71 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΚΜΠΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ : ΛΙΒΑΝΟΣ
Κεφάλαιο 3
70 Χρόνια Ασφυξίας - το στρατόπεδο Burj Al-Barajneh και το ανεπίσημο στρατόπεδο του Jal Al-Bahr
Κατά τη διάρκεια του Αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1948, εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι/ες εγκατέλειψαν ή εκδιώχθηκαν και μετακινήθηκαν από τα σπίτια τους στο Ισραήλ. Μια μεγάλη ομάδα από αυτούς/ές ζήτησε καταφύγιο στον γειτονικό Λίβανο. Για επτά δεκαετίες, οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες και οι απόγονοί τους, οι οποίοι/ες θεωρούνται επίσης πρόσφυγες, εξακολουθούν να ζουν σε επίσημους και άτυπους καταυλισμούς στις πέντε επαρχίες της χώρας. Μια επίσημη απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 2017 κατέγραψε τον αριθμό των παλαιστινίων προσφύγων που κατοικούν στο Λίβανο και ανέρχονται στα 174.422 άτομα, που ζουν σε 12 επίσημους καταυλισμούς και 156 άτυπα στρατόπεδα. Ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός παλαιστινίων προσφύγων - περίπου 450.000 - είναι εγγεγραμμένοι/ες στον Λίβανο από την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες της Παλαιστίνης στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA), η οποία διοικεί τους επίσημους καταυλισμούς, αλλά ο οργανισμός αναγνωρίζει ότι πολλοί/ές από αυτούς/ές ζουν έξω από τη χώρα.
Το ποσοστό των εκτάσεων που κατανεμήθηκαν στους επίσημους καταυλισμούς έχει αλλάξει ελάχιστα με την πάροδο των ετών. Έτσι, οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες έχουν αναγκαστεί να επεκτείνουν προς τα πάνω τα κτίρια στους καταυλισμούς, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει ανθρώπους να ζουν σε μη ασφαλείς δομές. Οι συνθήκες στους καταυλισμούς είναι υπερπλήρεις. Οι υποδομές και οι υπηρεσίες, όπως αυτές της αποχέτευσης και του ηλεκτρισμού, έχουν ενταθεί περαιτέρω, από όταν οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες από τη Συρία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη σύγκρουση αναζητώντας ασφάλεια στα παλαιστινιακά στρατόπεδα στον Λίβανο. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016, 32.000 παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες από τη Συρία είχαν εγγραφεί στην UNRWA στον Λίβανο – με σχεδόν το 90% αυτών να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και 95% από αυτούς να χαρακτηρίζονται ως «μη έχοντες/ουσες εξασφαλισμένη τροφή».
Οι αρχές του Λιβάνου επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση των παλαιστινίων προσφύγων στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως η ιατρική περίθαλψη και η εκπαίδευση, καθώς και στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας του Λιβάνου, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση του ποσοστού ανεργίας, των χαμηλών μισθών και των κακών συνθηκών εργασίας, για τον συγκεκριμένο πληθυσμό. Διαδοχικές κυβερνήσεις του Λιβάνου ισχυρίστηκαν ότι η κατάργηση τέτοιων περιορισμών θα οδηγούσε στην αφομοίωση των παλαιστινίων προσφύγων στην λιβανική κοινωνία και συνεπώς θα εμπόδιζε το δικαίωμά τους για επιστροφή.
Μέχρι το 2005, οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες στον Λίβανο ήταν ουσιαστικά αποκλεισμένοι/ες από την επίσημη αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, αναγκάζονταν να εργαστούν σε άτυπη και γενικά χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση.
Τον Ιούνιο του 2005, ο Υπουργός Εργασίας εξέδωσε ένα μνημόνιο που επιτρέπει στους Παλαιστίνιους/ες που γεννήθηκαν στο έδαφος του Λιβάνου και έχουν επίσημα εγγραφεί στο Υπουργείο Εσωτερικών και στην UNRWA, να αποκτήσουν άδειες εργασίας. Η εξέλιξη προέκυψε μετά από μια εκστρατεία για το «δικαίωμα στην εργασία» που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Najdeh μαζί με 45 άλλες λιβανικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και των παλαιστινίων προσφύγων, με στόχο την άρση των μέτρων που εισάγουν διακρίσεις κατά των παλαιστινίων προσφύγων. Αυτό έδωσε στους παλαιστίνιους/ες πρόσφυγες πρόσβαση σε 70 επαγγέλματα που ήταν προηγουμένως απαγορευμένα για αυτούς/ες, αν και το κόστος των αδειών εργασίας και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες που απαιτούνται για την απόκτηση τους εξακολουθούν να προκαλούν σημαντικά εμπόδια. Η συνεχόμενη εφαρμογή αυτού του μέτρου υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε υπουργού εργασίας.
Τον Αύγουστο του 2010, το κοινοβούλιο του Λιβάνου ψήφισε περαιτέρω τροποποιήσεις στον νόμο περί εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης για να διευκολύνει την πρόσβαση των παλαιστινίων προσφύγων στην εργασία, συμπεριλαμβανομένης της άρσης των παράβολων για την απόκτηση άδειας εργασίας.
Ωστόσο, οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες εξακολουθούν να μην μπορούν να ασκήσουν πάνω από 30 επαγγέλματα στους τομείς της δημόσιας υπηρεσίας, της υγειονομικής περίθαλψης, της μηχανικής, του δικαίου, των μεταφορών και της αλιείας, μεταξύ άλλων. Η πρόσβαση σε αυτά τα επαγγέλματα ελέγχεται από τα συνδικάτα. Ορισμένα συνδικάτα περιορίζουν την ιδιότητα μέλους και επομένως την άσκηση του επαγγέλματος, στους πολίτες του Λιβάνου. Άλλα, όπως αυτά των ιατρών, των φαρμακοποιών και των μηχανικών, επιβάλλουν μια προϋπόθεση αμοιβαιότητας της μεταχείρισης, που σημαίνει ότι οι αλλοδαποί/ες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο επάγγελμα, μόνο εάν οι Λιβανέζοι/ες υπήκοοι έχουν το δικαίωμα να ασκούν το επάγγελμα αυτό στη δική τους χώρα. Η κατάσταση αυτή παραμένει ανέφικτη, υπό το πρίσμα του σημερινού διεθνούς καθεστώτος του κράτους της Παλαιστίνης.
Ακόμη και σε επαγγέλματα όπου οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες έχουν πλέον το δικαίωμα να εργάζονται, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις σε σύγκριση με τους Λιβανέζους συναδέλφους τους. Ενώ όλοι/ες είναι υποχρεωμένοι/ες να πληρώνουν το 23,5% του μισθού τους στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης, οι Παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες επωφελούνται από το Ταμείο αυτό, μόνο αποκτώντας πρόσβαση σε αποζημίωση στο τέλος της εργασίας (ισοδυναμεί με το 8,5% της αξίας των εισφορών τους προς το Ταμείο). Σε αντίθεση με τους Λιβανέζους/ες ομολόγους τους, δεν λαμβάνουν δημόσια ασφάλιση υγείας ως συνέπεια των εισφορών τους. Το κόστος της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας βαρύνει είτε τον παλαιστίνιο/α πρόσφυγα είτε τον εργοδότη του, ο οποίος, σαν αποτέλεσμα, μπορεί να αποθαρρυνθεί από την πρόσληψη τέτοιου/ας εργαζομένου/ης. Πολλοί/ες παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες συνεχίζουν να εργάζονται στον άτυπο τομέα (παραοικονομία), όπου γενικά αναγκάζονται να δέχονται σκληρές συνθήκες εργασίας, χαμηλές αμοιβές και έλλειψη νομικής προστασίας.
Η Διεθνής Αμνηστία καλεί τον Λίβανο να αναγνωρίσει τους παλαιστίνιους/ες πρόσφυγες ως πρόσφυγες, και να εγγυηθεί τα δικαιώματά τους στην εργασία, την υγεία, την εκπαίδευση και τη στέγαση.
Αυτοί οι πρόσφυγες δεν μπορούν να μετακομίσουν στο Ισραήλ ή τα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη, δεδομένης της άρνησης των ισραηλινών αρχών να συμμορφωθούν με την απόφαση 194 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία του δικαιώματος επιστροφής των παλαιστινίων προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κατοικούν σήμερα στον Λίβανο.
Burj Al-Barajneh
Η Διεθνής Ομοσπονδία Συλλόγων του Ερυθρού Σταυρού ίδρυσε τον καταυλισμό Burj Al-Barajneh στα νότια προάστια της Βηρυτού το 1948 για να φιλοξενήσει πρόσφυγες που είχαν φύγει από τη Γαλιλαία στη βόρεια Παλαιστίνη. Σύμφωνα με την UNRWA, είναι ο πιο πυκνοκατοικημένος καταυλισμός στη Βηρυτό και πάσχει από προβλήματα υπερπλήρωσης και ανεπαρκούς βασικής υποδομής. Περιορισμοί που επιβάλλονται εδώ και αρκετά χρόνια από τις αρχές του Λιβάνου, σημαίνουν ότι πολλοί κάτοικοι ζουν σε αυτοσχέδιες ή καταρρακτώδεις κατασκευές με σχεδόν κανένα ιδιωτικό χώρο.
Οι κάτοικοι του Burj Al-Barajneh υπέφεραν πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του Λιβάνου. Ο καταυλισμός καταστράφηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στα μέσα της δεκαετίας του '80 ως αποτέλεσμα αδιάκριτου βομβαρδισμού, οδηγώντας επίσης στην εκτόπιση περίπου του ενός τέταρτου του πληθυσμού του καταυλισμού.
Σύμφωνα με την ΜΚΟ Beit Atfal Assumoud, η οποία δραστηριοποιείται στον καταυλισμό από το 1985, ο καταυλισμός, ο οποίος έχει έκταση περίπου 1 τετραγωνικό χιλιόμετρο, έχει περίπου 40.000 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων περίπου 28.000 παλαιστίνιων προσφύγων από τον Λίβανο, 4.000 παλαιστίνιων προσφύγων από τη Συρία και περίπου 8.000 ανθρώπων άλλων εθνικοτήτων. Πολλοί από τους άνδρες στο στρατόπεδο εργάζονται ως ημερήσιοι εργάτες στον τομέα των κατασκευών, και οι γυναίκες εργάζονται κυρίως σε εργοστάσια ραψίματος ή ως οικιακές εργαζόμενες.
Jal Al-Bahr
Το Jal Al-Bahr είναι ένας ανεπίσημος καταυλισμός που βρίσκεται στην ακτή, στη βόρεια είσοδο της πόλης Τυρ στο νότιο Λίβανο. Λόγω της ανεπίσημης κατάστασής του, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό του Jal Al-Bahr. Ωστόσο, σύμφωνα με τους κατοίκους των καταυλισμών, ο πληθυσμός ανέρχεται σε περίπου 2.500 άτομα που ζουν σε 240 οικιστικές μονάδες, η πλειοψηφία των οποίων είναι αυτοσχέδιες κατασκευές από φύλλα ψευδαργύρου.
Η UNRWA δεν διαχειρίζεται τον καταυλισμό και ως εκ τούτου δεν παρέχει υπηρεσίες υγείας ή εκπαίδευσης εκεί. Αντ' αυτού, οι πρόσφυγες που ζουν στο Jal Al-Bahr πρέπει να μεταβούν στον κοντινό καταυλισμό προσφύγων El-Buss, τον οποίο διαχειρίζεται η UNRWA, προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις βασικές υπηρεσίες.
Η τοποθεσία του Jal Al-Bahr αποτελεί κίνδυνο για τους κατοίκους του. Τον χειμώνα, η θάλασσα συχνά πλημμυρίζει τα σπίτια στο στρατόπεδο. Τα οχήματα ταχείας κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο στην άλλη πλευρά του καταυλισμού αποτελούν καθημερινό κίνδυνο για τους κατοίκους, που πρέπει να τον διασχίσουν για να ταξιδέψουν αλλού, όπως και για τα παιδιά, των οποίων οι οικογένειες δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος μεταφοράς με λεωφορείο στα σχολεία της UNRWA στο El-Buss.
Η UNRWA δεν διαχειρίζεται τον καταυλισμό και ως εκ τούτου δεν παρέχει υπηρεσίες υγείας ή εκπαίδευσης εκεί.
Μια κοινωνικοοικονομική έρευνα που διεξήχθη το 2010 από το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, σε συνεργασία με την UNRWA, εντόπισε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εξαιρετικά φτωχών παλαιστινίων προσφύγων στον Λίβανο, να ζουν στους άτυπους καταυλισμούς του Jal Al-Bahr και του Qasmiyyeh στο νότιο κομμάτι της χώρας. Η πλειοψηφία των κατοίκων του Jal Al-Bahr εργάζονται στον κλάδο της αλιείας, ενώ άλλοι/ες εργάζονται στην γεωργία και τις κατασκευές. Καθώς δεν μπορούν να αγοράσουν τα κατάλληλα αλιευτικά σκάφη, οι παλαιστίνιοι/ες πρόσφυγες στο Jal Al-Bahr αναγκάζονται να χρησιμοποιούν αυτοσχέδιους πλωτήρες από ελαστικούς τροχούς για να ψαρεύουν.
Οι δύο ανάγκες που υπογράμμισαν περισσότερο οι κάτοικοι του Jal Al-Bahr στη Διεθνή Αμνηστία ήταν η ενίσχυση των θεμελίων των σπιτιών τους για την προστασία τους από τη θάλασσα, και η διασφάλιση της ασφαλούς πρόσβασης των παιδιών τους στο σχολείο.