
ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΙΕΝ ΑΝ ΜΕΝ 30 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ: Η ΑΝΕΞΙΤΗΛΗ ΚΗΛΙΔΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
Πρόκειται για μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές του αγώνα για την ελευθερία στην πρόσφατη ιστορία. Ένας άντρας μόνος του, κρατώντας από μια τσάντα για ψώνια σε κάθε χέρι, στέκεται προκλητικά μπροστά σε μια σειρά από ισχυρά στρατιωτικά τανκς κοντά στη μνημειακή πλατεία Τιεν αν Μεν του Πεκίνου. Στη συνέχεια, με κάμερες να απαθανατίζουν τη στιγμή για να τη μεταδώσουν σε όλο τον κόσμο, σηκώνει το δεξί του χέρι για να καλέσει τα τανκς να σταματήσουν. Και, για μια σύντομη στιγμή, το κάνουν.
«Ο άνδρας των τανκς». Μία επική στιγμή αντίστασης. Copyright Stuart Franklin
Αυτό που έκανε την πράξη αντίστασης αυτού του ανθρώπου ακόμη πιο αξιοσημείωτη, ήταν η φρίκη που είχε αντικρίσει ο κόσμος μία μέρα πριν.
Το βράδυ της 3-4 Ιουνίου 1989, κινέζικα τανκς κατευθύνθηκαν προς την πλατεία Τιεν αν Μεν για να συντρίψουν, με βάναυσο τρόπο, ένα πρωτοφανές δημοκρατικό κίνημα. Εκατοντάδες, ενδεχομένως χιλιάδες, άνθρωποι σκοτώθηκαν όταν τα στρατεύματα άνοιξαν πυρ εναντίον των φοιτητών/ριων και των εργαζομένων, που για εβδομάδες ζητούσαν ειρηνικά πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό, διότι τρεις δεκαετίες μετά οι αρχές της Κίνας συνεχίζουν να κάνουν ό, τι μπορούν για να σταματήσουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να θέτουν ερωτήματα για εκείνη την ημέρα ή ακόμη και μιλούν γι' αυτό.
Τις ημέρες που ακολούθησαν την αιματηρή καταστολή, οι κινεζικές αρχές εξέδωσαν έναν κατάλογο 21 ατόμων «που καταζητούνταν» για το ρόλο τους στην οργάνωση των διαμαρτυριών.
Ο πρώτος στον κατάλογο ήταν ο Wang Dan, ο οποίος πέρασε έξι χρόνια στη φυλακή.
Ο Wang Dan μιλάει σε ξένα μέσα ενημέρωσης την 1η Μαΐου 1989. CATHERINE HENRIETTE AFP Getty Images
Πριν συμβεί αυτό, την άνοιξη του 1989, ο Wang ήταν 20χρονος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, όπου διοργάνωνε συζητήσεις σχετικές με τη δημοκρατία.
«Ήμουν μόνο ένας από τους [πολλούς] ηγέτες κατά τη διάρκεια του κινήματος. Δεν ξέρω γιατί ήμουν ο πρώτος στον κατάλογο», δήλωσε.
«Ήμασταν μια γενιά που ανησυχούσε για την πολιτική κατάσταση. Νοιαζόμασταν για το πολιτικό μας μέλλον. Ποτέ δεν περίμενε κανείς και καμία ότι η κυβέρνηση θα έστελνε τα στρατεύματα ενάντια στον ίδιο της το λαό. Θεωρήσαμε ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να μας φοβίσουν.»
Όταν τα στρατεύματα ξεκίνησαν τα πυρά τη νύχτα της 3ης Ιουνίου, ο Wang Dan βρισκόταν στις εστίες του πανεπιστημίου.
«Ο συμφοιτητής μου με ειδοποίησε από κάπου κοντά στην πλατεία Τιενανμέν. Μου είπε: «Η καταστολή άρχισε. Έχουν πεθάνει άνθρωποι». Προσπάθησα να πάω στην πλατεία, αλλά η αστυνομία είχε μπλοκάρει τον αυτοκινητόδρομο.
«Ήμουν σοκαρισμένος», θυμήθηκε ο Wang. «Για τρεις ή τέσσερις ημέρες δεν μπορούσα να πω τίποτα».
Για αρκετές εβδομάδες, διάφοροι φίλοι βοήθησαν τον Wang Dan να κρυφτεί, αλλά οι αρχές ανακάλυψαν τα ίχνη του στις 2 Ιουλίου.
Ο Wang πέρασε σχεδόν τέσσερα χρόνια στη φυλακή πριν από την απελευθέρωσή του το 1993. Θα μπορούσε να είχε φύγει από την Κίνα στη συνέχεια, αλλά αποφάσισε να μείνει.
«Ήθελα να συνεχίσω τον αγώνα μου. Για τους ανθρώπους που πέθαναν ήμουν υποχρεωμένος να κάνω κάτι περισσότερο. Είδα ακόμα ότι υπήρχε η δυνατότητα αλλαγής. Αυτός είναι ο λόγος που επέλεξα να μείνω».
Λιγότερα από δυο χρόνια αργότερα, ο Wang Dan ξαναβρέθηκε στη φυλακή, αυτή τη φορά με ποινή φυλάκισης 11 ετών.
Απελευθερώθηκε μετά από δύο χρόνια για ιατρικούς λόγους υπό την προϋπόθεση ότι θα πάει στην εξορία.
«Ήταν πολύ δύσκολη η απόφαση του να φύγω. Ήταν πολύ δύσκολο, γνωρίζοντας ότι δεν θα έβλεπα την οικογένειά μου. Αλλά αν είχα αρνηθεί την εξορία, θα έμενα στη φυλακή. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσα να κάνω εκεί».
Ο Wang Dan συνέχισε να σπουδάζει στο Χάρβαρντ και την Οξφόρδη και τώρα ζει στις ΗΠΑ, όπου διδάσκει πολιτική σε πανεπιστήμιο στην Ταϊβάν εδώ και αρκετά χρόνια.
Χωρίς μετάνοιες
«Αν εξακολουθούσα να ζω στην Κίνα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Θα με παρακολουθούσε η αστυνομία και δεν θα μπορούσα να έρθω σε επαφή με ανθρώπους. Έξω από την Κίνα, τουλάχιστον, μπορώ να μιλήσω ελεύθερα», είπε.
«Ποτέ δεν θα μετανιώσω για το τι συνέβη. Για το μέλλον μας πρέπει να κάνουμε θυσίες. Ποτέ δεν αισθάνομαι να μετανιώνω. Ήταν μια μεγάλη διαφώτιση. Η δημοκρατία άγγιξε την ψυχή του κινεζικού λαού».
Μία από αυτούς τους ανθρώπους ήταν η Lü Jinghua.
Η ζωή της, επίσης, άλλαξε για πάντα την άνοιξη του 1989. Ήταν 28 χρονών και συνήθιζε να βγάζει τα προ το ζην πωλώντας ρούχα σε ένα μικρό περίπτερο στην πρωτεύουσα της Κίνας.
Αφού είδε τους/τις φοιτητές/ριες να διαδηλώνουν για αρκετές μέρες στην πλατεία Tiananmen, αποφάσισε να τους/τις προσεγγίσει για να μάθει περισσότερα για την εκστρατεία τους. Λίγες μέρες αργότερα άρχισε να τους φέρνει νερό και, τελικά, συντάχθηκε μαζί τους.
«Πρόσφερα εθελοντικές υπηρεσίες ως ραδιοτηλεοπτική φορέας λόγω της φωνής μου. Στεκόμουν στην πλατεία Τιενανμέν για να μοιραστώ τα τελευταία νέα από τα μεγάφωνα. Τη νύχτα κοιμόμουν σε μια σκηνή στην πλατεία», είπε.
«Απολάμβανα πολύ εκείνες τις μέρες. Ήμουν ευτυχισμένη. Το κίνημα άλλαξε τη ζωή μου».
Αλλά τα πράγματα πήραν σύντομα μια σκοτεινή στροφή. Ήταν στην πλατεία όταν έφτασαν τα τανκς.
«Άκουσα τον ήχο από τις σφαίρες που έπεφταν και ανθρώπους να δέχονται πυροβολισμούς. Ένα σώμα έπεσε δίπλα μου, έπειτα ένα άλλο. Έτρεχα και έτρεχα για να ξεφύγω. Οι άνθρωποι φώναζαν για βοήθεια, καλώντας για ασθενοφόρα. Έπειτα, κάποιος/α άλλος/η θα πέθαινε».
Αυτή ήταν μόνο η αρχή του εφιάλτη
Μετά την καταστολή, η Lü Jinghua μπήκε στη λίστα των «πιο καταζητούμενων» και η οικογένειά της παρενοχλήθηκε βίαια από τις αρχές. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να περάσει από το Πεκίνο, αφήνοντας πίσω το μωρό της.
«Ήταν μια αδύνατη απόφαση. Αλλά έπρεπε να σώσω τη ζωή μου και γι' αυτό δέχθηκα ότι έπρεπε να πάω».
Μετά από ένα επικίνδυνο ταξίδι, που χρειάστηκε να κολυμπήσει σε ένα ποτάμι και να πάρει ένα μικρό σκάφος, έφτασε στο Χονγκ Κονγκ και έπειτα πέταξε στη Νέα Υόρκη.
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη. Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Ήμουν νέα, και έκανα όντως κάτι. Πιστεύω ακόμα σε αυτό. Εξακολουθώ να αγωνίζομαι για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα
Το 1993, προσπάθησε να επιστρέψει στην Κίνα για να δει την οικογένειά της: «Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, οι αρχές με σταμάτησαν. Μπορούσα να δω τη μαμά μου να κρατάει την κόρη μου στην άλλη πλευρά της πύλης, αλλά η αστυνομία δεν με άφηνε να μιλήσω μαζί τους».
Η κόρη της Lü ήταν τελικά σε θέση να επισκεφτεί τις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1994, αλλά η Lü δεν επετράπη ποτέ να γυρίσει πίσω στην Κίνα, ούτε καν για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας της.
Αλλά η Lü Jinghua δεν μετανιώνει.
«Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη. Ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει. Ήμουν νέα, και έκανα όντως κάτι. Πιστεύω ακόμα σε αυτό. Εξακολουθώ να αγωνίζομαι για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα».