ΕΛΛΑΔΑ: ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Η Διεθνής Αμνηστία καλωσορίζει θερμά την πολυαναμενόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της επικύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης δεδομένου ότι είναι η πιο εκτεταμένη διεθνής συνθήκη για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας πάνω στην βάση μιας εις βάθος ανάλυσης προκλήσεων και καλών πρακτικών σε όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το Νομοσχέδιο επίσης εισάγει τροποποιήσεις στην ελληνική νομοθεσία με σκοπό την εφαρμογή διαφόρων διατάξεων της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
Ορισμένες από τις βασικές προτεινόμενες τροποποιήσεις περιλαμβάνουν:
- Μία διάταξη που προβλέπει ότι η θρησκεία ή οι παραδόσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως λόγοι μείωσης της ποινής (Άρθρο 2, παρ. 1 του Νομοσχεδίου).
- Σε περιπτώσεις όπου το θύμα είναι παιδί, αναστέλλεται ο χρόνος παραγραφής για τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας έως ότου το παιδί φθάσει στην ηλικία της ενηλικίωσης και για το επόμενο από την ενηλικίωση έτος (Άρθρο 2, παρ. 2 του Νομοσχεδίου).
- Η εισαγωγή μιας συγκεκριμένης διάταξης που ποινικοποιεί τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων (Άρθρο 2, παρ. 3 του Νομοσχεδίου) προβλέπει ότι ένα πρόσωπο που εσκεμμένα κατέπεισε μια γυναίκα ή ένα κορίτσι σε ακρωτηριασμό ή αυτο-ακρωτηριασμό τιμωρείται με φυλάκιση, εάν έχει γίνει ο ακρωτηριασμός ή ο αυτο-ακρωτηριασμός ή απόπειρα αυτού.
- Η προσθήκη του εξαναγκαστικού γάμου ως ένας από τους στόχους του αδικήματος της εμπορίας ανθρώπων (Άρθρο 2, παρ. 4 του Νομοσχεδίου).
- Ποινικοποίηση του stalking (μη εμφανούς παρακολούθησης/παρενόχλησης) (Άρθρο 2 παρ. 5 του Νομοσχεδίου).
- Επέκταση του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία στα συμβαλλόμενα μέρη μιας αστικής ένωσης ή μιας αστικής ένωσης που έχει διαλυθεί και σε μόνιμους συντρόφους και τα παιδιά τους, ακόμη και αν δεν μοιράζονται την ίδια κατοικία (Άρθρο 3, παρ. 1 και 2 του Νομοσχεδίου).
- Τα θύματα βίαιων εγκλημάτων έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δαπάνες για ψυχική υποστήριξη και για μεταφορά σε ασφαλές περιβάλλον ως αποζημίωση, εάν δεν υπάρχει καταφύγιο στην περιοχή κατοικίας τους (Άρθρο 4 παρ. 2 του Νομοσχεδίου).
- Προστασία από την επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών (αιτούντων άσυλο ή παράτυπων μεταναστών/ μεταναστριών) που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, υπό τον όρο ότι υποβάλλουν καταγγελία ή αναφέρουν τέτοιου είδους περιστατικά στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές (Άρθρο 4, παρ. 5 του Νομοσχεδίου).
- Εξουσιοδότηση της Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Υποστήριξης των Πολιτικών Ισότητας των Φύλων της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων να συντονίζει, να παρακολουθεί και να αξιολογεί πολιτικές και μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης όλων των μορφών βίας που καλύπτονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης · η Διεύθυνση αναλαμβάνει επίσης τη συλλογή, ανάλυση και δημοσίευση σχετικών στοιχείων (Άρθρο 4 παράγραφος 7 του Νομοσχεδίου).
Η οργάνωση θεωρεί ότι οι προτεινόμενες νομοθετικές τροποποιήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες αλλαγές, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην εθνική έννομη τάξη.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ
Η ισχύουσα νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία (Άρθρο 1 παρ. 2 α και γ του Νόμου 3500/2006) δεν καλύπτει μόνιμους συντρόφους, οι οποίοι δεν μοιράζονται την ίδια κατοικία ή έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Το Άρθρο 3, παρ. 1 και 2 της προτεινόμενης νομοθεσίας επεκτείνει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας στα άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, σε αυτά που έχουν λύσει το σύμφωνο συμβίωσης, και σε μόνιμους συντρόφους και τα παιδιά τους, ακόμη και αν δεν έχουν την ίδια κατοικία (Άρθρο 3, παρ. 2 του Νομοσχεδίου). Ωστόσο, εξακολουθεί να αποκλείει πρώην συντρόφους από την προστασία που παρέχεται από την εθνική νομοθεσία και απαιτεί η σχέση αυτή να είναι μόνιμη.
Το Άρθρο 3β της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης ορίζει την «ενδοοικογενειακή βία» ως «κάθε πράξη σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας που συμβαίνει μέσα στην οικογένεια ή στην οικιακή μονάδα ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα αν έχουν μοιραστεί την ίδια κατοικία με το θύμα».
Η αιτιολογική έκθεση της Σύμβασης διευκρινίζει περαιτέρω: «Η ενδοοικογενειακή βία και η βία μεταξύ οικείων περιλαμβάνει σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βία μεταξύ νυν ή πρώην συζύγων, καθώς και μεταξύ νυν ή πρώην συντρόφων. Αποτελεί μια μορφή βίας που πλήττει τις γυναίκες δυσανάλογα και η οποία, επομένως, έχει σαφώς έμφυλη βάση. Αν και ο όρος «ενδοοικογενειακή» μπορεί να φαίνεται ότι περιορίζει τις συνθήκες που διαμορφώνουν το πλαίσιο πού μπορεί να συμβεί η βία, οι συντάκτες αναγνώρισαν ότι η βία συνεχίζεται συχνά αφότου μία σχέση έχει τελειώσει και, ως εκ τούτου συμφώνησαν ότι μια κοινή κατοικία του θύματος και δράστη δεν είναι απαραίτητη».
Θα πρέπει επίσης να δοθεί προσοχή στο σημείο όπου ακόμα και οι άνδρες, οι οποίοι ήταν με μια γυναίκα για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, θα μπορούσαν να διαπράξουν ενδοοικογενειακή βία και η νομοθεσία θα πρέπει να διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να μην αποκλείει τέτοιες περιπτώσεις.
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά την τροποποίηση του προτεινόμενου Άρθρου 3, παρ. 2 του Νομοσχεδίου, ώστε να περιλαμβάνει τους συντρόφους που είναι μαζί για μικρότερο χρονικό διάστημα, καθώς και πρώην συντρόφους, ανεξάρτητα αν έχουν μοιραστεί την ίδια κατοικία, ως θύματα και δράστες ενδοοικογενειακής βίας. Η Διεθνής Αμνηστία συνιστά να μην περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου η προϋπόθεση για έναν/μία σύντροφο να είναι μόνιμος/η (μία κατηγοριοποίηση που θα μπορούσε να είναι ανοιχτή σε ερμηνείες), με σκοπό να καλύπτεται αυτή η μορφή σχέσεων από την εθνική νομοθεσία. Η Διεθνής Αμνηστία συνιστά ο χαρακτηρισμός «μόνιμος/η» να αφαιρεθεί, ώστε ο νόμος (για την ενδοοικογενειακή βία) να καλύπτει όλες τις μορφές σχέσεων.
Ο ΓΑΜΟΣ ΣΑΝ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
Η οργάνωση επιθυμεί να εκφράσει σοβαρές ανησυχίες σε σχέση με την αποτυχία των ελληνικών αρχών να καταργήσουν την εθνική νομοθεσία που επιτρέπει το γάμο ως ένα διακανονισμό για την «αποπλάνηση παιδιού». Το Άρθρο 339 παρ. 3 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι, εάν ο υπαίτιος και η παθούσα παντρευτούν, «δεν ασκείται ποινική δίωξη και, αν τυχόν έχει ασκηθεί δεν συνεχίζεται, αλλά κηρύσσεται απαράδεκτη». Η διάταξη αυτή έχει ήδη εγείρει σοβαρές επικρίσεις από φεμινιστικές συλλογικότητες και μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών.
Το διεθνές δίκαιο και κανόνες απαιτούν ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας να ορίζονται ως εγκλήματα κατά της σωματικής ακεραιότητας και της σεξουαλικής αυτονομίας ενός ατόμου σε αντίθεση με τα εγκλήματα κατά της ηθικής, της δημοσίας αξιοπρέπειας, της τιμής ή της οικογένειας και της κοινωνίας. Μια νομική διάταξη που επιτρέπει στον δράστη να αποφύγει τη δικαιοσύνη με το να παντρευτεί το θύμα του όχι μόνο δεν παρέχει επανόρθωση στην προκληθείσα βλάβη, αλλά επιδεινώνει και συνιστά περαιτέρω παραβίαση του δικαιώματος της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και σεξουαλικής αυτονομίας των θυμάτων με το να διαιωνίζει την βία και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράττονται εναντίον τους, και γι’ αυτό θα πρέπει να καταργηθεί.
Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) στις Καταληκτικές Παρατηρήσεις του 2013 κάλεσε την Ελλάδα να διασφαλίσει ότι «οι γυναίκες και τα κορίτσια που είναι θύματα βίας έχουν πρόσβαση σε άμεσα μέσα προστασίας και επανόρθωσης και ... ότι οι δράστες θα διώκονται και θα τιμωρούνται ».
Στις Καταληκτικές Παρατηρήσεις της για το 2012, η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC) κάλεσε την Ελλάδα να «εντείνει τις προσπάθειές της για την απαγόρευση ... καταναγκαστικών ή πρόωρων γάμων, σύμφωνα με τη Γενική Σύσταση αριθ. 21 (1994 ) σχετικά με την ισότητα στο γάμο και τις οικογενειακές σχέσεις ... και να διερευνήσει αποτελεσματικά, να διώξει και να τιμωρήσει τους δράστες καταναγκαστικών ή πρόωρων γάμων ». Η διάταξη για τον «γάμο ως διακανονισμό» παραβιάζει τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού και τις συστάσεις της Επιτροπής.
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά την κατάργηση του Άρθρου 339 παρ. 3 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ
Θα πρέπει επίσης να εισαχθούν τροποποιήσεις στο Άρθρο 336 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο καθιστά τον βιασμό αξιόποινο αδίκημα, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί ο ορισμός του βιασμού με τα εξελισσόμενα διεθνή πρότυπα. Επί του παρόντος, ο νομικός ορισμός του βιασμού βασίζεται στην «άσκηση σωματικής βίας ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου» αντί για την απουσία συγκατάθεσης.
Το διεθνές δίκαιο και τα πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούν η σεξουαλική επίθεση, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, να ορίζεται από την απουσία συναίνεσης για τη σεξουαλική δραστηριότητα. Επιπλέον, η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται οικειοθελώς, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιβαλλόντων περιστάσεων.
Ως εθελοντική και διαρκής συμφωνία για συμμετοχή σε συγκεκριμένη σεξουαλική δραστηριότητα, η συγκατάθεση μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή. Η CEDAW συνέστησε ότι τυχόν απαίτηση της νομοθεσίας ότι η σεξουαλική επίθεση διαπράττεται με εξαναγκασμό ή βία και ότι οποιαδήποτε απαίτηση απόδειξης διείσδυσης πρέπει να αφαιρεθεί.
Επιπλέον, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η δευτερογενής θυματοποίηση της/του καταγγέλλουσας/οντος επιζούσας/όντος από τις διαδικασίες, ο ορισμός της σεξουαλικής κακοποίησης πρέπει να εισαχθεί, έτσι ώστε είτε:
- να απαιτεί την ύπαρξη «σαφούς και εθελοντικής συμφωνίας» και να απαιτεί από τους κατηγορούμενους να αποδείξουν τα μέτρα που έλαβαν για να εξακριβώσουν αν η/ο καταγγέλλουσα/ων / επιζούσα/ων συναινούσε ή
- να απαιτεί η πράξη να λαμβάνει χώρα υπό «καταναγκαστικές περιστάσεις» και να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα καταναγκαστικών περιστάσεων».
Η Διεθνής Αμνηστία ζητά την τροποποίηση του Άρθρου 336 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ορισμός του βιασμού βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης.
EΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΝΣ ΑΤΟΜΩΝ
Το Άρθρο 4 παρ. 3 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης καλεί τα Συμβαλλόμενα Κράτη να αποφεύγουν κάθε διάκριση κατά την εφαρμογή της Σύμβασης για οποιονδήποτε λόγο και να περιλαμβάνουν τον γενετήσιο προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου μεταξύ αυτών των λόγων. Καλεί επίσης τα Συμβαλλόμενα Κράτη «να λάβουν θετικά μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι τυχόν προληπτικά μέτρα θα αντιμετωπίζουν ειδικά και θα λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των ευάλωτων ατόμων...» συμπεριλαμβανομένων των τρανς ατόμων.
Η Διεθνής Αμνηστία πιστεύει ότι θα μπορούσαν να εισαχθούν περισσότερες τροποποιήσεις στην προτεινόμενη νομοθεσία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα τρανς άτομα προστατεύονται περαιτέρω από τις διακρίσεις και τη βία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η Διεύθυνση Ανάπτυξης και Υποστήριξης Πολιτικών για την Ισότητα των Φύλων επιφορτίζεται με την υλοποίηση και την παρακολούθηση της εθνικής πολιτικής για την ισότητα των φύλων (Άρθρο 24, παρ. 1 του Π.Δ. 105/2014). Το νέο νομοσχέδιο αναθέτει επίσης στη Διεύθυνση να συντονίζει, να παρακολουθεί και να αξιολογεί πολιτικές και μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση όλων των μορφών βίας που καλύπτονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Προκειμένου να ευθυγραμμιστούν περαιτέρω οι παραπάνω διατάξεις με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οργάνωση μας σας καλεί να διευρύνετε τις αρμοδιότητες της ανωτέρω Διεύθυνσης, ώστε να καλύπτει ρητά το σχεδιασμό πολιτικών σχετικά με την ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου.
Βάσει των ανωτέρω, σας παροτρύνουμε να συμπεριλάβετε τροποποιητικές διατάξεις σε όλες τις νομοθετικές διατάξεις που απαγορεύουν τις διακρίσεις λόγω φύλου, προκειμένου να αναφέρεται ρητά η ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου.
Τέλος, ενώ οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Νόμος 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου αποτελούν ιστορικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, σας καλούμε να λάβετε περαιτέρω μέτρα (περιλαμβάνονται στις συστάσεις παρακάτω) προκειμένου να διασφαλίσετε ότι τα τρανς άτομα στην Ελλάδα μπορούν να αναγνωριστούν νομικά ως αυτό που είναι χωρίς να χρειάζεται να παραιτηθούν από άλλα δικαιώματα.
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η Διεθνής Αμνηστία καλεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να προβεί στις παρακάτω τροποποιήσεις πριν εισάγει το προτεινόμενο νομοσχέδιο στο Ελληνικό Κοινοβούλιο:
- Κατάργηση Άρθρου 339 παρ. 3 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα που επιτρέπει τη μη άσκηση ποινικής δίωξης του σεξουαλικού εγκλήματος της «αποπλάνησης», αν ο δράστης παντρευτεί το ανήλικο θύμα.
- Εναρμόνιση του εθνικού νομικού ορισμού του βιασμού με τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Να τροποποιηθεί ο ορισμός του βιασμού στη νομοθεσία ώστε να βασίζεται στην απουσία συγκατάθεσης.
- Να επεκταθεί το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία, ώστε να καλύπτει και τους συντρόφους που είναι μαζί για μικρότερο χρονικό διάστημα (με την κατάργηση του όρου «μόνιμος») καθώς και πρώην συντρόφους, ακόμη και αν ο δράστης και το θύμα δεν έχουν την ίδια κατοικία.
- Εξασφάλιση ότι υπάρχει ειδική κατανομή στον κρατικό προϋπολογισμό για την αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
- Να επεκταθεί η αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Υποστήριξης Πολιτικών για την Ισότητα των Φύλων ώστε να καλύπτει ρητά το σχεδιασμό πολιτικών για την ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου.
Η Διεθνής Αμνηστία επιθυμεί επίσης να επαναλάβει τις προηγούμενες εκκλήσεις της για περαιτέρω μεταρρύθμιση της νομοθεσίας που ψηφίσθηκε πρόσφατα σχετικά με τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου:
- Να συμπεριληφθούν διατάξεις τροποποιητικές όλων των νομοθεσιών απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φύλου με ρητή αναφορά της ταυτότητας και των χαρακτηριστικών φύλου.
- Παροχή της δυνατότητας στα τρανς άτομα να αλλάξουν νομικά το όνομα και καταχωρισμένο φύλο τους, με βάση μόνο το φύλο ως το οποίο αυτοπροσδιορίζονται, χωρίς καμία αναφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση.
- Εξάλειψη των απόλυτων περιορισμών ηλικίας και να δοθεί στα ανήλικα άτομα το δικαίωμα να αλλάξουν νομικά το καταχωρισμένο φύλο τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τους
- Διασφάλιση ότι τα τρανς άτομα μπορούν να αλλάξουν νομικά το καταχωρισμένο φύλο και όνομα μέσω μιας εξωδικαστικής διοικητικής διαδικασίας που θα είναι γρήγορη, διαφανής, εύκολα προσβάσιμη και αυτοματοποιημένη, συμπεριλαμβάνουσα και τους πρόσφυγες και τους μετανάστες/ μετανάστριες.
- Εξάλειψη της προϋπόθεσης του διαζυγίου στα παντρεμένα τρανς άτομα και διασφάλιση ότι το όνομα και το φύλο του/της γονέα μπορεί να αλλάζει στο πιστοποιητικό γέννησης των πιθανών τέκνων όταν αυτά υπάρχουν.
- Να επιτραπεί σε άτομα που δεν προσδιορίζονται με τα δίπολο του φύλου να λαμβάνουν επίσημα έγγραφα τα οποία να αντικατοπτρίζουν την ταυτότητα του φύλου τους συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής μίας τρίτης.
- Να υιοθετηθούν πρωτόκολλα ιατρικής φροντίδας βασισμένα στα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανόμενης και της υιοθέτησης νομοθεσίας, με σκοπό να επιλυθούν καίρια ζητήματα που επηρεάζουν τα δικαιώματα των ίντερσεξ ατόμων και να διασφαλισθεί ότι κανένα παιδί δεν θα υποβάλλεται σε μη επείγουσα, επεμβατική και μη αναστρέψιμή χειρουργική επέμβαση με επιβλαβή αποτελέσματα.