ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΑΜΟ: ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΚΛΕΙΣΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ!
Ο Mohamedou Slahi είναι πρώην κρατούμενος της φυλακής του Γκουαντάναμο. Σήμερα είναι ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο οποίος ζει στη Μαυριτανία και είναι συγγραφέας του βιβλίου best-seller «Το ημερολόγιο του Γκουαντάναμο».
Θυμάμαι αυτήν την αξέχαστη μέρα, η οποία θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου - σαν να συνέβαινε χτες. Πριν από περίπου 17 χρόνια, μυστικοί αξιωματούχοι της αστυνομίας με οδήγησαν στο παλιό μου αυτοκίνητο, το οποίο ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι της μητέρας μου στη Μαυριτανία, και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω στο όχημά τους που δεν έφερε διακριτικά. Ένας πράκτορας που περίμενε να κάτσει δίπλα μου στο αυτοκίνητο, νιώθοντας εμφανώς ντροπή.
Και ενώ έβγαινα από την πόρτα της μητέρας μου, εκείνη με σταμάτησε. Υποψιάστηκε ότι είναι πράκτορες απλά και μόνο από την εξωτερική τους εμφάνιση. Φοβόταν για εμένα. Ακόμα και ένα άτομο όπως η μητέρα μου, με μηδενικό ενδιαφέρον για την πολιτική, μπορούσε εύκολα να τους αναγνωρίσει.
«Δεν ήθελα να σε βρουν» είπε ο νεαρός πράκτορας που καθόταν δίπλα μου στο αμάξι. Τον είχα ξανασυναντήσει. Το 2000, κατά την επιστροφή μου στο σπίτι μου, στη Μαυριτανία, μετά από ένα ταξίδι στον Καναδά, με συνέλαβαν στη Σενεγάλη με αβάσιμες υποψίες έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν παραδόθηκα από τη Σενεγάλη στη Μαυριτανία, αυτός ο νεαρός πράκτορας ήταν ο δεσμοφύλακά μου. Είχε μοιραστεί μαζί μου μερικές από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, επειδή από την εργασία του δεν μπορούσε να πληρώνει τους λογαριασμούς του. Είχα υποσχεθεί να τον βοηθήσω αν ποτέ έβγαινα από τη φυλακή. Μου είπε ότι μπορούσε να επιδιορθώνει τηλεοράσεις και να εγκαθιστά κανάλια και σχεδίαζα να του βρω πελάτες και να βελτιώσω την τεχνογνωσία του. Τη νύχτα πριν την απαγωγή μου από το σπίτι της μητέρας μου, τον είχα προσλάβει για να φτιάξει τη δική μου τηλεόραση.
Καθώς αναχωρούσαμε, μπορούσα να δω στον πίσω καθρέφτη τα δάχτυλα της μητέρας μου ανασηκωμένα προς τον ουρανό, να απαριθμούν προσευχές. Δε θα την έβλεπα ποτέ ξανά, ούτε και τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Έφυγαν από τη ζωή πριν την αποφυλάκισή μου.
Εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε η φυλακή του Γκουαντάναμο όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Μεταφέρθηκα στην Ιορδανία και αργότερα στην αεροπορική βάση του Bagram στο κέντρο κράτησης του Γκουαντάναμο.
Στην προσπάθεια να μου αποσπάσουν ομολογία, οι πράκτορες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής με υπέβαλαν σε βασανιστήρια και σε άλλες μορφές σκληρής και απάνθρωπης μεταχείρισης. Λες και η στέρηση της ελευθερίας όπως και του βιοπορισμού μου, και ο βίαιος χωρισμός μου από τα αγαπημένα μου πρόσωπα δεν ήταν αρκετά σκληρά.
Απαιτούνταν χρόνια στερήσεων, πόνου και ταλαιπωρίας ώσπου επιτέλους να επανασυνδεθώ με την οικογένεια μου στα τέλη του 2016. Δύο χρόνια μετά την απελευθέρωσή μου, παραμένω ακόμα φυλακισμένος στην ίδια μου τη χώρα, αποκλεισμένος από την αναζήτηση φαρμακευτικής περίθαλψης, που απεγνωσμένα χρειάζομαι στο εξωτερικό, επειδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δώσει εντολή στην κυβέρνηση της Μαυριτανίας να μη μου εκδώσει διαβατήριο.
Όλα τα παραπάνω συνέβησαν στο όνομα της δημοκρατίας.
Στο όνομα της ασφάλειας.
Στο όνομα του Αμερικανικού λαού.
Με δεδομένο ότι ελάχιστοι άνθρωποι δικαιούνται τη δέουσα διαδικασία, αξιοπρέπεια και ανθρώπινα δικαιώματα, και η υπόλοιπη ανθρωπότητα αποτελεί στόχο για την πιο ισχυρή δημοκρατία στον κόσμο.
Πιστεύω ότι οι ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να προστατεύουν τους πολίτες τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να το κάνουν έξω από τους κανόνες δικαίου, τους οποίους υποσχέθηκαν να διασφαλίσουν.
Μπορώ με ασφάλεια να πω ότι αποτελώ το ζωντανό παράδειγμα, ότι οι υποψίες μιας κυβέρνησης δεν μπορούν ποτέ να αποτελέσουν αιτία για την υποδαύλιση των κανόνων δικαίου, για τους οποίους πάλεψαν ολόκληρες γενιές ανθρώπων στις ΗΠΑ. Αποτελώ παράδειγμα επειδή η υποψία της κυβέρνησης ότι ήμουν εγκληματίας ήταν απολύτως και 100% εσφαλμένη. Ποτέ δεν μου αποδόθηκαν κατηγορίες, πόσο μάλλον καταδίκη, για οποιοδήποτε αδίκημα. Ο μόνος ανεξάρτητος δικαστής που αντίκρισα κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου μου, είχε διατάξει την αποφυλάκισή μου, αφότου εξέτασε τα μυστικά αποδεικτικά στοιχεία που ακόμα και εγώ δεν επιτρεπόταν να δω.
Γενναίοι/ες ακτιβιστές/στριες της Διεθνούς Αμνηστίας αναγνωρίζουν ότι και οι μη Αμερικανοί πολίτες, δικαιούνται αξιοπρεπούς μεταχείρισης και προνομίων από το κράτος δικαίου. Με έχουν βοηθήσει ενεργά έως και σήμερα. Βοήθησαν στο να αποκτήσει ο κόσμος πρόσβαση στη δική μου πλευρά αυτής της ιστορίας για όσο παρέμενα φυλακισμένος τόσα χρόνια, ασφυκτιώντας και φωνάζοντας στο σκοτάδι. Και γι’ αυτό θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων!
Δεν ήταν ποτέ -και ακόμα δεν είναι- δημοφιλές να υψώνεις το ανάστημα σου για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ένας «άλλος», και ακόμη λιγότερο αν η κατηγορία σχετίζεται με την τρομοκρατία. Ωστόσο, θα έλεγα ότι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, η κυβερνητική βία δε θα έπρεπε να βασιλεύει ανενόχλητη, απλώς και μόνο λόγω της φύσης της κατηγορίας και του υποβάθρου του κατηγορουμένου. Το λιντσάρισμα καταδικάστηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε για κάποιο λόγο.
Πέρασαν πλέον 17 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας αυτής της περιβόητης κόλασης, που συνιστά ο Κόλπος του Γκουαντάναμο. Η αξιοπρέπεια των καλών Αμερικανών πολιτών απαιτεί από την κυβέρνηση το κλείσιμο αυτού του καταραμένου μέρους.
Σας παρακαλώ κλείστε αυτή τη φυλακή και μεταχειριστείτε τους ανθρώπους σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου!
Ο Θεός να σας έχει καλά!