορών.

Καμία από αυτές τις εταιρείες δεν εξήγησε τι είδους επισταμένη έρευνα είχαν κάνει για την αξιολόγηση και αντιμετώπιση των κινδύνων παροχής όπλων και υπηρεσιών στον Συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας και Ηνωμένων  Αραβικών Εμιράτων, πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σε μια περίπτωση, η Διεθνής Αμνηστία ανίχνευσε ένα κατάλοιπο βόμβας από το σημείο της αεροπορικής επιδρομής στη Σαναά, η οποία σκότωσε έξι παιδιά και τους γονείς τους το 2017, στο εργοστάσιο παραγωγής της Raytheon στην Αριζόνα.

Όταν η Διεθνής Αμνηστία ρώτησε την Raytheon τι μέτρα έλαβε για να διερευνήσει και να απαντήσει σε αυτό το περιστατικό, η εταιρεία εξέδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Λόγω νομικών περιορισμών, ζητημάτων πελατειακών σχέσεων ... η Raytheon δεν παρέχει πληροφορίες για τα προϊόντα, τους πελάτες ή τα επιχειρησιακά ζητήματά της.»

Η Raytheon πρόσθεσε ότι πριν από την εξαγωγή, ο στρατιωτικός εξοπλισμός και ο εξοπλισμός ασφάλειας «υπόκεινται σε πολύπλευρη αναθεώρηση από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, το Υπουργείο Άμυνας και το Κογκρέσο».

Εξωτερική ανάθεση ευθύνης

«Οι περισσότερες εταιρείες που απάντησαν στην Διεθνή Αμνηστία προέβαλαν το επιχείρημα ότι η ευθύνη για την αξιολόγηση των συνεπειών στα ανθρώπινα δικαιώματα έγκειται στις χώρες τους μέσω της διαδικασίας αδειοδότησης όπλων», δήλωσε ο Patrick Wilcken.

«Αλλά η κυβερνητική ρύθμιση δεν απαλλάσσει τις εταιρείες - ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται - από το να επιμελούνται οι ίδιες το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η κάλυψη πίσω από τις κυβερνήσεις δεν αρκεί - ειδικά όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις άδειες έχουν αποδειχθεί ελλιπείς και οι κυβερνήσεις που εκδίδουν άδειες έχουν αμφισβητηθεί για τον ρόλο τους σε εγκλήματα πολέμου και άλλες παραβιάσεις.
Patrick Wilcken

 

Η BAE Systems περιέγραψε τα συμπεράσματα της Διεθνούς Αμνηστίας ως «ψευδή και παραπλανητικά», προσθέτοντας ότι η BAE Systems εφαρμόζει «την κατάλληλη πολιτική και τη δική της διαδικασία όσον αφορά την τήρηση των νόμων και των κανονισμών» μέσω της Πολιτικής της περί Εμπορίας Προϊόντων. Ωστόσο, όταν ερωτήθηκαν σχετικά με τη δέουσα έρευνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε σχέση με το εμπόριο της εταιρείας με τη Σαουδική Αραβία, η εταιρεία απάντησε: «Οι δραστηριότητές μας στη Σαουδική Αραβία υπόκεινται στην έγκριση και την εποπτεία του Ηνωμένου Βασιλείου».

Ο Leonardo δήλωσε ότι τα συμπεράσματα της Διεθνούς Αμνηστίας δεν ήταν «εντελώς δίκαια» και ότι η εταιρεία πραγματοποίησε έρευνα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία υπερέβαινε την τήρηση των εθνικών νόμων και κανονισμών περί αδειών. Ωστόσο, η εταιρεία δεν εξήγησε πώς αυτές οι πολιτικές λειτουργούν στην πράξη σε συγκεκριμένες καταστάσεις - για παράδειγμα, στις εξαγωγές στη συμμαχία της Σαουδικής Αραβίας και ΗΑΕ για χρήση στη σύγκρουση της Υεμένης.

Δεκατέσσερις βιομηχανίες όπλων απλώς δεν απάντησαν στα αιτήματα της Διεθνούς Αμνηστίας για πληροφορίες. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται η ρωσική βιομηχανία εξαγωγής όπλων Rosoboronexport, η οποία παρέδωσε στρατιωτικό εξοπλισμό στις ένοπλες δυνάμεις της Συρίας, που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δεν υπήρξε καμία απάντηση από τη Zastava, μια σερβική βιομηχανία της οποίας τα όπλα ανιχνεύθηκαν από τη Διεθνή Αμνηστία σε μια φρικτή μαζική εκτέλεση στο Καμερούν∙ ή την Arquus (πρώην Renault Trucks Défense), μια γαλλική εταιρεία που διέθεσε τεθωρακισμένα άρματα στην Αίγυπτο, όπου χρησιμοποιούνταν για τη βίαιη διάλυση κάθε διαφωνίας.

Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις εταιρείες αμυντικών εξοπλισμών να ελέγξουν το ιστορικό των πελατών τους έναντι των κριτηρίων αναφοράς για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να οικοδομήσουν υψηλές προσδοκίες στα συμβόλαια που επισυνάπτουν σε ό,τι αφορά τη  συμμόρφωση με τους διεθνείς νόμους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να παρακολουθούν συνεχώς και να ελέγχουν περιοδικά τις επιδόσεις του πελάτη, και να το χρησιμοποιούν ως μοχλό για την επιρροή της συμπεριφοράς των πελατών.

Οι γίγαντες της άμυνας απαλλάσσουν τους εαυτούς τους από τις ευθύνες τους υποστηρίζοντας ότι, μόλις αποσταλούν τα προϊόντα τους, δεν έχουν πλέον κανέναν έλεγχο για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν.
Patrick Wilcken

 

«Το επιχείρημα αυτό δεν στέκει, νομικά ή ηθικά - είναι καιρός οι εταιρείες να αρχίσουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις αποφάσεις τους», δήλωσε ο Patrick Wilcken.

«Εάν είναι αδύνατο να αποφευχθούν τα αρνητικά αποτελέσματα που θα επιφέρει η χρήση όπλων για την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, οι εταιρείες θα πρέπει να αποφεύγουν ή να διακόπτουν την προμήθεια όπλων.»

Ιστορικό

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις επιχειρήσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ τον Ιούνιο του 2011, όλες οι εταιρείες έχουν την υποχρέωση να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και, για να ανταποκριθούν στην ευθύνη αυτή, θα πρέπει να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν, να μετριάζουν και να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίζουν τόσο τις δυνητικές όσο και τις πραγματικές επιπτώσεις τους στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Σε σχέση με τον τομέα της άμυνας, αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αξιολογούν και να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους και τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που προκύπτουν σε όλες τις πτυχές της επιχείρησής τους, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο οι πελάτες, όπως οι εθνικοί στρατοί και οι αστυνομικές δυνάμεις, χρησιμοποιούν τα όπλα και τις συναφείς υπηρεσίες.

Ο πρωταρχικός σκοπός της επιμέλειας αυτής είναι να αποφευχθεί η πρόκληση ή η συμβολή σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επομένως, εάν μια εταιρεία δεν μπορεί να αποτρέψει ή να μετριάσει επαρκώς τις δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να αποφύγει ή να πάψει να παρέχει σχετικά όπλα και συναφείς υπηρεσίες. Αυτές οι ευθύνες υπάρχουν πέρα από την τήρηση των εθνικών νόμων και κανονισμών - όπως τα συστήματα κρατικών αδειών - με στόχο την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Η απουσία κατάλληλης έρευνας για τις επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα αυξάνει τόσο τους κινδύνους στη φήμη όσο και τους νομικούς κινδύνους για μια βιομηχανία που προμηθεύει προϊόντα υψηλού κινδύνου σε επικίνδυνα περιβάλλοντα. Οι νομικές έννοιες της «εταιρικής συνέργειας» και της «βοήθειας και υποκίνησης» σε διεθνή εγκλήματα συνεχίζουν να εξελίσσονται και θα μπορούσαν στο μέλλον να ισχύουν για εταιρείες όπλων που συνεχίζουν να προμηθεύουν όπλα, γνωρίζοντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση σοβαρών παραβιάσεων των διεθνών ανθρώπινων δικαιωμάτων ή του ανθρωπιστικού δικαίου.

Η Διεθνής Αμνηστία επικοινώνησε με 22 εταιρείες άμυνας, 8 από τις οποίες απάντησαν: Airbus, BAE Systems, Leonardo, Lockheed Martin, Raytheon, Rolls-Royce, Saab και Thales. Οι υπόλοιπες 14 εταιρείες - Arquus, Avibras, Boeing, Dassault Aviation, Elbit Systems, Embraer, Heckler και Koch, General Dynamics, Herstal Group, Norinco, Northrop Grumman, Remington Outdoor, Rosoboronexport και Zastava - δεν απάντησαν.

ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΔΩΡΕΑ
Υπερασπίσου τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στήριξε την ανεξαρτησία του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.