ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2008
Παγκόσμια Επισκόπηση:
Μήνυμα της Γενικής Γραμματέως της Διεθνούς Αμνηστίας, Αϊρίν Χαν
Οι ηγέτες της υφηλίου οφείλουν να δώσουν εξηγήσεις και να ζητήσουν συγνώμη για το ότι δεν εκπλήρωσαν την υπόσχεση της δικαιοσύνης και της ισότητας που περιέχεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ), που υιοθετήθηκε πριν 60 χρόνια. Κατά τις έξι δεκαετίες που πέρασαν, πολλές κυβερνήσεις έδειξαν περισσότερο ενδιαφέρον για την κατάχρηση της εξουσίας ή την επιδίωξη πολιτικών ιδιοτελών συμφερόντων, παρά για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ανθρώπων των οποίων ηγούνται.
Αυτό δεν αποτελεί άρνηση της προόδου που σημειώθηκε στην ανάπτυξη θεσμικών κειμένων, συστημάτων και θεσμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε επίπεδο διεθνές, περιφερειακό και εθνικό. Πολλά πράγματα έχουν βελτιωθεί σε πολλά μέρη του κόσμου με βάση αυτά τα θεσμικά κείμενα και τις αρχές. Περισσότερες χώρες σήμερα παρά ποτέ παρέχουν συνταγματική και νομική προστασία για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο μια χούφτα κράτη θα αρνούνταν ανοιχτά το δικαίωμα της διεθνούς κοινότητας να ελέγχει εξονυχιστικά τα πεπραγμένα τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το 2007 ήταν το πρώτο πλήρες έτος λειτουργίας του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, μέσα από το οποίο όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ συμφώνησαν σε δημόσιο διάλογο για τις επιδόσεις τους στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όμως παρ' όλα τα καλά, γεγονός παραμένει ότι η αδικία, η ανισότητα και η ατιμωρησία εξακολουθούν να αποτελούν σήμερα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κόσμου μας.
Το 1948, σε μια πράξη εξαίρετης ηγεσίας, οι ηγέτες της υφηλίου συγκεντρώθηκαν και υιοθέτησαν την ΟΔΔΑ. Τα κράτη-μέλη του νεοσύστατου ΟΗΕ επέδειξαν τεράστια προνοητικότητα και τεράστιο θάρρος με το να εναποθέσουν την πίστη τους σε παγκόσμιες αξίες. Είχαν οξεία επίγνωση της φρίκης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και συναίσθηση της ζοφερής πραγματικότητας ενός νεοεμφανιζόμενου Ψυχρού Πολέμου. Το όραμά τους δεν διαμορφώθηκε από τα όσα συνέβαιναν μοναχά στην Ευρώπη. Το 1948 ήταν επίσης το έτος που η Βιρμανία απέκτησε την ανεξαρτησία της, ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε, ενώ στη Νότια Αφρική θεσπίστηκαν για πρώτη φορά νόμοι του απαρτχάιντ. Μεγάλα τμήματα της υφηλίου εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό τον ζυγό της αποικιοκρατίας.
Τις ενέργειες των συντακτών της ΟΔΔΑ προκάλεσε η πεποίθηση ότι μόνο ένα πολυμερές σύστημα παγκόσμιων αξιών, βασισμένο στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου, μπορούσε να αντεπεξέλθει στις επερχόμενες προκλήσεις. Ασκώντας γνήσια ηγεσία, αντιστάθηκαν στις πιέσεις ανταγωνιστικών πολιτικών στρατοπέδων. Απέρριψαν οποιαδήποτε ιεράρχηση ανάμεσα στο δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και στο δικαίωμα στην παιδεία, ανάμεσα στο δικαίωμα στην ελευθερία από βασανιστήρια και στο δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια. Αναγνώρισαν ότι η οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -κάθε άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και ίσος- και το αδιαίρετό τους -όλα τα δικαιώματα, οικονομικά, κοινωνικά, αστικά, πολιτικά ή πολιτισμικά, πρέπει να εκπληρώνονται με ίση αφοσίωση- αποτελούν τη βάση για τη συλλογική μας ασφάλεια καθώς και για την κοινή μας ανθρωπιά.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η ηγεσία του οράματος έδωσε τη θέση της στα στενά πολιτικά συμφέροντα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν παιχνίδι διχασμού καθώς οι δύο 'υπερδυνάμεις' επιδόθηκαν σε έναν ιδεολογικό και γεωπολιτικό αγώνα για να εγκαθιδρύσουν την υπεροχή τους. Η μία πλευρά αρνιόταν τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ η άλλη υποβίβαζε τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για να προωθηθούν στρατηγικοί στόχοι, και όχι για να προωθηθούν η αξιοπρέπεια και η ευημερία των ανθρώπων. Οι χώρες που είχαν μόλις αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, παγιδευμένες στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, πάλευαν επιδιώκοντας δημοκρατίας και κράτος δικαίου ή τα εγκατέλειψαν εντελώς για χάρη διάφορων μορφών αυταρχισμού.
Οι ελπίδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα αυξήθηκαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αλλά διαψεύσθηκαν από την έκρηξη εθνοτικών συγκρούσεων και την κατάρρευση κρατών, που προκάλεσαν κύμα επειγουσών από ανθρωπιστικής πλευράς καταστάσεων, που χαρακτηρίστηκε από μαζικές και θηριώδεις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο μεταξύ, η διαφθορά, η κακή διακυβέρνηση και η διαδεδομένη ατιμωρησία για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κυριάρχησαν σε πολλά μέρη του κόσμου.
Καθώς μπαίναμε στον 21ο αιώνα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 μεταμόρφωσαν για μια ακόμη φορά το διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε διχαστικό και καταστροφικό μεταξύ «δυτικού» και «μη δυτικού», περιορίζοντας ελευθερίες, τροφοδοτώντας καχυποψία, φόβο, διακρίσεις και προκαταλήψεις τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στους λαούς.
Οι δυνάμεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης έφεραν νέες υποσχέσεις, αλλά και προκλήσεις . Αν και οι ηγέτες της υφηλίου ισχυρίστηκαν ότι δεσμεύονται στην εξάλειψη της φτώχειας, κατά κύριο λόγο αγνόησαν τις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προκαλούν και βαθαίνουν τη φτώχεια. Η ΟΔΔΑ παρέμεινε χάρτινη υπόσχεση.
Κοιτάζοντας πίσω σήμερα, αυτό που μοιάζει πιο εκπληκτικό απ' όλα είναι η ενότητα για έναν σκοπό που επέδειξαν τα μέλη του ΟΗΕ εκείνη την εποχή υιοθετώντας την ΟΔΔΑ χωρίς ούτε μία ψήφο διαφωνίας. Σήμερα, εν όψει πολυάριθμων, πιεστικών καταστάσεων κρίσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν υπάρχει κοινό όραμα μεταξύ των ηγετών της υφηλίου ώστε να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε έναν κόσμο που ολοένα περισσότερο τίθεται σε κίνδυνο και χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και ανισότητα. Το πολιτικό τοπίο σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο 60 χρόνια πριν. Υπάρχουν πολύ περισσότερα κράτη σήμερα απ' ότι το 1948. Μερικές πρώην αποικίες αναδύονται τώρα ως παγκόσμιοι παράγοντες πλάι στους πρώην αποικιακούς αφέντες τους. Μπορούμε να προσδοκούμε ότι οι παλιές και νέες δυνάμεις θα ενωθούν, όπως έκαναν οι προκάτοχοί τους το 1948, και θα δεσμευτούν εκ νέου στα ανθρώπινα δικαιώματα; Τα πεπραγμένα του 2007 δεν ήταν ενθαρρυντικά. Άραγε θα κάνουν διαφορά φέτος, στην επέτειο, οι νέοι ηγέτες και η πίεση από την κοινωνία των πολιτών;
Θλιβερά πεπραγμένα
Ως το ισχυρότερο κράτος του κόσμου, οι ΗΠΑ θέτουν τα πρότυπα συμπεριφοράς των κυβερνήσεων παγκοσμίως. Με νομική συσκότιση που κόβει την ανάσα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνέχισε τις προσπάθειές της να αποδυναμώσει την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης. Ανώτεροι αξιωματούχοι αρνήθηκαν να καταγγείλουν τη διαβόητη πρακτική του εικονικού πνιγμού. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εξουσιοδότησε τη CIA να συνεχίσει τις μυστικές κρατήσεις και ανακρίσεις, παρ' όλο που συνιστούν το διεθνές έγκλημα της εξαναγκαστικής εξαφάνισης. Εκατοντάδες κρατούμενοι στο Γουαντάναμο και το Μπαγκράμ, χιλιάδες άλλοι στο Ιράκ, εξακολούθησαν να κρατούνται χωρίς απαγγελία κατηγορίας ή δίκη, πολλοί από αυτούς για διάστημα που υπερβαίνει τα έξι χρόνια. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει παραλείψει να διασφαλίσει πλήρη λογοδοσία για τις καταπατήσεις από τις δυνάμεις της στο Ιράκ. Μια Διαταγή που εκδόθηκε από την Προσωρινή Αρχή της Συμμαχίας τον Ιούνιο του 2004 που παραχωρούσε στις ξένες ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες και εταιρείες ασφαλείας που λειτουργούν στο Ιράκ, ασυλία από ποινική δίωξη στα ιρακινά δικαστήρια, δημιουργεί ακόμη περισσότερα εμπόδια για τη λογοδοσία. Υπήρξε διαδεδομένη ανησυχία για τους φόνους, τον Σεπτέμβριο του 2007, τουλάχιστον 17 Ιρακινών αμάχων από φρουρούς που εργάζονται για την ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας Blackwater. Οι ενέργειες αυτές δεν πρόσφεραν τίποτε στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ενώ προκάλεσαν μεγάλη βλάβη στο γόητρο και την επιρροή των ΗΠΑ στο εξωτερικό.
Η κενότητα της έκκλησης της κυβέρνησης των ΗΠΑ για δημοκρατία και ελευθερία στο εξωτερικό καταδείχθηκε με τη συνεχιζόμενη υποστήριξή της προς τον Πρόεδρο Μουσάραφ καθώς συλλάμβανε χιλιάδες δικηγόρους, δημοσιογράφους, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικούς ακτιβιστές επειδή αξίωναν δημοκρατία, κράτος δικαίου και ανεξάρτητο δικαστικό σώμα στο Πακιστάν. Την ώρα που ο Πρόεδρος Μουσάραφ επέβαλλε έκνομα κατάσταση έκτακτης ανάγκης, απέπεμπε τον επικεφαλής του δικαστικού σώματος και διόριζε πιο υποτακτικούς δικαστές στα ανώτερα δικαστήρια, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δικαιολογούσε την υποστήριξή της προς αυτόν αποκαλώντας τον «απαραίτητο» σύμμαχο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η αυξανόμενη ανασφάλεια στις πόλεις και τις μεθοριακές περιοχές του Πακιστάν, ωστόσο, δείχνει ότι οι καταπιεστικές πολιτικές του Μουσάραφ, που περιλαμβάνουν εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και αυθαίρετη κράτηση, αντί να αναχαιτίσουν την εξτρεμιστική βία, αντιθέτως τροφοδότησαν παράπονα, συνέβαλαν στην παρακίνηση αντιδυτικών αισθημάτων και έσπειραν τους σπόρους για μεγαλύτερη αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή. Ο πακιστανικός λαός έχει δείξει πόσο έντονα απορρίπτει τις πολιτικές του Προέδρου Μουσάραφ, παρ' όλο που οι ΗΠΑ εξακολουθούν να τον ασπάζονται.
Η υφήλιος έχει ανάγκη οι ΗΠΑ να είναι γνήσια ενεργές και αφοσιωμένες στην υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσα και έξω από τα σύνορά τους. Τον Νοέμβριο του 2008, ο λαός των ΗΠΑ θα εκλέξει νέο Πρόεδρο. Προκειμένου οι ΗΠΑ να έχουν ηθικό κύρος ως υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να κλείσει το Γουαντάναμο και είτε να δικάσει τους κρατουμένους σε τακτικά ομοσπονδιακά δικαστήρια, είτε να τους αφήσει ελεύθερους. Πρέπει να καταργήσει τον Νόμο Περί Στρατιωτικών Επιτροπών και να διασφαλίσει τον σεβασμό για το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις ασφαλείας. Πρέπει να απαγορεύσει τη χρήση στοιχείων που αποσπώνται με καταναγκασμό και να καταγγείλει όλες τις μορφές βασανιστηρίων και άλλης κακομεταχείρισης για όποιον σκοπό και αν γίνονται. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να εγκαθιδρύσει μια βιώσιμη στρατηγική για διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Πρέπει να διακόψει την υποστήριξη προς τους αυταρχικούς ηγέτες και αντ' αυτής να επενδύσει στους θεσμούς της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα προσφέρουν μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Επιπλέον, πρέπει να είναι έτοιμη να δώσει τέλος στην απομόνωση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συνεργαστεί εποικοδομητικά με το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Ενώ η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει διακριθεί τα τελευταία χρόνια ως προς την περιφρόνηση του διεθνούς δικαίου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν δείξει ροπή για διπλά μέτρα και σταθμά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) διακηρύσσει ότι είναι «μια ένωση αξιών, που την ενώνει ο σεβασμός για το κράτος δικαίου, τη διαμορφώνουν τα κοινά πρότυπα και η συναίνεση, είναι αφοσιωμένη στην ανεκτικότητα, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Κι όμως, το 2007 ήρθαν στο φως νέα στοιχεία ότι αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. είχαν κλείσει τα μάτια ή είχαν συνεργαστεί με τη CIA για την απαγωγή, τη μυστική κράτηση και την παράνομη μεταγωγή κρατουμένων σε χώρες όπου υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια ή σε άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, καμία κυβέρνηση δεν έχει ερευνήσει πλήρως τις αδικοπραγίες, δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της, δεν έχει θεσπίσει και εφαρμόσει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει τη μελλοντική χρήση ευρωπαϊκού εδάφους για έκνομες μεταγωγές και μυστικές κρατήσεις.
Αντιθέτως, μερικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδίωξαν να αποδυναμώσουν την απόφαση του 1996 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που απαγορεύει την επαναπροώθηση υπόπτων σε χώρες όπου θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν βασανιστήρια. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε το 2007 σε δύο υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιόν του, επαναβεβαιώνοντας την απόλυτη απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακομεταχείρισης.
Αν και πολλοί γκρινιάζουν για τις κανονιστικές υπερβολές της Ε.Ε., ελάχιστη αγανάκτηση εκφράζεται για την έλλειψη ρυθμιστικών κανόνων της Ε.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της. Η αλήθεια είναι ότι η Ε.Ε. δεν είναι σε θέση να καταστήσει υπόλογα τα κράτη-μέλη της για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της Ε.Ε. Στην Υπηρεσία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που συστάθηκε το 2007, έχει δοθεί τόσο περιορισμένο αντικείμενο που δεν μπορεί να αξιώσει οποιαδήποτε πραγματική λογοδοσία. Ενώ η Ε.Ε. θέτει (και σωστά) ψηλά τον πήχη για τις υποψήφιες χώρες που επιδιώκουν ένταξη, από τη στιγμή που θα τους επιτραπεί η είσοδος μπορούν να παραβιάζουν τα πρότυπα με ελάχιστη ή καμία λογοδοσία προς την Ε.Ε.
Η Ε.Ε. ή τα κράτη-μέλη της μπορούν να ζητούν το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κίνα ή τη Ρωσία όταν οι ίδιες είναι συνένοχες σε βασανιστήρια; Μπορεί η Ε.Ε. να ζητά από άλλες -πολύ φτωχότερες- χώρες να κρατήσουν ανοιχτά τα σύνορά τους, όταν τα ίδια της τα κράτη-μέλη περιορίζουν τα δικαιώματα των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο; Μπορεί να κηρύττει την ανεκτικότητα στο εξωτερικό όταν έχει παραλείψει να αντιμετωπίσει τις διακρίσεις εναντίον των Ρομά, των Μουσουλμάνων και άλλων μειονοτήτων που ζουν μέσα στα σύνορά της;
Όπως για τις ΗΠΑ, έτσι και για την Ε.Ε., ο χρόνος που έπεται θα φέρει σημαντικές πολιτικές μεταβάσεις. Η συνθήκη της Λισσαβόνας που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. τον Δεκέμβριο του 2007 απαιτεί να σφυρηλατηθούν νέες θεσμικές δεσμεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Σε μερικά καίρια κράτη-μέλη, εκλογές και άλλες εξελίξεις έχουν επιφέρει ή θα οδηγήσουν σε νέα πολιτική ηγεσία. Προσφέρουν ευκαιρίες για δράση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της Ε.Ε. και παγκοσμίως.
Καθώς οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. παραπαίουν στα πεπραγμένα τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ικανότητά τους να επηρεάζουν τους άλλους μειώνεται. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα του ευνουχισμού τους στα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν η περίπτωση της Μυανμάρ το 2007. Η στρατιωτική χούντα κατέστειλε βίαια ειρηνικές διαδηλώσεις μοναχών, πραγματοποίησε επιδρομές σε μοναστήρια και τα έκλεισε, κατέσχεσε και κατέστρεψε περιουσίες, πυροβόλησε, ξυλοκόπησε και έθεσε υπό κράτηση διαδηλωτές, παρενόχλησε ή συνέλαβε ως ομήρους φίλους και συγγενείς. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. καταδίκασαν εντονότατα αυτές τις ενέργειες και ενέτειναν τα εμπάργκο τους στο εμπόριο και στα όπλα, αλλά με ελάχιστα ή ανύπαρκτα αποτελέσματα στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επί τόπου. Χιλιάδες άνθρωποι εξακολούθησαν να τίθενται υπό κράτηση στη Μυανμάρ, μεταξύ αυτών τουλάχιστον 700 κρατούμενοι συνείδησης, με πιο εξέχουσα μορφή την τιμημένη με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, που έχει περάσει 12 από τα τελευταία 18 χρόνια σε κατ' οίκον περιορισμό.
Όπως στη Μυανμάρ, έτσι και στο Νταρφούρ, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να βελτιώσουν αξιόλογα την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διεθνής αγανάκτηση και η εκτεταμένη κινητοποίηση του κοινού χάραξαν το όνομα του Νταρφούρ στην παγκόσμια συνείδηση, αλλά ελάχιστες αλλαγές έφεραν στα βάσανα των κατοίκων του. Οι δολοφονίες, οι βιασμοί και η βία συνεχίστηκαν αμείωτοι και, αν μη τι άλλο, έγινε πιο πολύπλοκη η σύγκρουση και πιο απόμακρη μια πολιτική διευθέτηση. Παρά μία σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί πλήρως η αποστολή υβριδικών δυνάμεων της Αφρικανικής Ένωσης και του ΟΗΕ.
Ανερχόμενες δυνάμεις
Είτε για τη Μυανμάρ, είτε για το Νταρφούρ, η υφήλιος στράφηκε όχι στις ΗΠΑ, αλλά στην Κίνα ως τη χώρα με το απαραίτητο οικονομικό και πολιτικό γόητρο για να σπρώξει τα πράγματα μπροστά - και υπήρχαν σοβαροί λόγοι. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος για το Σουδάν και δεύτερος σε μέγεθος για τη Μυανμάρ. Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας έχει δείξει ότι μεταβιβάστηκαν στο Νταρφούρ κινεζικά όπλα αψηφώντας το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ. Η Κίνα από καιρό δικαιολογεί την υποστήριξή της σε καταπιεστικά καθεστώτα, όπως εκείνα του Σουδάν, της Μυανμάρ και της Ζιμπάμπουε, με το να ορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ως μια εσωτερική υπόθεση κυρίαρχων κρατών και όχι ως ζήτημα που μπορεί να απασχολήσει την εξωτερική πολιτική της - ακριβώς όπως εξυπηρετούσε τα πολιτικά και εμπορικά συμφέροντά της.
Όμως η θέση της Κίνας δεν είναι ούτε αναλλοίωτη, ούτε αδιάλλακτη. Το 2007 υπερψήφισε την αποστολή της υβριδικής ειρηνευτική δύναμης στο Νταρφούρ, πίεσε τη Μυανμάρ να αποδεχθεί την επίσκεψη του Ειδικού Απεσταλμένου του ΟΗΕ και μείωσε την ανοιχτή υποστήριξή της προς τον Πρόεδρο Μουγκάμπε της Ζιμπάμπουε. Οι ίδιοι παράγοντες που οδήγησαν στο παρελθόν την Κίνα να ανοίξει σχέσεις με καταπιεστικά καθεστώτα, μπορεί κάλλιστα να αποτελούν κίνητρο των αλλαγών στην πολιτική της απέναντί τους σήμερα: η ανάγκη για αξιόπιστες πηγές ενέργειας και άλλων φυσικών πόρων. Η Διεθνής Αμνηστία και άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν από καιρό ότι οι χώρες με κακά πεπραγμένα στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν δημιουργούν καλό επιχειρηματικό περιβάλλον - οι επιχειρήσεις χρειάζονται πολιτική σταθερότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα την προσφέρουν. Είναι πιθανό ότι και η Κίνα αρχίζει να αναγνωρίζει ότι η υποστήριξη ασταθών καθεστώτων με κακά πεπραγμένα στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αποτελεί καλή επιχειρηματική λογική, ότι αν πρόκειται να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία και τους πολίτες της στο εξωτερικό πρέπει να υποστηρίξει παγκόσμιες αξίες που να δημιουργούν μακροπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα.
Παρά τις διπλωματικές μετατοπίσεις της, η Κίνα έχει πολύ δρόμο μπροστά της. Εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του Σουδάν από το 2004 και μετά. Άσκησε βέτο τον Ιανουάριο του 2007 σε μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που καταδίκαζε τις πρακτικές της Μυανμάρ στα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν έχει ακόμη σταθεί στο ύψος των υποσχέσεων που έδωσε εν όψει της Ολυμπιάδας του Πεκίνου. Τις κάποιες μεταρρυθμίσεις στην εφαρμογή της θανατικής ποινής και τη χαλάρωση των κανόνων για τα ξένα μέσα ενημέρωσης το 2007, επισκίασαν η καταστολή των ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και των ντόπιων μέσων ενημέρωσης και η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της «επανεκπαίδευσης μέσω εργασίας», μιας μορφής κράτησης χωρίς απαγγελία κατηγορίας ή δίκη, ως μέρος της «εκκαθάρισης» του Πεκίνου πριν τους Αγώνες.
Η περίοδος πριν την Ολυμπιάδα πρόσφερε λιγότερο χώρο για βελτιώσεις και περισσότερο για αντιπαραθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα. Καθώς θα κατακάθεται η σκόνη των Ολυμπιακών Αγώνων, η διεθνής κοινότητα θα χρειαστεί να αναπτύξει μια αποτελεσματική στρατηγική για να μετατοπίσει το διάλογο με την Κίνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ένα επίπεδο πιο παραγωγικό και προοδευτικό. Η κινεζική κυβέρνηση από την πλευρά της πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο παγκόσμιος ηγετικός ρόλος συνοδεύεται από ευθύνες και προσδοκίες, και ότι ένας παγκόσμιος παράγοντας, για να είναι αξιόπιστος, δεν μπορεί να αγνοεί τις αξίες και τις αρχές που σχηματίζουν τη συλλογική ταυτότητα της διεθνούς κοινότητας.
Και ποιες είναι οι επιδόσεις της Ρωσίας όσον αφορά τον ηγετικό ρόλο στα ανθρώπινα δικαιώματα; Μια Ρωσία γεμάτη αυτοπεποίθηση, με τα έσοδα από το πετρέλαιο να εισρέουν άφθονα, έχει καταπιέσει την πολιτική διαφωνία, έχει ασκήσει πιέσεις σε ανεξάρτητους δημοσιογράφους και έχει θεσπίσει νομοθετικούς ελέγχους για να χαλιναγωγήσει τις ΜΚΟ. Το 2007 ειρηνικές δημόσιες διαδηλώσεις διαλύθηκαν με τη βία, ενώ δικηγόροι, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφοι δέχτηκαν απειλές και επιθέσεις. Το δικαστικό σύστημα παρέμεινε ευάλωτο σε πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Η διάχυτη διαφθορά υπονόμευσε το κράτος δικαίου και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο δικαστικό σύστημα. Η ατιμωρησία ήταν ανεξέλεγκτη στην Τσετσενία, οδηγώντας ορισμένα θύματα να αναζητήσουν δικαιοσύνη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο.
Άραγε ο νέος Ρώσος Πρόεδρος Ντιμίτρι Μεντβέντεφ θα υιοθετήσει το 2008 διαφορετική προσέγγιση στα ανθρώπινα δικαιώματα; Καλά θα έκανε να ρίξει μια ματιά ανά την υφήλιο και να συναγάγει το δίδαγμα ότι η μακροπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα και οικονομική ευμάρεια μπορούν να οικοδομηθούν μόνο σε κοινωνίες που είναι ανοιχτές και σε κράτη που λογοδοτούν.
Αν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ έκαναν ελάχιστα για να προωθήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολλά για να τα υπονομεύσουν, ποιον ηγετικό ρόλο μπορούμε να προσδοκούμε από ανερχόμενες δυνάμεις όπως η Ινδία, η Νότια Αφρική ή η Βραζιλία;
Ως γερά εδραιωμένη φιλελεύθερη δημοκρατία με ισχυρή νομική παράδοση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, η Ινδία φέρει τα γνωρίσματα ενός ισχυρού παραδείγματος προς μίμηση. Η Ινδία έχει διαδραματίσει θετικό ρόλο στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Έχει στο ενεργητικό της ότι συνέβαλε ώστε να συναντηθούν τα κατεστημένα κόμματα και οι Μαοϊστές εξεγερμένοι στο Νεπάλ και να τερματιστεί μια μακροχρόνια ένοπλη σύγκρουση που είχε προκαλέσει μαζικές καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως χρειάζεται να είναι πιο σθεναρή στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της και πιο ειλικρινής στο διεθνή ηγετικό της ρόλο σε τέτοια θέματα. Στη Μυανμάρ, ακόμη και την ώρα που η χούντα χτυπούσε βίαια τις ειρηνικές διαμαρτυρίες μοναχών και άλλων, η ινδική κυβέρνηση συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για άντληση πετρελαίου. Στο Ναντιγκράμ της Δυτικής Βεγγάλης, αγροτικές κοινότητες δέχτηκαν επιθέσεις και είχαν νεκρούς και τραυματίες με τη συνενοχή της αστυνομίας όταν διαμαρτυρήθηκαν για την εγκαθίδρυση Ειδικής Οικονομικής Ζώνης για τη βιομηχανία.
Ο ρόλος της Νότιας Αφρικής στη NEPAD (Νέα Σύμπραξη για την Ανάπτυξη της Αφρικής) -που δίνει έμφαση στην καλή διακυβέρνηση- έδωσε ελπίδες ότι οι Αφρικανοί ηγέτες θα αναλάμβαναν την ευθύνη για την επίλυση των προβλημάτων της Αφρικής, μεταξύ άλλων στα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση στάθηκε απρόθυμη να εκδηλωθεί κατά των καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ζιμπάμπουε. Τα ανθρώπινα δικαιώματα ισχύουν καθολικά για όλους - και καμία χώρα δεν το γνωρίζει αυτό καλύτερα απ' ότι η Νότια Αφρική. Ελάχιστες χώρες μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ηθική ευθύνη να προαγάγουν αυτές τις οικουμενικές αξίες, οπουδήποτε κι αν αυτές παραβιάζονται, απ' ότι η Νότια Αφρική.
Χώρες όπως η Βραζιλία και το Μεξικό έχουν φανεί ισχυρές στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεθνώς και στην υποστήριξή τους για τον μηχανισμό ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Όμως αν δεν κλείσει το χάσμα ανάμεσα στις πολιτικές τους διεθνώς και στα πεπραγμένα τους στο εσωτερικό, η αξιοπιστία τους ως υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα αμφισβητηθεί.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι δυτικές αξίες - πράγματι, οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν επιδείξει τόση περιφρόνηση γι' αυτά όσο και οποιεσδήποτε άλλες. Είναι οικουμενικές αξίες και, επομένως, η πιθανότητα επιτυχίας τους είναι αλληλένδετη με την ηγεσία του ΟΗΕ. Παρ' όλο που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξακολούθησε να είναι ανίκανο να ενεργήσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα λόγω των αποκλινόντων συμφερόντων των μόνιμων μελών του, το 2007 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ έδειξε τις δυνατότητές της να αναλάβει ηγετικό ρόλο υιοθετώντας ψήφισμα που ζητά οικουμενικό μορατόριουμ στη θανατική ποινή. Έδειξε ακριβώς τι είδους καθοδήγηση χρειάζεται η υφήλιος από τον ΟΗΕ: τα κράτη να εμπνέουν το ένα το άλλο ώστε να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους, αντί να εξωθούν το ένα το άλλο στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ήταν ο ΟΗΕ στα καλύτερά του. Άραγε το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ θα δείξει παρόμοια ηγετική ικανότητα το 2008 καθώς θα ξεκινά το σύστημα Καθολικής Περιοδικής Εξέτασης;
Σε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα τολμηρής ηγεσίας, εν όψει των αντιδράσεων από εξαιρετικά ισχυρά κράτη, 143 από τα κράτη-μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ υπερψήφισαν το Σεπτέμβριο του 2007 τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Αυτοχθόνων Πληθυσμών, δίνοντας έτσι τέλος σε δύο δεκαετίες συζητήσεων. Δύο μήνες αφ' ότου η Αυστραλία ψήφισε κατά της Διακήρυξης, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Κέβιν Ραντ ζήτησε επίσημα συγνώμη για τους νόμους και τις πολιτικές διαδοχικών κυβερνήσεων που «προκάλεσαν βαθύτατο πόνο, δυστυχία και απώλεια» στον Αυτόχθονα Αβορίγινα πληθυσμό.
Σφυρηλάτηση μιας νέας ενότητας για έναν σκοπό
Καθώς η γεωπολιτική τάξη υφίσταται τεκτονικές μετατοπίσεις, οι παλιές δυνάμεις υπαναχωρούν στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι νέοι ηγέτες δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί ή αμφιταλαντεύονται όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως, ποιο είναι το μέλλον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Ο δρόμος μπροστά μας είναι κακοτράχαλος. Περιχαρακωμένες συγκρούσεις -εξαιρετικά ορατές στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ξεχασμένες σε μέρη όπως η Σρι Λάνκα και η Σομαλία, για να κατονομάσουμε μόνο δύο από αυτές- στοιχίζουν βαρύ φόρο αίματος. Οι ηγέτες της υφηλίου κομπιάζουν στις προσπάθειές τους να βρουν έναν δρόμο προς τα εμπρός όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ή στην έλλειψη πολιτικής βούλησης να εξεύρουν λύσεις, όπως στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη - μια σύγκρουση παλιότερη ακόμη και από την ίδια την ΟΔΔΑ, που έχει μάλιστα σημαδευτεί από την αποτυχία της συλλογικής διεθνούς ηγεσίας (με τη μορφή του Κουαρτέτου των ΗΠΑ, της Ε.Ε., της Ρωσίας και του ΟΗΕ) να αντιμετωπίσουν την ατιμωρησία και την αδικία.
Καθώς οι παγκόσμιες αγορές ταλαντεύονται και οι πλούσιοι χρησιμοποιούν τη θέση και την ανάρμοστη επιρροή τους για να μειώσουν τις απώλειές τους, τα συμφέροντα των φτωχών και των ευάλωτων κινδυνεύουν να ξεχαστούν. Με τη σιωπηρή υποστήριξη κυβερνήσεων που αρνούνται να τις ελέγξουν ή να τους επιβάλουν αποτελεσματικούς κανόνες, υπερβολικά πολλές εταιρείες εξακολουθούν να ξεφεύγουν από τη λογοδοσία για την ανάμιξή τους σε καταπατήσεις και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Λέγονται πολλά λόγια για την εξάλειψη της φτώχειας αλλά δεν υπάρχει αρκετή πολιτική βούληση για ενέργειες. Τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια μέλη της ανθρώπινης κοινότητάς μας εξακολουθούν να ζουν στη φτώχεια, να αγωνίζονται να βρουν καθαρό νερό, τροφή και στέγη. Η κλιματική αλλαγή θα μας επηρεάσει όλους, όμως οι φτωχότεροι από εμάς θα είναι στη χειρότερη θέση καθώς χάνουν τη γη, την τροφή και τα μέσα διαβίωσής τους. Τον Ιούλιο του 2007 βρεθήκαμε στη μέση του χρονοδιαγράμματος που έχει θέσει ο ΟΗΕ για την επίτευξη των Στόχων της Χιλιετίας. Αν και οι στόχοι είναι κάθε άλλο παρά τέλειοι, η επίτευξή τους θα κάλυπτε κάποιο έδαφος στη βελτίωση της υγείας, των βιοτικών συνθηκών και της παιδείας για πολλούς ανθρώπους στον αναπτυσσόμενο κόσμο μέχρι το 2015. Η υφήλιος δεν βρίσκεται στο σωστό δρόμο για την επίτευξη των περισσότερων από αυτούς τους στόχους και δυστυχώς, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν λαμβάνονται κατάλληλα υπ' όψη σε αυτή τη διαδικασία. Σαφέστατα χρειάζεται αλλαγή πλεύσης στην ένταση της προσπάθειας και στην έμφαση.
Και πού είναι οι ηγέτες που θα εξαλείψουν τη βία για λόγους φύλου; Οι γυναίκες και τα κορίτσια υποφέρουν από υψηλά επίπεδα σεξουαλικής βίας σε σχεδόν κάθε περιοχή του κόσμου. Στο σπαρασσόμενο από τον πόλεμο Νταρφούρ, οι βιασμοί που μένουν ατιμώρητοι συνεχίζονται. Στις ΗΠΑ, πολλές επιζώσες βιασμού σε φτωχές και περιθωριοποιημένες αυτόχθονες κοινότητες δεν καταφέρνουν να βρουν δικαιοσύνη ή αποτελεσματική προστασία από τις ομοσπονδιακές και φυλετικές αρχές. Οι ηγέτες πρέπει να δώσουν περισσότερη προσοχή στην πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τα κορίτσια.
Αυτές είναι παγκόσμιες προκλήσεις με ανθρώπινη διάσταση. Απαιτούν παγκόσμια απόκριση. Τα διεθνώς αναγνωρισμένα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχουν το καλύτερο πλαίσιο για αυτήν την απόκριση, διότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αντιπροσωπεύουν μια παγκόσμια συναίνεση αναφορικά με τα αποδεκτά όρια και τις απαράδεκτες ελλείψεις της πολιτικής και πρακτικής των κυβερνήσεων. Η ΟΔΔΑ είναι τόσο επίκαιρη σήμερα ως σχεδιάγραμμα για την άσκηση φωτισμένης ηγεσίας όσο ήταν και το 1948. Οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμευτούν ξανά στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ανήσυχοι, οργισμένοι και απογοητευμένοι, οι άνθρωποι δεν θα παραμείνουν σιωπηλοί αν εξακολουθήσει να διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στην αξίωσή τους για ισότητα και ελευθερία και στην άρνηση των κυβερνήσεών τους. Η λαϊκή δυσφορία στο Μπαγκλαντές για την απότομη άνοδο των τιμών του ρυζιού, οι ταραχές στην Αίγυπτο για την τιμή του ψωμιού, η μετεκλογική βία στην Κένυα και οι δημόσιες διαδηλώσεις στην Κίνα για τις εξώσεις και τα ζητήματα του περιβάλλοντος δεν είναι μόνο παραδείγματα της ανησυχίας των λαών για οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Είναι σημάδια ενός αναβρασμού λαϊκής διαμαρτυρίας για το ότι οι κυβερνήσεις πρόδωσαν την υπόσχεσή τους ότι θα προσφέρουν δικαιοσύνη και ισότητα.
Σε βαθμό που το 1948 ήταν σχεδόν αδιανόητος, σήμερα υπάρχει ένα παγκόσμιο κίνημα πολιτών που αξιώνει οι ηγέτες να δεσμευτούν ξανά να τηρούν και να προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δικηγόροι με σκούρα κουστούμια στο Πακιστάν, μοναχοί με πορτοκαλί ράσα στη Μυανμάρ, 43,7 εκατομμύρια άνθρωποι που όρθωσαν το ανάστημά τους στις 17 Οκτωβρίου 2007 για να αξιώσουν δράση ενάντια στη φτώχεια, όλα αυτά ήταν πέρυσι υπενθυμίσεις γεμάτες ζωντάνια ότι υπάρχει ένα παγκόσμιο σώμα πολιτών αποφασισμένο να διεκδικήσει ενεργά τα ανθρώπινα δικαιώματα και να καταστήσει τους ηγέτες υπόλογους.
Σε ένα χωριό στο βόρειο Μπαγκλαντές, μια ομάδα γυναικών κάθεται σε ψάθες από μπαμπού στο σκονισμένο περίβολο του χωριού. Συμμετέχουν ενός προγράμματος νομικού αλφαβητισμού. Οι περισσότερες μετά βίας γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Ακούν με όλη τους την προσοχή καθώς η δασκάλα τους, χρησιμοποιώντας αφίσες με γραφικά σχέδια, εξηγεί το νόμο που απαγορεύει το γάμο σε παιδική ηλικία και προϋποθέτει τη συνειδητή απόφαση μιας γυναίκας να παντρευτεί. Οι γυναίκες έχουν μόλις λάβει δάνεια μέσω ενός μηχανισμού μικροπιστώσεων που διευθύνει η Επιτροπή Αγροτικής Προόδου του Μπαγκλαντές, μια μεγάλη ΜΚΟ. Μια γυναίκα αγόρασε μια αγελάδα και ελπίζει να βγάλει κάποιο επιπλέον εισόδημα πουλώντας γάλα. Μια άλλη σχεδιάζει να αγοράσει ραπτομηχανή και να στήσει μια μικρή επιχείρηση ραπτικής για τις ανάγκες της. Τι ελπίζει να αποκομίσει από αυτά τα μαθήματα; «Θέλω να μάθω περισσότερα για τα δικαιώματά μου», λέει. «Δεν θέλω οι κόρες μου να υποφέρουν όπως υπέφερα εγώ, κι έτσι χρειάζεται να μάθω πώς να προστατεύω τα δικαιώματά μου και τα δικά τους». Στα μάτια της λάμπουν η ελπίδα και η αποφασιστικότητα εκατομμυρίων ανθρώπων όπως αυτή σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η δύναμη των ανθρώπων να δημιουργούν ελπίδα και να επιφέρουν αλλαγές είναι ολοζώντανη στην 60η επέτειο της ΟΔΔΑ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται συνείδηση σε ολόκληρη την υφήλιο. Οι ηγέτες του κόσμου την αγνοούν με δικό τους κίνδυνο.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αρχηγός κράτους: Κάρολος Παπούλιας
Αρχηγός κυβέρνησης: Κωνσταντίνος Καραμανλής
Θανατική ποινή: Έχει καταργηθεί για όλα τα εγκλήματα
Πληθυσμός: 11,2 εκατομμύρια
Προσδόκιμο ζωής: 78,9 έτη
Θνησιμότητα κάτω των 5 ετών (α/θ): 8/7 στα 1000
Ποσοστό εγγραμμάτων ενηλίκων: 96%
Η Ελλάδα απέτυχε να προσφέρει άσυλο στη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που το ζήτησαν. Μετανάστες υποβλήθηκαν σε κακομεταχείριση, ενώ συνεχίστηκε η αυθαίρετη και μακρόχρονη κράτηση αιτούντων άσυλο, μεταξύ των οποίων παιδιά. Αυξήθηκαν οι ισχυρισμοί για κακομεταχείριση κρατουμένων από την αστυνομία. Θύματα τέτοιας μεταχείρισης ήταν συνήθως μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων. Αναφέρθηκαν θάνατοι κρατουμένων. Οι γυναίκες και τα κορίτσια θύματα εμπορίας ανθρώπων και καταναγκαστικής πορνείας εξακολούθησαν να μην προσδιορίζονται ως θύματα από τις αρχές με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους για προστασία και βοήθεια. Οι αντιρρησίες συνείδησης εξακολούθησαν να αντιμετωπίζουν διωγμό και οι στρατεύσιμοι δεν πληροφορούνται το δικαίωμά τους να υπηρετήσουν εναλλακτική θητεία. Πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές εξώσεις μελών της κοινότητας των Ρομά. Τέθηκε σε ισχύ νέος νόμος για να αντιμετωπιστεί η ενδοοικογενειακή βία.
Μετανάστευση, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο
Παραβιάσεις κατά μεταναστών, προσφύγων και αιτούντων άσυλο εξακολούθησαν να καταγράφονται στα σύνορα της Ελλάδας. Η προστασία των προσφύγων παρέμεινε ελάχιστη. Τον Οκτώβριο, η γερμανική ΜΚΟ Pro-asyl και η Ελληνική Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα των Προσφύγων και των Μεταναστών δημοσίευσαν έκθεση για την κατάσταση των προσφύγων και των μεταναστών που φτάνουν από τη θάλασσα. Στην έκθεση καταγγέλθηκαν συστηματικές παραβιάσεις από μέλη των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας που αφορούσαν τόσο κακομεταχείριση όσο και άρνηση πρόσβασης σε διαδικασίες ασύλου. Αυτές οι παραβιάσεις ήταν σύμφωνες με τις καταγγελίες που λάμβανε η Διεθνής Αμνηστία σε όλη τη διάρκεια του έτους. Υπήρξαν συχνές καταγγελίες για άτομα που προσπάθησαν να εισέλθουν στην Ελλάδα δια της θαλάσσης, πολλά από τα οποία πνίγηκαν στην προσπάθεια ή εμποδίστηκαν από μέλη της Ακτοφυλακής. Όσοι κατάφεραν να προσεγγίσουν στεριά συνήθως επαναπροωθήθηκαν στη χώρα προέλευσής τους, χωρίς νομική βοήθεια, πρόσβαση σε διαδικασίες ασύλου ή ατομική εξέταση της περίπτωσής τους.
Δικηγόροι ανέφεραν στη Διεθνή Αμνηστία ότι, στην πράξη, οι αιτούντες άσυλο που κατόρθωναν να έχουν πρόσβαση στο σύστημα μπορούσαν να περιμένουν ότι η αίτησή τους θα απορριφθεί στον πρώτο βαθμό και ότι ο αριθμός των ατόμων στα οποία χορηγήθηκε άσυλο εξακολουθούσε να είναι πολύ μικρός. Ο μηχανισμός επανεξέτασης των αιτήσεων ασύλου που απορρίπτονται δεν ήταν ανεξάρτητος.
Το πρωτόκολλο επανεισδοχής που υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας χρησιμοποιήθηκε για να επαναπροωθηθούν Ιρακινοί πολίτες από την Ελλάδα στην Τουρκία παρά τις ανησυχίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ότι η Τουρκία συχνά τους επέστρεφε στο Ιράκ. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι αυτό παραβιάζει την απαγόρευση της επαναπροώθησης (refoulement, ακούσιας επιστροφής οποιουδήποτε σε χώρα όπου κινδυνεύει από σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Συνεχίστηκε η κράτηση των αιτούντων άσυλο, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και παιδιά. Οι συνθήκες κράτησης εξακολούθησαν να καταγγέλλονται ως ανθυγιεινές και υπερσυνωστισμένες. Το Δεκέμβριο, ένα νέο κέντρο υποδοχής άνοιξε στη Σάμο, αντικαθιστώντας το προηγούμενο κέντρο κράτησης όπου οι συνθήκες ήταν διαβόητα κακές.
Το Νοέμβριο, ο αναμενόμενος επί μεγάλο χρονικό διάστημα νέος νόμος για το άσυλο τέθηκε σε ισχύ, καλύπτοντας τη διαδικασία ασύλου, τα δικαιώματα στην εργασία, την εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τους αιτούντες άσυλο, τα κέντρα υποδοχής και τις ευπαθείς ομάδες όπως τα ασυνόδευτα ανήλικα και τους επιζώντες βασανιστηρίων.
Κακομεταχείριση από αστυνομικούς
Παρά τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ότι η Ελλάδα παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο αριθμός των καταγγελλόμενων κρουσμάτων κακομεταχείρισης από την αστυνομία αυξήθηκε. Τα περιστατικά που αναφέρθηκαν έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αστυνομικής κράτησης και μοιάζουν να αποκαλύπτουν ένα μοτίβο δυσμενών διακρίσεων με θύματα ανθρώπους που οι περισσότεροι προέρχονταν από περιθωριοποιημένες ομάδες, ιδίως μετανάστες και αιτούντες άσυλο.
- Στις 8 Ιουνίου μία γυναίκα από τη Μολδαβία, που διαμένει νόμιμα στην Ελλάδα, ισχυρίστηκε ότι υπέστη κακομεταχείριση από αστυνομικούς στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής στην Αθήνα. Η γυναίκα ανέφερε ότι αστυνομικοί τη χτύπησαν επανειλημμένα, την ανάγκασαν να μείνει με τα εσώρουχά της, της τράβηξαν τούφες από τα μαλλιά της και την απείλησαν ότι θα καταστρέψουν την άδεια παραμονής της.
- Στις 16 Ιουνίου ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στην ιστοσελίδα YouTube έδειχνε δύο νεαρούς μετανάστες στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας στο κέντρο της Αθήνας να ξυλοκοπούνται από αστυνομικούς και να εξαναγκάζονται να χαστουκίσει ο ένας τον άλλον επανειλημμένα. Κινήθηκε έρευνα κατά τουλάχιστον πέντε αστυνομικών σε σχέση με το περιστατικό. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν άλλα τρία βίντεο στο Διαδίκτυο, δείχνοντας κρούσματα κακομεταχείρισης, όπως σεξουαλική κακοποίηση κρατουμένων από την αστυνομία. Ένας αστυνομικός, που συμμετείχε σε δύο από τα βιντεοσκοπημένα περιστατικά, προφυλακίστηκε εν αναμονή της δίκης
Θάνατοι κρατουμένων
Ο δημόσιος διάλογος για την αύξηση του αριθμού των θανάτων στη φυλακή και κατά την αστυνομική κράτηση αντανακλά σοβαρές ανησυχίες για την έλλειψη επαρκούς επιτήρησης της μεταχείρισης των κρατουμένων. Τουλάχιστον 10 θάνατοι κρατουμένων σημειώθηκαν στο διάστημα Μαρτίου-Ιουνίου σύμφωνα με τη μη κυβερνητική Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων. Τον Αύγουστο, η εφημερίδα Ελευθεροτυπία ανέφερε ότι υπήρξαν 30 θάνατοι κρατουμένων το πρώτο εξάμηνο του 2007. Παρόλο που μερικοί από τους θανάτους σχετίζονταν με χρήση ναρκωτικών ή ήταν αυτοκτονίες, υπήρχαν επίσης περιπτώσεις όπου οι συνθήκες θανάτου ήταν αμφισβητούμενες.
Κακομεταχείριση και συνθήκες στις φυλακές
Εξακολούθησαν να καταγγέλλονται υπερσυνωστισμός, άθλιες συνθήκες υγιεινής και κακομεταχείριση στις φυλακές και σε άλλα μέρη κράτησης. Τον Απρίλιο, η φερόμενη κακομεταχείριση ενός τροφίμου στις φυλακές του Μαλανδρίνου στην κεντρική Ελλάδα πυροδότησαν εξεγέρσεις που εξαπλώθηκαν σε 10 ακόμη φυλακές σε όλη τη χώρα. Οι φυλακισμένοι στο Μαλανδρίνο αναφέρεται ότι είπαν πως το περιστατικό ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι τους είχαν κόψει το νερό επί τρεις μέρες, αν και οι αρχές αρνήθηκαν κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η χωρητικότητα των φυλακών του Μαλανδρίνου είναι 280 τρόφιμοι, ενώ την περίοδο του περιστατικού κρατούνταν εκεί 460.
Εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση
Η Ελλάδα εξακολούθησε να είναι χώρα διέλευσης όσο και προορισμού γυναικών και κοριτσιών θυμάτων εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση. Ωστόσο, ο αριθμός των γυναικών και κοριτσιών θυμάτων εμπορίας που αναγνωρίστηκαν ως τέτοια από τις ελληνικές αρχές παρέμεινε απαράδεκτα χαμηλός και είχε ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να μην μπορούν να εξασκήσουν το δικαίωμά τους σε βοήθεια και προστασία. Οι λίγες γυναίκες που αναγνωρίστηκαν ως θύματα θα μπορούσαν να εξασκήσουν τα δικαιώματα αυτά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσαν να συνεργαστούν με τις αρχές στην ποινική δίωξη των υπόπτων ως εμπόρων τους. Αυτό δεν αναγνωρίζει το φόβο των γυναικών για αντίποινα και δεν συνάδει με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για Δράση κατά της Παράνομης Διακίνησης Ανθρώπων, την οποία η Ελλάδα παρέλειψε να επικυρώσει και να εφαρμόσει. Ακόμη, στις γυναίκες δεν δόθηκε το περιθώριο χρόνου περισυλλογής που παρέχεται από την ελληνική νομοθεσία, σκοπός του οποίου είναι να επιτρέπει στις γυναίκες να λαμβάνουν αποφάσεις μετά από πλήρως ώριμη σκέψη σχετικά με την έκταση της συνεργασίας τους με τις αρχές.
Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πρόεδρος της πακιστανικής κοινότητας της Αθήνας, Τζαβέντ Ασλάμ (Javed Aslam), αντιμετώπισε πιθανή έκδοση στο Πακιστάν από την Ελλάδα. Η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασε ανησυχία ότι το ένταλμα της Ιντερπόλ για τη σύλληψη του Javed Aslam, που προήλθε από το Πακιστάν, ενδέχεται να συνιστά τακτική δικαστικής παρενόχλησης ώστε να τον εμποδίσει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα έξι άλλων Πακιστανών στην Ελλάδα, που φέρεται ότι απήχθησαν από πράκτορες της Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 2005. Το Μάρτιο, ο Άρειος Πάγος επιβεβαίωσε την ομόφωνη απόφαση του Εφετείου Αθηνών ότι ο Τζαβέντ Ασλάμ δεν έπρεπε να εκδοθεί στο Πακιστάν. Τον Απρίλιο, ο Άρειος Πάγος ζήτησε επανεκδίκαση της υπόθεση στις 4 Μαΐου, κατά τα φαινόμενα αφού έμαθε από την Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας ότι δεν υπήρχε συμφωνία έκδοσης μεταξύ της Ελλάδας και του Πακιστάν και ότι διακινήθηκαν ανεπισήμως έγγραφα μεταξύ της Πρεσβείας του Πακιστάν στην Αθήνα και του Αρείου Πάγου. Εντωμεταξύ, ο Τζαβέντ Ασλάμ κατήγγειλε ότι συνεχίστηκαν οι πιέσεις που είχαν ως στόχο να φιμώσουν τον ίδιο και άλλα μέλη της ελληνικής πακιστανικής κοινότητας σχετικά με τους ισχυρισμούς για τις απαγωγές. Ο Άρειος Πάγος τελικά απέρριψε το αίτημα έκδοσης. Τον Ιούλιο η έρευνα για τις απαγωγές επαναφέρθηκε προς εκδίκαση.
Άρνηση στράτευσης για λόγους συνείδησης
Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης παρενόχλησης των αντιρρησιών συνείδησης, το Μάιο πραγματοποιήθηκε η πέμπτη απόπειρα σύλληψης του αντιρρησία συνείδησης Δημήτρη Σωτηρόπουλου, μέλους Δ.Σ. του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης. Ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος είχε δηλώσει την αντίρρηση συνείδησής του από το Μάιο του 1992, όταν κλήθηκε για πρώτη φορά να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία. Ως το τέλος του έτους δεν είχε συλληφθεί.
Αν και το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης συνήθως αναγνωρίστηκε σε εκείνους που αρνούνταν να στρατευτούν λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, το ποσοστό αναγνώρισης αντιρρησιών συνείδησης για λόγους άλλων πεποιθήσεων παρέμεινε πολύ χαμηλό. Υπήρχαν επίσης ανησυχίες ότι οι στρατεύσιμοι δεν ενημερώνονταν για το δικαίωμά τους να υπηρετήσουν εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία, μία υπηρεσία που εξακολούθησε να είναι τιμωρητική σε χαρακτήρα και διάρκεια.
Παραβιάσεις κατά της κοινότητας των Ρομά
Παραβιάσεις κατά της κοινότητας των Ρομά, όπως αναγκαστικές εξώσεις, συνεχίστηκαν να καταγράφονται από την τοπική οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι.
- Τον Ιούλιο το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Δικαιώματα των Ρομά (ERRC) εξέφρασε ανησυχία για την έξωση πάνω από 200 οικογενειών Αλβανών Ρομά από δύο οικισμούς τους στην Αθήνα. Οι εξώσεις φαίνεται να πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο επιχείρησης «εκκαθάρισης» του χώρου εν όψει της ανέγερσης γηπέδου ποδοσφαίρου. Το ERRC εξέφρασε ανησυχία ότι σε καμία από τις περιπτώσεις δεν εφαρμόστηκαν ούτε τα πλέον στοιχειώδη εθνικά ή διεθνή νομικά θεσμικά κείμενα που αφορούν στις αναγκαστικές εξώσεις. Οι εξώσεις πραγματοποιήθηκαν παρά τη μακρόχρονη παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος τον Οκτώβριο απέστειλε νέα επιστολή στην κυβέρνηση ζητώντας να τερματιστούν οι αναγκαστικές εξώσεις.
Βία κατά των γυναικών
Τον Ιανουάριο τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος 3500/06 κατά της ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, μέρη του νόμου δεν ευθυγραμμίζονταν πλήρως με το καθήκον του κράτους να προστατεύει τα δικαιώματα των γυναικών.
Επισκέψεις της Διεθνούς Αμνηστίας
- Απεσταλμένοι της Διεθνούς Αμνηστίας επισκέφτηκαν την Ελλάδα τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο
Εκθέσεις
- Greece: Uphold the rights of women and girls trafficked for sexual exploitation (EUR 25/002/2007)
- Greece: Investigation not extradition: Threatened return of human rights defender to Pakistan highlights failures in investigation of alleged abductions (EUR 25/001/2007)
Γεγονότα που καταγράφηκαν κατά το 2007
Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: 60 χρόνια μετά
Το 1948, η Ευρώπη βρισκόταν ερειπωμένη από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύντομα ο Ψυχρός Πόλεμος θα τη διαιρούσε ακόμη περισσότερο. Κατά τα επόμενα 60 χρόνια, οι εμπειρίες αυτές επηρέασαν βαθειά τις συλλογικές και ατομικές απαντήσεις στην ανάγκη για κοινό έδαφος συνεννόησης, καθώς η περιοχή επιζητούσε να δημιουργήσει ευημερία, να εμπεδώσει την ασφάλεια και να εδραιώσει το κράτος δικαίου.
Μέσα σε μία δεκαετία η Δυτική Ευρώπη είχε θέσει τα θεμέλια γι' αυτό που έμελλε να γίνει μια πανευρωπαϊκή περιφερειακή θεσμική δομή, προορισμένη να δημιουργήσει ένα σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαράμιλλο οπουδήποτε στον κόσμο.
Πράγματι, μέσα σε μία δεκαετία η Δυτική Ευρώπη είχε θέσει τα θεμέλια γι' αυτό που έμελλε να γίνει μια πανευρωπαϊκή περιφερειακή θεσμική δομή, προορισμένη να δημιουργήσει ένα σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαράμιλλο οπουδήποτε στον κόσμο και να μετατρέψει αυτό που ξεκίνησε ως τοπικά περιορισμένη κοινότητα άνθρακα και χάλυβα σε μια ένωση με παγκόσμια οικονομική και πολιτική ισχύ.
Σε αυτό το διάστημα, το Συμβούλιο της Ευρώπης διατύπωσε το πρώτο διεθνές νομικό κείμενο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημιούργησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκειμένου να θέσει το κείμενο αυτό σε εφαρμογή, και θεσμοθέτησε μια Κοινοβουλευτική Συνέλευση. Το σύστημα του Συμβουλίου, που αποτελείται πλέον από 47 κράτη-μέλη, έχει ενισχυθεί με μία Αρμοστεία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και με ποικίλα όργανα εποπτείας. Το όραμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την πλουραλιστική δημοκρατία και το κράτος δικαίου παραμένουν.
Οι οικονομικές κοινότητες που ιδρύθηκαν το 1950 έχουν μετεξελιχθεί σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Η Ε.Ε. έχει μεγαλώσει σε εύρος (προκειμένου να υποδεχθεί τα νέα κράτη-μέλη του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ) και σε όραμα (προς μια «ένωση αξιών», που φιλοδοξεί να θέσει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο επίκεντρο της εσωτερικής και εξωτερικής της πολιτικής).
Ο μεταπολεμικός πολιτικός σχηματισμός της Ευρώπης βρισκόταν επίσης πίσω από το σχηματισμό του Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Πρόκειται για το μεγαλύτερο περιφερειακό οργανισμό ασφαλείας παγκοσμίως, με συμμετέχοντα 56 κράτη, μεταξύ αυτών και τα κράτη της Κεντρικής Ασίας. Ο οργανισμός αυτός έχει τις ρίζες του στην περίοδο ύφεσης των άρχων της δεκαετίας του 1970, όταν χρησίμευε ως πολυμερές φόρουμ για διάλογο και διαπραγμάτευση μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Ένα από τα καίρια αποτελέσματα του ΟΑΣΕ υπήρξε η «Διαδικασία του Ελσίνκι», η οποία με τη σειρά της ενέπνευσε τη δημιουργία μιας σειράς Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) για να επιτηρούν τις καίριες δεσμεύσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είχαν αναλάβει τα κράτη απέναντι στους πολίτες τους.
Όμως ο δρόμος μέχρι αυτό το σημείο δεν ήταν ανώδυνος. Τα 60 χρόνια που μεσολάβησαν γνώρισαν στρατιωτικές δικτατορίες στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Τουρκία, καθώς και καταπιεστικά καθεστώτα του Σοβιετικού μπλοκ. Ένοπλες ομάδες επεδίωξαν να προωθήσουν με τη βία τους σκοπούς μιας ορισμένης μειονότητας ή ιδεολογίας. Άγριες συγκρούσεις σπάραξαν μέρη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τη Γιουγκοσλαβία καθώς αυτές διαλύονταν. Αναδύθηκαν νέα κράτη, αλλά και οντότητες με ανεπίλυτη υπόσταση που εξακολουθούν να μην αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα.
Εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις. Μεγάλο μέρος της περιοχής είναι σταθερό, όμως η ατιμωρησία για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στις πρόσφατες συγκρούσεις καλά κρατεί, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να παραμένουν εκτοπισμένοι με ελάχιστη προοπτική σύντομης επιστροφής. Μεγάλο μέρος της περιοχής γνωρίζει μεγαλύτερη ευημερία, όχι όμως για όσους είναι αποκλεισμένοι από θεμελιώδη οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, είτε λόγω ρατσισμού, είτε άλλων μορφών διάκρισης.
Επίσης είναι πικρή αλήθεια ότι αυτή η περιοχή, που θεωρεί τον εαυτό της φάρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξακολουθεί να ασπάζεται ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ ρητορείας και πραγματικότητας, θεσμικών κειμένων και εφαρμογής τους, αρχών και επιδόσεων.
Η Ευρώπη παραμένει μαγνήτης για όσους επιχειρούν να γλιτώσουν από τις διώξεις, τη βία ή την ένδεια, αλλά εξακολουθεί να τους προδίδει αντιμετωπίζοντας καταπιεστικά την παράτυπη μετανάστευση. Η ασφάλεια παραμένει το ύψιστο μέλημα των κρατών στην περιοχή, όμως διαρκώς υπονομεύεται από εκείνους που προνομιακά την προτάσσουν έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο όνομα της αντιτρομοκρατίας ή κατάφωρα την καταχρώνται για να φιμώσουν αντίθετες απόψεις ή να αντισταθούν σε κάποια αμφισβήτηση του κατεστημένου. Η περιοχή παραμένει ανασφαλές έδαφος για τα αναρίθμητα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας.
Επίσης είναι πικρή αλήθεια ότι αυτή η περιοχή, που θεωρεί τον εαυτό της φάρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξακολουθεί να ασπάζεται ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ ρητορείας και πραγματικότητας, θεσμικών κειμένων και εφαρμογής τους, αρχών και επιδόσεων. Κράτη που ανέλαβαν οικειοθελώς τις διάφορες δεσμεύσεις των περιφερειακών θεσμών, εξίσου οικειοθελώς υπεκφεύγουν των υποχρεώσεων τους: επιτίθενται στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα διαβρώνουν, ενώ παραλείπουν να βρουν την πολιτική βούληση που απαιτείται για να αντιμετωπιστούν οι καίριες καταπατήσεις.
Ανασκόπηση του 2007
Ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα
Μια από τις πιο εντυπωσιακές υποθέσεις, που αναδεικνύουν τις προηγούμενες διαπιστώσεις, είναι εκείνη των έκνομων μεταγωγών. Κατά τη διάρκεια του 2007 βγήκαν στο φως στοιχεία που κατέστησαν επιτέλους αδιαμφισβήτητη τη συνενοχή ευρωπαϊκών κρατών στο πρόγραμμα μυστικών και έκνομων κρατήσεων που διευθύνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης απέδειξαν πως κάποιες κυβερνήσεις ήταν συνεργοί στη μεταγωγή ανθρώπων σε ξένες χώρες έξω από τα όρια του κράτους δικαίου, σε εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, καθώς και σε βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης όσων υποβλήθηκαν σε αυτές τις έκνομες μεταγωγές και τις μυστικές κρατήσεις. Τα νομοθετικά κενά, τα οποία διευκόλυναν την έκνομη συμπεριφορά ξένων και ευρωπαϊκών εθνικών μυστικών υπηρεσιών και τις προστάτεψαν από τη λογοδοσία, έχουν και αυτά αναγνωριστεί με σαφήνεια. Όμως η χαρακτηριστική απάντηση των κρατών εξακολουθεί να είναι η σιωπή και η αδράνεια.
Σε πολλούς άλλους τομείς η ασφάλεια προτάχθηκε προνομιακά έναντι των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν και τα δύο. Το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και η Ρωσία συνέχισαν να συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Κίνα, στο όνομα της περιφερειακής ασφάλειας και του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», με τρόπους που παραβίαζαν υποχρεώσεις τους με βάση το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές προσφυγικό δίκαιο, μεταξύ άλλων επαναπροωθώντας δια της βίας ανθρώπους παρ' όλο που διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποστούν βασανιστήρια και άλλες σοβαρότατες παραβιάσεις.
Η κυβέρνηση της Βρετανίας εξακολούθησε να υπονομεύει την καθολική απαγόρευση των βασανιστηρίων απελαύνοντας ανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε απειλή για την εθνική ασφάλεια, σε κράτη όπου θα αντιμετώπιζαν πραγματικό κίνδυνο σοβαρών καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό το έκανε διαθέτοντας ως μοναδική εγγύηση ανεφάρμοστες «διπλωματικές διαβεβαιώσεις». Επιχείρησε επίσης να πείσει άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ακόμα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πως τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις ήταν θεμιτές.
Τον Ιούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε την απόφασή του για τη ρατσιστική δολοφονία του Ρομά Άνγκελ Ντιμιτρόφ Ιλίεφ (Angel Dimitrov Iliev) τo 1996 από ομάδα έξι εφήβων στην πόλη Σουμέν (Shumen) της Βουλγαρίας. Το δικαστήριο επισήμανε ότι οι αρχές αναγνώρισαν τον ειδεχθή χαρακτήρα του εγκλήματος κι όμως παρέλειψαν να διενεργήσουν έγκαιρη και αποτελεσματική έρευνα για το έγκλημα αυτό.
Στην Τουρκία και το Τατζικιστάν υπήρχαν ανησυχίες σχετικά με την έλλειψη δίκαιης δίκης σε υποθέσεις που διώκονται με βάση αντιτρομοκρατικούς νόμους.
Πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες
Οι αλλοδαποί υπήκοοι, μεταξύ αυτών και όσοι επιζητούν διεθνή προστασία, εξακολούθησαν να έρχονται αντιμέτωποι με ένα σταθερό μοτίβο παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άντρες, γυναίκες και παιδιά αποκλείστηκαν από την εύκολη πρόσβαση στις διαδικασίες παροχής ασύλου. Ορισμένοι κρατήθηκαν έκνομα, σε άλλους αρνήθηκαν την αναγκαία καθοδήγηση και νομική υποστήριξη. Πολλοί απελάθηκαν έκνομα πριν καν εξεταστεί το αίτημά τους, ενώ μερικοί στάλθηκαν σε χώρες όπου κινδύνευαν να υποστούν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ορισμένα μέρη, άνθρωποι των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε εξαναγκάστηκαν να ζουν στην έσχατη ένδεια.
Νέοι νόμοι που θεσπίστηκαν σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ελβετία περιόρισαν περαιτέρω τα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο και των μεταναστών.
Ρατσισμός και διακρίσεις
Σε όλη την περιοχή, οι διακρίσεις για λόγους ταυτότητας εξακολουθούσαν να είναι άφθονες εναντίον των Ρομά, οι οποίοι συνέχισαν να είναι σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένοι από τη δημόσια ζωή και να μην μπορούν να έχουν πλήρη πρόσβαση στη στέγαση, στην απασχόληση και στις υγειονομικές υπηρεσίες. Σε μερικές χώρες, οι αρχές παρέλειψαν να διασφαλίσουν τη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση των παιδιών Ρομά στην παιδεία. Ανέχτηκαν και συχνά προώθησαν τη δημιουργία ειδικών τάξεων ή σχολείων, συμπεριλαμβανομένων αυτών όπου διδάσκεται περιορισμένη ύλη. Οι Ρομά ήταν ανάμεσα σε εκείνους, όπως οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι, που υπέστησαν εγκλήματα μίσους. Στη Ρωσία, βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις πραγματοποιούνταν με ανησυχητικά τακτικό ρυθμό.
Πολλοί άνθρωποι αντιμετώπισαν διακρίσεις λόγω της νομικής τους κατάστασης, μεταξύ αυτών και οι εκτοπισμένοι από τις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την πρώην Σοβιετική Ένωση, οι οποίοι αντιμετώπιζαν περιορισμό ή ευθεία άρνηση, συνδεδεμένη με ζητήματα εγγραφής και κατοικίας τους, της πρόσβασης σε μια σειρά δικαιωμάτων. Οι αρχές στη Λιθουανία, τη Μολδαβία, την Πολωνία και τη Ρωσία συνέχισαν να υποθάλπουν ένα κλίμα μισαλλοδοξίας εναντίον των κοινοτήτων των Λεσβιών, των Ομοφυλοφίλων, των Αμφισεξουαλικών και των Τρανσέξουαλ (ΛΟΑΤ). Ορισμένοι υψηλόβαθμοι πολιτικοί χρησιμοποίησαν, για παράδειγμα, ανοιχτά ομοφοβική γλώσσα, ενώ παρεμποδίστηκαν δημόσιες εκδηλώσεις των ΛΟΑΤ. Παρ' όλα αυτά στη Λετονία, σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα έτη, μια πορεία των ΛΟΑΤ επετράπη και η αστυνομία την προστάτευσε επαρκώς από τους αντιδιαδηλωτές.
Ατιμωρησία και λογοδοσία
Τον Νοέμβριο, 10 αστυνομικοί αθωώθηκαν για το βασανισμό δύο κρατούμενων γυναικών στην Κωνσταντινούπολη το 2002. Αναφέρεται πως οι γυναίκες "Y" και "C" υπέστησαν βασανιστήρια όπως ξυλοδαρμό, γδύσιμο και στη συνέχεια κατάβρεγμα με παγωμένο νερό από σωλήνα υψηλής πίεσης, καθώς και απόπειρα βιασμού. Η ετυμηγορία ήρθε μετά από μια νέα ιατρική γνωμάτευση που είχαν ζητήσει οι κατηγορούμενοι, η οποία δεν έδειξε «καθοριστικά στοιχεία ότι διαπράχθηκε το έγκλημα του βασανισμού».
Παρ' όλο που σημειώθηκε κάποια πρόοδος στην αντιμετώπιση της ατιμωρησίας για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, πολλοί δράστες εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας συνέχισαν να διαφεύγουν από τη δικαιοσύνη. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη συνεργασίας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, καθώς και στις ανεπαρκείς προσπάθειες των εθνικών δικαστηρίων.
Βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε όλη την περιοχή, συχνά ως μέσα για να αποσπάσουν ομολογίες και συχνά σε ένα πλαίσιο που σχετιζόταν με τη φυλή του θύματος. Στα εμπόδια για την αντιμετώπιση της ατιμωρησίας για τέτοιες παραβιάσεις συγκαταλέγονταν: η καταστρατήγηση των εγγυήσεων από την αστυνομία, η έλλειψη άμεσης πρόσβασης σε δικηγόρο, ο φόβος των θυμάτων για αντίποινα, η έλλειψη ενός ανεξάρτητου και με επαρκείς πόρους συστήματος για την επιτήρηση των καταγγελιών, και η διαφθορά στα σώματα ασφαλείας και το δικαστικό σώμα. Σε μέρη όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Ισπανία, η Μολδαβία, το Ουζμπεκιστάν, η Ουκρανία, η Ρωσία, η Τουρκία και το Τουρμεκιστάν, η μη διενέργεια έγκαιρων, εξονυχιστικών και αμερόληπτων ερευνών διαιωνίζει τη νοοτροπία ατιμωρησίας.
Θανατική ποινή
Σε όλη την περιοχή εξακολούθησε η σημαντική πρόοδος προς την κατάργηση της θανατικής ποινής. Το Μάιο, το Καζακστάν μείωσε τον αριθμό των εγκλημάτων που επισύρουν θανατική ποινή διατηρώντας μόνο ένα αδίκημα σχετικό με την τρομοκρατία και εξακολούθησε το μορατόριουμ των εκτελέσεων, όπως έκανε το Τατζικιστάν. Τον Ιούνιο το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν θέσπισαν τροποποιήσεις της νομοθεσίας, οι οποίες αντικατέστησαν τη θανατική ποινή με ισόβια ή μακροχρόνια φυλάκιση. Παρ' όλα αυτά, το Ουζμπεκιστάν αρνήθηκε να επιβάλει μορατόριουμ των εκτελέσεων μέχρι να τεθούν σε ισχύ οι αλλαγές, από τις αρχές του 2008.
Πηγαίνοντας αντίθετα στη γενική τάση, η Λευκορωσία παρέμεινε σταθερή στο ρόλο της ως ο τελευταίος πραγματικός εκτελεστής στην Ευρώπη. Στη Λευκορωσία, όπως σε όλες τις άλλες χώρες, η μυστικότητα εξακολούθησε να αποτελεί ζήτημα. Στους συγγενείς δεν έδιναν το πτώμα του νεκρού ή δεν τους έλεγαν τον τόπο ταφής. Κανένα στατιστικό στοιχείο δεν ανακοινώθηκε δημοσίως για τη χρήση της θανατικής ποινής.
Βία κατά των γυναικών
Ανεξάρτητα από ηλικία και κοινωνική ομάδα, η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών στο σπίτι εξακολούθησε να είναι διάχυτη σε όλη την περιοχή. Εκδηλώθηκε με σειρά λεκτικών και ψυχολογικών κακοποιήσεων, με σεξουαλική ή άλλου είδους βία, με οικονομικό έλεγχο και με φόνους. Συνηθέστατα, μόνο μικρό ποσοστό γυναικών κατήγγειλαν αυτές τις κακοποιήσεις, διότι μεταξύ άλλων λόγων τις απέτρεπε ο φόβος της αντεκδίκησης από τους κακοποιούς συντρόφους, ο φόβος της ποινικής δίωξης για άλλα αδικήματα, η επίρριψη της ευθύνης στον εαυτό τους, ο φόβος μη «ντροπιάσουν» την οικογένεια τους, η οικονομική ανασφάλεια, η ανασφαλής μεταναστευτική τους κατάσταση, ή η έλλειψη καταφυγίων ή άλλων αποτελεσματικών μέτρων, όπως διαταγών έκδοσης περιοριστικών μέτρων κατά του συντρόφου ώστε να διασφαλιστεί η προστασία για τις ίδιες και τα παιδιά τους. Αλλά πάνω απ' όλα, τις εμπόδιζε η διαδεδομένη ατιμωρησία που απολαμβάνουν οι δράστες.
Τον Ιανουάριο, το Δικαστήριο Σοβαρών Εγκλημάτων στην Αλβανία καταδίκασε τους Φάτος Καπλάνι (Fatos Kapllani) και Αρμπέν Οσμάνι (Arben Osmani) ποινές φυλάκισης 15 και 16 ετών αντιστοίχως επειδή διακινούσαν παιδιά προς την Ελλάδα και τα ανάγκαζαν να δουλεύουν ως πόρνες ή ζητιάνοι. Η προστασία μαρτύρων παρέμενε προβληματική στην Αλβανία. Υπάλληλοι στο τμήμα Προστασίας Μαρτύρων του Υπουργείου Εσωτερικών εκπαιδεύτηκαν στην προστασία μαρτύρων και τον Απρίλιο η κυβέρνηση ενέκρινε τα πρότυπα για τη μεταχείριση των θυμάτων. Παρ' όλα αυτά, τον Νοέμβριο, η αστυνομία αναφέρεται ότι κίνησε ποινική διαδικασία εναντίον μιας 17χρονης κοπέλας επειδή «δεν κατήγγειλε έγκλημα», όταν εκείνη αρνήθηκε να αποκαλύψει την ταυτότητα των ανθρώπων που την είχαν διακινήσει στην Ιταλία για εξαναγκαστική πορνεία στην ηλικία των 14 ετών.
Επίσης, συχνά οι γυναίκες δεν εμπιστεύονταν ότι οι αρχές θα θεωρούσαν έγκλημα, και όχι ιδιωτικό ζήτημα, την κακοποίηση που είχαν υποστεί και ότι θα την αντιμετώπιζαν αποτελεσματικά ως έγκλημα. Η αποτυχία να γεφυρωθεί αυτό το κενό εμπιστοσύνης στην υποβολή καταγγελιών όχι μόνο εμπόδισε τη δικαιοσύνη σε ατομικές υποθέσεις, αλλά παρακώλυσε επίσης τις προσπάθειες να αντιμετωπιστούν οι καταπατήσεις αυτού του είδους σε όλη την έκταση της κοινωνίας, κρύβοντας την πλήρη έκταση και φύση του προβλήματος.
Αν και σημειώθηκαν κάποια θετικά βήματα σε αυτόν τον τομέα, εξακολούθησαν να υφίστανται άλλα κενά ζωτικής σημασίας. Ορισμένες χώρες δεν είχαν νόμους που να ποινικοποιούν την ενδοοικογενειακή βία, ενώ μερικές παρέλειπαν να συγκεντρώσουν εκτενή στατιστικά δεδομένα, εμποδίζοντας έτσι την παροχή των κατάλληλων υπηρεσιών ή την πρόληψη της κακοποίησης και προδίδοντας τις γυναίκες ακόμη περισσότερο.
Από το 2006 που εφαρμόσθηκε στη Γεωργία νέος νόμος για την ενδοοικογενειακή βία, η αστυνομία και τα δικαστήρια έχουν εκδώσει ή εγκρίνει διαταγές προστασίας ή περιορισμού σε πολλές περιπτώσεις. Ωστόσο, μερικές καίριες διατάξεις του νόμου δεν εφαρμόσθηκαν γρήγορα ή πλήρως και ο αριθμός των καταφυγίων για θύματα ενδοοικογενειακής βίας παρέμεινε ανεπαρκής. Στην Ισπανία, ανάμεσα στα θετικά μέτρα που θεσπίστηκαν ήταν ένα πρωτόκολλο για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που έρχονται σε επαφή με θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Παρ' όλα αυτά, οι μετανάστριες εξακολούθησαν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη βία καθώς συνέχισαν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις στον νόμο και στην πράξη στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την δικαιοσύνη και ζωτικής σημασίας παροχές, όπως οικονομική βοήθεια, ψυχολογική στήριξη και πρόσβαση σε καταφύγια.
Εμπορία ανθρώπων
Παντού στην Ευρώπη, γυναίκες, άνδρες και παιδιά συνέχισαν να γίνονται αντικείμενο εμπορίας με σκοπό την εκμετάλλευση σε άτυπες δραστηριότητες όπως η οικιακή εργασία, η γεωργία, η βιομηχανία, οι οικοδομές, η φιλοξενία και η εξαναγκασμένη σεξουαλική εκμετάλλευση. Αυτού του είδους η εμπορία ανθρώπων ήταν διαδεδομένη, ενώ ανθούσε όπου υπήρχε φτώχεια, διαφθορά, έλλειψη παιδείας και κοινωνική διάλυση. Όταν τα θύματα έπεσαν στην αντίληψη των αρχών, αντί να αντιμετωπιστούν ως θύματα αποτρόπαιων εγκλημάτων, αντιμετωπίζονταν κατά κανόνα ως εγκληματίες, παράνομους αλλοδαπούς, ή απλώς ως χρήσιμα εργαλεία για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η βοήθεια, όταν προσφερόταν σε θύματα εμπορίας ώστε να συνέλθουν από το μαρτύριο τους, συχνά συνοδευόταν από την προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσαν να συνεργαστούν στην ποινική δίωξη των εμπόρων τους. Συχνά η συνεργασία αυτού του είδους έθετε τα θύματα εμπορίας και τα μέλη των οικογενειών τους σε περαιτέρω κίνδυνο.
Σπάνια ήταν η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, περιλαμβανομένης της νομικής ικανοποίησης, της αποζημίωσης και της κοινωνικής, σωματικής και ψυχολογικής αποκατάστασης, για τις καταπατήσεις. Όσοι δεν ήταν υπήκοοι της χώρας όπου βρέθηκαν και δεν είχαν δικαιώματα παραμονής σε αυτήν, συχνά απελαύνονταν δίχως να λαμβάνονται υπ' όψη οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως κατά την επιστροφή τους, όπως να ξαναγίνουν αντικείμενο εμπορίας ή να υποστούν αντεκδίκηση ή άλλου είδους βία.
Ο αριθμός των χωρών που επικύρωσαν τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για Δράση Κατά της Εμπορίας Ανθρώπων έφτασε τις 10. Αυτό σημαίνει ότι η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ για αυτές τις χώρες από το Φεβρουάριο του 2008.
Πολλά κράτη παρέλειψαν να διασφαλίσουν πως η προσοχή τους σε αυτόν τον τομέα θα εστιαζόταν στον σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων εμπορίας. Στην Ελλάδα, στη συντριπτική πλειονότητά τους οι γυναίκες θύματα εμπορίας δεν αναγνωρίστηκαν ως τέτοια από τις αρχές και έτσι δεν είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους σε προστασία και βοήθεια. Στην Ελβετία, σε όσους επιζούσαν από την εμπορία μπορούσε να παραχωρηθεί προσωρινή άδεια παραμονής για όσο καιρό διαρκούσε η τυχόν ποινική διαδικασία στην οποία κατέθεταν ως μάρτυρες, όμως με τη λήξη της έχαναν αυτό το δικαίωμα.
Παρ' όλα αυτά, σε μια θετική εξέλιξη το 2007, ο αριθμός των χωρών που επικύρωσαν τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για Δράση Κατά της Εμπορίας Ανθρώπων έφτασε τις 10. Αυτό σημαίνει ότι η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ για αυτές τις χώρες από το Φεβρουάριο του 2008. Στην Πορτογαλία, οι επιζώντες εμπορίας δεν χαρακτηρίζονταν πλέον παράτυποι μετανάστες.
Καταστολή της διαφωνίας
Σε πολλά μέρη της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας, το περιθώριο για ανεξάρτητες φωνές και την κοινωνία των πολιτών συρρικνώθηκε, καθώς η ελευθερίες της έκφρασης και του συνεταιρισμού εξακολούθησαν να δέχονται επιθέσεις. Στην Τουρκία, παρέμειναν σε ισχύ νόμοι που φιμώνουν την ειρηνική έκφραση αντίθετης γνώμης και ανάμεσα στα θύματα των παρενοχλήσεων, των απειλών, των άδικων ποινικών διώξεων και των βίαιων επιθέσεων ήταν δικηγόροι, δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κλίμα μισαλλοδοξίας κυριάρχησε μετά τη δολοφονία του Τουρκοαρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ (Hrant Dink).
Στο Ουζμπεκιστάν, οι ελευθερίες της έκφρασης και της συνάθροισης εξακολούθησαν να χειροτερεύουν και οι πιέσεις που δέχονταν οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι ακτιβιστές και οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι δεν έδειξαν κανένα σημείο ύφεσης. Η καταστολή της κοινωνίας των πολιτών συνεχίστηκε στη Λευκορωσία, όπου ήταν ποινικά κολάσιμη οποιαδήποτε μη εγκεκριμένη από τις αρχές μορφή δημόσιας δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της θρησκευτικής λατρείας, ενώ περιφρονήθηκαν τα δικαιώματα στην ελευθερία έκφρασης, του συνεταιρισμού και της συνάθροισης. Παρ' όλο που ο νέος πρόεδρος του Τουρμεκιστάν ανέτρεψε ορισμένες πολιτικές των προκατόχων του, δεν σημειώθηκε θεμελιώδης πρόοδος στην πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Διαφωνούντες, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών και μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων ανήκουν σε αυτούς που αναφέρεται ότι υπέστησαν παρενοχλήσεις, κράτηση ή φυλάκιση. Στο Αζερμπαϊτζάν, ανεξάρτητοι και αντιφρονούντες δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν φυλάκιση με την κατηγορία της δυσφήμησης, παρενοχλήσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας και, σε μερικές περιπτώσεις, σωματικές επιθέσεις από αγνώστους. Δύο ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες της αντιπολίτευσης έκλεισαν, ενώ όργανα τοπικών διοικήσεων κατέσχεσαν ή απαγόρευσαν την πώληση φύλλων άλλων αντικυβερνητικών εφημερίδων, που περιείχαν άρθρα ευαίσθητα από πολιτικής άποψης.
Οι ρωσικές αρχές φάνηκαν όλο και λιγότερο ανεκτικές για τις διαφωνούσες απόψεις και την κριτική, χαρακτηρίζοντάς τις «αντιπατριωτικές». Η καταστολή των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων ήταν εμφανής καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς και ιδίως το διάστημα πριν τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου. Οι ΜΚΟ εξακολούθησαν να επιβαρύνονται με δυσβάστακτες απαιτήσεις υποβολής αναφορών, τις οποίες επέβαλαν οι αλλαγές στη νομοθεσία. Στην Τσετσενία και στην ευρύτερη περιοχή του βόρειου Καυκάσου, οι άνθρωποι που αναζητούν δικαιοσύνη ήρθαν αντιμέτωποι με εκφοβισμό και με αντίποινα.
Η 76χρονη Τσετσένα Σουμάια Αμπζούεβα (Sumaia Abzueva) φέρεται να ξυλοκοπήθηκε στις 9 Ιουνίου από μία ομάδα νεαρών καθώς πήγαινε προς την αγορά στην πόλη Αργκούν (Argun). Ζητούσε να διεξαχθεί έρευνα για το φόνο του γιου της το 2005. Είπε πως είχε δεχθεί απειλές επανειλημμένα από τους άνδρες που είχαν θέσει το γιο της υπό κράτηση και τον είχαν πάρει από την οικογενειακή εστία και που υπάρχουν υποψίες ότι είναι μέλη των δυνάμεων ασφαλείας της Τσετσενίας.
Παρά τις απειλές, τον εκφοβισμό και τις κρατήσεις, ωστόσο, οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη παρέμειναν προσκολλημένοι το όραμα του 1948. Παρέμειναν ανυποχώρητοι στο έργο τους και εξακολούθησαν να εμπνέουν και άλλους να τους υποστηρίξουν στην προσπάθειά τους για μακρόβιες αλλαγές και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα όλων.
ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ
Πολλά από τα κράτη της περιοχής της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού που υιοθέτησαν την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948, όπως η Ινδία και η Βιρμανία (Μυανμάρ), είχαν πρόσφατα αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από το καθεστώς της αποικιοκρατίας. Για τα κράτη αυτά, μια παγκόσμια δέσμευση για έναν κόσμο όπου όλοι είναι «ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και στα δικαιώματα» είχε ξεχωριστή σημασία.
Η «ελευθερία από τον φόβο και την ανέχεια» ήταν εξίσου ισχυρή προσδοκία για τους πολίτες πολλών από τα έθνη της περιοχής της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού που προσχώρησαν αργότερα στα Ηνωμένα Έθνη, από το Λάος ως την Ινδονησία, από την Καμπότζη ως τα Φίτζι.
Παρά τις ανισότητες ανάμεσα στις επί μέρους οικονομίες της περιοχής, η Ασία στο σύνολό της είδε τον πλούτο της να αυξάνεται ταχύτερα από κάθε άλλη περιοχή του κόσμου από το 1960 και μετά.
Με μια πρώτη ματιά, η «ελευθερία από την ανέχεια» φάνηκε να βρίσκει κάποια δικαίωση στη μετέπειτα εκρηκτική ανάδυση της Ασίας ως ισχυρής οικονομικής δύναμης. Παρά τις ανισότητες ανάμεσα στις επί μέρους οικονομίες της περιοχής, η Ασία στο σύνολό της είδε τον πλούτο της να αυξάνεται ταχύτερα από κάθε άλλη περιοχή του κόσμου από το 1960 και μετά. Στην Ασία βρίσκονται οι δύο πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου - η Κίνα με πληθυσμό 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων και η Ινδία με πληθυσμό 1,1 δισεκατομμυρίων. Οι οικονομίες αυτών των δύο κρατών επίσης είναι μεταξύ των γρηγορότερα αναπτυσσόμενων παγκοσμίως. Ωστόσο δεν έχουν επωφεληθεί όλοι οι πολίτες από αυτό. Η ανάπτυξη έχει συνοδευτεί από την διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, οξύνοντας τα παγιωμένα μοτίβα διακρίσεων. Η πρόκληση να συνταιριαστεί η αχαλίνωτη οικονομική επέκταση με την αύξηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων των φτωχών της περιοχής δεν έχει βρει λύση.
Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις και η αυξανόμενη βία που διαπράττεται από ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να προκαλούν σοβαρές καταπατήσεις σε όλη την περιοχή, υποσκάπτοντας την ασφάλεια εκατομμυρίων ανθρώπων. Εκτός από τους προσφυγικούς πληθυσμούς που αποστερούνται μακροπρόθεσμης λύσης, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν εκτοπισμένοι στο εσωτερικό των χωρών τους λόγω των συγκρούσεων. Παράλληλα, σε πολλές χώρες, εδώ και δεκαετίες, οι δυνάμεις ασφαλείας απολαμβάνουν ένα καθεστώς ατιμωρησίας για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών εκτελέσεων, εξαναγκασμένων εξαφανίσεων, βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακοποίησης που διαπράττονται στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας». Η πολιτική αστάθεια και η επαναβεβαίωση της στρατιωτικής εξουσίας -συχνά μέσω της κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης- έχουν σε πολλές χώρες υπονομεύσει θεσμούς κρίσιμους για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή έχουν παρεμποδίσει την αναμόρφωσή τους.
Σε αυτήν την επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η προοπτική μιας αποτελεσματικής αποκατάστασης των θυμάτων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει σε πολλές χώρες απατηλή.
Ακόμη και σε μέρη όπου το νομικό σύστημα είναι καλά εδραιωμένο και τα θεμελιώδη δικαιώματα κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, η προστασία και η εφαρμογή τους συχνά υποσκάπτονται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Οι χώρες της περιοχής που έχουν επικυρώσει τις κεντρικές συνθήκες του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν σταθεί απρόθυμες να υιοθετήσουν τα προαιρετικά πρωτόκολλα που προβλέπουν διεθνείς μηχανισμούς για ατομικές προσφυγές. Εθνικοί θεσμοί για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ήδη συσταθεί σε 13 χώρες, όμως τα τελευταία χρόνια η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητά τους αντιμετωπίζουν σοβαρότατες προκλήσεις σε πολλές από αυτές.
Οι αριθμοί σε όλη την περιοχή έδειξαν ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών. Άνισες διαδικασίες παραγωγής πλούτου συνέχισαν να ευνοούν δυσανάλογα τους μορφωμένους, εξειδικευμένους και κατοίκους πόλεων.
Η Ασία παραμένει η μόνη περιοχή στον κόσμο που δεν διαθέτει ένα συνολικό (πανασιατικό) όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο τον Νοέμβριο του 2007, σε μια ιδιαίτερης σημασίας εξέλιξη, οι αρχηγοί των 10 κρατών-μελών της Ένωσης των Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN) -Βιετνάμ, Ινδονησία, Καμπότζη, Λάος, Μαλαισία, Μπρουνέι, Μυανμάρ, Σιγκαπούρη, Ταϋλάνδη και Φιλιππίνες- τίμησαν την 40η επέτειο της ASEAN υπογράφοντας τον πρώτο τους επίσημο καταστατικό χάρτη, που περιλάμβανε δέσμευση για τη σύσταση ενός οργάνου για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τη νοτιοανατολική Ασία. Το Φόρουμ των Νησιών του Ειρηνικού άρχισε να εξετάζει την εγκαθίδρυση παρόμοιων μηχανισμών στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για την προώθηση της ενοποίησης και της συνεργασίας στην περιοχή του Ειρηνικού.
Επίσης, μέσα στο 2007 πήρε οριστική μορφή το νέο όργανο του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο συμμετέχουν αυτή τη στιγμή η Ιαπωνία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Κίνα, η Μαλαισία, το Μπαγκλαντές, η Νότια Κορέα, το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και οι Φιλιππίνες. Κάθε κράτος-μέλος δεσμεύτηκε να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, να συνεργάζεται με τους σχετικούς μηχανισμούς του ΟΗΕ, να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα ισχυρό εθνικό πλαίσιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και να επικυρώσει και να τηρεί τα διεθνή θεσμικά κείμενα. Ο χρόνος θα δείξει αν οι μηχανισμοί του νέου Συμβουλίου, ιδίως η Καθολική Περιοδική Εξέταση, θα διευκολύνει το σθεναρό διεθνή έλεγχο και μια αντίστοιχη αντίδραση σε περιπτώσεις στις οποίες τα μέλη δεν τιμούν αυτές τις δεσμεύσεις, και κατά πόσον θα κάνει πραγματική διαφορά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων της περιοχής.
Ανασκόπηση του 2007
Οικονομική ανάπτυξη, παγκοσμιοποίηση και φτώχεια
Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του 2007 στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού ήταν η ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη. Παρόλο που στατιστικά είναι πειστική, η αχαλίνωτη ανάπτυξη παρέμεινε ύποπτη ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι αριθμοί σε όλη την περιοχή έδειξαν ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών. Άνισες διαδικασίες παραγωγής πλούτου συνέχισαν να ευνοούν δυσανάλογα τους μορφωμένους, εξειδικευμένους και κατοίκους πόλεων.
Η οικονομία της Κίνας αυξήθηκε κατά 11,4%, που αποτελεί το μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης από το 1994. Η ανάπτυξη όμως συνοδεύτηκε από κοινωνικές εντάσεις και αυξανόμενη φτώχεια σε ορισμένους αγροτικούς πληθυσμούς, καθώς και από υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι στεντόρειες διαμαρτυρίες των αγροτών δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις εξαναγκαστικές εξώσεις από τις αρχές, για να χρησιμοποιηθούν οι χώροι για αναπτυξιακά έργα, μεταξύ τους και αυτά που στηρίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου 2008. Στην Ινδία, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από περαιτέρω περιθωριοποίηση των 300 εκατομμυρίων ήδη φτωχών και ευάλωτων ανθρώπων. Τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, σε πολλές περιπτώσεις πολυεθνικών, βάρυναν περισσότερο από τις ανάγκες των φτωχών, καθώς η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων άφησε άστεγους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς ελπίδα επιστροφής στις εστίες τους ή αποζημίωσης. Στην Καμπότζη, χιλιάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους, ως αποτέλεσμα ληστρικών αρπαγών της γης τους από τις αρχές.
Η μετανάστευση, εσωτερική και διασυνοριακή, ήταν καίριος συντελεστής στην ανοδική πορεία της οικονομίας της περιοχής. Ωστόσο, στη μία χώρα μετά την άλλη η μετανάστευση θεωρήθηκε ανεπιθύμητο και άσχημο φαινόμενο. Ειδικά οι παράτυποι μετανάστες (όσοι δεν είχαν έγγραφη νόμιμη άδεια παραμονής στη χώρα υποδοχής) υποβλήθηκαν σε διακρίσεις στη μεταχείριση, σε βία και σε κακοποίηση.
Τον Φεβρουάριο δέκα μετανάστες που βρίσκονταν υπό κράτηση εν όψει απέλασης σκοτώθηκαν και άλλοι 17 τραυματίστηκαν σε πυρκαγιά στο κρατητήριο Γεόσου (Yeosu) στη Νότια Κορέα. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι απελάθηκαν άμεσα στις χώρες καταγωγής τους, πολλοί χωρίς οποιαδήποτε αποζημίωση ή δικαίωμα να διεκδικήσουν τους μισθούς που δεν τους καταβλήθηκαν.
Στη Μαλαισία, περισσότεροι από 20.000 μετανάστες κρατήθηκαν από το Ρέλα (Rela), το Λαϊκό Σώμα Εθελοντών, ένα όργανο που χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του «προβλήματος» της «παράνομης» μετανάστευσης. Το Ρέλα έκανε συστηματικές επιδρομές στα μέρη όπου ζούσαν μετανάστες εργάτες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Σε πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι ξυλοκοπήθηκαν άγρια και κρατήθηκαν αυθαίρετα. Ορισμένοι στάλθηκαν σε στρατόπεδα κράτησης μεταναστών, από όπου κινδύνευαν να επαναπροωθηθούν με τη βία σε χώρες, στις οποίες ενδέχεται να υποστούν βασανιστήρια ή άλλες μορφές κακομεταχείρισης.
Οι μετανάστες δεν ζούσαν μόνο υπό τη συνεχή απειλή της κράτησης από τις αρχές, αλλά υποβάλλονταν επίσης σε σωματική και ψυχική κακοποίηση από τους εργοδότες τους, ενώ συχνά στερούνταν την ίση πρόσβαση σε επιδόματα και προστασίες που για τους ντόπιους εργάτες ήταν εγγυημένα.
Το 2007 ζούσαν στη Νότια Κορέα περίπου 500.000 μετανάστες, από τους οποίους οι μισοί περίπου ήταν παράτυποι μετανάστες εργαζόμενοι. Πολλοί αντιμετώπισαν σημαντικούς περιορισμούς στη δυνατότητα αλλαγής εργασίας και διέθεταν ελάχιστα ή καθόλου μέσα έννομης προστασίας έναντι των διακρίσεων στη μεταχείριση ή έναντι άλλων καταπατήσεων στο χώρο εργασίας.
Ένοπλες συγκρούσεις και πολιτική καταπίεση
Η περιοχή παρέμεινε στην πρώτη γραμμή στο διευθυνόμενο από τις ΗΠΑ «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος συνέχισε να επηρεάζει εσωτερικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις, αντιπαλότητες, και αγώνες για την εξουσία. Παρατεταμένες μάχες μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και ένοπλων ομάδων στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν συνέχισαν να προκαλούν μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, καθώς και επιδείνωση ως προς την απόλαυση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν σημαντική γεωπολιτική επιρροή, καθώς διεθνείς δυνάμεις και η συμμαχία του ΝΑΤΟ υποστηρίζουν το κράτος του Αφγανιστάν, και ο υπό αμερικανική ηγεσία διεθνής συνασπισμός συνεχίζει να πιέζει το Πακιστάν να δραστηριοποιηθεί περισσότερο στα ζητήματα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Στο Αφγανιστάν εντάθηκαν οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ εξεγερμένων ομάδων και της αφγανικής κυβέρνησης που έχει διεθνή υποστήριξη. Τουλάχιστον 6.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις βιαιοπραγίες - οι άμαχοι ανήλθαν στα δύο τρίτα του αριθμού αυτού. Όλοι οι αντιμαχόμενοι διέπραξαν καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν, έβαλαν εσκεμμένα στο στόχαστρο αμάχους, σκοτώνοντας όσους θεωρούσαν ότι έβλεπαν με συμπάθεια την αφγανική κυβέρνηση ή τις διεθνείς δυνάμεις. Παράλληλα, οι διεθνείς δυνάμεις σκότωσαν εκατοντάδες πολίτες σε επιθετικές επιχειρήσεις και εναέριους βομβαρδισμούς. Οι αφγανικές εθνικές δυνάμεις ασφαλείας είχαν και αυτές ανάμιξη στο θάνατο μεγάλου αριθμού αμάχων.
Στις 5 Ιουνίου η Ζάκια Ζάκι (Zakia Zaki), που διηύθυνε τον ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό Ράδιο Ειρήνη, σκοτώθηκε από ενόπλους στο σπίτι της στην επαρχία Παρβάν (Parwan) του κεντρικού Αφγανιστάν. Η Ανεξάρτητη Ένωση Δημοσιογράφων του Πακιστάν κατέγραψε το 2007 53 περιπτώσεις βίας κατά δημοσιογράφων από την αφγανική κυβέρνηση και τους εξεγερμένους Ταλιμπάν. Σε έξι από τις περιπτώσεις αυτές ο δημοσιογράφος σκοτώθηκε.
Επιθυμώντας διακαώς να εμφανιστεί ως σύμμαχος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», το ήδη εύθραυστο Πακιστάν βυθίστηκε σε πολιτικό χάος το Νοέμβριο, όταν ο στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ανέστειλε την ισχύ του Συντάγματος του Πακιστάν. Οι πράξεις του αυτές ήρθαν μετά τη νομική αμφισβήτηση από το Ανώτατο Δικαστήριο της υποψηφιότητάς του για την προεδρία, ενόσω ήταν αρχηγός του επιτελείου στρατού. Περίπου 50 δικαστές απομακρύνθηκαν από το ανώτερο δικαστικό σώμα. Η επακόλουθη καταστολή οδήγησε σε σοβαρότατες περιστολές της ελευθερίας έκφρασης και μετακίνησης, με την αυθαίρετη κράτηση χιλιάδων δικηγόρων, δημοσιογράφων και ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ορίστηκαν εκλογές για τον Ιανουάριο του 2008 και στο τέλος του χρόνου οι πρώην πρωθυπουργοί Μπεναζίρ Μπούτο και Ναβάζ Σαρίφ επέστρεψαν από την εξορία για να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους. Από την αρχή η διαδικασία αμαυρώθηκε με βία, με αποκορύφωμα τη δολοφονία της Μπεναζίρ Μπούτο το Δεκέμβριο.
Η αυξανόμενη βία, ανασφάλεια και πολιτική καταπίεση, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης, ήταν επίσης διαδεδομένες και σε άλλα μέρη της περιοχής. Οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλοι που προσπαθούσαν να περιφρουρήσουν ειρηνικά τα δικαιώματά τους ήταν ευάλωτοι σε ένα ευρύ φάσμα καταπατήσεων. Απαγωγές και εξαναγκασμένες εξαφανίσεις, αυθαίρετες κρατήσεις, βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης μάστιζαν την περιοχή και, σε πολλές περιπτώσεις, διαπράττονταν ατιμωρητί.
Τον Αύγουστο ξεκίνησαν στη Μυανμάρ ευρείας κλίμακας διαμαρτυρίες κατά των οικονομικών και πολιτικών μεθοδεύσεων της κυβέρνησης. Τουλάχιστον 31 άνθρωποι, και ενδεχομένως περισσότεροι από 100, σκοτώθηκαν κατά την επακόλουθη βίαιη καταστολή από τις αρχές, ενώ πιστεύεται ότι αντίστοιχος αριθμός ανθρώπων έπεσαν θύματα εξαναγκασμένων εξαφανίσεων. Παρόλο που η αρχική ανταπόκριση από τη διεθνή κοινότητα ήταν σθεναρή, μέχρι το τέλος του χρόνου είχε ατονήσει. Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης προς τον ΟΗΕ και τους ισχυρισμούς της για επιστροφή στην «ομαλότητα», κατά τη λήξη του έτους πολιτικοί κρατούμενοι συνέχισαν να συλλαμβάνονται και να καταδικάζονται.
Εξαναγκασμένες εξαφανίσεις, παράνομοι φόνοι, αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια συνέχισαν να αποτελούν χαρακτηριστικά της συνεχιζόμενης και κλιμακούμενης σύγκρουσης μεταξύ των δυνάμεων της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα και της ένοπλης αντιπολίτευσης Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ (Liberation Tigers of Tamil Eelam, LTTE). Ένοπλες επιθέσεις εναντίον αμάχων διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές. Η LTTE ενεπλάκη σε επιθέσεις χωρίς διάκριση εναντίον αμάχων. Οι εξαναγκασμένες εξαφανίσεις φάνηκε να παραμένουν μέρος της στρατηγικής της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της εξέγερσης και αναφέρεται ότι συχνά πραγματοποιούνταν από δυνάμεις ασφαλείας ή από ένοπλες ομάδες που δρούσαν με τη δική τους συνενοχή. Καθώς η σύγκρουση συνεχιζόταν, εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι εκτοπίστηκαν από τον τόπο τους, ιδίως στα βόρεια της χώρας. Καθώς οι εχθροπραξίες εντείνονταν, το περιθώριο διαφωνίας γινόταν όλο και πιο περιορισμένο και δημοσιογράφοι, ιδίως όσοι συνδέονταν με τα μέσα ενημέρωσης των Ταμίλ, υπέστησαν επιθέσεις, απαγωγές και φόνους. Παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις, οι αρχές δεν διερεύνησαν αποτελεσματικά και δεν άσκησαν ποινικές διώξεις κατά όσων ευθύνονται για παράνομους φόνους.
Στο Μπαγκλαντές, η παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης περιόρισε σημαντικά το πεδίο της ελευθερίας έκφρασης και συνάθροισης, καθώς και την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών. Αναφέρεται ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συνελήφθησαν καθώς οι κανονισμοί της κατάστασης έκτακτης ανάγκης παρείχαν ενισχυμένες εξουσίες για συλλήψεις στα σώματα ασφαλείας. Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφοι απειλήθηκαν, εκφοβίστηκαν και ενεπλάκησαν σε στημένες υποθέσεις. Τα σώματα ασφαλείας είχαν ανάμιξη στους θανάτους περισσότερων από 100 κρατουμένων, αλλά κανείς δεν κλήθηκε να λογοδοτήσει για τους θανάτους αυτούς.
Θανατική ποινή
Η μυστικότητα που περιβάλλει τη θανατική ποινή είναι ακόμη μείζον ζήτημα σε πολλές χώρες στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού ωκεανού.
Η θανατική ποινή παρέμεινε ευρέως διαδεδομένη στην περιοχή, παρά το κλίμα αποκήρυξής της σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο Αφγανιστάν 15 άνθρωποι τουφεκίστηκαν στις πρώτες εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν εδώ και τρία χρόνια. Μεταξύ 70 και 110 άνθρωποι παρέμεναν καταδικασμένοι σε θάνατο. Το Πακιστάν συνέχισε να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της θανατικής ποινής, προβλέποντας την τιμωρία περισσότερων αδικημάτων με θάνατο, και το 2007 εκτελέστηκαν περισσότεροι από 100 άνθρωποι.
Η μυστικότητα που περιβάλλει τη θανατική ποινή είναι ακόμη μείζον ζήτημα σε πολλές χώρες στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού ωκεανού. Τα στατιστικά για τη θανατική ποινή στην Κίνα συνέχισαν να θεωρούνται κρατικό μυστικό και, παρά την ευπρόσδεκτη απόφαση του Ανώτατου Λαϊκού Δικαστηρίου να θέσει ξανά σε ισχύ το στάδιο τελικής επανεξέτασης όλων των υποθέσεων από το ίδιο, συνέχισε να γίνεται εκτενής χρήση της θανατικής ποινής. Τουλάχιστον 470 άνθρωποι εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια του 2007 - αν και ο πραγματικός αριθμός των εκτελέσεων μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος.
Στην περιοχή συνέχισε να γίνεται εκτενής χρήση της θανατικής ποινής όχι μόνο για ανθρωποκτονίες, αλλά και για μη βίαια αδικήματα, όπως αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά, διαφθορά και άλλα οικονομικά αδικήματα. Στη Βόρεια Κορέα, στους ανθρώπους που εκτελέστηκαν, με απαγχονισμό ή από εκτελεστικό απόσπασμα, συγκαταλέγονταν πολιτικοί κρατούμενοι και άνθρωποι που κατηγορούνταν για οικονομικά εγκλήματα.
Το ασιατικό δίκτυο κατά της θανατικής ποινής (The Anti-Death Penalty Asia Network-ADPAN) εξέφρασε την ανησυχία ότι περισσότεροι άνθρωποι στην περιοχή καταδικάστηκαν σε θάνατο για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά, παρά για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα. Το Φεβρουάριο, μια ομάδα Ινδονήσιων δικηγόρων, που εκπροσωπούσαν πέντε ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά, επιχείρησαν να ασκήσουν έφεση κατά των καταδικαστικών αποφάσεων με το επιχείρημα ότι ο νόμος της Ινδονησίας περί ναρκωτικών αντέβαινε στο «δικαίωμα στη ζωή» που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της χώρας. Η έφεση απορρίφθηκε τον Οκτώβριο. Στο Βιετνάμ, τουλάχιστον 83 άνθρωποι καταδικάστηκαν σε θάνατο για αδικήματα σχετικά με τη διακίνηση ναρκωτικών.
Βία κατά των γυναικών
Η βία με βάση το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, παρέμεινε καθημερινή απειλή για τις γυναίκες και τα κορίτσια, καθώς οι φερόμενοι ως δράστες, μεταξύ των οποίων αστυνομικοί και άλλα πρόσωπα σε θέσεις ισχύος, διέφευγαν από τη δικαιοσύνη. Σε πολλές χώρες, οι γυναίκες που κατήγγειλαν βιασμούς αντιμετώπισαν σοβαρά εμπόδια. Στην Παπούα Νέα Γουινέα, η βία κατά των γυναικών θεωρείται καθοριστική αιτία για την επιδημία του HIV/AIDS, η οποία με τη σειρά της τροφοδότησε περισσότερες καταπατήσεις κατά των γυναικών.
Η ιαπωνική κυβέρνηση συνέχισε να αρνείται την πλήρη συγνώμη ή την καταβολή αποζημίωσης στις χιλιάδες γυναίκες «παρηγοριάς» που εξαναγκάζονταν να παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες στους Ιάπωνες στρατιώτες.
Η ενδοοικογενειακή βία και η σωματική και ψυχολογική κακοποίηση στο χώρο εργασίας επίσης συνεχίστηκαν. Στην Κίνα, οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν κατά 120% κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους - αύξηση που αποδίδεται σε μεγαλύτερη προθυμία να καταγγέλλονται οι καταπατήσεις.
Στο Πακιστάν το κράτος απέτυχε στην πρόληψη και ποινική δίωξη της βίας στην οικογένεια και στην κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων ακρωτηριασμών, βιασμών και φόνων «τιμής». Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο, μόνο στην επαρχία Σιντ (Sindh), 183 γυναίκες δολοφονήθηκαν επειδή υποτίθεται ότι είχαν βλάψει την «τιμή» της οικογένειας. Η πρακτική της «σουάρα» (swara), δηλαδή η παράδοση ενός κοριτσιού ή μιας γυναίκας στους αντιπάλους για γάμο για να διευθετηθεί κάποια διένεξη, ποινικοποιήθηκε με νόμο το 2005, αλλά συνέχισε να εφαρμόζεται στην πράξη με ατιμωρησία.
Το Μάρτιο θεσπίστηκε στην Ινδονησία ο Νόμος για την Εξάλειψη των Εγκληματικών Ενεργειών Εμπορίας Ανθρώπων και είχε θετική υποδοχή από τις τοπικές ΜΚΟ καθώς περιλάμβανε ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης καθώς και ασυλία των θυμάτων. Ωστόσο, το εμπόριο γυναικών και κοριτσιών παραμένει διαδεδομένο στην περιοχή.
Επίσης, τον Μάρτιο, το νομοθετικό σώμα της Ταϊβάν υπερψήφισε διάφορες τροποποιήσεις του Νόμου για την Πρόληψη της Ενδοοικογενειακής Βίας, ο οποίος πλέον περιλαμβάνει ομόφυλα ζευγάρια και άγαμα ετερόφυλα ζευγάρια, που συμβιώνουν.
Κοινοβούλια σε όλον τον κόσμο υιοθέτησαν ψηφίσματα που ζητούσαν δικαιοσύνη για τις γυναίκες που επέζησαν του ιαπωνικού συστήματος στρατιωτικής σεξουαλικής δουλείας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, η ιαπωνική κυβέρνηση συνέχισε να αρνείται την πλήρη συγνώμη ή την καταβολή αποζημίωσης στις χιλιάδες γυναίκες «παρηγοριάς» που εξαναγκάζονταν να παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες στους Ιάπωνες στρατιώτες. Το Μάρτιο ο Ιάπωνας Πρωθυπουργός Άμπε Σίνζο δήλωσε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι γυναίκες «παρηγοριάς» εξαναγκάστηκαν να γίνουν σεξουαλικές σκλάβες.
Πρόοδος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Οι ακτιβιστές, η κοινωνία των πολιτών και τα κοινωνικά κινήματα σε όλη την περιοχή οργανώθηκαν όλο και περισσότερο στην κινητοποίηση διαμαρτυριών και ενεργειών που έθιγαν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως είναι η διαδεδομένη ατιμωρησία για τις εξαναγκασμένες εξαφανίσεις, οι εξωδικαστικοί φόνοι, τα βασανιστήρια και τα δικαιώματα των περιθωριοποιημένων πληθυσμών.
Στην Παπούα Νέα Γουινέα, ως απάντηση στην απραξία της κυβέρνησης ως προς την καταπολέμηση της διάδοσης και χρήσης παράνομων πυροβόλων όπλων, σχηματίστηκε ο Συνασπισμός για την Παύση της Ένοπλης Βίας (Coalition to Stop Gun Violence). Οι υπερασπίστριες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκφράζονταν όλο και πιο ενεργά, οργανώνοντας τον Οκτώβριο σιωπηρή διαμαρτυρία για τη βία κατά των γυναικών που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα.
Ο Αιδεσιμότατος Ου Θιλαβάνθα (U Thilavantha), αναπληρωτής ηγούμενος της μονής Μιτκίνα (Myitkyina,) της Μυανμάρ, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στις 26 Σεπτεμβρίου κατά την κράτησή του, αφού είχε ήδη ξυλοκοπηθεί και το προηγούμενο βράδυ, όταν έγινε έφοδος στο μοναστήρι του. Από τη βίαιη καταστολή το Σεπτέμβριο, ανεπιβεβαίωτος αριθμός φυλακισμένων πέθαναν κατά την κράτησή τους, λόγω της κακοποίησής τους κατά την ανάκριση.
Στη Μυανμάρ, οι αυξήσεις της τιμής των καυσίμων που ήρθαν να προστεθούν σε μια οικονομία που βρίσκεται ήδη σε κάμψη, πυροδότησαν ειρηνικές διαμαρτυρίες. Μοναχοί άρχισαν να ηγούνται διαμαρτυριών σε εθνικό επίπεδο κατά της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και συγκρότησαν μια νέα ομάδα, την Παμβιρμανική Συμμαχία Μοναχών (All Burma Monks Alliance).
Το Φεβρουάριο το Λάος επικύρωσε το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα. Τον Οκτώβριο, με την προσχώρηση της Ταϊλάνδης στη Σύμβαση του ΟΗΕ Κατά των Βασανιστηρίων, απέδωσαν καρπούς τα πολλά χρόνια ακτιβισμού από την κοινωνία των πολιτών της Ταϊλάνδης και άλλους, ενώ είχε μόλις προηγηθεί η υπογραφή από την ταϊλανδική κυβέρνηση του καταστατικού χάρτη του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου τον Αύγουστο.
Στην Ινδία, με οδηγούς τις ΜΚΟ και την κοινωνία των πολιτών, έγινε έντονος δημόσιος διάλογος σχετικά με το κόστος της παγκοσμιοποίησης και το τι συνεπάγεται για τους φτωχούς η διαδικασία αυτή. Η πρόκληση για τα κράτη της Ασίας και του Ειρηνικού Ωκεανού αφορά στο πώς θα διασφαλίσουν ότι η αυξανόμενη οικονομική ευημερία που απολαμβάνουν λίγοι τυχεροί σε λίγες χώρες θα κινηθεί σταδιακά προς τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και από τη μία χώρα στην άλλη. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα θα κατοχυρωθούν στο επίκεντρο των νόμων των κρατών της περιοχής, και όταν τα λόγια θα γίνουν πράξη.
ΒΟΡΕΙΑ, ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ
Το Μάιο του 1948, μερικούς μήνες πριν την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης, η Διαμερικανική Διάσκεψη υιοθέτησε το πρώτο παγκοσμίως γενικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αν τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν σήμερα τον πυρήνα του εγχειρήματος των Ηνωμένων Εθνών, αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονταν στις τελευταίες θέσεις του καταλόγου προτεραιοτήτων των μεγάλων μεταπολεμικών δυνάμεων που ενεπλάκησαν στη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στις οποίες περιλαμβάνονταν οι ΗΠΑ. Εντούτοις, το 1945, ακριβώς πριν από την ιδρυτική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο, πραγματοποιήθηκε στην Πόλη του Μεξικού η Διαμερικανική Διάσκεψη και αποφάσισε να επιδιώξει να συμπεριληφθεί στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών μια διεθνική διακήρυξη δικαιωμάτων, οδηγώντας τελικά στην υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ). Το Μάιο του 1948, μερικούς μήνες πριν την υιοθέτηση της ΟΔΔΑ, η Διαμερικανική Διάσκεψη υιοθέτησε την Αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων και των Καθηκόντων του Ανθρώπου, το πρώτο παγκοσμίως γενικό όργανο για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτή η υψίστης σημασίας, σε διεθνές επίπεδο, συνεισφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα επισκιάστηκε, στα χρόνια που μεσολάβησαν, από το στρατιωτικό ζυγό που κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της ηπείρου. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής υπέμειναν επί χρόνια στρατιωτικές κυβερνήσεις που χαρακτηρίστηκαν από εκτεταμένες και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ορισμένες παραβιάσεις, όπως οι εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, έγιναν έμβλημα τόσο των καθεστώτων, όσο και της επικέντρωσης των εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας στην περιοχή όλα αυτά τα χρόνια.
Το τέλος του στρατιωτικού ζυγού και η επιστροφή σε πολιτικού χαρακτήρα, συνταγματικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, σήμανε το τέλος του μοτίβου των εκτεταμένων και συστηματικών εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, εξωδικαστικών εκτελέσεων και βασανισμού των πολιτικών αντιπάλων. Εντούτοις, οι ελπίδες ότι είχε αρχίσει μια νέα εποχή σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Τα περισσότερα συντάγματα εγγυώνται τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι περισσότερες χώρες της περιοχής έχουν επικυρώσει τις καίριες διεθνείς συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αξιοσημείωτη εξαίρεση στην τελευταία αυτή διαπίστωση αποτελούν οι ΗΠΑ, καθώς είναι μία από τις δύο μόνο χώρες στον κόσμο που δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού και μία από τις ελάχιστες που δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Γυναικών. Επίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πληροφόρησε τα Ηνωμένα Έθνη ότι δεν προτίθεται να επικυρώσει το Καταστατικό της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Η κληρονομιά των αυταρχικών καθεστώτων του παρελθόντος είναι ακόμη ζωντανή στις θεσμικές αδυναμίες που εξακολουθούν να βασανίζουν πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδίως στην Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική. Η διαφθορά, η απουσία δικαστικής ανεξαρτησίας, η ατιμωρησία για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους και οι ανίσχυρες κυβερνήσεις έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς του κράτους. Μπορεί να υπάρχει στο νόμο ίση προστασία όλων των πολιτών, όμως συχνά αναιρείται στην πράξη, ιδιαίτερα για όσους ανήκουν σε μειονεκτούσες κοινότητες.
Ο Αλί αλ-Μαρί (Ali al-Marri) από το Κατάρ, κάτοικος των ΗΠΑ που χαρακτηρίστηκε «μαχητής του εχθρού» τον Ιούνιο του 2003 από τον Πρόεδρο Μπους, στα τέλη του 2007 εξακολουθούσε να βρίσκεται σε επ' αόριστον στρατιωτική κράτηση στο ηπειρωτικό τμήμα των ΗΠΑ. Τον Ιούνιο, τριμελής δικαστική επιτροπή του Εφετείου της 4ης Περιφέρειας απεφάνθη ότι ο Νόμος περί Στρατιωτικών Επιτροπών δεν ισχύει στην υπόθεση του Αλί αλ-Μαρί και ότι η στρατιωτική του φυλάκιση «πρέπει να πάψει». Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επεδίωξε και κατάφερε να επαναληφθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον σύσσωμου του Εφετείου της 4ης Περιφέρειας. Στα τέλη του 2007 η απόφαση εκκρεμούσε.
Το χάσμα, που σε πολλές χώρες της περιοχής εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσα στους νόμους και την πράξη, έχει τις ρίζες του ιστορικά στην κατάχρηση των μηχανισμών επιβολής του νόμου, την οποία διαδοχικές κυβερνήσεις δεν έχουν αντιμετωπίσει. Η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας, καθώς και το δικαστικό σύστημα, χρησιμοποιούνται από παλιά για να καταπιέσουν τους διαφωνούντες και να συντηρήσουν τη διαφθορά και τα κατεστημένα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Αυτή η κατάχρηση εξουσίας εξακολουθεί να ισχύει. Στη συντριπτική τους πλειονότητα όσοι τιμωρούνται ή φυλακίζονται από το δικαστικό σύστημα είναι ανίσχυροι και σε μειονεκτική θέση. Συχνά οι υπαίτιοι για τις καταχρήσεις εξουσίας και τις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένουν ατιμώρητοι.
Μολονότι οι καταχρηστικές πρακτικές σε μεγάλο βαθμό παραμένουν αμετάβλητες, το σκεπτικό που τις στηρίζει έχει αλλάξει. Οι τεχνικές, που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν από τα στρατιωτικά καθεστώτα για να καταπιέσουν τους πολιτικά διαφωνούντες, έχουν τώρα στραφεί εναντίον όσων αντιμάχονται την κοινωνική αδικία και τις διακρίσεις - όπως είναι οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων - και όσων εκείνοι προσπαθούν να προστατεύσουν.
Αυτοί οι υπερασπιστές υποστηρίζουν ένα ευρύτατο φάσμα δικαιωμάτων, στο πλαίσιο ζωντανών κοινωνικών κινημάτων με ολοένα εντονότερη αυτοπεποίθηση, που υπάρχουν σε ολόκληρη την Αμερική. Ένα ποικιλόμορφο πλήθος οργανώσεων, που απέχουν από τις ιδέες και τις εμπειρίες εκείνων που υιοθέτησαν την ΟΔΔΑ πριν 60 χρόνια, δίνουν νέα ώθηση στο συνεχή αγώνα για να διασφαλίσουμε ότι θα γίνουν πραγματικότητα τα δικαιώματα που εγγυήθηκε η ΟΔΔΑ.
Ανασκόπηση του 2007
«Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»
Έξι χρόνια μετά την έναρξη του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», οι ΗΠΑ συνεχίζουν να κρατούν εκατοντάδες ανθρώπους σε επ' αόριστον στρατιωτική κράτηση χωρίς απαγγελία κατηγορίας ή δίκη στο Αφγανιστάν και στον Κόλπο του Γουαντάναμο καθώς και χιλιάδες ανθρώπους στο Ιράκ.
Τον Ιούλιο, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ενέκρινε τη συνέχιση του προγράμματος μυστικής κράτησης και ανακρίσεων της CIA. Όντας μία από τις πάμπολλες έκνομες πολιτικές που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ ως μέρος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», η νέα προεδρική έγκριση αυτού του προγράμματος αποτελεί κατάφωρη απόρριψη των αρχών που διέπουν την ΟΔΔΑ. Μάλιστα ο Πρόεδρος Μπους προέβη σε αυτήν την ενέργεια έναν χρόνο αφ' ότου δύο όργανα των Ηνωμένων Εθνών, που εποπτεύουν την εφαρμογή διεθνών συνθηκών, ενημέρωσε απερίφραστα την κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι η μυστική κράτηση ανθρώπων παραβιάζει τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Η προσοχή όσων επιθυμούν δικαιοσύνη για τους κρατουμένους στο Γουαντάναμο, κατά το 2007 ήταν στραμμένη στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, σε μια εξέλιξη που θεωρήθηκε κρίσιμη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Φεβρουάριο, το Ομοσπονδιακό Εφετείο της Περιφέρειας της Κολούμπια απεφάνθη ότι οι διατάξεις του Νόμου περί Στρατιωτικών Επιτροπών, που αφαιρούν από τα δικαστήρια τη δικαιοδοσία να εξετάζουν αιτήματα habeas corpus (το δικαίωμα να ζητά κανείς να εξεταστεί από δικαστή αν είναι νόμιμη η κράτησή του), ισχύουν για όλους τους κρατουμένους στο Γουαντάναμο. Μία έφεση εναντίον αυτής της απόφασης αρχικά απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όμως τον Ιούνιο το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε μια ιστορικά ασυνήθιστη ενέργεια, ακυρώνοντας την προηγούμενη απόφασή του. Στις 5 Δεκεμβρίου εξέτασε προφορικά επιχειρήματα, όπου η κυβέρνηση υποστήριξε ότι, ακόμη κι αν οι κρατούμενοι έχουν όντως το δικαίωμα να εξετάζεται το νόμιμο της κράτησής τους (η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν το έχουν), η περιορισμένη δικαστική αναθεώρηση στην οποία έχουν πρόσβαση αποτελεί «επαρκές υποκατάστατο».
Στην Κολομβία όλα τα αντιμαχόμενα μέρη εξακολούθησαν να διαπράττουν σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το habeas corpus αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι κρατούμενοι των ΗΠΑ που έχουν αποστερηθεί αυτής της δυνατότητας έχουν υποβληθεί σε εξαναγκαστική εξαφάνιση, μυστική κράτηση και μεταγωγή, βασανιστήρια και άλλες μορφές σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, καθώς και άδικες δικαστικές διαδικασίες. 60 χρόνια μετά την υιοθέτηση της ΟΔΔΑ, τέτοιου είδους πολιτικές και πρακτικές αποτελούν προσβολή για τον κόσμο που οραματιζόταν. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ όσον για το ζήτημα του habeas corpus αναμένεται στα μέσα του 2008.
Ένοπλες συγκρούσεις
Στην Κολομβία, οι άμαχοι εξακολούθησαν να πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα της μακροχρόνιας εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης στη χώρα. Μολονότι ο αριθμός των θυμάτων φόνου ή απαγωγής συνέχισε να μειώνεται, όλα τα αντιμαχόμενα μέρη - δυνάμεις ασφαλείας, παραστρατιωτικοί και ανταρτικές οργανώσεις - εξακολούθησαν να διαπράττουν σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εχθροπραξίες μεταξύ αυτών των αντιμαχόμενων μερών προκάλεσαν και πάλι έχουν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Θανατική Ποινή
Επί πολλά χρόνια, η πολιτική των ΗΠΑ για τη θανατική ποινή αντιβαίνει στην τάση κατάργησής της που παρατηρείται στην υπόλοιπη ήπειρο. Μολονότι το 2007 επιβλήθηκαν θανατικές ποινές στις Μπαχάμες, το Τρινιντάντ και Τομπάγκο, όπως και στις ΗΠΑ, η μόνη χώρα που προέβη σε εκτελέσεις ήταν οι ΗΠΑ. Εντούτοις, ακόμη και στις ΗΠΑ, διαφαίνονται σημάδια ότι η υποστήριξη για τη θανατική ποινή γίνεται λιγότερο άκαμπτη.
Στις 17 Δεκεμβρίου, η πολιτεία του Νιου Τζέρσι έγινε η πρώτη πολιτεία των ΗΠΑ, από το 1965, που κατήργησε τη θανατική ποινή. Την επομένη, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ψήφισε το ψήφισμα-ορόσημο που καλεί σε παγκόσμιο μορατόριουμ των εκτελέσεων. Εξήντα χρόνια αφ' ότου η ΟΔΔΑ συμπεριέλαβε το δικαίωμα στη ζωή και την απαγόρευση κάθε σκληρής, απάνθρωπης και ταπεινωτικής τιμωρίας, και 30 χρόνια μετά την επανέναρξη των εκτελέσεων στις ΗΠΑ, οι υπερασπιστές της θανατικής ποινής βρίσκονται σε αμυντική θέση, ολοένα και περισσότερο, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στις ΗΠΑ, το μέλλον διαγράφεται λιγότερο δυσοίωνο, απ' ότι πριν μία δεκαετία, για όσους μάχονται για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Διάφοροι παράγοντες έχουν συντελέσει σε αυτήν την τάση, μεταξύ των οποίων η απελευθέρωση περισσότερων από 100 θανατοποινιτών από το 1977 μέχρι πέρυσι επειδή διαπιστώθηκε ότι ήταν αθώοι - τρεις από αυτούς το 2007. Ο αριθμός των αποφάσεων καταδίκης σε θάνατο, που επιβάλλονται κάθε χρόνο, εξακολουθεί να μειώνεται σε σύγκριση με το ζενίθ που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ελάχιστα περισσότερες από 100 θανατικές καταδίκες πιστεύεται ότι επιβλήθηκαν στις ΗΠΑ κατά το 2007. Ενώ στο διάστημα 1995-1999, κάθε χρόνο καταδικάζονταν σε θάνατο κατά μέσο όρο 304 άνθρωποι.
Η Λατινική Αμερική συνέχισε να υιοθετεί σημαντικά μέτρα και να καινοτομεί στην προσπάθειά της να καταπνίξει τα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών και να κάνει πραγματικότητα την ισότητα των φύλων.
Οι 42 εκτελέσεις στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 2007 - μολονότι έπρεπε να είναι 42 λιγότερες - αντιπροσωπεύουν το χαμηλότερο ετήσιο δικαστικά επιβεβλημένο φόρο αίματος στη χώρα από το 1994. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο μορατόριουμ που επιβλήθηκε στις εκτελέσεις με θανατηφόρο ένεση από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2007, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ συμφώνησε να εξετάσει μία προσφυγή που αμφισβητεί τη συνταγματικότητα αυτής της μεθόδου εκτελέσεων.
Στον Καναδά, επικράτησε εκτεταμένη ανησυχία για την απόφαση της κυβέρνησης τον Οκτώβριο να ανακαλέσει την πάγια πολιτική της να ζητά επιείκεια για όλους τους Καναδούς πολίτες που έχουν καταδικαστεί εις θάνατο σε χώρες του εξωτερικού. Σύμφωνα με τη νέα πολιτική, δεν θα επιδιώκεται πλέον επιείκεια από «δημοκρατικές χώρες που τηρούν το κράτος δικαίου».
Βία κατά των γυναικών
Η Λατινική Αμερική συνέχισε να υιοθετεί σημαντικά μέτρα και να καινοτομεί στην προσπάθειά της να καταπνίξει τα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών και να κάνει πραγματικότητα την ισότητα των φύλων. Το Μεξικό και η Βενεζουέλα, για παράδειγμα, θέσπισαν νέους νόμους για να καταπολεμήσουν τη βία κατά των γυναικών. Αυτοί οι νόμοι διευρύνουν τον ορισμό της βίας κατά των γυναικών και προσφέρουν ένα εκτενέστερο πλαίσιο μέτρων προστασίας. Ορισμένες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της βίας εναντίον των γυναικών - όπως τα πρωτοποριακά γυναικεία αστυνομικά τμήματα στην Βραζιλία - εξακολούθησαν να παρεμποδίζονται από την έλλειψη επαρκών πόρων και τις συνεχιζόμενες λανθασμένες αντιλήψεις για τη φύση και την έκταση του προβλήματος. Στις ΗΠΑ, μετά από συντονισμένη εκστρατεία ενός εκτεταμένου συνασπισμού οργανώσεων, το Κογκρέσο συνέστησε την αύξηση των κονδυλίων για την εφαρμογή του Νόμου περί Βίας κατά των Γυναικών, ενός ομοσπονδιακού νόμου που προβλέπει μία δέσμη μέτρων, τόσο σε επίπεδο πολιτειών όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Στις υποθέσεις βίας εναντίον των γυναικών οι περισσότεροι υπαίτιοι δεν λογοδότησαν, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που προσφεύγουν στη δικαιοσύνη είναι πανομοιότυπες από χώρα σε χώρα. Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας αποκάλυψε ως κοινά προβλήματα την έλλειψη κέντρων υποδοχής που να παρέχουν επαρκή προστασία στα θύματα, κακή εκπαίδευση των αστυνομικών σε κατάλληλες τεχνικές έρευνας, περιλαμβανομένων των ιατροδικαστικών εξετάσεων, καθώς και διαδικασίες ποινικής δίωξης που δεν αντιμετωπίζουν τις ανάγκες προστασίας των γυναικών και δεν διασφαλίζουν την προώθηση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Οι γυναίκες που κατάφεραν όντως να φτάσουν τις υποθέσεις τους μέχρι το στάδιο της άσκησης ποινικής δίωξης, συχνά αντιμετώπισαν δυσμενείς διακρίσεις από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και επιπρόσθετο εκφοβισμό από τους ανθρώπους που τις κακοποίησαν.
Στον Καναδά, τα στατιστικά στοιχεία της κυβέρνησης καταδεικνύουν ότι οι Ιθαγενείς γυναίκες έχουν πενταπλάσια πιθανότητα απ' ότι άλλες γυναίκες να χάσουν τη ζωή τους από βίαιη ενέργεια.
Στις διακρίσεις για λόγους φύλου συχνά έρχονται να προστεθούν και άλλες μορφές διακρίσεων. Αν μια γυναίκα είναι μαύρη, Αυτόχθονας, λεσβία ή φτωχή, συχνά θα αντιμετωπίσει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια προκειμένου να δικαιωθεί. Και αν οι δράστες καταπατήσεων γνωρίζουν ότι μπορούν να χτυπήσουν, να βιάσουν και να σκοτώσουν γυναίκες ατιμώρητοι, τότε αυτές οι καταπατήσεις γίνονται πιο διαδεδομένες και πιο περιχαρακωμένες. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ οι Ιθαγενείς Αμερικανίδες και οι Ιθαγενείς γυναίκες της Αλάσκα που βιώνουν σεξουαλική βία, συχνά αντιμετωπίζονται με αδράνεια ή αδιαφορία. Επίσης βιώνουν δυσανάλογα υψηλά επίπεδα βιασμών και άλλης μορφής σεξουαλικής βίας. Τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ δείχνουν ότι οι Ιθαγενείς Αμερικανίδες και οι Ιθαγενείς γυναίκες της Αλάσκα έχουν 2,5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να υποστούν βιασμό ή να δεχθούν κάποιας μορφής σεξουαλική επίθεση σε σύγκριση με τις Αμερικανίδες εν γένει. Στον Καναδά, τα στατιστικά στοιχεία της κυβέρνησης καταδεικνύουν ότι οι Ιθαγενείς γυναίκες έχουν πενταπλάσια πιθανότητα απ' ότι άλλες γυναίκες να χάσουν τη ζωή τους από βίαιη ενέργεια, κάτι που υπογραμμίζει την απεγνωσμένη ανάγκη για ένα συνολικό εθνικό σχέδιο δράσης για να αντιμετωπιστούν τα κρούσματα βίας και να προστατευθούν οι Ιθαγενείς γυναίκες από τις διακρίσεις.
Δικαιοσύνη και Ατιμωρησία
Τον Απρίλιο, ένα ομοσπονδιακό εφετείο στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής απεφάνθη ότι η χάρη, που είχε δοθεί στον πρώην στρατιωτικό δικτάτορα Χόρχε Βιντέλα (Jorge Videla) και στον πρώην Ναύαρχο Αιμίλιο Μασέρα (Emilio Massera) το 1989 για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου, ήταν αντισυνταγματική και επομένως άκυρη και ανίσχυρη.
Το Σεπτέμβριο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Χιλής έλαβε μία ιστορικής σημασίας απόφαση όταν ενέκρινε την έκδοση του Περουβιανού πρώην Προέδρου Αλμπέρτο Φουτζιμόρι ώστε να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες για διαφθορά και καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Περού.
Εντούτοις, το Νοέμβριο το Ανώτατο Δικαστήριο της Χιλής αθώωσε έναν απόστρατο συνταγματάρχη για την εξαναγκαστική εξαφάνιση τριών ανθρώπων το 1973, με το σκεπτικό ότι είχαν παραγραφεί τα εγκλήματά του. Αυτή η απόφαση αψηφά τα διεθνή θεσμικά κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αποτέλεσε οπισθοδρόμηση για όλους όσους επιζητούν δικαιοσύνη και αποκατάσταση για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό τη στρατιωτική κυβέρνηση του πρώην Προέδρου Αουγκούστο Πινοτσέτ. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Παναμά επίσης απεφάνθη ότι οι εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, που διαπράχθηκαν από κρατικά όργανα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχουν παραγραφεί.
Νόμοι αμνήστευσης παρέμειναν σε ισχύ στη Χιλή και την Ουρουγουάη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν υπό τις στρατιωτικές κυβερνήσεις των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Εντούτοις στην Ουρουγουάη το εφετείο επιβεβαίωσε το Σεπτέμβριο τη δίκη και την κράτηση του πρώην Προέδρου Χουάν Μαρία Μπορνταμπέρι (1971-1976) ως συναυτουργού σε 10 ανθρωποκτονίες. Το Δεκέμβριο, ο πρώην Πρόεδρος, Στρατηγός Γκρεγκόριο Αλβάρες (1981-1985) συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες ως συναυτουργού στις εξαναγκαστικές εξαφανίσεις περισσότερων από 30 ανθρώπων.
Στο Μεξικό τον Ιούλιο ένας ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε ότι η σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τλατελόλκο (Tlatelolco) το 1968 αποτελεί έγκλημα γενοκτονίας, αλλά ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του πρώην Προέδρου Λούις Ετσεβερία για να συνεχιστεί η ποινική δίωξη.
Το Μάρτιο πέθανε από φυσικά αίτια η Ρουφίνα Αμάγια (Rufina Amaya), η τελευταία επιζήσασα της σφαγής του Ελ Μοζότε (El Mozote) στο Ελ Σαλβαδόρ. Οι Ένοπλες Δυνάμεις του Ελ Σαλβαδόρ αναφέρεται ότι σκότωσαν 767 ανθρώπους στο Ελ Μοζότε και τις γύρω περιοχές σε μια επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1980. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει οδηγηθεί στη δικαιοσύνη για αυτήν τη σφαγή, ούτε για τις υπόλοιπες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της εμφύλιας ένοπλης σύγκρουσης.
Στις περισσότερες χώρες οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όργανα του κράτους εξακολούθησαν να ερευνώνται ελάχιστα. Στην Αϊτή, τη Βραζιλία, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ και την Τζαμάικα, για παράδειγμα, οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αστυνομικούς διώκονται ποινικά σπανίως ή ποτέ.
Το δικαστικό σύστημα σε πολλά μέρη της αμερικανικής ηπείρου χαρακτηρίστηκε από διαφθορά, ανεπάρκεια και έλλειψη ξεκάθαρης πολιτικής βούλησης ώστε να λογοδοτήσουν οι υπαίτιοι παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, σοβαρό λόγο ανησυχίας εξακολούθησε να αποτελεί η χρήση στρατιωτικών και αστυνομικών δικαστηρίων για να δικάσουν μέλη αυτών των σωμάτων που διαπράττουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Κολομβία, για παράδειγμα, πολλοί από τους περισσότερους από 200 φόνους από τα σώματα ασφαλείας, που αναφέρθηκαν το 2007, παραπέμφθηκαν στο σύστημα στρατιωτικής δικαιοσύνης. Εκεί, η διαβεβαίωση των στρατιωτικών ότι τα θύματα σκοτώθηκαν σε μάχη γινόταν συνήθως αποδεκτή και οι υποθέσεις έκλεισαν χωρίς περαιτέρω έρευνα. Στο Μεξικό, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διαπίστωσε ότι μέλη των ενόπλων δυνάμεων που συμμετείχαν σε επιχειρήσεις αστυνόμευσης ευθύνονται για τη διάπραξη σοβαρών καταπατήσεων εναντίον πολλών πολιτών. Παρά το γεγονός ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια συστηματικά αποτυγχάνουν να διασφαλίσουν την απονομή δικαιοσύνης στις υποθέσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Επιτροπή δεν σύστησε να δικάζονται αυτού του είδους οι υποθέσεις από πολιτικά δικαστήρια.
Στο πλαίσιο της συμπεριφοράς των ΗΠΑ στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», η έλλειψη λογοδοσίας εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ιδίως στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας.
Οικουμενική δικαιοδοσία
Στην Αργεντινή και τον Παναμά θεσπίστηκε νέα νομοθεσία που προβλέπει οικουμενική δικαιοδοσία. Το Δεκέμβριο του 2007, ο Πρόεδρος Μπους υπέγραψε το Νόμο των ΗΠΑ περί Λογοδοσίας για Γενοκτονία, που επιτρέπει την έρευνα και ποινική δίωξη για το έγκλημα της γενοκτονίας σε περίπτωση που ο φερόμενος ως δράστης μεταφερθεί στις ΗΠΑ ή ανακαλυφθεί στην επικράτειά τους, ακόμη και αν το έγκλημα διαπράχθηκε στο εξωτερικό.
Δεν σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος στις υποθέσεις εναντίον του πρώην Προέδρου, Στρατηγού Χοσέ Εφραΐν Ρίος Μοντ (Jose Efrain Rios Montt) και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού της Γουατεμάλας. Μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που εμποδίζει την εφαρμογή των ενταλμάτων σύλληψης του Στρατηγού Ρίος Μοντ και της αίτησης έκδοσής του, που εξέδωσε Ισπανός δικαστής το 2006, δέχθηκε ευρύτατες επικρίσεις επειδή δεν αναγνωρίζει την αρχή της οικουμενικής δικαιοδοσίας.
Το Δεκέμβριο, ένας Ιταλός δικαστής εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για 146 πρώην στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους από την Αργεντινή, τη Βολιβία, τη Βραζιλία, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη, το Περού και τη Χιλή. Οι συλλήψεις συνδέονταν με τις εκτελέσεις και τις εξαναγκαστικής εξαφανίσεις Νοτιοαμερικανών πολιτών ιταλικής καταγωγής κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Κόνδορας, ενός κοινού σχεδίου που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τουλάχιστον έξι στρατιωτικών κυβερνήσεων κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 για την εξόντωση πολιτικών τους αντιπάλων.
Οικονομικές και κοινωνικές διακρίσεις
Παρά τη συνεχιζόμενη τάση να αντιμετωπίζονται μεγάλες μερίδες του πληθυσμού ως περιφερειακές ή να αποκλείονται από τον ορισμό της οικονομικής ανάπτυξης, οι κοινότητες εξακολούθησαν να οργανώνονται για να αγωνιστούν για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων τους, συχνά εν όψει απειλών και εκφοβισμού.
Συσσωρεύονται οι πιέσεις προς τις νέες κυβερνήσεις κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους να αντιμετωπίσουν τις βαθιά ριζωμένες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ορισμένα προγράμματα μείωσης της φτώχειας αναγνωρίστηκε ότι έχουν θετικές επιδράσεις, όμως άλλα δέχτηκαν επικρίσεις επειδή δίνουν έμφαση στη φιλανθρωπία και όχι στην πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προώθηση της ισότητας.
Ο επίμονος πολιτικός αποκλεισμός μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, ιδίως όσων ανήκουν στους απογόνους Αφρικανών και σε Αυτόχθονες Λαούς, συνδέεται με τις διακρίσεις και τους φραγμούς που αντιμετωπίζουν όσον αφορά την πρόσβαση σε μεγάλο φάσμα υπηρεσιών ζωτικών για την πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό συνοδεύεται από τη συνεχιζόμενη τάση να αντιμετωπίζονται μεγάλες μερίδες του πληθυσμού ως περιφερειακές ή να αποκλείονται από τον ορισμό της οικονομικής ανάπτυξης. Η έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας συχνά εξυπηρετούσαν την προστασία κατεστημένων οικονομικών συμφερόντων και εξακολούθησαν να αποτελούν μείζον εμπόδιο προκειμένου να ξεπεραστούν η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός.
Παρόλα αυτά, οι κοινότητες εξακολούθησαν να οργανώνονται για να αγωνιστούν για την πραγμάτωση των δικαιωμάτων τους, συχνά εν όψει απειλών και εκφοβισμού. Στο Μεξικό, για παράδειγμα, μεγάλος αριθμός μελών κοινοτήτων Αυτοχθόνων και χωρικών αντιτάχθηκαν σε έργα όπως η κατασκευή φράγματος στη Λα Παρότα (La Parota). Σε διάφορες χώρες στις νότιες Άνδεις, κοινότητες οργανώθηκαν για να αντιταχθούν σε δραστηριότητες εξόρυξης που απειλούσαν να καταπατήσουν προστατευμένες εκτάσεις ή να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στο περιβάλλον.
Διάφορα κράτη, μεταξύ των οποίων η Νικαράγουα και η Παραγουάη, εξακολούθησαν να μην εφαρμόζουν αποφάσεις του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τα εδαφικά δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών.
Εκατοντάδες ακτιβιστές και ηγέτες κοινοτήτων σε ολόκληρη την περιοχή αντιμετώπισαν χαλκευμένες ποινικές κατηγορίες επειδή προσπάθησαν να προστατεύσουν τη γη φτωχών αγροτικών κοινοτήτων από παράνομη καταπάτηση, συχνά από εθνικές και πολυεθνικές εταιρείες. Ορισμένοι καταδικάστηκαν άδικα και φυλακίστηκαν.
Σε χώρες όπως η Δομινικανή Δημοκρατία, το Περού και η Γουατεμάλα, ο κοινωνικός αποκλεισμός ενισχύθηκε από την παράλειψη των αρχών να παράσχουν σε μερίδες του πληθυσμού έγκυρα πιστοποιητικά γέννησης. Όσοι δεν διέθεταν έγγραφα, κινδύνευαν να στερηθούν την πρόσβαση σε μια σειρά υπηρεσιών, όπως η παιδεία και η υγεία. Επίσης στερούνταν ουσιαστικά τα δικαιώματα ψήφου, συμμετοχής στα κοινά, εξασφάλισης της παραμονής τους στις κατοικίες και τη γη τους, καθώς τακτικής απασχόλησης.
Στις ΗΠΑ, οι φυλετικές διακρίσεις χαρακτηρίστηκαν από ανισότητες στην επιβολή του νόμου και στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και από τη μεταχείριση των αλλοδαπών που κρατούνται από το στρατό των ΗΠΑ στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Στην Καραϊβική και την Κεντρική Αμερική εξακολούθησαν να ισχύουν νόμοι που κάνουν διακρίσεις ποινικοποιώντας τις σχέσεις ανθρώπων του ίδιου φύλου. Εντούτοις, στον νέο Ποινικό Κώδικα στη Νικαράγουα έχουν αφαιρεθεί οι διατάξεις που ποινικοποιούσαν τις σχέσεις των γκέι και των λεσβιών.
Ποικιλόμορφα, πολύπλευρα και δυναμικά κινήματα έρχονται να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρόκληση, σε όλη την περιοχή, και αναπτύσσουν μια εντελώς νέα μορφή ακτιβισμού και ενδυνάμωσης. Αξιώνουν όλα τα δικαιώματα που διατυπώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη να γίνουν πραγματικότητα για όλους τους ανθρώπους.
Ο ιός του HIV/AIDS εξακολούθησε να πλήττει τις γυναίκες περισσότερο απ' ότι τους άνδρες, και τα υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης σημειώθηκαν στην Καραϊβική (ιδίως στην Αϊτή και τη Δομινικανή Δημοκρατία). Η Κούβα εξακολούθησε να αποτελεί εξαίρεση, με χαμηλό ποσοστό δεδηλωμένων κρουσμάτων μόλυνσης. Τα δυσανάλογα υψηλά ποσοστά, τόσο στις μολύνσεις από τον ιό HIV, όσο και στη μητρική θνησιμότητα μεταξύ των Αυτοχθόνων Λαών σε όλη την περιοχή αντικατόπτριζαν επίσης τον αντίκτυπο των διακρίσεων στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
Τέσσερις χώρες της περιοχής, το Ελ Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα, η Ονδούρα και η Χιλή, συνεχίζουν να ποινικοποιούν την έκτρωση σε κάθε περίπτωση. Στη Νικαράγουα τον Οκτώβριο, ένα χρόνο μετά την ποινικοποίηση της έκτρωσης σε όλες τις περιπτώσεις, οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών κατέγραψαν ότι οι γυναίκες πληρώνουν με τη ζωή τους αυτό το οπισθοδρομικό βήμα στην προστασία της μητέρας. Οι έρευνές τους έδειξαν αύξηση στους θανάτους μητέρων, η οποία θα μπορούσε να είχε προληφθεί αν αποποινικοποιούταν η έκτρωση. Σε αντιδιαστολή, στη Πόλη του Μεξικού οι θάνατοι λόγω ανασφαλών εκτρώσεων μειώθηκαν μετά τη θέσπιση νόμου τον Απρίλιο που αποποινικοποιούσε την έκτρωση.
Σε πολλές χώρες, η αποκάλυψη καταπατήσεων εξακολούθησε να αποτελεί επικίνδυνη δραστηριότητα. Απειλές και επιθέσεις δέχτηκαν οι δημοσιογράφοι, που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς, και οι περιβαλλοντιστές, που καταγράφουν τη βλάβη που προκαλεί η ρύπανση στους φυσικούς πόρους, από τους οποίους εξαρτώνται τα μέσα διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η ΟΔΔΑ υπόσχεται ελευθερία από το φόβο και την ανέχεια, όμως η ελευθερία από την ανέχεια παραμένει απατηλή προσδοκία για πολλούς ανθρώπους στην αμερικανική ήπειρο, βόρεια και νότια. Παρά την εκπληκτική αύξηση πλούτου τα τελευταία 60 χρόνια, η παγιωμένη κοινωνική αδικία εξακολουθεί να αποκλείει ολόκληρες κοινότητες από τα δυνητικά οφέλη. Εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό και διακρίσεις. Ποικιλόμορφα, πολύπλευρα και δυναμικά κινήματα έρχονται να αντιμετωπίσουν αυτήν την πρόκληση, σε όλη την περιοχή, και αναπτύσσουν μια εντελώς νέα μορφή ακτιβισμού και ενδυνάμωσης. Αξιώνουν όλα τα δικαιώματα που διατυπώνονται στην ΟΔΔΑ να γίνουν πραγματικότητα για όλους τους ανθρώπους.
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ
Πριν εξήντα χρόνια, εκπρόσωποι διαφόρων κυβερνήσεων της Μέσης Ανατολής συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για την υιοθέτηση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ). Η Αίγυπτος, το Ιράν, το Ιράκ, ο Λίβανος και η Συρία ήταν μεταξύ των 48 κρατών που διέθεταν το απαιτούμενο όραμα ώστε να υιοθετηθεί η Διακήρυξη. Η Σαουδική Αραβία, μαζί με τη Σοβιετική Ένωση και την κυβέρνηση του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής ήταν μεταξύ των 8 χωρών που απείχαν.
Με τόση αρχική υποστήριξη, η ΟΔΔΑ θα είχε μεγαλύτερη θετική επίδραση στις ζωές όλων αυτών που ζουν στην περιοχή.
Έξι δεκαετίες μετά, θα περίμενε κανείς ότι, με τόση αρχική υποστήριξη, η ΟΔΔΑ θα είχε μεγαλύτερη θετική επίδραση στις ζωές όλων αυτών που ζουν στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Αντιθέτως η περιοχή αυτή έχει μείνει πίσω συγκριτικά με την Αφρική, την Αμερικανική Ήπειρο και την Ευρώπη όσον αφορά την ανάπτυξη αποτελεσματικού νομικού πλαισίου και συστημάτων εφαρμογής των νόμων για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μάλιστα, ορισμένα κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία και κάποια από τα κράτη της Περιοχής του Κόλπου, δεν έχουν προσχωρήσει ακόμη στα δύο καίρια Διεθνή Σύμφωνα που προήλθαν απευθείας από την ΟΔΔΑ, το Σύμφωνο που αφορά τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και εκείνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτισμικά Δικαιώματα. Τα περισσότερα άλλα κράτη τα έχουν επικυρώσει και τα δύο εδώ και πολλά χρόνια. Ομοίως το Ιράν είναι ένα από τα ελάχιστα κράτη που δεν έχουν μέχρι στιγμής προσχωρήσει στη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διακρίσεων κατά των Γυναικών.
Μάλιστα, μόλις τώρα, στην 60η επέτειο της ΟΔΔΑ, ετοιμάζεται να τεθεί σε ισχύ ένας Αραβικός Καταστατικός Χάρτης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Χάρτης αυτός έχει θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία διευρύνουν τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε διεθνείς συνθήκες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει όμως και σοβαρότατες αρνητικές πλευρές - όπως το ότι δεν καθιστά παράνομες τις εκτελέσεις παιδιών - τις οποίες θα μπορούσαν να επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη για να υπονομεύσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των δεσμευτικών παγκόσμιων θεσμικών κειμένων.
Το διεθνές σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων άργησε να αναπτυχθεί στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική για πολλούς και σύνθετους λόγους. Ως ένα βαθμό η ΟΔΔΑ εμφανίστηκε από πολλούς ηγέτες ως προσπάθεια επιβολής «δυτικών» αξιών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Για παράδειγμα, οι αναφορές της ΟΔΔΑ στην απουσία διακρίσεων ήρθαν σε σύγκρουση με νομικά και εθιμικά συστήματα χωρών της περιοχής, με απόψεις για τη θρησκευτική ελευθερία, και με τους διαφορετικούς ρόλους και θέσεις που αποδίδονται στις γυναίκες και τους άνδρες.
Ωστόσο, αυτοί οι προβληματισμοί θα μπορούσαν ίσως να είχαν ξεπεραστεί αν δεν προέκυπταν άλλες καίριες εξελίξεις το 1948, ιδίως η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η επακόλουθη εκδίωξη του Παλαιστινιακού πληθυσμού. Η δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους καταμεσής του αραβικού μουσουλμανικού κόσμου είχε κατακλυσμιαίες επιπτώσεις και πυροδότησε μια ουσιαστικά συνεχή εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στο Ισραήλ και τα γειτονικά αραβικά κράτη. Η εκδίωξη των Παλαιστινίων και η δημιουργία ενός εξόριστου παλαιστινιακού προσφυγικού πληθυσμού δημιούργησε μια κατάσταση γεμάτη προκλήσεις, η οποία παραμένει ανεπίλυτη και χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες συρράξεις μεταξύ του Ισραήλ και των γειτόνων του, με πιο πρόσφατο τον πόλεμο των 34 ημερών μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ το 2006.
Οι κυβερνήσεις στην περιοχή συνεχίζουν να εστιάζουν στην «κρατική ασφάλεια» και τη «δημόσια ασφάλεια» ζημιώνοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ζωές των πολιτών τους.
Το «κοινό αίσθημα» συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Έτσι, οι κυβερνήσεις της Συρίας και σε έναν βαθμό της Αιγύπτου, για να δικαιολογήσουν την επιβολή κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που διατηρείται επί δεκαετίες, χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την «απειλή» που αποτελεί το Ισραήλ. Την ίδια στιγμή το Ισραήλ, για να δικαιολογήσει τις στρατοκρατικές πολιτικές του και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της υποστήριξης από τη Δύση, χρησιμοποιεί την «απειλή» που αποτελούν γι' αυτό οι Άραβες γείτονές του. Η αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να τερματίσει την ισραηλινή στρατιωτική κατοχή των Παλαιστινιακών Εδαφών, καθώς και να διασφαλίσει μια μόνιμη λύση που να αναγνωρίζει και να εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα τόσο των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστινίων, ρίχνει βαριά σκιά στην ευρύτερη περιοχή και παραμένει δυνητική πηγή τοπικής ή παγκόσμιας αντιπαράθεσης.
Οι κυβερνήσεις στην περιοχή συνεχίζουν να εστιάζουν στην «κρατική ασφάλεια» και τη «δημόσια ασφάλεια» ζημιώνοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ζωές των πολιτών τους. Η κατάσταση αυτή χειροτέρευσε με την απαρχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Οδυνηρές καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να είναι διαδεδομένες και σταθερά περιχαρακωμένες σε πολλά από τα κράτη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Παρά τα λόγια για περισσότερο εκδημοκρατισμό, σωστότερη διακυβέρνηση και λογοδοσία, την εξουσία εξακολουθούν ως επί το πλείστον να κρατούν γερά μικρές ελίτ - η εκκλησιαστική ολιγαρχία στο Ιράν, συγκεκριμένοι πολίτες που συνδέονται στενά με τη στρατιωτική ηγεσία στην Αλγερία, την Αίγυπτο και την Τυνησία, θρησκευτικές μειονότητες στα κράτη της Περιοχής του Κόλπου, οι υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους οπαδοί του κόμματος Μπαάθ στη Συρία. Όλοι αυτοί δεν λογοδοτούν στους ανθρώπους τους οποίους κυβερνούν.
Απ' άκρη σ' άκρη στην περιοχή, η κρατική εξουσία συντηρείται, ενώ συγχρόνως ποδοπατούνται η διαφωνία ή ο διάλογος, από τις πανίσχυρες υπηρεσίες ασφάλειας και πληροφοριών. Όσοι υψώνουν τη φωνή τους κινδυνεύουν να συλληφθούν αυθαίρετα, να μείνουν κρατούμενοι χωρίς δίκη, να υποστούν βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης από τους αστυνομικούς της ασφάλειας, που οι πολιτικοί τους προϊστάμενοί τους επιτρέπουν να καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να μένουν ατιμώρητοι. Τα θύματα αυτής της κατάστασης πάρα πολύ συχνά δεν διαθέτουν κανέναν τρόπο να αποκατασταθούν ή να αποζημιωθούν. Τα δικαστήρια στερούνται ανεξαρτησίας και είναι υποχείρια της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους.
Οι κυβερνήσεις της Δύσης παλαιότερα συνήθιζαν να διαμαρτύρονται τουλάχιστον γι' αυτές τις καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να συνηγορούν υπέρ μιας διαδικασίας αλλαγής, έστω κι αν δεν ήταν διατεθειμένες να διακινδυνεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και, μάλιστα, την περίοδο της αποικιοκρατίας είχαν και οι ίδιες εφαρμόσει ανάλογες πολιτικές κατάφωρης καταπίεσης. Από την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όμως, ακόμη και η λεκτική τους κριτική σιώπησε. Στο βωμό του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», οι ΗΠΑ και άλλα Δυτικά κράτη βρήκαν συμμάχους στις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών μερικών από τα πιο καταπιεστικά καθεστώτα της περιοχής. «Απέδωσαν» μυστικά υπόπτους σε κράτη όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία και η Συρία, για να καταστεί δυνατό να κρατηθούν, να ανακριθούν και να υποστούν βασανιστήρια, ή απέλασαν άλλους στην Αλγερία ή την Τυνησία παρά τους ανάλογους κινδύνους που διέτρεχαν. Με τις πράξεις τους αυτές, όχι μόνο παραβίασαν το διεθνές δίκαιο, αλλά βοήθησαν να περιχαρακωθούν οι βάναυσες μέθοδοι των μηχανισμών ασφάλειας της περιοχής.
Σήμερα, η ελπίδα για αναμόρφωση εναποτίθεται πρωταρχικά στη νέα γενιά που μεγαλώνει στην περιοχή, που αναρωτιέται όλο και περισσότερο γιατί δεν έχει πρόσβαση γιατί δεν μπορεί να απολαύσει τα απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματά της. Η ολοένα μεγαλύτερη απήχηση των δορυφορικών εκπομπών και η αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου σημαίνουν ότι ο χώρος για διάλογο δεν είναι τόσο εύκολο να φιμωθεί.
Τον Αύγουστο στο Ιράκ, ένας Παλαιστίνιους πρόσφυγας που δούλευε ως ταξιτζής, ο Μουσταφά Αχμέτ (Mostafa Ahmad), απήχθηκε από ενόπλους, καθώς φαίνεται του στρατού του Μάχντι. Δύο μέρες αργότερα οι απαγωγείς του χρησιμοποίησαν το κινητό του για να ειδοποιήσουν την οικογένειά του να περισυλλέξουν το πτώμα του από το νεκροτομείο. Είχε βασανιστεί με τρυπάνι, του είχαν ξεριζώσει τα δόντια και τον είχαν πυροβολήσει έξι φορές
Οι άρχουσες ελίτ της περιοχής βλέπουν πλέον να τίθενται υπό αμφισβήτηση όσα θεωρούσαν δεδομένα. Δέχονται πιέσεις να προσαρμοστούν, καθώς και να γίνουν πιο υπόλογες στους πληθυσμούς που εκπροσωπούν. Σιγά-σιγά αρχίζει μια μεταμόρφωση. Τα σημάδια είναι διάχυτα παντού: Οι εκστρατείες ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν με συνθήματα «Ένα Εκατομμύριο Υπογραφές» και «Σταματήστε τους Λιθοβολισμούς για Πάντα». Οι διαμαρτυρίες δικαστών στην Αίγυπτο, που αξιώνουν μεγαλύτερη ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος. Η χειραφέτηση των γυναικών στο Κουβέιτ. Οι προσπάθειες στο Μαρόκο να αντιμετωπιστούν οι παραβιάσεις του παρελθόντος και να καταργηθεί η θανατική ποινή. Η αποφασιστικότητα που επέδειξαν οι φυλακισμένοι που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Δαμασκού στη Συρία. Οι προσπάθειες δημιουργίας γεφυρών μεταξύ των κοινοτήτων από Ισραηλινές και Παλαιστινιακές οργανώσεις που εργάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ανασκόπηση του 2007
Συγκρούσεις
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την υπό αμερικανική καθοδήγηση εισβολή που ανέτρεψε τον Σαντάμ Χουσεΐν το 2007, η ένταση των συγκρούσεων στο Ιράκ μειώθηκε ελάχιστα. Στις αρχές του χρόνου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους έστειλε 26.000 στρατιώτες ακόμα ως ένα μεγάλο «κύμα» με στόχο να βελτιωθεί η ασφάλεια, όμως οι καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολούθησαν να είναι διαδεδομένες και με ποικίλες ομάδες δραστών: ένοπλες ομάδες και πολιτοφυλακές Σιιτών και Σουνιτών, Ιρακινές κυβερνητικές δυνάμεις και την υπό αμερικανική ηγεσία Πολυεθνική Δύναμη (MNF). Η φατριαστική βία προκάλεσε χιλιάδες θανάτους, καθώς και θηριώδεις ακρωτηριασμούς και βασανιστήρια. Πολλοί Ιρακινοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους - περίπου 2 εκατομμύρια πρόσφυγες και άλλοι 2,2 εκατομμύρια εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας. Προς το τέλος του χρόνου, κυβερνητικές πηγές των ΗΠΑ και του Ιράκ υπαινίχθηκαν αυτό το «κύμα» αποδείχθηκε αποτελεσματικό, συμβάλλοντας σε μείωση του αριθμού των φόνων αμάχων και στην επιστροφή μερικών προσφύγων, όμως οι επιθέσεις εξακολούθησαν να είναι συχνές και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν για τους περισσότερους Ιρακινούς φρικτές. Περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι ήταν κρατούμενοι χωρίς δίκη από την υπό αμερικανική ηγεσία Πολυεθνική Δύναμη και τις ιρακινές αρχές. Τα βασανιστήρια ήταν κοινή πρακτική και χρησιμοποιήθηκαν ατιμώρητα από τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας. Και όσοι κατηγορήθηκαν για επιθέσεις και φόνους σύρονταν σε δικαστήρια όπου δεν είχαν δίκαιη δίκη, ενώ όλο και πιο συχνά καταδικάζονταν σε θάνατο.
Καθώς τελείωνε το 2007, τουρκικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν κατά μήκος των συνόρων με το Ιράκ για να εξαπολύσουν επιθέσεις κατά των Κούρδων ανταρτών που εδρεύουν εκεί και επιδιώκουν απόσχιση από την Τουρκία. Ο ολοένα οξύτερος πόλεμος λέξεων μεταξύ των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και του Ιράν αποτέλεσε απειλή για ολόκληρη την περιοχή του Κόλπου.
Οι οικογένειες των Αμπντάλα Χουσεΐν Μπισαράτ (Abdallah Hsein Bisharat) και Αχμέτ Αμπντάλα Μπάνι Όντε (Ahmad Abdallah Bani Odeh), συνολικά περίπου 40 άνθρωποι, οι περισσότεροι από αυτούς παιδιά, έμειναν άστεγες τον Αύγουστο, όταν ισραηλινές δυνάμεις κατέστρεψαν σπίτια και μαντριά στη Χούμσα (Humsa), ένα μικρό χωριό στην περιοχή της Κοιλάδα του Ιορδάνη στη Δυτική Όχθη. Ο στρατός κατάσχεσε επίσης τις δεξαμενές νερού και το τρακτέρ των χωρικών. Οι χωρικοί είχαν αναγκαστεί να φύγουν από το κοντινό χωριό τους Χαντιντίγια (Hadidiya) στη Χούμσα μετά τις απειλές του ισραηλινού στρατού ότι θα κατέστρεφε τα σπίτια τους. Ο στρατός θεωρεί την τοποθεσία «κλειστή στρατιωτική περιοχή» για χρήση από τις ισραηλινές δυνάμεις για ασκήσεις σκοποβολής.
Η κατάσταση στα κατεχόμενα από το Ισραήλ Παλαιστινιακά Εδάφη δεν ήταν καλύτερη. Ένοπλες παλαιστινιακές ομάδες συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις με αυτοσχέδιες ρουκέτες «κασάμ» εναντίον του νότιου Ισραήλ, χωρίς διάκριση, προκαλώντας απώλειες αμάχων, ενώ το Ισραήλ χρησιμοποίησε τη στρατιωτική ισχύ του για να αντεπιτεθεί, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας Παλαιστίνιους αμάχους. Την ίδια ώρα, οι Ισραηλινές αρχές συνέχισαν να επεκτείνουν τους παράνομους οικισμούς στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, να διατηρούν αυστηρούς ελέγχους στις μετακινήσεις Παλαιστινίων και να κατασκευάζουν ένα «προστατευτικό» τείχος/φράχτη, για το οποίο απαλλοτρίωναν όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις παλαιστινιακής γης. Στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, ο αντίκτυπος αυτών των μέτρων επιδεινώθηκε από την ολοένα και μεγαλύτερη διχόνοια στο εσωτερικό της παλαιστινιακής κοινότητας. Οι συγκρούσεις το πρώτο εξάμηνο του 2007, μεταξύ των αντίπαλων παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλων ομάδων που είναι πιστές στη Φατάχ και τη Χαμάς, κλιμακώθηκαν τον Ιούνιο όταν η Χαμάς κατέλαβε τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας, αφήνοντας στην Παλαιστινιακή Αρχή, της οποίας ηγείται η Φατάχ, να διοικεί μόνο τη Δυτική Όχθη. Αμέσως η διεθνής κοινότητα σταμάτησε την παροχή βοήθειας στη Γάζα και οι Ισραηλινές Αρχές προχώρησαν σε αποκλεισμό της περιοχής, επιβάλλοντας συλλογική τιμωρία στους 1,5 εκατομμύριο κατοίκους της. Οι επιπτώσεις ήταν βαρύτερες στις πλέον ευπαθείς ομάδες: τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και αρρώστους. Όσοι έπασχαν από θανατηφόρες νόσους εμποδίστηκαν να φύγουν από την περιοχή για να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια.
«Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»
Ο αντίκτυπος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» εξακολούθησε να είναι βαθύτατος σε ολόκληρη την περιοχή και επιδεινώθηκε από επιθέσεις, όπως εκείνες που εξαπέλυσε ένοπλη ομάδα στην Αλγερία, οι οποίες στοίχισαν τη ζωή 130 ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ήταν άμαχοι. Αυτές οι λυπηρές επιθέσεις καταδικάστηκαν απερίφραστα από τη Διεθνή Αμνηστία, αλλά δεν αποτελούν δικαιολογία για τις εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξακολούθησαν να διαπράττονται στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και είχαν ως στόχο πολλούς ανθρώπους που δεν είχαν καμία ανάμειξη με την τρομοκρατία ή άλλου είδους βία.
Στο τέλος του χρόνου, πολίτες της Υεμένης συνιστούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα ανθρώπων που κρατούνται στη φυλακή των ΗΠΑ στο Γουαντάναμο στην Κούβα. Μερικοί πολίτες άλλων κρατών, όπως του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ, της Λιβύης, της Σαουδικής Αραβίας και της Τυνησίας, επιστράφηκαν στις πατρίδες τους. Με την άφιξή τους συνήθως τέθηκαν υπό κράτηση. Ορισμένοι αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι, άλλοι όμως παραπέμφθηκαν σε δίκες και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Στη Σαουδική Αραβία, οι άνθρωποι που επέστρεψαν υποβλήθηκαν σε ένα πρόγραμμα «αναμόρφωσης», για το οποίο οι περισσότερες λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες, όπως το κατά πόσον ήταν οικειοθελές ή καταναγκαστικό. Μέχρι το τέλος του χρόνου σε μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή δύο ανδρών που επέστρεψαν στη Λιβύη και στη συνέχεια φαίνεται να κρατήθηκαν χωρίς δίκη, η τύχη των ανθρώπων αυτών ήταν αβέβαιη.
Στη Σαουδική Αραβία, όπως και σε άλλες χώρες, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές ως δικαιολογία για καταπιεστικά μέτρα, τα οποία χρονολογούνται πολύ πριν την εμφάνιση της Αλ Κάιντα. Ακραίες εξουσίες για αυθαίρετη σύλληψη, μυστική κράτηση και κράτηση στην απομόνωση, έρευνες και κατασχέσεις, χρησιμοποιήθηκαν για όχι μόνο εναντίον ύποπτων για τρομοκρατία αλλά, και ευρύτερα για να καταπνιγεί οποιαδήποτε διαφωνία. Στην Αίγυπτο, απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε ηγετικά μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και, αν και πολίτες, οδηγήθηκαν με προεδρική εντολή ενώπιον στρατοδικείου όταν κάποιοι από αυτούς αθωώθηκαν πλήρως από πολιτικό δικαστήριο. Στο Μαρόκο, περισσότεροι από 100 άνθρωποι κρατούνταν ως ύποπτοι ισλαμιστές μαχητές.
Τον Απρίλιο δόθηκε στη δημοσιότητα ένα βίντεο κλιπ που έδειχνε κρατούμενους να υποβάλλονται σε βασανιστήρια στη φυλακή αλ-Χαΐρ (al-Hair), στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Η κυβέρνηση είπε ότι θα διερευνούσε το περιστατικό και αργότερα οι αρχές της φυλακής δήλωσαν ότι σε έναν από τους στρατιώτες είχαν επιβληθεί πειθαρχικές κυρώσεις για τα βασανιστήρια και τέθηκε σε διαθεσιμότητα επί ένα μήνα, ενώ ένας άλλος τέθηκε σε διαθεσιμότητα επί 20 μέρες επειδή δεν παρενέβη για να σταματήσει τις επιθέσεις σε κρατούμενους. Δεν έγινε γνωστό εάν έγινε οποιαδήποτε ανεξάρτητη έρευνα για το θέμα ή αν οι δράστες οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη.
Κράτηση χωρίς δίκη, βασανιστήρια και άλλου είδους κακομεταχείριση
Χιλιάδες άνθρωποι σε ολόκληρη την περιοχή κρατούνταν χωρίς δίκη για πολιτικούς λόγους. Σύμφωνα με καταγγελίες οι αιγυπτιακές αρχές κρατούσαν σε καθεστώς διοικητικής κράτησης περίπου 18.000 ανθρώπους, μεταξύ αυτών και κάποιους που είχαν συλληφθεί πριν χρόνια, αν και το Υπουργείο Εσωτερικών ισχυρίζεται ότι ο αριθμός των κρατουμένων δεν ξεπερνά τους 1.500. Η σαουδαραβική κυβέρνηση αποκάλυψε ότι από το 2003 είχαν τεθεί υπό κράτηση 9.000 άνθρωποι, από τους οποίους περισσότεροι από 3.000 εξακολουθούσαν να κρατούνται τον Ιούλιο του 2007. Η ισραηλινή κυβέρνηση κρατούσε σε καθεστώς διοικητικής κράτησης περισσότερους από 800 Παλαιστίνιους. Αυτοί, όπως και οι περισσότεροι από τους 8.000 επιπλέον Παλαιστίνιους, μεταξύ των οποίων παιδιά, που έχουν προφυλακιστεί από τις ισραηλινές αρχές ή εξέτιαν ποινές, κρατούνταν κατά κύριο λόγο στο Ισραήλ, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου εμποδίζοντας ουσιαστικά τις οικογένειές τους να τους επισκεφτούν.
Οι κρατούμενοι - τόσο οι πολιτικοί κρατούμενοι όσο και οι ύποπτοι για ποινικά αδικήματα - πολύ συχνά υποβάλλονταν σε βασανιστήρια και άλλου είδους κακομεταχείριση από τις αστυνομικές δυνάμεις ασφαλείας, ο τρόπος λειτουργίας των οποίων ήταν να αποσπά με ξυλοδαρμό «ομολογίες» από τους υπόπτους, χωρίς να κινδυνεύουν να τιμωρηθούν. Στις περιπτώσεις πολιτικών κρατουμένων, οι πρακτικές αυτές βοηθήθηκαν σε πολλές χώρες από δικαστήρια με δικαστές που επανειλημμένα αγνόησαν τα βασανιστήρια που έγιναν πριν τη δίκη, αρνήθηκαν τα αιτήματα των συνηγόρων να εξεταστούν ιατρικά οι κατηγορούμενοι και έβγαλαν καταδικαστικές αποφάσεις βασιζόμενοι αποκλειστικά σε «αποδεικτικά στοιχεία» που αποκτήθηκαν με βασανιστήρια. Το Ανώτατο Δικαστήριο Κρατικής Ασφάλειας της Συρίας δεν ήταν παρά μόνο ένα παράδειγμα. Δυσοίωνο ήταν και το γεγονός ότι οι αρχές της Λιβύης προχώρησαν στη σύσταση Δικαστηρίου Κρατικής Ασφάλειας, αναβιώνοντας τις μνήμες του άδικου, ανυπόληπτου Λαϊκού Δικαστηρίου το οποίο κατήργησαν μόλις το 2005.
Σκληρές και απάνθρωπες τιμωρίες, όπως το μαστίγωμα και ο ακρωτηριασμός, χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων στο Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και της διαφωνίας
Οι περισσότερες κυβερνήσεις διατήρησαν αυστηρούς ελέγχους στην ελευθερία της έκφρασης και έβαλαν στο στόχαστρο δημοσιογράφους και άλλους, των οποίων τις δηλώσεις και τα κείμενα, ή τα ιστολόγια (blogs), θεώρησαν υπερβολικά επικριτικά ή ανατρεπτικά. Κρατικές αρχές προκάλεσαν ποινικές διώξεις δημοσιογράφων και μπλόγκερ για δυσφήμηση στην Αλγερία, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μαρόκο, την Τυνησία και την Υεμένη. Στο Ιράν, δημοσιογράφοι φυλακίζονταν επειδή εξέφρασαν τη γνώμη τους. Στο Ιράκ δολοφονούνταν από σκιώδεις ένοπλες ομάδες. Σε πολλές χώρες, όσοι εξέφρασαν διαφωνία, καθώς και πολιτικοί ακτιβιστές και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιμετώπισαν συλλήψεις και φυλακίσεις, εκφοβισμούς και παρενοχλήσεις στα χέρια των αρχών.
Αντιθέτως και παρά την κρατική παρεμπόδιση της πρόσβασης, η αυξανόμενη χρήση του Διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων παρείχαν στο κοινό περισσότερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και, περιστασιακά, αποκάλυψαν και κινητοποίησαν νέες μορφές πίεσης προς τις αρχές. Στην Αίγυπτο, ένα βίντεο ελάχιστης διάρκειας, που ελήφθη από αστυνομικούς με κινητό τηλέφωνο και κυκλοφόρησε στη γειτονιά του θύματος, προκάλεσε αγανάκτηση και ανέδειξε την ενδημική χρήση βασανιστηρίων από αστυνομικούς και την αίσθησή τους ότι είναι άτρωτοι. Αμέτρητες λέξεις επί πολλά χρόνια δεν είχαν καταφέρει να προκαλέσουν τέτοιον αντίκτυπο. Έβαλαν τις αρχές σε θέση αμυνόμενου, υποχρεώνοντάς τες να ασκήσουν ποινικές διώξεις κατά των υπαιτίων αστυνομικών.
Το Δεκέμβριο, ο εκπρόσωπος της Αλγερίας υπερψήφισε το παγκόσμιο μορατόριουμ των εκτελέσεων, στο οποίο κατέληξε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.
Θανατική Ποινή
Η θανατική ποινή εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ευρέως στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, το Ιράκ και την Υεμένη. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών εξακολούθησαν να συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μεγαλύτερους εκτελεστές στον κόσμο. Οι Ιρακινές αρχές υποστήριξαν ότι με αυτόν τον τρόπο αντιδρούν σε μια απελπιστική κατάσταση ασφάλειας και ότι θα προτιμούσαν να μην ήταν αναγκασμένες να καταφύγουν σε τέτοιες ακραίες μεθόδους. Σε αντιδιαστολή, οι χώρες του Μαγκρέμπ (Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο) διατήρησαν το μακροχρόνιο μορατόριουμ στις εκτελέσεις, παρά τους θανάτους αμάχων σε τρομοκρατικές επιθέσεις.
Οι ιρανικές αρχές χρησιμοποίησαν τις εκτελέσεις για να εκφοβίσουν τους αντιπάλους τους - διεξάγοντας δημόσιους απαγχονισμούς. Η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας έκανε λόγο για νομική μεταρρύθμιση αλλά σημειώθηκε ραγδαία αύξηση στις εκτελέσεις μετά από άδικες δίκες. Πολλοί από τους κατηγορούμενους ήταν ξένης εθνικότητας, συνήθως φτωχοί Αφρικανοί και Ασιάτες μετανάστες εργάτες, οι οποίοι καταδικάστηκαν μετά από δίκες που διεξήχθησαν σε γλώσσα που δεν καταλάβαιναν. Κάποιοι πληροφορήθηκαν ότι θα εκτελούνταν λίγο πριν τη θανάτωσή τους. Τόσο το Ιράν όσο και η Σαουδική Αραβία εκτέλεσαν ανήλικους παραβάτες, παραβιάζοντας κατάφωρα το διεθνές δίκαιο. Στο Ιράν, μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και κάποιοι που καταδικάστηκαν για εγκλήματα ηθικής. Τουλάχιστον σε μία περίπτωση, η θανάτωση έγινε με λιθοβολισμό. Στην Υεμένη και στη Συρία επίσης υπήρξαν εκτελέσεις μετά από άδικες δίκες. Στην Υεμένη, ένα παιδί καταδικασμένο σε θάνατο, ο Χαφέζ Ιμπραχίμ (Hafez Ibrahim), σώθηκε μόλις λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή του από εκτελεστικό απόσπασμα, μετά από επείγον τηλεφώνημα προς τη Διεθνή Αμνηστία και την παρέμβαση του Προέδρου Αλί Αμπντουλά Σαλέ (Ali Abdullah Saleh) μετά από διεθνείς εκκλήσεις.
Το Δεκέμβριο, ο εκπρόσωπος της Αλγερίας υπερψήφισε το παγκόσμιο μορατόριουμ των εκτελέσεων, στο οποίο κατέληξε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Οι εκπρόσωποι του Μαρόκου, του Λιβάνου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων απείχαν, ενώ ο εκπρόσωπος της Τυνησίας δεν ψήφισε. Υπήρξε ανησυχία ότι τα αραβικά κράτη ίσως καταψήφιζαν ομαδικά το μορατόριουμ. Η άρνησή τους να προβούν σε τέτοια ενέργεια ήταν ενθαρρυντική εξέλιξη.
Βία κατά των γυναικών
Σε χώρες όπως η Αλγερία, το Ιράκ, το Ισραήλ, το Κουβέιτ, η Τυνησία και η Υεμένη, γυναίκες κατείχαν υπουργικές θέσεις στην κυβέρνηση ή βουλευτικά αξιώματα ή κορυφαίους ρόλους σε ολοένα ευρύτερο φάσμα επαγγελμάτων.
Τον Ιούνιο το Ποινικό Δικαστήριο της Ιορδανίας καταδίκασε έναν άνδρα σε μειωμένη 6μηνη ποινή για τη δολοφονία της ανύπαντρης αδελφής του, γιατί έκανε δεκτό ότι τη σκότωσε «σε βρασμό ψυχής» όταν του είπε ότι ήταν έγκυος.
Εντούτοις, η θέση των γυναικών εξακολούθησε στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής να είναι υποδεέστερη σε σχέση με τους άνδρες με βάση το οικογενειακό δίκαιο ή άλλα νομοθετήματα. Η βία κατά των γυναικών παρέμεινε διαδεδομένη και βαθιά εδραιωμένη, πολύ συχνά προϊόν των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτιστικών κανόνων, ενώ η παράλειψη των κρατικών αρχών να αντιμετωπίσουν τις καταπατήσεις τη διευκόλυνε και την όξυνε. Στην Αίγυπτο αναφέρθηκε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2007 περίπου 250 γυναίκες βρήκαν το θάνατο από βίαιους συζύγους ή άλλους συγγενείς. Κατά μέσο όρο, δύο γυναίκες την ώρα έπεφταν θύματα βιασμού, ενώ ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων σε κορίτσια παρέμεινε διαδεδομένη πρακτική, παρ' όλο που είναι πλέον απολύτως παράνομη. «Εγκλήματα τιμής» εξακολούθησαν να διαπράττονται στην Ιορδανία, τη Συρία και αλλού. Στο νότιο Ιράκ, μαχητικοί Σιίτες σκότωσαν γυναίκες για παραβίαση των αυστηρών ηθικών και ενδυματολογικών κανόνων.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική υπόθεση, όμως, σημειώθηκε στη Σαουδική Αραβία, όπου ένα δικαστήριο με άνδρα πρόεδρο καταδίκασε μια νέα γυναίκα σε μαστίγωση και φυλάκιση, παρ' όλο που αναγνώρισε ότι έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού. Το έγκλημά της; Τη συνόδευε άνδρας φίλος της όταν δέχτηκαν και οι δυο την επίθεση των βιαστών. Μετά τη μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν αφού ο Βασιλιάς της απένειμε χάρη το Δεκέμβριο.
Όμως και σε αυτό το θέμα υπήρξαν ενθαρρυντικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, δύο κορυφαίοι Μουσουλμάνοι κληρικοί - ο Μεγάλος Μουφτής της Συρίας, Αχμέντ Μπαντρεντίν Χασούν (Ahmed Badreddin Hassoun) και ο ανώτατος Σιίτης κληρικός του Λιβάνου, Αγιατολάχ Μοχάμεντ Χουσεΐν Φαντλάλα (Ayatollah Mohammed Hussein Fadlallah) - μίλησαν αυστηρά κατά των «εγκλημάτων τιμής» και άλλων ειδών βίας κατά των γυναικών, καταγγέλλοντας τις καταπατήσεις αυτές ως αντι-Ισλαμικές.
Πρόσφυγες και μετανάστες.
Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις και καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδήγησαν χιλιάδες επιπλέον Ιρακινούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Δύο εκατομμύρια άλλοι έγιναν πρόσφυγες. Μέσα στο Ιράκ, κάποιοι κυβερνήτες επαρχιών αναφέρθηκε ότι έκλεισαν τα σύνορά τους στους εκτοπισμένους την ώρα που η Συρία και η Ιορδανία, ιδίως, ένιωσαν το βάρος της προσφυγικής κρίσης. Η διεθνής ανταπόκριση στην έκκληση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για ανθρωπιστική βοήθεια ήταν ανεπαρκής, αν και κάποια κράτη δημιούργησαν προγράμματα μετεγκατάστασης για να δεχτούν μικρό αριθμό ανθρώπων από τις πιο ευπαθείς ομάδες.
Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι πρόσφυγες εξακολουθούσαν να ζουν εγκαταλελειμμένοι σε πάμφτωχους καταυλισμούς στο Λίβανο, όπου οι οικογένειές τους είχαν καταφύγει την εποχή της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ το 1948. Συνέχισαν να αντιμετωπίζουν διακρίσεις και να τους στερείται η πρόσβαση στην υγεία, την εκπαίδευση και τις ευκαιρίες για εργασία, παρ' όλο που πολλοί από αυτούς έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή στο Λίβανο. Το Μάιο τα βάσανά τους ήρθαν στη δημοσιότητα όταν ξέσπασαν συγκρούσεις στο Ναχρ αλ-Μπαρέντ (atNahr al-Bared), έναν από τους μεγαλύτερους καταυλισμούς προσφύγων κοντά στην Τρίπολη, μεταξύ μελών μιας ένοπλης Ισλαμικής ομάδας που είχε καταλάβει θέσεις εκεί και του λιβανικού στρατού. Περίπου 30.000 Παλαιστίνιοι κάτοικοι του καταυλισμού αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν.
Σε όλη την περιοχή οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσαν φωτεινά παραδείγματα και σήκωσαν το βάρος για όλους όσους ενστερνίζονται τα πρότυπα που τόσο πειστικά διατυπώθηκαν 60 χρόνια πριν.
Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής αντιμετώπιζαν και αυτοί σοβαρές δυσκολίες στο Μαρόκο, την Αλγερία και τη Λιβύη, ιδίως στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τις χώρες αυτές για να αποκτήσουν πρόσβαση στη νότια Ευρώπη. Στο Μαρόκο, αναγνωρισμένοι πρόσφυγες ήταν μεταξύ αυτών που τέθηκαν αυθαίρετα υπό κράτηση και εγκαταλείφθηκαν χωρίς επαρκή τροφή και νερό στην αφιλόξενη μεθόριο της χώρας με την Αλγερία. Οι αρχές της Λιβύης προέβησαν σε μαζικές συλλήψεις και απελάσεις χωρίς να λάβουν υπόψη αν τα άτομα αυτά ήταν πρόσφυγες, που προσπαθούσαν γνήσια να γλιτώσουν από διώξεις και είχαν άμεση ανάγκη προστασίας, ή οικονομικοί μετανάστες, τα ανθρώπινα δικαιώματα των οποίων είχαν επίσης υποχρέωση να σεβαστούν. Όλα αυτά εν μέσω καταγγελιών για βασανιστήρια και άλλα είδη κακομεταχείρισης. Στην Αίγυπτο, δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν τουλάχιστον έξι πρόσφυγες ή μετανάστες που προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα προς το Ισραήλ.
Στις χώρες του Κόλπου, οι μετανάστες εργαζόμενοι σε ζωτικής σημασίας αλλά χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στην οικοδομή ή την παροχή υπηρεσιών, και ιδίως οι γυναίκες που απασχολούνταν ως οικιακές βοηθοί, αντιμετώπιζαν καταπατήσεις, όπως βιασμούς και άλλα είδη σεξουαλικής βίας, από τους εργοδότες τους και άλλους. Στερούνταν επαρκούς προστασίας από το νόμο και οι κυβερνητικές αρχές ελάχιστη αφοσίωση έδειξαν να προστατεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Οι υπερασπιστές - η πρώτη γραμμή του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα - αντιμετώπισαν πολλές προκλήσεις και κινδύνους σε ολόκληρη την περιοχή. Αποτέλεσαν συχνά στόχο καταπίεσης. Σε χώρες όπως η Λιβύη και η Σαουδική Αραβία, μετά βίας μπορούσαν καν να εμφανιστούν εξαιτίας των απειλών από το κράτος. Σε άλλες, όπως η Τυνησία και η Αίγυπτος, αντιμετώπισαν εμπόδια λόγω της επίσημης αξίωσης να εγγράψουν τις ΜΚΟ τους στο επίσημο μητρώο προκειμένου να λειτουργήσουν νόμιμα, χωρίς όμως να έχουν οποιαδήποτε δυνατότητα προσφυγής όταν οι αρχές εμπόδιζαν την εγγραφή τους. Στη Συρία, κορυφαίες φωνές που ζητούσαν μεταρρυθμίσεις, που είχαν την τόλμη να βάλουν τα ονόματά τους στη Διακήρυξη της Δαμασκού, τέθηκαν υπό κράτηση, καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης μετά από κατάφωρα άδικες δίκες και υποβλήθηκαν σε πολύ σκληρή μεταχείριση στη φυλακή. Κι όμως, παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες, σε όλη την περιοχή οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσαν φωτεινά παραδείγματα και σήκωσαν το βάρος για όλους όσους ενστερνίζονται τα πρότυπα που τόσο πειστικά διατυπώθηκαν 60 χρόνια πριν.
ΑΦΡΙΚΗ
Το πλαίσιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αφρική εξελίχθηκε. μέσω διαφόρων περιφερειακών συνθηκών και θεσμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως τα ανθρώπινα δικαιώματα που αξιώνει η Οικουμενική Διακήρυξη παραμένουν απατηλά για τους ανθρώπους στην Αφρική.
Μέσα στα εξήντα χρόνια από την υπογραφή της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948, η Αφρική έχει αλλάξει δραματικά. Η διαδικασία της άρσης της αποικιοκρατίας και το τέλος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική (μια περίοδος που επίσης ξεκίνησε το 1948), συνοδεύτηκαν από τη δημιουργία θεσμών σε εθνικό επίπεδο και από αυξημένο σεβασμό στο κράτος δικαίου. Πολλές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής διαθέτουν πλέον ενεργή κοινωνία των πολιτών και ποικιλόμορφα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Όμως, παρά τη σημαντική πρόοδο, τα ανθρώπινα δικαιώματα που υποσχέθηκε η Οικουμενική Διακήρυξη απέχουν πολύ από το να γίνουν πραγματικότητα για όλους τους ανθρώπους της Αφρικής.
Μια σειρά μακροχρόνιες ένοπλες συρράξεις έχουν επιλυθεί, όπως εκείνες στην Αγκόλα, το νότιο Σουδάν, τη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία. Όμως οι επιπτώσεις τους στα ανθρώπινα δικαιώματα παραμένουν και επηρεάζουν τόσο την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη όσο και τον πολιτικό στίβο. Η βίαιη πάλη για την εξουσία, ακόμα και σε κράτη που δεν κατρακυλούν στην ένοπλη σύρραξη, παραμένει ακόμα σημαντικό συστατικό της πολιτικής ζωής στην Αφρική, παρά τις κινήσεις προς τον εκδημοκρατισμό που έχουν γίνει σε πολλές χώρες.
Η εξεύρεση ανθεκτικών και μόνιμων λύσεων για τις συρράξεις της Αφρικής συχνά αποδείχθηκε φευγαλέα, παρά τη συνεισφορά του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας και στη συνέχεια της Αφρικανικής Ένωσης στην πρόληψη και επίλυση των συρράξεων. Παρατηρείται απαράδεκτη έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες σε γενικές γραμμές βρίσκονται στη ρίζα των πολιτικών εντάσεων και εχθροπραξιών. Το Συμβούλιο για την Ειρήνη και την Ασφάλεια της Αφρικανικής Ένωσης δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την εντολή του να αντιμετωπίσει τη διάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ένοπλων συγκρούσεων στην Αφρική.
Στις δεκαετίες που πέρασαν, το πλαίσιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αφρική εξελίχθηκε μέσω διαφόρων περιφερειακών συνθηκών και θεσμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το 1986 τέθηκε σε ισχύ η Αφρικανική Χάρτα για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Λαών, ενώ το 2007 γιορτάστηκε η 20η επέτειος της Αφρικανικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και των Λαών (Αφρικανική Επιτροπή). Όμως, παρά τις σημαντικές εξελίξεις στους αφρικανικούς θεσμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως με την ίδρυση του Αφρικανικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών, η Αφρικανική Επιτροπή αντιμετωπίζει συνεχιζόμενα οικονομικά και πολιτικά εμπόδια. Η ανεπαρκής υποστήριξη από την Αφρικανική Ένωση ανάγκασε την Αφρικανική Επιτροπή να εξαρτάται από εξωτερική υποστήριξη για το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών στελέχωσής της, ενώ πολλά κράτη-μέλη δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τις συνεδριάσεις της.
Τα τελευταία χρόνια, πολλά αφρικανικά κράτη αποδείχθηκαν απρόθυμα να συνομιλήσουν εποικοδομητικά με τους παγκόσμιους θεσμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το νεοσύστατο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Πολλά συμπλέουν με μια χούφτα κράτη που είναι αποφασισμένα να αποδυναμώσουν το έργο των θεσμών αυτών. Υπάρχουν, όμως, αξιοσημείωτες εξαιρέσεις και κάποια αφρικανικά κράτη διαδραμάτισαν εποικοδομητικό και σε ορισμένες περιπτώσεις θαρραλέο ρόλο στον ΟΗΕ, υπερασπιζόμενα τα θύματα βαρύτατων καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από τον Ιούλιο και μετά, εκατοντάδες οικογένειες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, τα οποία κατεδαφίστηκαν από την κατασκευαστική εταιρεία Ζαρντίμ ντο Έντεν (Jardim do Eden, Κήπος της Εδέμ) στη συνοικία Ιράκε (Iraque) στη Λουάντα της Αγκόλας ... Οι αναγκαστικές εξώσεις πραγματοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί συγκρότημα πολυτελών κατοικιών. Δεν παρασχέθηκε εναλλακτικό κατάλυμα ή αποζημίωση. Το Νοέμβριο, δύο δημοσιογράφοι που έκαναν ρεπορτάζ για τις εξώσεις, ο Αντόνιο Κασκάις (Antonio Cascais), ελεύθερος ρεπόρτερ του γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού Ντόιτσε Βέλε, και ο Αλεξάντρε Νέτο (Alexandre Neto) του ραδιοφωνικού σταθμού Ντεσπερτάρ (Despertar) της Αγκόλας, δέχτηκαν επίθεση από μέλη ιδιωτικής εταιρείας ασφάλειας και κρατήθηκαν για διάστημα μεγαλύτερο των τριών ωρών από τη στρατιωτική αστυνομία.
Ανασκόπηση του 2007
Τα δικαιώματα πολλών ανθρώπων στην Αφρική εξακολούθησαν να παραβιάζονται το 2007. Τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά παρέμειναν απατηλά για εκατομμύρια ανθρώπους. Οι εσωτερικές ένοπλες συρράξεις, που συνέχισαν να ρημάζουν πολλά κράτη, συνοδεύτηκαν από κατάφωρες καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως παράνομους φόνους και βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων και βιασμούς. Σε ορισμένες χώρες κάθε μορφή διαφωνίας κατεστάλη, ενώ σε πολλές η ελευθερία της έκφρασης ήταν περιορισμένη και οι υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπέστησαν εκφοβισμό και παρενοχλήσεις. Οι γυναίκες υπέμειναν ευρύτατα διαδεδομένες διακρίσεις και συστηματικές καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι υπεύθυνοι για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αναγκάστηκαν να λογοδοτήσουν.
Οικονομικά, κοινωνικά, και πολιτισμικά δικαιώματα
Παρά την αυξημένη οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων ετών σε πολλά αφρικανικά κράτη, εκατομμύρια άνθρωποι εξακολούθησαν να ζουν χωρίς πρόσβαση στις βασικές προϋποθέσεις μιας ζωής με αξιοπρέπεια, όπως η επαρκής στέγη, η παιδεία και η υγειονομική μέριμνα. Η πολιτική αστάθεια, οι ένοπλες συρράξεις, η διαφθορά, η υπανάπτυξη και οι χαμηλές επενδύσεις σε στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες, ήταν όλα παράγοντες που συνέβαλαν στην αποτυχία να πραγματωθούν τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα για τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά σε ολόκληρη την περιοχή.
Τα νοτιότερα κράτη της Αφρικής συνέχισαν να έχουν το υψηλότερο ποσοστό κρουσμάτων HIV/AIDS στον κόσμο. Στη Νότια Αφρική η φτώχεια λειτούργησε ως φραγμός για την πρόσβαση των φτωχών της υπαίθρου, κυρίως τις γυναίκες, στην υγειονομική περίθαλψη, ενώ η Διεθνής Αμνηστία τεκμηρίωσε με ποιους τρόπους το δικαίωμα των γυναικών στην υγεία υποσκάπτεται από τις μεγάλες αποστάσεις μέχρι τις υπηρεσίες υγείας, το κόστος μεταφοράς, την έλλειψη προσωπικού, την έλλειψη καθημερινής πρόσβασης σε επαρκή τροφή και τις ανισότητες με βάση το φύλο.
Σε πολλές χώρες έγιναν αναγκαστικές εξώσεις σε οικογένειες για να πραγματοποιηθούν έργα οικονομικής ή αστικής ανάπτυξης. Συχνά, οι κυβερνήσεις δεν παρείχαν καμία αποζημίωση ή εναλλακτική στέγη σε όσους εκτοπίστηκαν, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στη στέγη.
Ένοπλες συγκρούσεις
Οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τους άμαχους πληθυσμούς, με κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που περιλάμβαναν παράνομους φόνους, σεξουαλική βία και στρατολόγηση παιδιών ως στρατιωτών. Οι εξαναγκασμένες εξαφανίσεις και οι θάνατοι από πείνα και ασθένειες εξαιτίας των ένοπλων συρράξεων συνεχίστηκαν σε μεγάλη κλίμακα.
Οι συρράξεις στη Σομαλία και στις ανατολικές περιοχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό κλιμακώθηκαν το 2007. Τον Ιανουάριο, η Αφρικανική Ένωση ενέκρινε την ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης στη Σομαλία (AMISOM), χωρίς όμως ρητή εντολή να προστατεύει αμάχους. Λιγότερο από το ένα πέμπτο των προγραμματισμένων 8.000 στρατιωτών είχαν αναπτυχθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Τον Ιανουάριο, η Αφρικανική Ένωση ενέκρινε την ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης στη Σομαλία, χωρίς όμως ρητή εντολή να προστατεύει αμάχους.
Περιοχές στο Νταρφούρ του Σουδάν, στο ανατολικό Τσαντ και στις βόρειες περιοχές της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας συνέχισαν να αντιμετωπίζουν συρράξεις και εκτεταμένη ανασφάλεια. Στο Νταρφούρ, οι ένοπλες ομάδες που εμπλέκονται στη σύγκρουση διασπάστηκαν και πολλαπλασιάστηκαν, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τις προοπτικές για πολιτική λύση. Τον Ιούλιο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξουσιοδότησε την ανάπτυξη στο Νταρφούρ υβριδικής δύναμης 26.000 στρατιωτών του ΟΗΕ και της Αφρικανικής Ένωσης. Όμως, η ανάπτυξή τους καθυστέρησε καθώς η κυβέρνηση του Σουδάν ήγειρε εμπόδια και κράτη-μέλη του ΟΗΕ δεν παρείχαν τον απαραίτητο στρατιωτικό εξοπλισμό για την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής δύναμης. Το Σεπτέμβριο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξουσιοδότησε μια πολυδιάστατη παρουσία στο Τσαντ και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, παράλληλα με την ευρωπαϊκή στρατιωτική επιχείρηση. Όμως, μέχρι το τέλος του χρόνου καμία από τις δυνάμεις αυτές δεν είχε αναπτυχθεί.
Στο βόρειο Νίγηρα ξέσπασαν μάχες, που συνοδεύτηκαν από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανάμεσα σε κυβερνητικές δυνάμεις και μια ένοπλη αντικυβερνητική ομάδα, της οποίας ηγούνται Τουαρέγκ.
Έγιναν κάποια βήματα για την επίλυση συρράξεων: το Μάρτιο υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία στην Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης στη βόρεια Ουγκάντα.
Η διάδοση των όπλων μικρού διαμετρήματος παρέμεινε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Συχνά, τα εμπάργκο όπλων που έχει επιβάλει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έγιναν σεβαστά ή δεν επιτηρήθηκαν επαρκώς.
Ατιμωρησία
Οι αστυνομικοί και άλλα μέλη των σωμάτων ασφαλείας σπάνια κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων αυθαίρετες συλλήψεις και κράτηση, βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης. Η ατιμωρησία αυτού του είδους επικρατούσε σε πολλές χώρες, όπως η Αγκόλα, η Ερυθραία, η Ζιμπάμπουε, η Ισημερινή Γουινέα, η Μοζαμβίκη και το Μπουρούντι. Μέλη των σωμάτων ασφαλείας συχνά χρησιμοποίησαν υπερβολική βία σε χώρες όπως η Δημοκρατία της Γουινέας, η Ζιμπάμπουε, η Κένυα, η Μαυριτανία, το Μπενίν, η Νιγηρία και το Σουδάν. Τα Κρούσματα υπερβολικής χρήσης βίας συχνά δεν διερευνήθηκαν, ακόμα και όταν είχαν σκοτωθεί άνθρωποι.
Στο Μπουρούντι εξετάστηκε ως ενδεχόμενο και στην Ακτή του Ελεφαντοστού πραγματοποιήθηκε η θέσπιση νόμων ή κανονισμών για χορήγηση αμνηστίας για εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων αυτών των χωρών, αν και οι ηγέτες τους έδωσαν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα χορηγηθεί αμνηστία σε όσους ευθύνονται για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου. Όμως, δεν υπήρξε πρόοδος σε καμία από τις δυο χώρες για τη διερεύνηση και την ποινική δίωξη των υπαιτίων για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Στη Λιβερία, επίσης, η Επιτροπή για την Αλήθεια και τη Συμφιλίωση σημείωσε ελάχιστη πρόοδο.
Οι μηχανισμοί της διεθνούς δικαιοσύνης συνέβαλαν στη διασφάλιση της λογοδοσίας σε ορισμένες περιπτώσεις για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου.
Οι μηχανισμοί της διεθνούς δικαιοσύνης συνέβαλαν στη διασφάλιση της λογοδοσίας σε ορισμένες περιπτώσεις για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου.
Τον Απρίλιο το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατά δύο ατόμων που εμπλέκονται στη σύρραξη στο Νταρφούρ: του Αλί Κουσαΐμπ (Ali Kushayb), ηγετικού στελέχους της πολιτοφυλακής Τζαντζαουίντ, και του Αχμέτ Μοχάμετ Χαρούν (Ahmad Muhammad Harun), του Σουδανού Υπουργού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων. Και οι δύο κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η σουδανική κυβέρνηση αρνήθηκε να παραδώσει τους κατηγορούμενους στο ΔΠΔ.
Το Μάιο, ο Εισαγγελέας του ΔΠΔ ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει έρευνα στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Τα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που φέρονται να διαπράχθηκαν στην περιοχή Ιτούρι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, οδήγησαν το ΔΠΔ τον Ιούλιο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης για τον Ζερμέν Κατάνγκα (Germain Katanga). Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό τον παρέδωσε στο δικαστήριο. Όμως, οι αρχηγοί του Στρατού Αντίστασης του Θεού (Lord's Resistance Army, LRA), μεταξύ αυτών και ο Τζόζεφ Κόνι (Joseph Kony) που έχει παραπεμφθεί σε δίκη από το ΔΠΔ σε σχέση με την κατάσταση στην Ουγκάντα, παρέμειναν ασύλληπτοι.
Συνεχίστηκαν οι δίκες στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα (ICTR), την ίδια στιγμή που το ICTR άρχισε να εφαρμόζει τη στρατηγική αποχώρησής του προτείνοντας να μεταφέρει υποθέσεις σε εθνικά δικαστήρια, μεταξύ άλλων και στη Ρουάντα.
Το Ειδικό Δικαστήριο για τη Σιέρα Λεόνε καταδίκασε τον Ιούλιο τρία μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων (AFRC) για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δύο μέλη των Δυνάμεων Πολιτικής Άμυνας (CDF) επίσης καταδικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η δίκη του Τσαρλς Τέιλορ (Charles Taylor), πρώην Προέδρου της Λιβερίας, αναβλήθηκε και αναμενόταν να ξεκινήσει το 2008.
Ελάχιστη πρόοδος υπήρξε στην υπόθεση του Ισέν Αμπρέ (Hissene Habre), πρώην Προέδρου του Τσαντ, μετά την αίτηση της Αφρικανικής Ένωσης το 2006 να δικαστεί στη Σενεγάλη, υπό οικουμενική δικαιοδοσία, για εγκλήματα του διεθνούς δικαίου.
Θανατική ποινή
Το 2007 σημειώθηκαν κάποιες θετικές εξελίξεις αναφορικά με τη θανατική ποινή, που επιβεβαιώνουν ότι τα αφρικανικά κράτη τείνουν όλο και περισσότερο στην κατάργησή της στην πράξη ή στον νόμο. Παρόλο που η θανατική ποινή συνέχισε να εφαρμόζεται σε διάφορες χώρες, ο αριθμός των ανθρώπων που εκτελέστηκαν δεν ήταν μεγάλος.
Η Ρουάντα κατάργησε τη θανατική ποινή τον Ιούλιο και η κυβέρνηση της Γκαμπόν ανακοίνωσε το Σεπτέμβριο ότι θα καταργούσε τη θανατική ποινή αν το ενέκρινε το κοινοβούλιο. Τον Οκτώβριο η κυβέρνηση του Μαλί υπέβαλε στη βουλή νομοσχέδιο για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σε διάφορες χώρες θανατικές καταδίκες μετριάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, όπως στη Γκάνα, τη Δημοκρατία του Κονγκό και τη Ζάμπια.
Στην ψηφοφορία για μορατόριουμ στη χρήση της θανατικής ποινής στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο, 17 αφρικανικά κράτη ψήφισαν υπέρ του μορατόριουμ και 20 απείχαν.
Στις 20 Σεπτεμβρίου, ένας στρατιώτης από τις Λαϊκές Δυνάμεις Άμυνας της Ουγκάντα (UPDF), ο δεκανέας Τζέφρι Απαμούκο (Geoffrey Apamuko), καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό για φόνο. Τα στρατοδικεία στην Ουγκάντα συνέχισαν να επιβάλουν θανατικές καταδίκες και να διατάζουν τις εκτελέσεις στρατιωτών του UPDF. Ο ακριβής αριθμός των στρατιωτών που εκτελέστηκαν σύμφωνα με το στρατιωτικό δίκαιο παραμένει αδιευκρίνιστος.
Ωστόσο, εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν στην Αιθιοπία, την Ισημερινή Γουινέα, τη Σομαλία και το Σουδάν, ενώ στην Ουγκάντα στρατοδικεία διέταξαν την εκτέλεση στρατιωτών. Έρευνα από τη Διεθνή Αμνηστία το 2007 έδειξε ότι τουλάχιστον επτά εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο χρόνο στη Νιγηρία, παρ' όλο που εκπρόσωποι της κυβέρνησης δήλωσαν επίσημα ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμία εκτέλεση εκεί τα τελευταία χρόνια.
Βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών
Η βία κατά των γυναικών σε μεγάλο βαθμό δεν αντιμετωπίστηκε, αν και ορισμένες χώρες ενίσχυσαν το νομικό τους πλαίσιο. Η Γκάνα και η Σιέρα Λεόνε θέσπισαν νόμους για την ενδοοικογενειακή βία, αλλά στη Σιέρα Λεόνε ένα νομοσχέδιο για τα δικαιώματα των παιδιών θεσπίστηκε μόνο αφού εγκαταλείφθηκαν οι διατάξεις για την ποινικοποίηση του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
Στην Κένυα, όπου ψηφίστηκε ο Νόμος περί Σεξουαλικών Αδικημάτων του 2006, στη Λιβερία, που θέσπισε νέο νόμο για το βιασμό το 2006, και στη Νότια Αφρική, όπου η Πράξη Τροποποίησης του Ποινικού Δικαίου (Σεξουαλικά Αδικήματα και Συναφή Ζητήματα) τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο, γυναίκες και κορίτσια συνέχισαν να αντιμετωπίζουν εκτεταμένη βία, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού. Στη Νιγηρία, ένα νομοσχέδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διακρίσεων Κατά των Γυναικών (CEDAW) δεν κατάφερε να αποσπάσει πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, 22 χρόνια μετά την επικύρωσή του από τη χώρα. Ακόμη, ένα νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας δεν κατάφερε να λάβει ισχύ νόμου σε ομοσπονδιακό επίπεδο παρ' όλο που μεμονωμένες πολιτείες στη Νιγηρία, όπως το Λάγος, θέσπισαν παρόμοια νομοθεσία.
Η σεξουαλική βία παρέμεινε διαδεδομένη σε διάφορες συγκρούσεις, με ισόβιες συνέπειες για τις γυναίκες και τα κορίτσια, πολλές από τις οποίες δεν είχαν καθόλου πρόσβαση σε επαρκή ιατρική και ψυχολογική περίθαλψη ή σε οποιουσδήποτε μηχανισμούς δικαιοσύνης. Οι δράστες πράξεων βίας κατά των γυναικών, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, σπανίως βρέθηκαν υπόλογοι. Η έλλειψη αποκατάστασης και αποζημίωσης για τις γυναίκες και τα κορίτσια που υποβλήθηκαν σε σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της ένοπλης σύγκρουσης τεκμηριώθηκε εκτενώς στην Ακτή του Ελεφαντοστού, το Μπουρούντι, την Ουγκάντα και τη Σιέρα Λεόνε. Συχνά αυτές οι γυναίκες και τα κορίτσια στιγματίζονται από την κοινωνία και περιθωριοποιούνται ακόμη περισσότερο.
Τον Ιούλιο, μέλη της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στην Ακτή του Ελεφαντοστού κατηγορήθηκαν για εκτεταμένη σεξουαλική κακοποίηση γυναικών και κοριτσιών. Οι ισχυρισμοί ερευνήθηκαν από τον ΟΗΕ και το Μαρόκο, καθώς εμπλέκονταν στρατιώτες από αυτή τη χώρα, αλλά μέχρι το τέλος του 2007 τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δεν είχαν δημοσιοποιηθεί.
Στο ανατολικό Τσαντ, γυναίκες και κορίτσια που εκτοπίστηκαν από τη σύγκρουση, διέτρεχαν κίνδυνο βιασμού και άλλων μορφών σεξουαλικής βίας όταν επιχειρούσαν να βγουν από τους καταυλισμούς για τους εκτοπισμένους. Παρόμοιο μοτίβο επικρατούσε και στο Νταρφούρ, όπου γυναίκες και κορίτσια κινδύνευαν να υποστούν σεξουαλική βία όταν μάζευαν καυσόξυλα και νερό έξω από τους καταυλισμούς ή όταν πήγαιναν στην αγορά. Συχνά η σεξουαλική βία δεν καταγγελλόταν γιατί οι γυναίκες φοβούνταν τις επιπτώσεις.
Ένα 14χρονο κορίτσι που ζει στον καταυλισμό εκτοπισμένων Αραντίπ στην περιοχή Νταρ Σίλα του Τσαντ πιάστηκε και βιάστηκε από μερικούς ένοπλους άνδρες όταν βγήκε από τον καταυλισμό για να μαζέψει καυσόξυλα νωρίς το πρωί της 30ης Απριλίου.
Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας επίσης παρέμειναν διαδεδομένες, ιδίως στην ανατολή. Στους υπαίτιους περιλαμβάνονταν στρατιώτες και αστυνομικοί, καθώς και μέλη των διαφόρων ένοπλων ομάδων. Κάποιες από τις ένοπλες ομάδες απήγαγαν γυναίκες και κορίτσια και τις υπέβαλαν σε σεξουαλική δουλεία. Επίσης, από τη σύγκρουση στη Σομαλία προέκυψαν πολυάριθμες καταγγελίες για βιασμούς, που διαπράχθηκαν από Αιθίοπες στρατιώτες, δυνάμεις της Μεταβατικής Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και ένοπλους.
Στο Μαλάουι, αγόρια και κορίτσια, μερικά μόλις 10 ετών, απασχολούνταν σε εργασίες σε αγροκτήματα. Η Μαυριτανία υιοθέτησε νόμο που καθιστά τη δουλεία ποινικό αδίκημα, 26 χρόνια μετά την επίσημη κατάργησή της, καθώς υπήρχαν ενδείξεις ότι η δουλεία εξακολουθούσε να εφαρμόζεται στην πράξη.
Πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Αφρική διέσχισαν σύνορα αναζητώντας προστασία ή επαρκές βιοτικό επίπεδο, συχνά με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους.
Χιλιάδες άνθρωποι προσπάθησαν να ξεφύγουν από την ένοπλη σύγκρουση στη Σομαλία καταφεύγοντας στην Κένυα, αλλά οι κενυατικές αρχές έκλεισαν τα σύνορα τον Ιανουάριο παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες. Επιπλέον, η Κένυα επαναπροώθησε με τη βία στη Σομαλία εκατοντάδες αιτούντες άσυλο. Ως αποτέλεσμα της ένοπλης σύγκρουσης και της βίας στο Νταρφούρ και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες, ιδίως στο Τσαντ. Πολλοί από αυτούς δεν έλαβαν επαρκή ανθρωπιστική βοήθεια.
Η Τανζανία συνέχισε το 2007 να επαναπροωθεί με τη βία πρόσφυγες από τη Ρουάντα, το Μπουρούντι και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, χαρακτηρίζοντάς τους παράνομους μετανάστες παρ' όλο που πολλοί από αυτούς είχαν ήδη ή επιζητούσαν την προσφυγική ιδιότητα. Οι αρχές της Ουγκάντα ισχυρίστηκαν ότι η επαναπροώθηση 3.000 προσφύγων και αιτούντων άσυλο της Ρουάντα ήταν οικειοθελής, αλλά πολλοί παραπονέθηκαν ότι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη Ρουάντα διά της βίας. Αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες επαναπροωθήθηκαν επίσης διά της βίας στην Ερυθραία από το Σουδάν και τη Βρετανία, αντίθετα με τις οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.
Οι αρχές της Αγκόλα έδιωξαν βίαια χιλιάδες Κονγκολέζους μετανάστες από τη βόρεια Αγκόλα προς τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Πολλές γυναίκες αναφέρθηκε ότι βιάστηκαν από στρατιώτες της Αγκόλα κατά τη διάρκεια της εκδίωξης.
«Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»
Ο αντίκτυπος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» υπό τη διεύθυνση των ΗΠΑ ήταν όλο και πιο εμφανής στο Κέρας της Αφρικής και σε άλλα μέρη της Αφρικής. Τον Ιανουάριο, τουλάχιστον 140 άνθρωποι που κατέφυγαν από τη Σομαλία στην Κένυα τέθηκαν υπό κράτηση από τις κενυατικές αρχές. Περισσότεροι από 80 από αυτούς τους κρατούμενους, που κρατούνταν σε απομόνωση χωρίς απαγγελία κατηγορίας ή δίκη, με την υποψία ότι συνδέονταν με το Συμβούλιο Σομαλικών Ισλαμικών Δικαστηρίων, ή σε μερικές περιπτώσεις με την Αλ Κάϊντα, μεταφέρθηκαν έκνομα στη Σομαλία και στη συνέχεια στην Αιθιοπία. Περισσότεροι από 40 κρατούνταν ακόμη σε απομόνωση και υπό συνθήκες μυστικότητας στην Αιθιοπία στο τέλος του 2007.
Ένας αριθμός ατόμων, μεταξύ των οποίων ξένοι υπήκοοι, συνελήφθησαν στη Μαυριτανία για πιθανή ανάμειξη με πυρήνα που συνδέεται με την Αλ Κάϊντα. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, 14 άνθρωποι δικάστηκαν στη Μαυριτανία, κατηγορούμενοι ότι ανήκαν στην αλγερινή οργάνωση Algerian Groupe Salafiste pour la Prediction et le Combat.
Σε πολλές αφρικανικές χώρες συνέχισε να είναι επικίνδυνο να εκφράζει κανείς κριτική ή ανεξάρτητες απόψεις. Ομάδες της αντιπολίτευσης, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και η ευρύτερη κοινωνία των πολιτών, όλοι αντιμετώπισαν κρατική καταπίεση.
Ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αντιτρομοκρατία εξέφρασε την ανησυχία του, μετά από επίσκεψή του στη Νότια Αφρική, για τη διοικητική κράτηση μεταναστών επί 30 ή περισσότερες ημέρες χωρίς υποχρεωτική δικαστική εξέταση, και για την παράλειψη των αρχών να σεβαστούν την αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement) σε περιπτώσεις υπόπτων για «τρομοκρατία» καθώς και σε άλλες περιπτώσεις μεταναστών.
Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταπίεση της διαφωνίας
Σε πολλές αφρικανικές χώρες συνέχισε να είναι επικίνδυνο να εκφράζει κανείς κριτική ή ανεξάρτητες απόψεις. Ομάδες της αντιπολίτευσης, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και η ευρύτερη κοινωνία των πολιτών, όλοι αντιμετώπισαν κρατική καταπίεση.
Το περιθώριο κινήσεων για τους υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρέμεινε περιορισμένος σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων στην Αγκόλα, την Ερυθραία, τη Γκάμπια και τη Ρουάντα. Σε μερικές χώρες οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διέτρεξαν προσωπικό κίνδυνο. Σε πολλές, εκφοβίζονταν και παρενοχλούνταν μέσω συλλήψεων ή παρακολούθησης.
Πολυάριθμες ακτιβίστριες για τα ανθρώπινα δικαιώματα συνελήφθησαν στη Ζιμπάμπουε κατά τη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων. Πολλές υπέστησαν κακομεταχείριση από την αστυνομία κατά την κράτησή τους. Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, μία υπερασπίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βιάστηκε από έναν αξιωματούχο ασφαλείας κατά τη διάρκεια επίσκεψης εργασίας της σε κρατητήριο. Οι κόρες μιας άλλης δέχτηκαν βίαιη σεξουαλική επίθεση από στρατιώτες.
Στο Σουδάν, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνελήφθησαν και ορισμένοι αναφέρεται ότι βασανίστηκαν από τις εθνικές μυστικές υπηρεσίες και τις δυνάμεις ασφαλείας. Στην Αιθιοπία, δύο εξέχοντες υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταδικάστηκαν άδικα το Δεκέμβριο σε φυλάκιση δύο ετών και οκτώ μηνών. Ένας διαπρεπής υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δολοφονήθηκε στη Σομαλία, ενώ στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολούθησαν να εκτίθενται σε επιθέσεις και απειλές κατά της ζωής τους, κυρίως από κυβερνητικά όργανα.
Το περιθώριο κινήσεων για τις λεσβίες, τους ομοφυλόφιλους άνδρες, τους αμφισεξουαλικούς και τους τρανσέξουαλ (ΛΟΑΤ) ακτιβιστές ήταν ιδιαίτερα περιορισμένο. Στο Καμερούν, τη Νιγηρία, τη Νότια Αφρική και την Ουγκάντα, οι ακτιβιστές ΛΟΑΤ δέχτηκαν επιθέσεις από διάφορες κοινωνικές ομάδες ως αντίδραση στις προσπάθειές τους να υπερασπιστούν και να προωθήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Πολιτικοί κρατούμενοι και κρατούμενοι συνείδησης κρατούνταν σε χώρες μεταξύ των οποίων η Αιθιοπία, η Ερυθραία, η Ισημερινή Γουινέα, η Δημοκρατία του Κονγκό, η Νιγηρία και η αυτοανακηρυχθείσα Δημοκρατία της Σομαλιλάνδης.
Το Φεβρουάριο, οι προεδρικοί φρουροί στη Δημοκρατία της Γουινέας συνέλαβαν δύο ανθρώπους που εργάζονταν για τον ραδιοφωνικό σταθμό FM Liberty και λεηλάτησαν το κέντρο εκπομπής. Οι στρατιώτες κατηγόρησαν τον ραδιοφωνικό σταθμό ότι πραγματοποιούσε συνεντεύξεις επικριτικές προς τον Πρόεδρο Λανσάνα Κοντέ (Lansana Conte). Ένας από τους εργαζόμενους, ο Ντέιβιντ Καμάρα (David Camara), συνελήφθη από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας που απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν και έσβησαν ένα τσιγάρο στον σβέρκο του. Απελευθερώθηκε άνευ όρων δύο ημέρες αργότερα.
Το έργο των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης εμποδίστηκε σφοδρά σε μεγάλο φάσμα χωρών και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης παραβιάστηκε, μεταξύ άλλων μέσω νομοθεσίας για τον περιορισμό των δραστηριοτήτων των μέσων ενημέρωσης και μέσω αυθαίρετων συλλήψεων δημοσιογράφων. Στη Σομαλία και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν εξαιτίας της δουλείας τους.
Στις αρχές του 2007, στη Δημοκρατία της Γουινέας δυνάμεις ασφαλείας κατέπνιξαν βίαια διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από συνδικαλιστικές οργανώσεις - εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση πολιορκίας, παραχωρώντας στον στρατό εξουσίες που φυσιολογικά έχουν ανήκουν στις πολιτικές αρχές. Στη Ζιμπάμπουε εκατοντάδες υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μέλη της αντιπολίτευσης αντιμετώπισαν βίαιη καταστολή ενώ εξασκούσαν το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης, του συνεταιρισμού και της ειρηνικής συνάθροισης.
Στη Νιγηρία, οι εκλογές τον Απρίλιο επηρεάστηκαν εντονότατα από παρατυπίες και βία. Ψηφοφόροι, υποψήφιοι και οπαδοί απειλήθηκαν και δέχτηκαν επιθέσεις από αντιπάλους ή από ένοπλες ομάδες, τις οποίες χρηματοδοτούν πολιτικοί αρχηγοί. Αστυνομικοί στην Κένυα σκότωσαν δεκάδες διαδηλωτές κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων μετά τις εκλογές τ