ΤΟΥΡΚΙΑ: 130.000 ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΘΟΥΝ
Πάνω από δύο χρόνια μετά την αυθαίρετη απόλυσή τους, σχεδόν 130.000 εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα της Τουρκίας αναμένουν ακόμα τη δικαίωσή τους και αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον, όπως δήλωσε η Διεθνής Αμνηστία σε έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η έκθεση: Απολύσεις χωρίς επιστροφή; Καμία επανόρθωση για τους απολυμένους δημόσιους υπαλλήλους στην Τουρκία, αποκαλύπτει ότι ιατροί, αστυνομικοί, εκπαιδευτικοί, ακαδημαϊκοί και δεκάδες χιλιάδες άλλοι και άλλες εργαζόμενοι/ες του δημόσιου τομέα που απολύθηκαν από την εργασία τους λόγω υποτιθέμενων «επαφών με τρομοκρατικές ομάδες», δεν έχουν ακόμη αποκατασταθεί ή αποζημιωθεί, ενώ η Επιτροπή που έχει συσταθεί για να επανεξετάσει τις αποφάσεις απόλυσης αποδεικνύεται τραγικά ακατάλληλη για τον σκοπό αυτόν.
«Με την ταμπέλα των ‘τρομοκρατών’ και χάνοντας τα μέσα διαβίωσης που είχαν, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που είδαν την επαγγελματική και οικογενειακή ζωή τους να καταστρέφεται εξακολουθούν να περιμένουν τη δικαιοσύνη», δήλωσε ο Andrew Gardner, Υπεύθυνος Έρευνας και Στρατηγικής της Διεθνούς Αμνηστίας στην Τουρκία.
«Παρά την ξεκάθαρα αυθαίρετη φύση των απολύσεων αυτών, η Επιτροπή που είναι αρμόδια για την επανεξέταση των αποφάσεων δεν τήρησε τα διεθνή πρότυπα και ενεργεί ως de facto επικύρωση των αρχικών εσφαλμένων αποφάσεων. Η όλη διαδικασία αποτελεί μια επαίσχυντη προσβολή στη δικαιοσύνη».
Με το πρόσχημα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016, σχεδόν 130.000 εργαζόμενοι/ες του δημόσιου τομέα απολύθηκαν αυθαίρετα με εκτελεστικά διατάγματα.
Αθώες - και εκείνη την εποχή εντελώς νόμιμες- δραστηριότητες, χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή για να δικαιολογήσουν αναδρομικά τις απολύσεις και τις αποφάσεις για την οριστική απαγόρευση της εργασίας των ανθρώπων αυτών στον δημόσιο τομέα ή ακόμα και στα επαγγέλματα τους. Δράσεις όπως η κατάθεση χρημάτων σε μια συγκεκριμένη τράπεζα, η συμμετοχή σε συγκεκριμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις ή ακόμη και η λήψη μιας συγκεκριμένης εφαρμογής στα κινητά τους τηλέφωνα, χρησιμοποιήθηκαν ως ενδείξεις «επαφών» με απαγορευμένες «τρομοκρατικές» ομάδες, χωρίς περαιτέρω αποδείξεις τέτοιων δεσμών ή αποδείξεων οποιασδήποτε παραβίασης.
Τον Ιανουάριο του 2017, μετά την ένταση της πολιτικής πίεσης, η κυβέρνηση της Τουρκίας δημιούργησε μια «Επιτροπή Ερευνών Επείγουσας Ανάγκης» («Επιτροπή») για να εξετάσει τις αποφάσεις απόλυσης που λαμβάνονται με εκτελεστικά διατάγματα. Από τις 125.000 περίπου αιτήσεις που υποβλήθηκαν από απολυμένους/ες, η Επιτροπή εξέδωσε αποφάσεις μόνο σε 36.000 περιπτώσεις, μετά τις 5 Οκτωβρίου 2018. Από αυτές, οι αρχικές αποφάσεις ανατράπηκαν στο λιγότερο από το 7% των περιπτώσεων (2.300 περιπτώσεις).
Η έκθεση, η οποία συμπεριλάμβανε την ανασκόπηση των διαδικασιών της Επιτροπής και των 109 από τις αποφάσεις της, καθώς και συνεντεύξεις με 21 απολυθέντα άτομα και τις οικογένειές τους, αποκαλύπτει ότι η Επιτροπή δεν συστήθηκε για να παράσχει κάποιο αποτελεσματικό βοήθημα. Είναι ουσιαστικά άστοχη, λόγω της έλλειψης θεσμικής ανεξαρτησίας, μακρών περιόδων αναμονής, απουσίας εγγυήσεων που επιτρέπουν στα άτομα να αντικρούσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς της και τις αδύναμες αποδείξεις που αναφέρονται στις αποφάσεις που αποφαίνονται για τις απολύσεις.
Ένας δάσκαλος, του οποίου η προσφυγή κατά της απόλυσης του, λόγω της κατάθεσης χρημάτων στην τότε ελεγχόμενη από την κυβέρνηση Τράπεζα Asya, απορρίφθηκε από την Επιτροπή, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Μας απολύουν χωρίς λόγο και τώρα προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για τις απολύσεις μας».
Μεταξύ των αποφάσεων που εξέτασε η Διεθνής Αμνηστία, οι αιτούντες έπρεπε να περιμένουν να αποφασίσει η Επιτροπή - στην καλύτερη περίπτωση - περισσότερο από επτά μήνες μετά την απόλυσή τους, και 21 μήνες στη χειρότερη περίπτωση. Ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των αιτούντων εξακολουθεί να περιμένει απάντηση, πολλές φορές για πάνω από δύο χρόνια.
Οι άνθρωποι που υποβάλλουν αιτήσεις στην Επιτροπή βρίσκονται αντιμέτωποι με μια Καφκική δοκιμασία. Όταν απολύθηκαν, δεν τους δόθηκε καμία εξήγηση πέρα από τη γενικευμένη δικαιολογία ότι εκτιμήθηκε ότι είχαν «επαφές με τρομοκρατικές οργανώσεις».
Χωρίς να γνωρίζουν τις συγκεκριμένες υποτιθέμενες κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ή τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τους, όσοι υπέβαλαν έφεση έπρεπε να κάνουν εικασίες για τους λόγους τερματισμού των συμβάσεών τους. Κάτι τέτοιο καθιστούσε την ανατροπή των κατηγοριών αυτών και την κατάθεση αποτελεσματικών προσφυγών δύσκολη.
Η σύζυγος ενός απολυμένου δημόσιου υπαλλήλου δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Οι λόγοι απόλυσης δεν μας κοινοποιήθηκαν, ενώ δε μας δόθηκε η παραμικρή ευκαιρία να ασκήσουμε αποτελεσματική προσφυγή. Κάναμε έφεση χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς σε τι προσφεύγουμε».
Ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής δε διέθεταν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ένας/μία συγκεκριμένος/η αιτών/ούσα είχε επαφές με απαγορευμένες ομάδες. Έτσι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τους εργαζόμενους/ες του δημόσιου τομέα, των οποίων οι προσφυγές είχαν απορριφθεί, να ασκήσουν μεταγενέστερη προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια.
Αυτοί οι εργαζόμενοι/ες του δημόσιου τομέα, που είχαν την τύχη να επανέλθουν στην εργασία τους, συχνά διορίζονταν σε μια θέση ουσιαστικά χειρότερη από εκείνη που είχαν πριν από τις παράνομες απολύσεις τους.
Ένας δημόσιος υπάλληλος που έχει επαναδιοριστεί είπε στη Διεθνή Αμνηστία: «Μας έχει στερηθεί το δικαίωμα να προσφύγουμε στο δικαστήριο. Όσο δεν εργαζόμουν, περάσαμε πολλές δυσκολίες. Η σύζυγός μου εξακολουθεί να βρίσκεται σε θεραπεία εξαιτίας του ψυχολογικού τραύματος που υπέστη».
Παρά τις σαφείς παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, η κυβέρνηση επιμένει στη βαθιά καταστρεπτική στρατηγική της. Ενώ έληξε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της Τουρκίας, ένας νέος νόμος ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2018, ώστε να επιτραπεί η συνέχιση, για άλλα τρία χρόνια, των απολύσεων εργαζομένων του δημόσιου τομέα που θεωρούνται ότι συνδέονται με «τρομοκρατικές» οργανώσεις - ή άλλες ομάδες που απειλούν την εθνική ασφάλεια.
Ένας ακαδημαϊκός, που απολύθηκε μετά την υπογραφή μιας έκκλησης, δήλωσε στη Διεθνή Αμνηστία: «Στην Τουρκία, το σύστημα δικαιοσύνης είναι υποχείριο των πολιτικών. Αλλάζει ανάλογα με το πολιτικό κλίμα».
«Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια από την έναρξη των πρώτων απολύσεων και δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα ζουν σε αδράνεια, χωρίς ουσιαστική αποζημίωση. Αντί να παράσχει έναν μηχανισμό για την απόδοση δικαιοσύνης, η Επιτροπή απλώς έριξε αλάτι στις πληγές τους», δήλωσε ο Andrew Gardner.
«Στην περίπτωση όπου υπάρχει εύλογη υποψία αδικήματος, παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος, οι εργαζόμενοι/ες πρέπει να απομακρύνονται με συγκεκριμένες πειθαρχικές διαδικασίες. Ωστόσο, οι αρχές πρέπει να αποκαταστήσουν όλους τους εργαζόμενους/ες του δημόσιου τομέα που απολύθηκαν συνοπτικά με εκτελεστικά διατάγματα και να τους αποζημιώσουν για τις ζημιές που υπέστησαν, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας αποδοχών και των καταστρεπτικών ψυχολογικών συνεπειών που είχαν οι απολύσεις αυτές στη ζωή τους».
Ιστορικό
Η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας 158, η οποία προστατεύει από τις αυθαίρετες απολύσεις χωρίς τη δέουσα διαδικασία. Μεταξύ των προστατευτικών διατάξεων που περιέχονται στη Σύμβαση είναι εκείνες που απαγορεύουν την παύση της απασχόλησης των εργαζομένων για άλλους λόγους εκτός από νόμιμους που σχετίζονται με την ικανότητα του/της εργαζομένου/ης και τη συμπεριφορά του/της στο ρόλο του/της, και απαιτούν να μην τερματίζεται η απασχόληση των ατόμων χωρίς πρώτα να έχουν τη δυνατότητα να αμυνθούν απέναντι στους ισχυρισμούς που στρέφονται εναντίον τους.
Οι διαδικασίες γύρω από τις απολύσεις αυτές, και ιδίως η έλλειψη δίκαιης και αποτελεσματικής διαδικασίας προσφυγής, απειλούν τα δικαιώματα δίκαιης δίκης σε αστικές διαδικασίες που διασφαλίζονται βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινου Δυναμικού και στα άρθρα 14 και 15 του ICCPR.
Η αδυναμία της Τουρκίας να παράσχει ένα αποτελεσματικό μέσο, με βάση το οποίο θα μπορούν να αποκατασταθούν τα δικαιώματα όσων παραβιάζονται, αποτελεί επίσης παραβίαση της υποχρέωσής της να διασφαλίσει το δικαίωμα προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.